Διάκονος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Amirobot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: fa:دیکون
Γραμμή 13: Γραμμή 13:
{{Εκκλησιαστικά αξιώματα}}
{{Εκκλησιαστικά αξιώματα}}


[[Κατηγορία:Θρησκευτικοί τίτλοι και βαθμοί]]


[[ar:شماس]]
[[ar:شماس]]

Έκδοση από την 09:27, 19 Σεπτεμβρίου 2011

Ο όρος διάκονος σημαίνει κατά βάση «υπηρέτης». Στην ορολογία των χριστιανικών εκκλησιών μπορεί να σημαίνει είτε γενικότερα τον χριστιανό ως υπηρέτη του Θεού είτε ειδικότερα εκκλησιαστικό αξίωμα.

Στην Ορθόδοξη Εκκλησία

Τμήμα μιας σειράς λημμάτων
Βαθμοί Ιεροσύνης της
Επίσκοπος
Πρεσβύτερος
Διάκονος
Oρθόδοξος διάκονος

Διάκονος στην Ορθόδοξη, αλλά και σε άλλες Εκκλησίες, είναι ο κληρικός που φέρει τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης.

Δείτε επίσης