Σκωληκοειδής απόφυση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Tot12 (συζήτηση | συνεισφορές) μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ r2.7.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: sr:Слепо црево |
||
Γραμμή 18: | Γραμμή 18: | ||
[[de:Appendix vermiformis]] |
[[de:Appendix vermiformis]] |
||
[[en:Vermiform appendix]] |
[[en:Vermiform appendix]] |
||
⚫ | |||
[[eo:Apendico]] |
[[eo:Apendico]] |
||
⚫ | |||
[[fa:آپاندیس]] |
[[fa:آپاندیس]] |
||
⚫ | |||
[[fr:Appendice iléo-cæcal]] |
[[fr:Appendice iléo-cæcal]] |
||
[[hak:Lân-mî]] |
[[hak:Lân-mî]] |
||
[[ |
[[he:תוספתן]] |
||
[[hr:Crvuljak]] |
[[hr:Crvuljak]] |
||
⚫ | |||
[[id:Umbai cacing]] |
[[id:Umbai cacing]] |
||
[[it:Appendice vermiforme]] |
[[it:Appendice vermiforme]] |
||
[[ |
[[ja:虫垂]] |
||
[[jv:Umbai cacing]] |
[[jv:Umbai cacing]] |
||
[[ko:충수]] |
|||
⚫ | |||
[[ku:Rûviya zêde]] |
[[ku:Rûviya zêde]] |
||
[[la:Appendix vermiformis]] |
[[la:Appendix vermiformis]] |
||
[[lt:Kirmėlinė atauga]] |
[[lt:Kirmėlinė atauga]] |
||
⚫ | |||
[[mk:Слепо црево]] |
[[mk:Слепо црево]] |
||
[[mr:आंत्रपुच्छ]] |
[[mr:आंत्रपुच्छ]] |
||
[[ms:Apendiks]] |
[[ms:Apendiks]] |
||
[[nl:Wormvormig aanhangsel]] |
[[nl:Wormvormig aanhangsel]] |
||
⚫ | |||
[[ja:虫垂]] |
|||
[[pl:Wyrostek robaczkowy]] |
[[pl:Wyrostek robaczkowy]] |
||
[[pt:Apêndice vermiforme]] |
[[pt:Apêndice vermiforme]] |
||
[[ru:Аппендикс человека]] |
[[ru:Аппендикс человека]] |
||
[[sh:Slepo crevo]] |
|||
[[simple:Vermiform appendix]] |
[[simple:Vermiform appendix]] |
||
[[sk:Príloha e-mailu]] |
[[sk:Príloha e-mailu]] |
||
[[sl:Slepič]] |
[[sl:Slepič]] |
||
[[ |
[[sr:Слепо црево]] |
||
⚫ | |||
[[ta:குடல்வால்]] |
[[ta:குடல்வால்]] |
||
[[te:ఉండుకము]] |
[[te:ఉండుకము]] |
||
[[tr:Apandis]] |
[[tr:Apandis]] |
||
⚫ | |||
[[ug:سازاڭسىمان ئۆسۈكچە]] |
[[ug:سازاڭسىمان ئۆسۈكچە]] |
||
⚫ | |||
[[zh:阑尾]] |
[[zh:阑尾]] |
Έκδοση από την 03:43, 3 Δεκεμβρίου 2011
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Η σκωληκοειδής απόφυση, είναι ένα μικρό τμήμα του παχέος εντέρου, υπό τύπον ενός μικρού κινητού σωληνίσκου (μήκους 8-12 cm), ο οποίος κρέμεται από το αρχικό τμήμα του παχέος εντέρου (κοντά στο σημείο συνδέσεως λεπτού και παχέος εντέρου). Ο σωληνίσκος αυτός, η εντερική αυτή απόφυση, θα μπορούσε να δίνει την εικόνα ενός σκώληκα, γι΄ αυτό άλλωστε οι πρώτοι ανατόμοι χρησιμοποίησαν αυτόν ακριβώς τον όρο για την περιγραφή του και έχει πλέον καταγραφεί ως σκωληκοειδής (εν είδει σκώληκος) απόφυση.
Οι παλαιές απόψεις, Δαρβινικής κυρίως προελεύσεως, περί ενός αχρήστου εντερικού υπολλείμματος, έχουν σταδιακά αρχίσει να αναθεωρούνται. Η σκωληκοειδής απόφυση, αποτελεί εμβρυϊκό μεν κατάλοιπο, πλούσιο όμως σε λεμφοζιδιακό ιστό, με συμμετοχή στην άμυνα του οργανισμού (παρουσία λεμφοκυττάρων και παραγωγή λευκών αιμοσφαιρίων). Επιπλέον ερευνητές πιστεύουν ότι η σκωληκοειδής είναι σημαντική για την μικροβιακή ισορροπία στο παχύ έντερο, αφού τα μικρόβια τα οποία αποικούν τον αυλό της μπορούν να αναδημιουργούν τη χλωρίδα του εντέρου σε περίπτωση που διαταραχτεί, επί παραδείγματι από μια σοβαρή διάρροια (αποθήκη χρήσιμων μικροβίων).
Η οξεία φλεγμονή της σκωληκοειδούς αποφύσεως αναφέρεται ως οξεία σκωληκοειδίτις. Ένας στους 20 ανθρώπους μπορεί να εμφανίσει κάποια στιγμή οξεία σκωληκοειδίτιδα. Η θεραπεία έγκειται στην χειρουργική αποκοπή (αφαίρεση) της αποφύσεως (σκωληκοειδεκτομή). Η συγκεκριμένη επέμβαση, αποτελεί μία από τις συχνότερες χειρουργικές παθήσεις. Μάλιστα, κατά την παιδική και εφηβική ηλικία, θεωρείται η συχνότερη χειρουργική επέμβαση στην κοιλία.
Στα βρέφη εμφανίζεται σπάνια σκωληκοειδίτιδα. Επίσης μετά την εφηβεία, συχνότητά της ελαττώνεται. Παρά ταύτα, δεν παύει να αποτελεί μία συχνή πάθηση σε όλες τις ηλικιακές ομάδες