Νικόλαος Β΄ της Ρωσίας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Louperibot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ r2.5.2) (Ρομπότ: Προσθήκη: kk:Николай ІI
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
|προκάτοχος = Αλέξανδρος Γ'
|προκάτοχος = Αλέξανδρος Γ'
|διάδοχος =
|διάδοχος =
|σύζυγος =Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα της Έσσης
|σύζυγος =[[Αλεξάνδρα Φεοντόροβνα της Έσσης]]
|επίγονοι =
|επίγονοι =
|βασιλικός_οίκος = [[Οίκος των Ρομάνοβ|Ρομάνοφ]]
|βασιλικός_οίκος = [[Οίκος των Ρομάνοβ|Ρομάνοφ]]

Έκδοση από την 14:20, 29 Αυγούστου 2011

Νικόλαος Β' της Ρωσίας
Περίοδος1 Νοεμβρίου 1894 - 15 Μαρτίου 1917
ΠροκάτοχοςΑλέξανδρος Γ'
Γέννηση18 Μαΐου 1868
Τσάρσκοε Σελό, Ρωσία
Θάνατος17 Ιουλίου 1918
Γεκατερίνμπουργκ, ΡΣΟΣΔ
ΣύζυγοςΑλεξάνδρα Φεοντόροβνα της Έσσης
ΟίκοςΡομάνοφ
ΠατέραςΑλέξανδρος Γ' της Ρωσίας
ΜητέραΜαρία Φιοντόροβνα
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Νικόλαος ο Δεύτερος της Ρωσίας (18 Μαΐου 186817 Ιουλίου 1918, στα ρωσικά: Никола́й II) υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας της Ρωσίας, Βασιλιάς της Πολωνίας και Μεγάλος Δούκας της Φινλανδίας. Κυβέρνησε από το 1894 μέχρι τη αναγκαστική παραίτησή του από τον θρόνο το 1917. Ο Νικόλαος αποδείχθηκε ανίκανος να διαχειριστεί μια χώρα που βρισκόταν σε πολιτική αναταραχή καθώς και να διοικήσει τον στρατό της στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η περίοδος της διακυβέρνησης του τελείωσε με την έναρξη της Ρωσικής Επανάστασης το 1917, οπότε και δολοφονήθηκε τόσο αυτός όσο και τα υπόλοιπα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας από τους Μπολσεβίκους, παρόλο ότι είχε προηγουμένως παραιτηθεί. Το πλήρες όνομα του Νικολάου ήταν Νικολάι Αλεξάντροβιτς Ρομανόφ (Никола́й Алекса́ндрович Рома́нов). Ο επίσημος τίτλος του ήταν Νικόλαος Β', Αυτοκράτορας και Μονοκράτορας πασών των Ρωσιών.[2] Κάποιες φορές αναφέρεται ως ο Νικόλαος ο Μάρτυρας εξαιτίας της εκτέλεσής του ή και ως ο Αιματοβαμμένος Νικόλαος εξαιτίας των τραγικών γεγονότων που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της ενθρόνισής του και της ακόλουθης εναντίωσης της κυβέρνησής του. Αγιοποιήθηκε από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με το όνομα Άγιος Νικόλαος ο το Πάθος Φέρων.

Οικογένεια και τα πρώτα χρόνια της ζωής του

Ο Νικόλαος γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη, και ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αυτοκράτορα Αλέξανδρου III και της Μαρίας Φεοντόροβνα της Δανίας. Ο παππούς του από την πλευρά του πατέρα του ήταν ο Αλέξανδρος II της Ρωσίας και γιαγιά του η Μαρία Μαρία Αλεξαντρόβνα της Έσσης-Ντάρμσταντ (Hesse-Darmstadt). Ο παππούς από την πλευρά της μητέρας του ήταν ο Κριστιάν IX της Δανίας και γιαγιά του η Λουίζα της Έσσης-Κάσελ (Hesse-Kassel). Ο Νικόλαος ήταν ευαίσθητο παιδί, και αισθανόταν πολύ καταπτοημένος από τη δύναμη του πατέρα του, παρόλο που ταυτόχρονα τον λάτρευε. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, ο Νικόλαος συχνά αναφερόταν σε εκείνον στα γράμματά του και στα ημερολόγια του με νοσταλγία. Πολύ κοντινή σχέση είχε ο Νικόλαος με τη μητέρα του, Μαρία Φιοντόροβνα, όπως προκύπτει μετά τη δημοσιοποίηση των γραμμάτων που αντάλλασσαν μεταξύ τους.

O Νικόλαος ερωτεύτηκε την πριγκίπισσα Αλίξ (Alix) της Έσσης-Ντάρμσταντ, κόρη του Λουδοβίκου IV, Μεγάλου Δούκα της Έσσης και του Ρήνου και της Πριγκίπισσας Αλίκης του Ηνωμένου Βασιλείου, δεύτερη μεγαλύτερη κόρη της Βασίλισσας Βικτωρίας και του Πρίγκιπα Αλβέρτου. Οι γονείς του Νικόλαου δεν ενέκριναν αυτή τη σχέση, καθώς έλπιζαν ότι ο Νικόλαος θα παντρευόταν την Πριγκίπισσα Έλενα, κόρη του Κόμη Φίλιππου του Οίκου της Ορλεάνης. Έτσι θα σφράγιζαν τη νέα συμμαχία της Ρωσίας με τη Γαλλία.

Πριν γίνει Τσάρος, ο Νικόλαος πραγματοποίησε έναν αξιοζήλευτο αριθμό ταξιδιών. Κατά τη διάρκεια ενός αξιομνημόνευτου ταξιδιού στην Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας, μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του με σπαθί, τον άφησε με μια ουλή στο μέτωπο. Η άμεση αντίδραση του ξαδέρφου του, Πρίγκιπα Γεωργίου της Ελλάδος, ο οποίος απέκρουσε το δεύτερο χτύπημα με το μπαστούνι του, του έσωσε τη ζωή. Το κίνητρο του παρολίγον δολοφόνου ήταν ότι ο Νικόλαος είχε επισκεφτεί έναν πολύ άγιο ναό στον οποίο ποτέ πριν δεν επιτρεπόταν η είσοδος σε μη πιστούς. Το ατύχημα αυτό είχε μια απρόβλεπτη επίδραση στην ιστορία της Ρωσίας. Ο Νικόλαος μίσησε την Ιαπωνία και το 1905 υποστήριξε πόλεμο εναντίον της, ο οποίος κατέληξε στην καταστροφική ναυμαχία της Τσουσίμα.

Ο Νικόλαος γίνεται Αυτοκράτορας

Χαρακτηρισμένος ως υπερβολικά υποχωρητικός από τον σκληρό και απαιτητικό πατέρα του, ο Νικόλαος ελάχιστα προετοιμάστηκε για τον ρόλο του ως αυτοκράτορας. Σαν παιδί ήταν ευγενικό και αξιαγάπητο, αλλά έδειχνε ελάχιστο ενδιαφέρον στα μαθήματά του. Ακόμα και όταν ο Τσάρος αποφάσισε να τον μυήσει στις υποθέσεις του Κράτους, βάζοντάς τον να παρακολουθήσει συνεδρίαση του Συμβουλίου του Κράτους, ο τελευταίος στα πρώτα είκοσι λεπτά προτίμησε να φύγει και να συναντήσει τους φίλους του. Όταν ο Αλέξανδρος πέθανε το 1894 σε ηλικία 49 ετών από νεφρική ανεπάρκεια, ο Νικόλαος αισθανόταν τόσο απροετοίμαστος για τα καθήκοντά του που ρώτησε τον ξάδερφό του κλαίγοντας: "Τι θα απογίνω εγώ και ολόκληρη η Ρωσία;"[3]. Αποφάσισε ωστόσο να διατηρήσει τη συντηρητική πολιτική του πατέρα του. Και ενώ ο Αλέξανδρος είχε συγκεντρωθεί στον σχηματισμό μιας γενικής πολιτικής, ο Νικόλαος ασχολήθηκε πολύ περισσότερο με διοικητικές λεπτομέρειες.

Σε ένα ταξίδι του στο Ηνωμένο Βασίλειο, ο Νικόλαος παρακολούθησε μια συνεδρίαση του Κοινοβουλίου και έδειξε εντυπωσιασμένος από τους μηχανισμούς της δημοκρατίας. Ωστόσο γύρισε την πλάτη του σε οποιαδήποτε ιδέα παραχώρησης δύναμης στους εκλεγμένους αντιπροσώπους στη Ρωσία. Λίγο μετά αφότου ανέβηκε στον θρόνο, δέχτηκε στα χειμερινά ανάκτορα μια επιτροπή από χωρικούς και εργάτες από διάφορες τοπικές οργανώσεις (zemstvos) με αίτημα κάποιες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Παρόλο που η επιτροπή πριν συναντήσει τον Τσάρο είχε ήδη απευθυνθεί προς αυτόν σε ήπιους και νομιμόφρονες τόνους, ο Νικόλαος τους υποδέχτηκε θυμωμένος και αγνοώντας έναν σύμβουλο της αυτοκρατορικής οικογένειας, τους είπε "...μου έγινε γνωστό ότι στη διάρκεια των τελευταίων μηνών ακουστήκαν σε κάποιες συγκεντρώσεις των zemstvos οι φωνές εκείνων που έλκονται από ένα χωρίς νόημα όνειρο, πως οι zemstvos θα κληθούν να συμμετάσχουν στην διακυβέρνηση της χώρας. Θέλω όλοι να μάθουν ότι θα δώσω όλη μου τη δύναμη για να διατηρήσω, για το καλό όλου του έθνους, τις αρχές της απόλυτης μοναρχίας, όσο σταθερά και ισχυρά έκανε και ο πρόσφατα απωλεσθείς πατέρας μου."[4]

Τα λόγια αυτά άφησαν εμβρόντητους και τρόμαξαν όλους όσους άκουγαν. Από τότε ξεκίνησε η πτώση της δημοτικότητας του νέου Τσάρου και άρχισαν να απομακρύνονται οι ελπίδες για μια ειρηνική αλλαγή στη Ρωσία.

Σχέσεις με τη Δούμα

Κάτω από την πίεση που δημιούργησε μια προσπάθεια για Επανάσταση στις 5 Αυγούστου 1905 ο Τσάρος Νικόλαος II εξέδωσε ένα μανιφέστο για τη σύγκληση της Κρατικής Δούμας, η οποία αρχικά ήταν συμβουλευτικό όργανο. Στο μανιφέστο του Οκτωβρίου που ακολουθούσε, ο Τσάρος δεσμεύτηκε να δώσει βασικές πολιτικές ελευθερίες, προνόησε για ευρεία συμμετοχή στην Κρατική Δούμα, και παραχώρησε στη Δούμα νομοθετική εξουσία. Ωστόσο, αποφασισμένος να διατηρήσει τη μοναρχία του, περιόρισε την εξουσία της Δούμας με πολλούς τρόπους. Οι σχέσεις του με τη Δούμα δεν ήταν πολύ καλές. Η Πρώτη Δούμα σχεδόν αμέσως συγκρούστηκε μαζί του. Παρόλο που ο Νικόλαος αρχικά είχε καλές σχέσεις με τον σχετικά φιλελεύθερο πρωθυπουργό Σεργκέι Βίτε (Sergei Witte), η Αλεξάνδρα δεν τον εμπιστευόταν (γιατί ξεκίνησε μια έρευνα για τον Ρασπούτιν), και καθώς η πολιτική κατάσταση ξέφευγε, ο Νικόλαος διέλυσε τη Δούμα. Ο Βίτε, ανίκανος να χειριστεί τα κατά πώς φαινόταν ανυπέρβλητα εμπόδια της μεταρρύθμισης της Ρωσίας και της μοναρχίας, έγραψε στον Νικόλαο στις 14 Απριλίου 1906 όταν παραιτήθηκε από τη θέση του. (διάφοροι σύμβουλοι του είπαν ωστόσο ότι δέχτηκε πιέσεις από τον Αυτοκράτορα για να παραιτηθεί). O Νικόλαος δε φάνηκε αχάριστος στον Βίτε και τον έκανε Ιππότη του Τάγματος του Αγίου Αλέξανδρου του Νέβσκι, με διαμάντια.

Η ασθένεια του Τσάρεβιτς Αλεξέι

Ένα ζήτημα που περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τις εσωτερικές υποθέσεις, ήταν αυτό της διαδοχής. Η Αλεξάνδρα γέννησε τέσσερις κόρες, την Όλγα το 1895, την Τατιάνα το 1897, τη Μαρία το 1899 και την Αναστασία το 1901, πριν γεννήσει τον υιό Αλεξέι στις 12 Αυγούστου 1904. Ο νεαρός κληρονόμος προσβλήθηκε από αιμοφιλία, μια κληρονομική ασθένεια που δημιουργεί θρομβώσεις στο αίμα, και η οποία εκείνη την εποχή ήταν μη θεραπεύσιμη και συνήθως οδηγούσε σε πρόωρο θάνατο. Ως εγγονή της Βασίλισσας Βικτώριας, η Αλεξάνδρα κουβαλούσε τα ίδια γονίδια που πρόσβαλαν κάποιους από τους μεγάλους Ευρωπαϊκούς βασιλικούς οίκους όπως τον Ισπανικό και τον Πρωσικό με αιμοφιλία. Έτσι η αιμοφιλία ήταν γνωστή ως η «βασιλική ασθένεια» και η Αλεξάνδρα την κληροδότησε στον γιο της. Καθώς όλες οι κόρες της Αλεξάνδρας και του Νικόλαου βρήκαν πρόωρο θάνατο στην Αικατερίνεμπουργκ (Ekaterinburg) το 1918, δεν είναι γνωστό κατά πόσο κάποια από αυτές ήταν φορέας της ασθένειας.

Εξαιτίας της εύθραυστης κατάστασης στην οποία βρισκόταν η μοναρχία εκείνον τον καιρό, ο Νικόλαος και η Αλεξάνδρα επέλεξαν να μην κοινοποιήσουν την ασθένεια σε οποιονδήποτε εκτός της βασιλικής οικίας. Και πράγματι υπήρχαν πολλοί ακόμα και μέσα στην οικία που δεν γνώριζαν την ακριβή φύση της ασθένειας του μικρού Τσάρου. Γνώριζαν ωστόσο ότι υπέφερε από κάποια σοβαρή ασθένεια.

Αρχικά η Αλεξάνδρα απευθύνθηκε σε Ρώσους γιατρούς και φαρμακοποιούς για να θεραπεύσουν τον Αλεξέι: ωστόσο, οι θεραπείες σε γενικές γραμμές απέτυχαν, και η Αλεξάνδρα άρχισε να στρέφεται σε μυστικιστές και όσιους. Ένας από αυτούς, ο Γρηγόριος Ρασπούτιν, φάνηκε να έχει κάποια επιτυχία.

Σαν μονάρχης (και πατέρας τεσσάρων κορών μέχρι τη γέννηση του Τσάρεβιτς το 1904) μέχρι το 1905, ο Νικόλαος είχε την απόλυτη δύναμη να τροποποιήσει το νόμο του τσάρου Παύλου (Pauline) για τη διαδοχή στη Ρωσική Αυτοκρατορία, ώστε οι κόρες του να μπορούν να τον διαδεχτούν στον θρόνο. Του έλειπε ωστόσο η θέληση να το πράξει. Ο νόμος του τσάρου Παύλου (Pauline) είχε εισαχθεί από τον Τσάρο Παύλο I μετά τον θάνατο της μητέρας του, Αυτοκράτειρας Αικατερίνης II περισσότερο σαν εκδίκηση προς αυτήν. Αυτοί οι νόμοι εμπόδιζαν μια γυναίκα από το να γίνει μονάρχης της Ρωσίας εκτός κι αν όλοι οι αρσενικοί διάδοχοι εξέλειπαν. Δεδομένης της ευαίσθητης υγείας του Τσάρεβιτς και της απόλυτης δύναμης του Τσάρου, είναι περίεργο που ο νόμος δεν άλλαξε.

Ο πρώτος παγκόσμιος

Σαν επακόλουθο της δολοφονίας του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας στο Σεράγεβο στις 28 Ιουνίου 1914, από τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ (Gavrilo Princip), μέλος του Σερβικού εθνικού μετώπου γνωστό ως Black Hand, ο Νικόλαος ταλαντεύτηκε ως προς τη στάση που έπρεπε να κρατήσει η Ρωσία. Οι ανερχόμενες ιδέες του Πανσλαβισμού είχαν οδηγήσει τη Ρωσία να θεσπίσει συμφωνίες προστασίας της Σερβίας. Ο Νικόλαος δε θέλησε ούτε να παραδώσει τη Σερβία στο τελεσίγραφο της Αυστρο – Ουγγαρίας, ούτε να προκαλέσει μια γενικότερη σύρραξη. Σε μια σειρά από γράμματα που αντάλλαξε με τον Γερμανό Κάιζερ (την αποκαλούμενη και " αλληλογραφία του Γουίλι (Willy) και του Νίκι (Nicky) ") και οι δύο διακήρυξαν την επιθυμία τους για ειρήνη, και ο ένας προσπαθούσε να κάνει τον άλλον να υποχωρήσει. Ο Νικόλαος πήρε αυστηρά μέτρα προς αυτήν την κατεύθυνση, διατάζοντας την κινητοποίηση του ρωσικού στρατού μόνο προς τα Αυστριακά σύνορα, με την ελπίδα να αποφύγει έτσι τον πόλεμο με την Γερμανική Αυτοκρατορία. Ήταν μια παράτολμη απόφαση καθώς η Αυστρία ήταν επί χρόνια σύμμαχος της Γερμανίας. Έτσι πόλεμος με την Αυστρία σήμαινε και πόλεμο με την Γερμανία. Φαίνεται λοιπόν πως ο Νικόλαος είχε τη δυνατότητα να αποτρέψει τον πόλεμο.

Οι Ρώσοι δεν είχαν κανένα πλάνο για μερική κινητοποίηση των ρωσικών στρατευμάτων, και στις 31 Ιουλίου 1914 ο Νικόλαος έκανε το μοιραίο βήμα δίνοντας την εντολή για γενική επιστράτευση. Παρόλο οι σύμβουλοι του επέμεναν εναντίον της επιστράτευσης, εκείνος επέλεξε να τους αγνοήσει. Καθώς η Γερμανία και η Αυστρο-Ουγγαρία είχαν συνάψει αμοιβαίες αμυντικές συμφωνίες, αυτό οδήγησε σχεδόν άμεσα σε μία Γερμανική επιστράτευση και ταυτόχρονη κήρυξη πολέμου, του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός ήταν ένας μεγάλος κίνδυνος για τη σταθερότητα της δυναστείας των Ρωμανόφ.

Το ξέσπασμα του πολέμου την 1η Αυγούστου 1914, βρήκε τη Ρωσία καθ’ όλα απροετοίμαστη. Παρόλα αυτά διατάχθηκε μια άμεση επίθεση εναντίον της Γερμανικής επαρχίας της Ανατολικής Πρωσίας, όπου οι Γερμανοί εκεί παρατάχθηκαν πολύ αποτελεσματικά και νίκησαν ολοκληρωτικά τα δύο Ρωσικά στρατεύματα που είχαν εισβάλλει. Η Μάχη του Τάνενμπεργκ, όπου ένα ολόκληρο Ρωσικό στράτευμα εξολοθρεύτηκε, έριξε μια απειλητική σκιά πάνω στο μέλλον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Οι αφοσιωμένοι αξιωματικοί που χάθηκαν, ήταν ακριβώς αυτοί που έπρεπε να μείνουν για να προστατέψουν την δυναστεία.

Τα ρωσικά στρατεύματα αργότερα σημείωσαν νίκες τόσο εναντίον της Αυστρο-Ουγγαρίας όσο και εναντίον των δυνάμεων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ποτέ όμως δεν κατάφεραν να κάμψουν τη δύναμη του Γερμανικού στρατού.

Σταδιακά ένας πόλεμος φθοράς άρχισε στο αχανές ανατολικό μέτωπο, όπου οι Ρώσοι αντιμετώπισαν ενωμένες τις δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστρο-Ουγγαρίας, και υπέστησαν βαρύ πλήγμα. Ο Νικόλαος, αισθανόμενος ότι ήταν καθήκον του, και ότι η προσωπική του παρουσία θα ενθάρρυνε τους στρατιώτες, αποφάσισε να οδηγήσει ο ίδιος τον στρατό. Και αυτή τη φορά τον είχαν συμβουλέψει να μην κινηθεί έτσι. Έχοντας πάψει τον ξάδερφό του, τον αξιοσέβαστο και έμπειρο Νικολάι Νικολάεβιτς (Nikolai Nikolaevich), από τη θέση του Αρχιστράτηγου, μετά την απώλεια του ρωσικού βασιλείου της Πολωνίας το Σεπτέμβριο του 1915, ανέλαβε ο ίδιος τον ρόλο του αρχιστράτηγου. Αυτό αποδείχθηκε μοιραίο λάθος καθώς τώρα συνέδεαν άμεσα τις ήττες του στρατού με τον ίδιο. Επίσης ο ρόλος του σαν Αρχιστράτηγος τον υποχρέωνε να είναι μακριά από την διακυβέρνηση της αυτοκρατορίας και έτσι όταν ξέσπασε η επανάσταση στην Αγία Πετρούπολη ήταν αδύνατο να την εμποδίσει, καθώς δεν ήταν καν στην πρωτεύουσα για να ελέγξει τα γεγονότα.

Στην προσπάθειά του να επιβλέψει την πορεία του πολέμου, άφησε ουσιαστικά τη διαχείριση των εσωτερικών ζητημάτων στην Αλεξάνδρα, η οποία ως Γερμανίδα δεν ήταν καθόλου αρεστή στο λαό. Η Δούμα ζητούσε διαρκώς πολιτικές μεταρρυθμίσεις και αυτή η ανήσυχη κατάσταση συνεχίστηκε σε όλη τα διάρκεια του πολέμου. Αποκομμένος από την κοινή γνώμη ο Νικόλαος αρνούνταν να δει πόσο κουρασμένος ήταν ο λαός από τη δυναστεία του και πόσο μισούσε τη γυναίκα του. Είχε προειδοποιηθεί επανειλημμένα για την καταστροφική επίδραση του Ρασπούτιν αλλά δεν τον απομάκρυνε. Ο Νικόλαος αρνούνταν να επιβάλλει λογοκρισία στον τύπο όπου καθημερινά σχεδόν υπήρχαν κατηγορίες και φήμες εναντίον της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν. Η Αλεξάνδρα είχε ακόμα κατηγορηθεί για προδοσία στους Γερμανούς εξαιτίας των Γερμανικών ριζών της. Τελικά ο θυμός προς τον Νικόλαο που δεν αποφάσιζε να απομακρύνει τον Ρασπούτιν και η ζημιά που ο τελευταίος προκαλούσε στη μοναρχία και στις πολεμικές ενέργειες της Ρωσίας, οδήγησαν στη δολοφονία του μοναχού στις 16 Δεκέμβρη 1916. Υπεύθυνη ήταν μια ομάδα από αριστοκράτες με αρχηγό τον Πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποφ (Felix Yusupov) και τον Μεγάλο Δούκα Ντμίτρι Παύλοβιτς (Dmitri Pavlovich), ξάδερφο του Τσάρου.

Οι δυσκολίες στη διαβίωση όλο και αυξανόταν, καθώς η κυβέρνηση δεν μπορούσε να παρέχει τον απαραίτητο εφοδιασμό και αυτό οδηγούσε σε μαζικές αναταραχές και εξεγέρσεις. Με τον Νικόλαο να βρίσκεται μακριά στο μέτωπο και την Αλεξάνδρα να κυβερνά ουσιαστικά μαζί με τον Ρασπούτιν, η εξουσία φαινόταν έτοιμη να καταρρεύσει, και η Αγία Πετρούπολη αφέθηκε στα χέρια των απεργών και των στασιαστών στρατιωτών. Παρά τις προσπάθειες του Βρετανού Πρέσβη Τζόρτζ Μπουχάναν (George Buchanan) να προειδοποιήσει τον Τσάρο, ότι συνταγματικές μεταρρυθμίσεις ήταν επιβεβλημένες, προκειμένου να αποσοβηθεί η επανάσταση, ο Νικόλαος συνέχιζε να βρίσκεται 400 μίλια μακριά στο Μογκίλεβ (Moghilev), αφήνοντας την πρωτεύουσα εκτεθειμένη σε δολοπλοκίες και εξεγέρσεις.

Η αποχώρηση από τον θρόνο

Τον Φεβρουάριο του 1917 στην Πετρούπολη (η πρωτεύουσα είχε πλέον μετονομαστεί), ο συνδυασμός του εξαιρετικά βαρύ χειμώνα και της έλλειψης φαγητού, οδήγησε τον κόσμο στο να σπάει βιτρίνες καταστημάτων για να προμηθευτεί τα απαραίτητα αγαθά, όπως το ψωμί. H αστυνομία άρχισε να πυροβολεί από τις στέγες όσους υποκινούσαν εξεγέρσεις. Στις δυνάμεις στην πρωτεύουσα δεν είχε δοθεί κανένα κίνητρο κι έτσι δεν είχαν κανένα καλό λόγο να είναι πιστοί στο καθεστώς. Έτσι, γεμάτοι από θυμό και επαναστατική διάθεση, πήραν το μέρος του λαού. Η τάξη διαλύθηκε και μέλη της Δούμας, προκειμένου να την αποκαταστήσουν, σχημάτισαν μία «Προσωρινή Κυβέρνηση», κίνηση που αποδείχτηκε αδύναμη να αντιστρέψει το επαναστατικό κλίμα. Στο τέλος του Φεβρουαρίου της Επανάστασης του 1917 στις 2 Μαρτίου (Ιουλιανό Ημερολόγιο)/ 15 Μαρτίου (Γρηγοριανό Ημερολόγιο), ο Νικόλαος II εκδιώχθηκε από τον θρόνο. Αρχικά τη θέση του πήρε ο γιος του, αλλά επειδή σύμφωνα με τους γιατρούς ο μικρός δε θα κατάφερνε να ζήσει για πολύ μακριά από τους γονείς του που θα βρίσκονταν στην εξορία, ο Νικόλαος ανακάλεσε την απόφασή του. Στο μανιφέστο που εξέδωσε ονομάτιζε τον αδερφό του τον Μέγα Δούκα Μιχαήλ ως τον επόμενο αυτοκράτορα «πασών των Ρωσιών» και προέβη στην ακόλουθη δήλωση η οποία συγκαλύφτηκε από την Προσωρινή Κυβέρνηση:

«…σε μέρες μεγάλου αγώνα ενάντια στις δυνάμεις του εχθρού, οι οποίες για σχεδόν τρία χρόνια προσπαθούσαν να σκλαβώσουν τη γη των πατέρων μας, ο Κύριος ο Θεός μας έβαλε τη Ρωσία σε άλλη μία δύσκολη δοκιμασία. Οι εσωτερικές αναταραχές προβλέπεται να έχουν καταστροφικές συνέπειες στην εξέλιξη του πολέμου. Όμως η μοίρα της Ρωσίας, η τιμή του ηρωικού μας στρατού, η κοινωνική ευημερία και ολόκληρο το μέλλον της αγαπημένης γης των πατέρων μας, επιβάλλουν την νικητήρια κατάληξη του πολέμου με οποιοδήποτε κόστος. Ο άσπλαχνος εχθρός κάνει τώρα τις τελευταίες του προσπάθειες και ήδη έχει αρχίσει να πλησιάζει η ώρα που θα συντριφθεί από τον λαμπρό στρατό μας και τις συμμαχικές δυνάμεις. Σε αυτές τις τόσο κρίσιμες για τη Ρωσία ώρες, σκεφτήκαμε ότι είναι συνειδησιακό μας χρέος, να επιτύχουμε μια συνένωση όλων των εθνικών δυνάμεων με σκοπό τη γρήγορη νίκη. Σε συμφωνία με την Αυτοκρατορική Δούμα σκεφτήκαμε καλά να αρνηθούμε τον θρόνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Καθώς δεν επιθυμούμε να αποχωριστούμε τον αγαπητό μας γιο, μεταβιβάζουμε την εξουσία στον αδερφό μας, τον Μέγα Δούκα Μιχαήλ Αλεξαντροβιτς και του δίνουμε την ευχή μας να ανέβει στον θρόνο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Η οδηγία μας προς αυτόν είναι να διεξάγει τις υποθέσεις του Κράτους σε πλήρη αρμονία με τους αντιπροσώπους του λαού μέσω των νομοθετικών σωμάτων και σύμφωνα με εκείνες τις αρχές που θα οριστούν από τον λαό και πάνω στις οποίες ο αδερφός μας θα πάρει όρκο απαράβατο. Στο όνομα της αγαπημένης πατρίδας, καλούμε τους πιστούς γιους της γης των πατέρων μας, να εκπληρώσουν το ιερό χρέος προς τη γη των προγόνων, να υπακούν τον Τσάρο σε αυτή τη δύσκολη στιγμή της εθνικής δοκιμασίας, και να τον βοηθούν, σε συνεργασία με τους αντιπροσώπους του λαού, να οδηγήσει τη Ρωσική Αυτοκρατορία στο δρόμο της νίκης, της κοινωνικής ευημερίας και της δόξας. Είθε ο Θεός να βοηθήσει της Ρωσία!»[εκκρεμεί παραπομπή]

Ο Μέγας Δούκας Μιχαήλ αρνήθηκε τον θρόνο, μέχρις ότου θα επιτρεπόταν στον λαό να ψηφίσει μέσω ενός θεσμικού οργάνου μεταξύ της συνέχισης της μοναρχίας ή τη δημιουργία δημοκρατίας. Σε αντίθεση με την κοινή πεποίθηση ο Μιχαήλ ποτέ δεν εκδιώχθηκε από την εξουσία, απλά καθυστερούσε να την αναλάβει. Η εκδίωξη του Νικόλαου και η ακόλουθη επανάσταση των Μπολσεβίκων έδωσε τέρμα στην κυριαρχία της δυναστείας των Ρωμανόφ που μετρούσε τρεις αιώνες. Έστρωσε επίσης τον δρόμο για τη μαζική καταστροφή της Ρωσικής κουλτούρας με το κλείσιμο και την κατεδάφιση πολλών εκκλησιών και μοναστηριών, την αρπαγή αντικειμένων αξίας και της περιουσίας που άνηκε στην πρώην αριστοκρατία, και της κατάπνιξης των θρησκευτικών δομών και των δομών της λαϊκής τέχνης.

Εξορία και δολοφονία

Στις αρχές Μαρτίου η Προσωρινή Κυβέρνηση έβαλε τον Νικόλαο και την οικογένειά του σε κατ’ οίκον περιορισμό στο Ανάκτορο του Αλεξάνδρου στο Τσάρσκογιε Σέλο, 15 μίλια νότια της Πετρούπολης. Τον Αύγουστο του 1917 η Κυβέρνηση Κερένσκι μετέφερε τους Ρωμανόφ στο Τόμπολσκ στα Ουράλια, στο σπίτι του πρώην Κυβερνήτη, ισχυριζόμενη ότι έτσι θα προστατευόταν από το εντεινόμενο επαναστατικό κλίμα. Όταν οι Μπολσεβίκοι ανέβηκαν στην εξουσία τον Οκτώβριο, τα μέτρα κράτησής τους έγιναν αυστηρότερα και η σκέψη να δικαστεί ο Νικόλαος ακουγόταν όλο και πιο συχνά. Όσο η αντιεπαναστατική Λευκή κίνηση συγκέντρωνε δυνάμεις, οδηγώντας σε εμφύλιο πόλεμο μέχρι τι καλοκαίρι, ο Νικόλαος, η Αλεξάνδρα και τα η κόρη τους Μαρία μεταφέρθηκαν τον Απρίλιο στην Αικατερίνενμπουργκ. Ο Αλέξιος ήταν πολύ άρρωστος για να συνοδεύσει τους γονείς του και παρέμεινε με τις αδερφές του Όλγα, Τατιάνα και Αναστασία στο Τομπόλσκ (Tobolsk) μέχρι τον Μάιο του 1918. Η οικογένεια με λίγους ακόλουθους έμεινε φυλακισμένη στην οικία Ιπάτιεφ στην Αικατερίνενμπουργκ, ένα στρατιωτικό Μπολσεβικικό οχυρό[εκκρεμεί παραπομπή]. Εκεί, το βράδυ της 17ης Ιουλίου 1918, οι Μπολσεβίκοι ξύπνησαν τον Νικόλαο, την Αλεξάνδρα, τα παιδιά τους, τον γιατρό τους και τρεις υπηρέτες, τους πήγαν στο υπόγειο και τους εκτέλεσαν στις 2:33 π.μ. Παραμένει ακόμα ανεξιχνίαστο αν η εντολή εκτέλεσης δόθηκε απευθείας από τον Λένιν στη Μόσχα, (τη εκδοχή αυτή την ισχυρίζονται πολλοί, όμως σχολαστική έρευνα δεν έφερε στο φως κάποιο αδιάσειστο επιχείρημα), ή αν έγινε έτσι ελλείψει άλλης εναλλακτικής καθώς η Λευκή κίνηση πλησίαζε την Αικατερίνενμπουργκ ή αν δόθηκε με πρωτοβουλία των τοπικών Μπολσεβίκων. Επίσης ανεξιχνίαστο παραμένει το αν η εντολή (αν τελικά υπήρξε εντολή) αφορούσε μόνο την εκτέλεση του Νικόλαου ή και ολόκληρης της οικογένειας.

Το 1989, δημοσιεύθηκε η αναφορά του Γιάκοβ Γιουρόβσκι (Yakov Yurovsky's), η οποία φαίνεται να φτάνει σε ένα συμπέρασμα ως προς το τι πράγματι συνέβη εκείνο το βράδυ. Η εκτέλεση έλαβε χώρα όταν μονάδες της Λεγεώνας της Τσεχοσλοβακίας, υποχωρώντας από τα Ρωσικά εδάφη, πλησίασαν την Αικατερίνενμπουργκ. Φοβούμενοι ότι η Λεγεώνα θα καταλάμβανε την πόλη και θα απελευθέρωνε τον Νικόλαο, οι φύλακες της Αυτοκρατορικής Οικογένειας στράφηκαν στη λύση της άμεσης εξόντωσής της, λέγοντας πως «δεν υπάρχει επιστροφή».[5] Το τηλεγράφημα που έδινε την εντολή εκ μέρους του Ανώτατου Σοβιέτ στη Μόσχα υπεγράφη από τον Γιάκοβ Σβερντλόφ (Yakov Sverdlov), του οποίου το όνομα Σβερντλόφσκ (Svderdlovsk) πήρε η πόλη. O Νικόλαος ήταν ο πρώτος που πέθανε. Εκτελέστηκε με πολλαπλές σφαίρες στο κεφάλι και στο στήθος. Τελευταίες πέθαναν οι κόρες καθώς τα διαμάντια που φορούσαν μέσα στα ρούχα τους, εμπόδιζε τις σφαίρες να διαπεράσουν στο σώμα. Έτσι τις λόγχισαν με ξιφολόγχη.

Τα σώματα του Νικολάου και της οικογένειας, αφού πρώτα ποτίστηκαν σε οξύ και κάηκαν, για καιρό πιστευόταν ότι είχαν ταφεί κάτω από ένα ναρκοπέδιο σε μια τοποθεσία που λέγεται "τα Τέσσερα Αδέλφια". Αυτό πράγματι ίσχυε για τη νύχτα της εκτέλεσης. To επόμενο πρωί ο Γιουρόβσκι απομάκρυνε τα σώματα και αποφάσισε να τα κρύψει αλλού. Όταν το όχημα που κουβαλούσε τα πτώματα χάλασε, στον δρόμο για την επόμενη τοποθεσία, ο Γιουρόβσκι άλλαξε τα πλάνα και έθαψε τα περισσότερα από τα πτώματα σε ένα μυστικό και σφραγισμένο σημείο στην οδό Koptyaki, έναν εγκαταλελειμμένο σήμερα καρόδρομο 12 μίλια βόρεια της Αικατερίνενμπουργκ. Τα υπολείμματα της οικογένειας και των ακολούθων τους με εξαίρεση δύο παιδιών βρέθηκαν το 1991. H ρωσική Κυβέρνηση τους ξέθαψε και έκανε μια κρατική τελετή κηδείας. H διαδικασία αναγνώρισης των υπολειμμάτων ήταν εξαντλητική. Δείγματα στάλθηκαν στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες για εξέταση DNA. Οι εξετάσεις έδειξαν ότι πέντε από τους σκελετούς ήταν μέλη της οικογένειας και τέσσερις όχι. Τρεις από τους πέντε διαπιστώθηκε ότι ήταν παιδιά. Η μητέρα συνδεόταν με τη Βρετανική Βασιλική οικογένεια, άρα ήταν η Αλεξάνδρα. (Ο πρίγκιπας Φίλιππος, Δούκας του Εδιμβούργου, εγγονός της μεγαλύτερης αδερφής της Αλεξάνδρας Βικτωρίας, Μαρκησίας του Μίλφορντ-Χάβεν (Milford-Haven), έδωσε δείγμα DNA το οποίο ταίριαξε με αυτό του σκελετού). Ο πατέρας διαπιστώθηκε ότι σχετίζεται με τον Μέγα Δούκα Γεώργιο Αλεξάντροβιτς, μικρότερο αδερφό του Νικολάου II. Οι Βρετανοί επιστήμονες ισχυρίστηκαν πως ήταν πάνω από 98,5% σίγουροι ότι τα απομεινάρια ανήκαν στον Αυτοκράτορα, την οικογένεια του και των ακολούθων τους. Το εναπομείναν σημάδι από τη δολοφονική επίθεση που είχε δεχτεί ο Νικόλαος στην Ιαπωνία δεν ήταν αρκετά αξιόπιστο στοιχείο εξαιτίας μόλυνσης που είχε υποστεί.

Μια τελετή Χριστιανικής ταφής πραγματοποιήθηκε 80 χρόνια μετά τη δολοφονία τους το 1998. Τα σώματά τους αναπαύτηκαν με τιμές κράτους στον Παρεκκλήσι της Αγίας Αικατερίνης στο οχυρό των Αγίων Πέτρου και Παύλου στην Αγία Πετρούπολη, όπου αναπαύονταν όλοι οι Ρώσοι Αυτοκράτορες από τον Μεγάλο Πέτρο και έπειτα. Ο Πρόεδρος Γέλτσιν και η κυρία του παρακολούθησαν την τελετή μαζί με τους συγγενείς των Ρωμανώφ, συμπεριλαμβανομένου του Πρίγκηπα Μιχαήλ του Κεντ. Η τελευταία Αυτοκρατορική Οικογένεια της Ρωσίας αγιοποιήθηκε όχι μόνο από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία αλλά και από τον Πατριάρχη Αλέξιο Β' στη Μόσχα.

H τοποθεσία ταφής του Τσάρεβιτς και της Μεγάλης Δούκισσας

Δύο σκελετοί δε βρέθηκαν. Του έφηβου γιου και κληρονόμου του θρόνου Αλέξιου και μίας εκ των κορών, της Μαρίας, της Αναστασίας ή της Τατιάνας (οι 3 κύριοι ερευνητές των λειψάνων — Alexander Avdonin, Sergei Abramov, και William Maples — δε συμφωνούν ως προς την ταυτότητα). Σε άρθρο της The Sunday Telegraph, στις 19 Απριλίου 1998, ο Avdonin, που βρήκε τα κόκκαλα της υπόλοιπης οικογένειας, ισχυρίστηκε ότι τα σώματα που λείπουν βρίσκονται σε άλλη τοποθεσία κοντά στον κύριο τάφο. Είπε ακόμα ότι οι Μπολσεβίκοι πειραματίστηκαν με τα δύο σώματα (του Αλέξη και της αδερφής του) μέχρι που τα κατέστρεψαν ολοσχερώς. Οι εκτελεστές δεν είχαν τον χρόνο να ασχοληθούν το ίδιο σχολαστικά με τα υπόλοιπα σώματα, κι έτσι αυτά διασώθηκαν. Ο Avdonin πιστεύει πως, αφού τα λείψανα του Tsarevich και της Μεγάλης Δούκισσας είναι θρυμματισμένα, «πιθανόν μόνο μερικά κόκκαλα, σκόνη και στάχτη- θα έπρεπε να μείνουν εν ειρήνη». Πριν ακόμα βρεθούν τα λείψανα, μια γυναίκα η Άννα Αντερσον έγινε παγκοσμίως γνωστή, χάρη στις φήμες που θέλαν την ίδια να είναι η Μεγάλη Δούκισσα Αναστασία, η διατεινόμενη ως μόνη επιζήσασα της εκτέλεσης. Στο Hollywood γυρίστηκαν ταινίες βασισμένες σε αυτό. Η Άννα Άντερσον υποστήριζε αυτές τις φήμες κερδίζοντας έτσι δημοσιότητα. Όσοι την υποστήριζαν ισχυριζόταν ότι ήξερε πράγματα για τους Ρωμανόφ, που μόνο ένα τόσο στενό μέλος της οικογένειας μπορούσε να ξέρει. Ωστόσο, η εξέταση DNA της Anna Anderson's απέδειξε ότι τίποτα απ’ αυτά δεν ίσχυε. Στην πραγματικότητα ήταν μία Πολωνή εργάτρια εργοστασίου που είχε εξαφανιστεί με το όνομα Franziska Schanzkowska.

Η Ρωσική Ορθόδοξη Eκκλησία, παρά τα στοιχεία των εξετάσεων DNA, αρνήθηκε να αναγνωρίσει τα λείψανα της Αυτοκρατορικής οικογένειας ως αυθεντικά. Οι λόγοι της άρνησης θεωρούνται πολιτικοί.

Κατά τη διάρκεια της ταφής των οστών το 1998, τα λείψανα αναφέροταν από την Εκκλησία ως «Χριστιανοί θύματα της Επανάστασης» παρά σαν βασιλική οικογένεια. Ένας λόγος για αυτήν την διαφωνία ήταν η απουσία σημαδιού από το μέτωπο του Νικολάου.

Η αγία οικογένεια των Ρωμανόφ

Το 1981 ο Νικόλαος και οι πρώτου βαθμού συγγενείς του αγιοποιήθηκαν από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της εξορίας ως μάρτυρες. Στις 14 Αυγούστου 2000 αγιοποιήθηκαν από την Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Δεν έγιναν μάρτυρες αφού ο θάνατος του δεν σχετιζόταν άμεσα με τη χριστιανική πίστη. Αντ’ αυτού ονομάστηκαν παθοφόρους (passion bearers).


CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Nicholas II of Russia της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).


Πρότυπο:Link FA Πρότυπο:Link FA