Λευκωματίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
μ Ρομπότ: Προσθήκη: sh:Albumin |
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: id:Albumin |
||
Γραμμή 36: | Γραμμή 36: | ||
[[hi:एल्ब्यूमिन]] |
[[hi:एल्ब्यूमिन]] |
||
[[hu:Albumin]] |
[[hu:Albumin]] |
||
[[id:Albumin]] |
|||
[[io:Albumino]] |
[[io:Albumino]] |
||
[[it:Albumina]] |
[[it:Albumina]] |
Έκδοση από την 15:41, 19 Απριλίου 2011
Η λευκωματίνη, η οποία ονομάζεται και αλβουμίνη (επίσης αλμπουμίνη, από το λατ. albus, «λευκός»), αναφέρεται γενικότερα σε οποιαδήποτε υδατοδιαλυτή πρωτεΐνη, η οποία έχει μέτρια διαλυτότητα σε συμπυκνωμένα αλατούχα διαλύματα και υφίσταται θερμική πήξη. Ουσίες που περιέχουν λευκωματίνη, όπως το ασπράδι του αυγού, ονομάζονται λευκωματοειδή (αλβουμινοειδή).
Ορός λευκωματίνης
Ο πιο γνωστός τύπος λευκωματίνης είναι ο ορός λευκωματίνης —συνηθέστερα αποκαλείται απλά λευκωματίνη— που βρίσκεται στο αίμα και παράγεται από το συκώτι. Ο ορός λευκωματίνης είναι η πρωτεΐνη που βρίσκεται στη μεγαλύτερη ποσότητα στο πλάσμα του αίματος στον άνθρωπο και στα θηλαστικά. Ο ανθρώπινος ορός λευκωματίνης αποτελεί το 60 τοις εκατό των πρωτεϊνών του πλάσματος αίματος, ενώ όλες οι υπόλοιπες πρωτεΐνες που περιέχονται στο πλάσμα του αίματος ονομάζονται συνολικά σφαιρίνες.
Η λευκωματίνη επιτρέπει, μεταξύ άλλων, τη διατήρηση της οσμωτικής πίεσης που απαιτείται για τη διανομή των σωματικών υγρών μεταξύ των ενδοαγγειακών τμημάτων και των ιστών του σώματος.
Άλλες χρήσεις
Η λευκωματίνη χρησιμοποιείται μεταξύ άλλων στη βιομηχανία τροφίμων, ειδικά στη ζαχαροπλαστική.