Ασσάριο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Τροποποίηση: bg:Ас (римска монета)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Πηγές|08|11|2010}}<br>


Το '''Ασσάριο''' (ασσάριον) ήταν αρχαία βασική και [[Ρωμαίοι|ρωμαϊκή]] [[μονάδα μέτρησης]] βάρους, [[μήκος|μήκους]], [[εμβαδό|εμβαδού]] και [[Όγκος|χωρητικότητας]] καθώς και ομώνυμο [[Νόμισμα (Κέρμα)|νόμισμα]]. Το όνομα προέρχεται εκ της λατινικής "as", γενική πτώση "assis" (= ένας, μία), που προήλθε από τη δωρική διάλεκτο του [[Τάραντας|Τάραντα]]: "ας", "αις" = ένας.
Το '''Ασσάριο''' (ασσάριον) ήταν αρχαία βασική και [[Ρωμαίοι|ρωμαϊκή]] [[μονάδα μέτρησης]] βάρους, [[μήκος|μήκους]], [[εμβαδό|εμβαδού]] και [[Όγκος|χωρητικότητας]] καθώς και ομώνυμο [[Νόμισμα (Κέρμα)|νόμισμα]]. Το όνομα προέρχεται εκ της λατινικής "as", γενική πτώση "assis" (= ένας, μία), που προήλθε από τη δωρική διάλεκτο του [[Τάραντας|Τάραντα]]: "ας", "αις" = ένας.


Γραμμή 6: Γραμμή 9:


[[Κατηγορία: Ετρουσκικές μονάδες μέτρησης]]
[[Κατηγορία: Ετρουσκικές μονάδες μέτρησης]]
[[Κατηγορία: Νομίσματα]]
[[Κατηγορία: Ιστορικά νομίσματα]]
[[Κατηγορία: Ιστορικά Νομίσματα]]
[[Κατηγορία: Ρωμαϊκές μονάδες μέτρησης]]
[[Κατηγορία: Ρωμαϊκές μονάδες μέτρησης]]



Έκδοση από την 08:58, 8 Νοεμβρίου 2010



Το Ασσάριο (ασσάριον) ήταν αρχαία βασική και ρωμαϊκή μονάδα μέτρησης βάρους, μήκους, εμβαδού και χωρητικότητας καθώς και ομώνυμο νόμισμα. Το όνομα προέρχεται εκ της λατινικής "as", γενική πτώση "assis" (= ένας, μία), που προήλθε από τη δωρική διάλεκτο του Τάραντα: "ας", "αις" = ένας.

Το Ασσάριο ήταν βασική μετρική μονάδα αρχικά των Ετρούσκων και στη συνέχεια των Ρωμαίων. Ως μονάδα βάρους ήταν ίσο προς 329 γραμμάρια ενώ ως μονάδα μήκους ίσο με 297 χιλιοστόμετρα, ως μονάδα αγροτικής επιφάνειας ήταν ίσο προς 2.500 τετρ. μέτρα και ως μονάδα χωρητικότητας ίσο με 3 λίτρα και 23 εκατοστά.

Ειδικότερα το ασσάριο ήταν κυρίως νομισματική μονάδα των πρωταρχικών λαών της Ιταλίας, των οποίων τα αρχικά νομίσματα ήταν ορειχάλκινα ελάσματα σε σχήμα τετράπλευρων, στην αρχή άσημα και στη συνέχεια με αναπαραστάσεις ζώων, (βοδιών, αρνιών, χοίρων κ.λπ.) που φέρονταν ίσως σε ανάμνηση παλαιότερων μέσων ανταλλαγής.