Βιβλιοθηκονομία και επιστήμη της πληροφόρησης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: am:የመጻሕፍት ቤትና የመረጃ ጥናት
μ r2.6.5) (Ρομπότ: Αφαίρεση: si:පුස්තකාල විද්‍යාව
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
[[ru:Библиотековедение]]
[[ru:Библиотековедение]]
[[sh:Bibliotekarstvo]]
[[sh:Bibliotekarstvo]]
[[si:පුස්තකාල විද්‍යාව]]
[[sl:Bibliotekarstvo in informacijska znanost]]
[[sl:Bibliotekarstvo in informacijska znanost]]
[[sr:Библиотекарство]]
[[sr:Библиотекарство]]

Έκδοση από την 05:54, 29 Ιανουαρίου 2011

Η βιβλιοθηκονομία και επιστήμη της πληροφόρησης (ΒΕΠ), ή απλούστερα βιβλιοθηκονομία, είναι η επιστήμη με στόχο την οργάνωση της γνώσης και των πληροφοριών, με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνεται όσο το δυνατό πιο εύκολη η πρόσβαση από τους χρήστες. Θα μπορούσε να θεωρηθεί διεπιστημονικό αντικείμενο, αφού συχνά παρουσιάζει επικάλυψη με άλλους τομείς, όπως την πληροφορική και διάφορες κοινωνικές επιστήμες.

Το κύριο πεδίο εφαρμογής της ΒΕΠ είναι οι βιβλιοθήκες και άλλα κέντρα πληροφόρησης (π.χ. αρχεία ή μουσεία), με αποτέλεσμα η ΒΕΠ να τείνει να ταυτίζεται με την οργάνωση και λειτουργία των βιβλιοθηκών. Εξαιτίας αυτής της ταύτισης, αλλά και χάριν οικονομίας του λόγου, συνηθίζεται ο μονολεκτικός όρος «βιβλιοθηκονομία». Η ΒΕΠ αξιοποιεί τις αρχές της επιστήμης πληροφορίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ευρύτερο επιστημονικό πεδίο. Κατ' άλλους, η ΒΕΠ αποτελεί σύνθεση της βιβλιοθηκονομίας και της επιστήμης πληροοφορίας.

Ιστορικό

Ο όρος βιβλιοθηκονομία πρωτοεμφανίστηκε στα αγγλικά, στο βιβλίο του Lee Pierce Butler με τίτλο An introduction to library science (University of Chicago Press, 1933), αν και ως επιστήμη άρχισε να αναπτύσσεται περί τα τέλη του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ. Στα αγγλικά γίνεται διάκριση μεταξύ των όρων «library science» και «librarianship», με το πρώτο να αναφέρεται στο επιστημονικό αντικείμενο και το δεύτερο στην πρακτική εφαρμογή της βιβλιοθηκονομίας. Σε επίπεδο ορολογίας, αυτή η διάκριση δεν γίνεται στην ελληνική γλώσσα.

Με την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης (ηλεκτρονικοί υπολογιστές, Διαδίκτυο κλπ) η ΒΕΠ πήρε νέες διαστάσεις, αρχικά με την οργάνωση σε ηλεκτρονικό περιβάλλον των πληροφοριών που αφορούν τις πληροφοριακές πηγές (δημιουργία ηλεκτρονικών καταλόγων) και αργότερα με την ψηφιοποίηση των ίδιων των πηγών ή την απευθείας δημιουργία τους σε ηλεκτρονική μορφή (ηλεκτρονικά βιβλία και περιοδικά, βάσεις δεδομένων, ιστοσελίδες, κ.ά.).

Χαρακτηριστικά

Παρόλο που πολύς κόσμος ταυτίζει τη βιβλιοθηκονομία με την καταλογογράφηση βιβλίων, εντούτοις η τελευταία είναι μόνο ένα από τα πολλά θέματα (ή λειτουργίες) με τα οποία καταπιάνεται η βιβλιοθηκονομία. Οι τομείς στους οποίους η βιβλιοθηκονομία διεξάγει την έρευνά της περιλαμβάνουν τη διαχείριση γνώσης, τη δόμηση των πληροφοριών, συστήματα και υπηρεσίες πληροφοριών, σχέσεις χρήστη και πληροφορίας, και ανάκτηση πληροφοριών. Πτυχές της βιβλιοθηκονομίας που αφορούν την πιο πρακτική λειτουργία των βιβλιοθηκών περιλαμβάνουν την εξυπηρέτηση και εκπαίδευση χρηστών, τις προσκτήσεις και την ανάπτυξη συλλογής, τη συντήρηση υλικού, την ανάπτυξη υπηρεσιών μέσω του Διαδικτύου, και βέβαια την καταλογογράφηση. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις θεωρητικές και πρακτικές πτυχές της βιβλιοθηκονομίας συνήθως δεν είναι εφικτός.

Τα άτομα που έχουν σπουδές στη βιβλιοθηκονομία και επιστήμη της πληροφόρησης είναι συνήθως βιβλιοθηκονόμοι, αλλά μπορούν επίσης να είναι αρχειονόμοι. Αυτό εξαρτάται από τις ειδικότητες που προσφέρουν τα πανεπιστήμια όπου μπορεί κάποιος να σπουδάσει ΒΕΠ. Συχνά οι σπουδαστές παίρνουν μια κατεύθυνση προς συγκεκριμένο τύπο βιβλιοθήκης ή κέντρου πληροφόρησης (π.χ. ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες, δημόσιες βιβλιοθήκες, αρχεία, μουσεία, κ.τ.λ.).

Δείτε επίσης

Εξωτερικοί σύνδεσμοι