Πολιτική κρίση στην Τουρκία (2008): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 65: Γραμμή 65:


[[Κατηγορία:Τρέχοντα γεγονότα]]
[[Κατηγορία:Τρέχοντα γεγονότα]]
[[Κατηγορία:Πολιτική της Τουρκίας]]

Έκδοση από την 08:18, 29 Ιουλίου 2008

Η πολιτική κρίση στην Τουρκία ξέσπασε μετά την επικράτηση του ισλαμιστή πολιτικού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές του Ιουλίου 2007 και την παράλληλη ήττα του κεμαλικού υποψηφίου Ντενίζ Μπαϊκάλ. Συνέπεια της ευρείας νίκης του Ερντογάν ήταν η προώθηση και η εκλογή στην προεδρία του υπουργού εξωτερικών Αμπντουλάχ Γκιούλ, υποψηφιότητα στην οποία αντιτίθεντο οι στρατιωτικοί. Η προσπάθεια του Ερντογάν να αποδυναμώσει το κοσμικό κράτος επέφερε την αντίδραση του κοσμικού κράτους με αποτέλεσμα ο αρμόδιος εισαγγελέας τον Μάϊο του 2008 να εισηγηθεί προς το συνταγματικό δικαστήριο την απαγόρευση του κυβερνώντος κόμματος ΑΚΡ καθώς και 71 επιφανών πολιτικών, μεταξύ των οποίων οι Αμπντουλάχ Γκιούλ και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου αναμένεται στα τέλη Ιουλίου 2008.

Προϊστορία

Με την ανάληψη της πρωθυπουργίας απο τον Ερντογάν έγινε φανερό οτι θα προωθούσε μεταρρυθμίσεις που σταδιακά θα αλλοίωναν τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους που υπερασπίζονται οι κεμαλιστές στρατιωτικοί. Η πρώτη σημαντική σύγκρουση μεταξύ κυβέρνησης - στρατιωτικών ήρθε με αφορμή την εκλογή του προέδρου, αφού η θητεία του απερχόμενου κεμαλιστή προέδρου Αχμέτ Νετζντέτ Σεζέρ είχε ήδη λήξει. Το κυβερνών κόμμα ΑΚΡ πρότεινε στις 23 Απριλίου 2007 τον υπουργό εξωτερικών και πρώην πρωθυπουργό Αμπντουλάχ Γκιούλ για το προεδρικό αξίωμα, γεγονός που προκάλεσε την έντονη αντίδραση των στρατιωτικών, οι οποίοι μέσω του αρχηγού του γενικού επιτελείου στρατηγού Γιασάρ Μπουγιούκανιτ είχαν ξεκαθαρίσει οτι δεν θα ανέχονταν πρόεδρο που δεν θα ενστερνιζόταν τις βασικές αρχές της τουρκικής δημοκρατίας.

Στην πρώτη ψηφοφορία, που έγινε στις 27 Απριλίου, η αξιωματική αντιπολίτευση (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα), το κόμμα της Μητέρας Πατρίδας και το κόμμα του Ορθού Δρόμου απείχαν. Για να θεωρηθεί έγκυρη η ψηφοφορία θα έπρεπε να βρίσκονται τα 2/3 της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, δηλαδή 367 βουλευτές και άνω. Στην αίθουσα της εθνοσυνέλευσης βρέθηκαν 368, ψήφισαν όμως 361. Σε 361 ο Αμπντουλάχ Γκιούλ έλαβε 357, δεν εκλέχτηκε όμως πρόεδρος καθώς δεν συγκέντρωσε τα 2/3 των μελών. Όμως το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα προσέφυγε την ίδια μέρα στο ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο καθώς θεώρησε οτι δεν υπήρξε απαρτία αφού οι επτά βουλευτές του βρέθηκαν στην αίθουσα της εθνοσυνέλευσης ως μέλη του προεδρίου για να παρακολουθήσουν την διαδικασία και όχι για να συμμετάσχουν. Απο την πλευρά του ΑΚΡ υποστηρίχθηκε οτι αφού ήταν εντός της αιθούσης λαμβάνονται ως παρόντες. Την επομένη της ψηφοφορίας οι στρατιωτικοί με ανακοίνωσή τους προειδοποίησαν οτι «όταν χρειαστεί θα τοποθετηθούν και θα ενεργήσουν με ξεκάθαρο και σαφή τρόπο». Παράλληλα με όλα αυτά οι Κεμαλιστές διοργάνωσαν διαδηλώσεις με χιλιάδες άτομα σε όλες τις μεγάλες πόλεις εναντιώμενοι στις προθέσεις του πρωθυπουργού Ερντογάν.

Το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο, του οποίου τα μέλη διορίζονται απο τον εκάστοτε πρόεδρο και έχουν ισόβια θητεία, ανακοίνωσε την 1η Μαΐου 2007 την ακύρωση της πρώτης ψηφοφορίας με εννέα υπέρ και δύο κατά. Η απόφαση του δικαστηρίου θεωρήθηκε απο πολλούς ως μίνι συνταγματικό πραξικόπημα των στρατιωτικών. Μετά την απόφαση το ΑΚΡ αποφάσισε την αναθεώρηση του συντάγματος. Στις 6 Μαΐου πραγματοποιήθηκε πάλι ψηφοφορία χωρίς όμως επιτυχία αφού δεν συγκεντρώθηκαν τα 2/3 της εθνοσυνέλευσης με αποτέλεσμα ο Γκιούλ να αποσύρει την υποψηφιότητά του.

Ύστερα απο όλα αυτά τα γεγονότα το κυβερνών κόμμα αποφάσισε να προχωρήσει στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών.

Κρίσιμες εκλογές

Οι εκλογές που προκηρύχθηκαν για τις 22 Ιουλίου είχαν ως κεντρικό θέμα την σχέση Ισλαμιστών - Κεμαλικών, την επικείμενη εκλογή νέου προέδρου και το Κουρδικό.[1] Είχε προηγηθεί η αποτυχία εκλογής του Αμπντουλάχ Γκιούλ στο προεδρικό αξίωμα τον Μάϊο του 2007. Η ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας, την οποία προωθούσε ο Ερντογάν, αρχηγός του ΑΚΡ, αλλά και οι προοδευτικές μεταρρυθμίσεις που προανήγγειλε όξυναν το πολιτικό κλίμα. Παράλληλα οι φήμες περι πιθανής εισβολής του τουρκικού στρατού στο Ιράκ, και συγκεκριμένα στο βόρειο Ιράκ, για να βομβαρδίσουν θέσεις των Κούρδων δημιούργησε πολεμικό κλίμα λίγο πριν τις εκλογές.[2] Οι καταγγελίες του Ερντογάν για απειλές βουλευτών και για ύπαρξη παραστρατιωτικών οργανώσεων δημιούργησαν μεγαλύτερη ένταση. Να σημειωθεί οτι στις 27 Απριλίου οι στρατιωτικοί με τελεσίγραφο είχαν προειδοποιήσει οτι δεν θα επιτρέψουν αλλοίωση του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους απειλώντας εμμέσως για πραξικόπημα.[3]

Προκειμένου να προωθηθούν οι μεταρρυθμίσεις απαιτείτο τουλάχιστον τα 2/3 της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, τα οποία το ΑΚΡ δεν κατάφερε να εξασφαλίσει, κέρδισε όμως τις εκλογές με ποσοστό 46%, γεγονός που του έδωσε μια σχετική άνεση κινήσεων.[4] Αντίθετα το κεμαλιστικό Ρεμπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) υπέστει βαρειά ήττα αφού κατάφερε να συγκεντρώσει μόνο 20,79% δημιουργώντας παράλληλα ενδοκομματική κρίση αφού κεμαλικοί κύκλοι επιδίωξαν αμέσως μετά την ήττα την παραίτηση του προέδρου του κόμματος Ντενίζ Μπαϊκάλ, ο οποίος τελικώς διατήρησε τα ηνία του κόμματος.[5]

Εκλογή προέδρου

Η πρόθεση της ηγεσίας του ΑΚΡ αλλά και του ίδιου του Γκιούλ να κατέλθει ως υποψήφιος για δεύτερη φορά για τον προεδρικό θώκο επιβεβαιώθηκε τις επόμενες μέρες. Στις 13 Ιουλίου το ΑΚΡ επισημοποίησε την πρότασή του, παρά τις έντονες αντιρρήσεις των κεμαλιστών στρατηγών που 17 μέρες αργότερα στις 30 Ιουλίου εξέφρασαν και δημόσια την αντίρρησή τους στηρίζοντας υποψηφιότητα κεμαλιστή πολιτικού. Παρα την πλειοψηφία του ΑΚΡ στην εθνοσυνέλευση, η παρουσία άλλου κόμματος για την πραγματοποίηση της εκλογικής διαδικασίας ήταν απαραίτητη. Σε περίπτωση τρίτου γύρου το κυβερνών κόμμα διέθετε τις απαραίτητες έδρες.

Το άνοιγμα προς το ΑΚΡ έγινε απο το κόμμα των Γκρίζων Λύκων, το οποίο δήλωσε οτι δεν θα ψηφίσει μεν τον Αμπντουλάχ Γκιούλ αλλά παρ'ολα αυτά δεν θα αποχωρήσει απο την όλη διαδικασία, παρέχοντας έτσι την απαραίτητη απαρτία (2/3) για την πραγματοποίηση εκλογής προέδρου. Στον πρώτο γύρο συγκέντρωσε 341 ψήφους και δεν κατάφερε να εκλεγεί αφού χρειαζόντουσαν 367 ψήφοι. Στον δεύτερο γύρο συγκέντρωσε 337 ψήφους με αποτέλεσμα να καταλήξει στον τρίτο γύρο, όπου και εξελέγη.

Η πρώτη δημόσια αντίδραση των στρατιωτικών στην εκλογή Γκιούλ πραγματοποιήθηκε στην ορκωμοσία του απο την οποία απουσίαζε η στρατιωτική ηγεσία. Στις 10 Σεπτεμβρίου ο στρατηγός Γιασάρ Μπουγιούκανιτ συναντήθηκε με τον Γκιούλ σε κλίμα συμφιλίωσης.

Κατάργηση της μαντίλας

Εν μέσω αντιδράσεων για την αναθεώρηση του συντάγματος, ο Ερνογάν στις 19 Σεπτεμβρίου 2007 σε συνέντευξή του στους Financial Times ξεκαθάρισε οτι θα προχωρήσει στην άρση της απαγόρευσης της μαντίλας στα πανεπιστήμια σεβόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα. Ως επιχείρημα παρουσίασε και τις άλλες χώρες της Ευρώπης (π.χ. Γαλλία) που επέτρεπαν την θρησκευτική έκφραση στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας τους.[6] Η εμμονή του Ερντογάν στο ζήτημα αυτό τον οδήγησε βέβαια σε σύγκρουση με τους στρατιωτικούς, οι οποίοι είχαν ξεκαθαρίσει με την σειρά τους οτι δεν θα επέτρεπαν αλλοίωση του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Το ζήτημα της μαντήλας και για τις δύο παρατάξεις είναι πολύ σημαντικό καθώς θεωρείται οτι είναι το βασικό σημείο διαχωρισμού κράτους - θρησκείας. Την στήριξη του στις κινήσεις Ερντογάν, όσον αφορά την μαντήλα, έσπευσε να δηλώσει το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης διευκολύνοντας έτσι την ψήφιση της συγκεκριμένης τροπολογίας στην εθνοσυνέλευση. Η στρατιωτική ηγεσία παράλληλα μέσω του αρχηγού της, Μπουγιούκανιτ, διαμήνυσε οτι καμία δύναμη δεν μπορεί να αλλάξει το κοσμικό σύστημα της Τουρκίας αφήνοντας βέβαια σαφείς υπόνοιες για τις κινήσεις του Ερντογάν και βέβαια προειδοποιώντας τον εμμέσως οτι δεν θα ανεχθούν κάτι τέτοιο.[7] Στην πρόθεση της κυβέρνησης για την κατάργηση της απαγόρευσης της μαντήλας εναντιώθηκαν επίσης και αρκετοί δικαστικοί, πανεπιστημιακοί αλλα και βιομήχανοι μέσω του συνδέσμου Βιομηχάνων και Επιχειρηματικών της Τουρκίας.

Λίγες μέρες πριν την κατάθεση προς ψήφιση της επίμαχης τροπολογίας στην τουρκική εθνοσυνέλευση εκατό χιλιάδες άτομα συγκεντρώθηκαν σε κεντρικό σημείο της Άγκυρας προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την άρση της απαγόρευσης της μαντήλας. Στις 7 Φεβρουαρίου 2008 έγινε τελικά η πρώτη ψηφοφορία για την συνταγματική αναθεώρηση, η οποία περιλαμβάνει και την αναθεώρηση του νόμου περι μαντήλας. Υπερ της άρσης της απαγόρευσης της μαντήλας στα πανεπιστήμια ψήφισαν 397 ενώ 112 κατά. Δύο μέρες αργότερα επικυρώθηκε απο την τουρκική εθνοσυνέλευση η συνταγματική αναθεώρηση. Μετά την ψήφιση του σχετικού νόμου πολλά πανεπιστήμια αρνήθηκαν να υπακούσουν διατηρώντας την απαγόρευση της μαντήλας.

Η αξιωματική αντιπολίτευση, ήτοι το Ρεμπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα, προσέφυγε αμέσως στο ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο προκειμένου να αποφανθεί περι της νομιμότητας της συνταγματικής αναθεώρησης. Στις 5 Ιουνίου το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο αποφάσισε οτι η συνταγματική αναθεώρηση παραβίασε τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και ως εκ τούτου την έκρινε άκυρη. Η απόφαση μάλιστα είχε το ιδιότυπο οτι απαγόρευε οποιαδήποτε μελλοντική συνταγματική αλλαγή παρομοίου χαρακτήρα περιορίζοντας έτσι τις αρμόδιοτητες της εθνοσυνέλευσης. Κατά της δικαστικής απόφασης τάχθηκε μεγάλο μέρος του τουρκικού λαού που πραγματοποίησε διαδηλώσεις για να διαμαρτυρηθεί. Η απόφαση αυτή είχε ιδιαίτερο βάρος καθώς παράλληλα είχε ανακείψει θέμα νομιμότητας του ΑΚΡ (βλ. παρακάτω). Ο Ερντογάν μετά απο αυτή την αρνητική εξέλιξη με δηλώσεις του έκρινε αναρμόδιο το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο καθώς η νομοθετική εξουσία ανήκει αποκλειστικά στην εθνοσυνέλευση ενώ κυβερνητικοί βουλευτές δήλωσαν οτι οι δικαστές υπερέβησαν τις αρμοδιότητές τους.

Πολιτική κρίση

Εν αναμονή της απόφασης του ανώτατου συνταγματικού δικαστηρίου για την νομιμότητα ή μη της συνταγματικής αναθεώρησης ο εισαγγελέας του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου Αμπντουραχμάν Γιαλτσινκαγιά ζήτησε απο το συνταγματικό δικαστήριο την απαγόρευση του κυβερνόντος κόμματος ΑΚΡ καθώς και την στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων για πέντε χρόνια 71 ατόμων μεταξύ των οποίων του Ερντογάν, του Γκιούλ κ.α. Στην αίτηση απαγόρευσης ανέφερε οτι το ΑΚΡ επιδίδεται σε κινήσεις που αντιβαίνουν τον κοσμικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους και ως εκ τούτου αποτελεί κίνδυνο για την χώρα. Η αρνητική αυτή εξέλιξη εκτός απο το εσωτερικό πολιτικό σκηνικό σαφώς επηρέασε και την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Πρέπει να σημειωθεί οτι δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο καθώς και το 1997 το συνταγματικό δικαστήριο είχε κηρύξει παράνομο το κυβερνών κόμμα του Νετζμετίν Ερμπακάν προκαλώντας την παραίτηση της κυβέρνησης.[i]

Στις 31 Μαρτίου 2008 το συνταγματικό δικαστήριο έκανε γνωστό οτι αποφάσισε ομόφωνα να εξετάσει την αίτηση απαγόρευσης του ΑΚΡ και στέρησης πολιτικών δικαιωμάτων 71 ατόμων. Η σύγκρουση δικαστών - κυβέρνηση κορυφώθηκε τον Μάϊο, όταν και με ανακοίνωσή του το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο άφησε σαφείς αιχμές προς την κυβέρνηση οτι προσπαθεί με πιέσεις να παρέμβει στο έργο της δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση το διέψευσε και κατηγόρησε με την σειρά του τους δικαστές για προσπάθεια χειραγώγησης της δημοκρατίας. Ο πρόεδρος Γκιούλ με δηλώσεις του τόνισε οτι η πολιτική κρίση θα μπορούσε να προκαλέσει μη αναστρέψιμη ζημιά στα στρατηγικά συμφέροντα και στους στόχους της Τουρκίας συστήνοντας σύνεση και στις δύο πλευρές. Στις 16 Ιουλίου ο εισηγητής του τουρκικού Ανώτατου Δικαστηρίου κατέθεσε την έκθεσή του σχετικά με το αν θα έπρεπε ή οχι να απαγορευθεί το ΑΚΡ. Η εισήγηση ήταν αρνητική, γεγονός που δημιούργησε αισιοδοξία στην κυβέρνηση. Παρ'ολα αυτά η είσηγηση δεν είναι δεσμευτική για το δικαστήριο και κάλλιστα θα μπορούσε να μην την λάβει υπόψιν.

Η τελική ετυμηγορία αποφασίστηκε να εκδοθεί στα τέλη Ιουλίου.

Εργκενέκον

Απόφαση δικαστηρίου

Διεθνείς αντιδράσεις

Σημειώσεις

i. ^

ii. ^

iii. ^

iv. ^

Παραπομπές