Ρήγμα (γεωλογία): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Με τον όρο '''ρήγμα''' (αγγλ. fault) ονομάζεται στη [[γεωλογία]] η διακοπή της συνέχειας μιας ομάδας στρωμάτων πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης, η οποία συμβαίνει κατά επίπεδη επιφάνεια και σε μεγάλη έκταση.<ref>Π. Δρανδάκη, ''Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια'', τ. ΚΑ'</ref>. Τα ρήγματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στις ορογενετικές δυνάμεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση των [[λιθοσφαιρικές πλάκες |
Με τον όρο '''ρήγμα''' (αγγλ. fault) ονομάζεται στη [[γεωλογία]] η διακοπή της συνέχειας μιας ομάδας στρωμάτων πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης, η οποία συμβαίνει κατά επίπεδη επιφάνεια και σε μεγάλη έκταση.<ref>Π. Δρανδάκη, ''Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια'', τ. ΚΑ'</ref>. Τα ρήγματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στις ορογενετικές δυνάμεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση των [[λιθοσφαιρικές πλάκες|λιθοσφαιρικών πλακών]]. Όταν, λόγω των κινήσεων αυτών, οι τάσεις που αναπτύσσονται σε ένα (ή περισσότερα) στρώμα υπερβούν το [[όριο θραύσης]] του, τότε το πέτρωμα διαρρηγνύεται και αρχίζει σχετική κίνηση μεταξύ των δύο εκατέρωθεν τμημάτων. |
||
Ετυμολογικά ο όρος παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ''ρήγνυμι'', που σημαίνει "ραγίζω", "σπάζω", "θραύω", "διασπώ". |
Ετυμολογικά ο όρος παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ''ρήγνυμι'', που σημαίνει "ραγίζω", "σπάζω", "θραύω", "διασπώ". |
Έκδοση από την 19:46, 1 Μαΐου 2010
Με τον όρο ρήγμα (αγγλ. fault) ονομάζεται στη γεωλογία η διακοπή της συνέχειας μιας ομάδας στρωμάτων πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης, η οποία συμβαίνει κατά επίπεδη επιφάνεια και σε μεγάλη έκταση.[1]. Τα ρήγματα οφείλονται κατά κύριο λόγο στις ορογενετικές δυνάμεις που αναπτύσσονται κατά την κίνηση των λιθοσφαιρικών πλακών. Όταν, λόγω των κινήσεων αυτών, οι τάσεις που αναπτύσσονται σε ένα (ή περισσότερα) στρώμα υπερβούν το όριο θραύσης του, τότε το πέτρωμα διαρρηγνύεται και αρχίζει σχετική κίνηση μεταξύ των δύο εκατέρωθεν τμημάτων.
Ετυμολογικά ο όρος παράγεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα ρήγνυμι, που σημαίνει "ραγίζω", "σπάζω", "θραύω", "διασπώ".
Αυτό το λήμμα σχετικά με τη Γεωλογία χρειάζεται επέκταση. Μπορείτε να βοηθήσετε την Βικιπαίδεια επεκτείνοντάς το. |
Σημειώσεις, αναφορές
- ↑ Π. Δρανδάκη, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τ. ΚΑ'