Διάσκεψη της Λωζάνης

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Τουρκική αντιπροσωπεία στη διάσκεψη της Λωζάνης

Η διάσκεψη της Λωζάνης (Νοέμβριος 1922 – Ιούλιος 1923) ήταν μία πολύμηνη διεθνής (ευρωπαϊκή) διαπραγμάτευση που πραγματοποιήθηκε στην ομώνυμη πόλη της Ελβετίας, μεταξύ των νικητριών δυνάμεων του 1ου παγκοσμίου πολέμου, της Τουρκίας και της ΕΣΣΔ (υπό τον Georgy Vasilyevich Chicherin). Καθόρισε τα οριστικά όρια της Τουρκικής Δημοκρατίας, που είχε διαδεχθεί την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς και τα σύνορά της με την Ελλάδα, καταργώντας, ουσιαστικά, την προηγούμενη Συνθήκη των Σεβρών, ενώ ρύθμισε και διάφορες, ακόμη, λεπτομέρειες, διεθνούς ενδιαφέροντος. Το τελικό αποτέλεσμα της συνδιάσκεψης αποτυπώθηκε στο κείμενο της Συνθήκης της Λωζάνης. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας στη διάσκεψη της Λωζάνης ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος[1] με υπόλοιπους πληρεξούσιους, μεταξύ άλλων, τους Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, Αλέξανδρο Μαζαράκη και Δημήτριο Κακλαμάνο[2]. Εκτός των Ελλάδας, Τουρκίας (εκπροσωπήθηκε από τον Ισμέτ Ινονού καθώς και τους Ριζά Νουρ και Χασάν Βέη), Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Ηνωμένων Πολιτειών, στη διάσκεψη πήραν μέρος, επίσης, αντιπρόσωποι της Ιαπωνίας, της Βουλγαρίας, της Νοτιοσλαυΐας, της Ρουμανίας και της Πορτογαλίας. ΗΠΑ και Νοτιοσλαυΐα αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συνθήκη, στην τελετή λήξης της οποίας προήδρευσε, τιμητικά, ο Ελβετός Ομοσπονδιακός Πρόεδρος Σώϋρερ[3].

Ιστορικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνέπειες από τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε για τα περισσότερα εμπλεκόμενα μέρη του στα τέλη του 1918, ωστόσο η ηττημένη Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτέλεσε πρόσφορο έδαφος για τις νικήτριες δυνάμεις (Αντάντ) που βρήκαν την ευκαιρία να προωθήσουν τις εδαφικές τους διεκδικήσεις επί αυτής, στο πλαίσιο της οριστικής επίλυσης του λεγόμενου Ανατολικού ζητήματος. Η Αγγλία, η Γαλλία, η Ιταλία και, πολύ περισσότερο, για ιστορικούς λόγους, η Ελλάδα προέβαλαν αξιώσεις για εδαφικές προσαρτήσεις, καθώς η κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης είχε συνθηκολογήσει, μετά τη στρατιωτική της ήττα και ο σουλτάνος έδειχνε πρόθυμος να δεχτεί οποιαδήποτε παραχώρηση, προκειμένου να διατηρήσει τα προνόμιά του. Ωστόσο, πολύ γρήγορα εντός της αυτοκρατορίας άρχισε να αναπτύσσεται έντονο εθνικιστικό κίνημα με βασικό πρωταίτιο τον αξιωματικό του στρατού Κεμάλ Πασά.

Ελληνοτουρκικός Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μάιο του 1919 η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε από τους δυτικούς συμμάχους (με σαφή υποστήριξη των Βρετανών, έγκριση των ΗΠΑ και στάση ανοχής των Γάλλων και Ιταλών) την άδεια να αποβιβάσει στρατό στη Σμύρνη και σταδιακά να επεκτείνει την κατοχή της στην ευρύτερη ενδοχώρα της, έτσι ώστε αφενός να καταστεί δυνατή η προστασία των ελληνικής καταγωγής πληθυσμών που ζούσαν στην περιοχή και κινδύνευαν από τη δράση άτακτων εθνικιστικών ομάδων και αφετέρου να υποχρεωθούν οι Τούρκοι εθνικιστές να δεχτούν τη συμφωνία των Σεβρών (1920). Η κατάσταση εξελίχτηκε σε μείζονα πολεμική σύγκρουση, αφού ο ελληνικός στρατός προωθήθηκε όλο και βαθύτερα στην Ανατολία, ενώ ο Κεμάλ προχώρησε στην ίδρυση επαναστατικής κυβέρνησης, κηρύσσοντας τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση στην Άγκυρα. Το καλοκαίρι του 1921 η Ελλάδα εκστράτευσε εναντίον των εθνικιστών φτάνοντας στα πρόθυρα της Άγκυρας (Μάχη του Σαγγάριου) αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει την πόλη και συμπτύχθηκε στη γραμμή Αφιόν ΚαραχισάρΕσκί Σεχίρ και ακριβώς έναν χρόνο μετά (Αύγουστος 1922), η σφοδρή αντεπίθεση του τουρκικού στρατού ανέτρεψε την κατάσταση, οδηγώντας σε κατάρρευση του ελληνικού μετώπου, άτακτη υποχώρηση των μονάδων του και στην οριστική εκδίωξή τους από τη Μικρά Ασία, με όλα τα τραγικά συνεπακόλουθά της (Μικρασιατική καταστροφή). Ο νικητής Κεμάλ, γρήγορα κατάργησε το Χαλιφάτο, υποχρεώνοντας σε εξορία τον τελευταίο σουλτάνο και ίδρυσε την Τουρκική Δημοκρατία (1923).

Προπαρασκευαστικές συνομιλίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λωζάνη, ως ουδέτερος τόπος διενέργειας της διάσκεψης, επιλέχθηκε από τις δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία) προκειμένου να προωθήσουν τις νέες πολιτικές τους στη Μικρά Ασία. Επιπλέον, αποφασίστηκε να προσκληθούν στις συνομιλίες και εκπρόσωποι της Σοβιετικής Ένωσης[4] Πριν καν αρχίσουν οι συνομιλίες, ο εκπρόσωπος των Βρετανών, Λόρδος Κέρζον, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για την ενδεχόμενη στάση των δύο άλλων εταίρων του, Γάλλων και Ιταλών και απαίτησε μία προπαρασκευαστική συνάντηση των τριών μερών, ώστε να αποφασιστεί μία κοινή στρατηγική, πριν τη Λωζάνη[5]. Ο ίδιος, κατάρτισε έναν κατάλογο από κρίσιμα ζητήματα (μεταξύ των οποίων η προστασία των χριστιανικών πληθυσμών της Τουρκίας) που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να εξασφαλιστούν[6]. Οι προπαρασκευαστικές επαφές πραγματοποιήθηκαν στο Παρίσι μεταξύ του Κέρζον και του Γάλλου πρωθυπουργού Ράιμον Πουανκαρέ, στις 18 Νοεμβρίου 1922 και διήρκεσαν επί πέντε ώρες. Οι δύο τους συμφώνησαν στην πλειονότητα των θεμάτων και ακολούθως ενημέρωσαν τον Ιταλό πρωθυπουργό Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος, διαθέτοντας συνολικό ενδιαφέρον για την υπόθεση, τάχθηκε σύμφωνος με την παραπάνω ατζέντα[7].

Κυρίως διάσκεψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 21 Νοεμβρίου 1922 ξεκίνησε επίσημα η διάσκεψη και ο Κέρζον αυτοδιορίστηκε πρόεδρος. Κατάρτισε τρεις υποεπιτροπές, οι οποίες θα ασχολούνταν, αντίστοιχα, με τις εδαφικές και στρατιωτικές διεκδικήσεις (η πλεον σημαντική), με τα οικονομικά ζητήματα και αποζημιώσεις και με τα μελλοντικά δικαιώματα των μειονοτητικών πληθυσμών στην Τουρκία. Επικεφαλής σε αυτές τις επιτροπές τέθηκαν, αντίστοιχα, ο Κέρζον, ο Γάλλος πρεσβευτής Camille Barrere και ο Ιταλός διπλωμάτης, Μαρκήσιος Γκαρρόνι (Garone)[8]. Δύο μέρες μετά, ο Ισμέτ Πασάς ζήτησε την παραχώρηση στην Τουρκία του κόμβου Καραγάτς στην επαρχία Edirne, ο οποίος είχε περιέλθει στην Ελλάδα, μαζί με την υπόλοιπη Δυτική Θράκη. Ο Κέρζον αντέκρουσε, αρχικά το αίτημα, έχοντας την υποστήριξη Γάλλων και Ιταλών[9], ωστόσο στη συνέχεια οι τρεις δυνάμεις μετέβαλαν τη στάση τους. Ο εκπρόσωπος της ΕΣΣΔ αιτήθηκε τον αποκλεισμό των Στενών από την πρόσβαση αεροσκαφών και πολεμικών πλοίων οποιασδήποτε χώρας πλην της Τουρκίας, τόσο σε πολεμική, όσο και ειρηνική περίοδο, αλλά η απαίτησή του απορρίφθηκε[10]. Το Δεκέμβριο η αδιαλλαξία της Τουρκικής αντιπροσωπείας αυξήθηκε[11] και ο αντικαταστάτης του Γάλλου εκπρόσωπου, Maurice Bompard, κατόπιν υποδείξεως του Πουανκαρέ, παρουσίασε στη διάσκεψη μία τροποιποιημένη πρόταση, προς λύση των διαφορών με την Τουρκία[12]. Αντιδρώντας έντονα, ο Κέρζον απέρριψε τη Γαλλική μεταστροφή και έθεσε μία καταληκτική ημερομηνία προς την Τουρκία, μέχρι την οποία οι εκπρόσωποί της καλούνταν είτε να δεχτούν, είτε να αρνηθούν τις Βρετανικές προτάσεις. Σε περίπτωση άρνησης, η Βρετανική αντιπροσωπεία θα αποχωρούσε από τη διάσκεψη. Όταν ο Ισμέτ πασάς έγινε γνώστης της ημερομηνίας αυτής (31 Ιανουαρίου 1923) ζήτησε μία προθεσμία οκτώ ημερών για να απαντήσει. Στις 2 Ιανουαρίου ο Κέρζον συμφώνησε στο γενικό πλαίσιο των τροποποιήσεων που προτάθηκε και δύο ημέρες αργότερα η Τουρκική πλευρά δέχτηκε με τη σειρά τις όλες τις προτεινόμενες εδαφικές και συνοριακές ρυθμίσεις, με την επιφύλαξη της Μοσούλης. Επιπλέον, οι Τούρκοι απαίτησαν πολεμικές επανορθώσεις από την Ελλάδα, για τις βλάβες που είχαν υποστεί κατά τη διάρκεια της προηγηθείσας ελληνικής κατοχής της Σμύρνης[13]. Εντούτοις, ο Κέρζον είχε απορρίψει αυτό το αίτημα, λόγω της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η Ελλάδα. Στο σημείο αυτό οι συνομιλίες διακόπηκαν και οι αντιπροσωπείες επέστρεψαν στις πατρίδες τους[14].

Το τελικό ψήφισμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνομιλίες της Λωζάνης επανάρχισαν στις 23 Απριλίου 1923, αφού προηγουμένως (2127 Μαρτίου 1923) οι σύμμαχοι (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία και Ιαπωνία) είχαν διασκεφτεί στο Λονδίνο, προκειμένου να καταλήξουν στις οριστικές προτάσεις τους για τα ανεπίλυτα ζητήματα[15]. Οι επιτροπές επανασυστάθηκαν, αυτή τη φορά με άλλους επικεφαλής (το Λόρδο Κέρζον, που αρνήθηκε να επιστρέψει στη Λωζάνη, αντικατέστησε ο Σερ Horace Rumbold και το Γάλλο αντιπρόσωπο υποκατάστησε ο στρατηγός Maurice Pelle). Ενώ η Τουρκία δε συμφώνησε να δεσμευτεί για το μέλλον των μειονοτήτων, η Ελλάδα απείλησε με αποχώρηση από τη διάσκεψη, αν δε γινόταν δεκτή η παραχώρηση του Καραγάτς, αντί των αποζημιώσεων. Τότε η παρέμβαση του Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος, με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησής του, υπέδειξε ότι ο Ισμέτ θα μπορούσε να δεχτεί την προσφορά αυτή, οδήγησε τον Ινονού να συμβιβαστεί τελικά, το απόγευμα της 26 Απριλίου. Περαιτέρω, οι σύμμαχοι διαβεβαίωσαν την Τουρκία ότι θα δέχονταν θετικά οποιεσδήποτε άλλες τουρκικές απαιτήσεις σε άλλα ζητήματα[16]. Την 9 Ιουλίου 1923 στις 13:30 μ.μ. οι σύνεδροι κατέληξαν σε κατ’ αρχήν συμφωνία, με τη δέσμευση ότι οι συμμαχικοί στρατοί θα αποχωρούσαν από την Κωνσταντινούπολη, αμέσως μετά την έγκριση της συνθήκης ειρήνης από την τουρκική εθνοσυνέλευση[17]. Καθυστερήσεις, ωστόσο, προέκυψαν επί δευτερευόντων σημείων της συνθήκης, με αποτέλεσμα η τελική υπογραφή της να καταστεί δυνατή στις 24 Ιουλίου 1923.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. MIDDLEWAR [FOREIGN POLICY] (ime.gr)
  2. Η Ελληνική αντιπροσωπεία στη διεθνή διάσκεψη της Λωζάνης - Μουσείο Μπενάκη (benaki.org)
  3. Φύλλο εφημερίδας «Έθνος» της 25 Ιουλίου 1923, σελ. 4: «Αι Λεπτομέρειαι της Τελετής»
  4. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII.
  5. Curzon to Hardinge (9 November 1922). Documents on British Foreign Policy (tel 419 no. 169 ed.)
  6. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII
  7. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII
  8. McCarthy, Justin (2001). The Ottoman Peoples and the End of an Empire. Arnold Publishers
  9. Curzon to Sir E. Crowe (23 November 1922). Documents on British Foreign Policy (tel 19, no. 215 ed.). London
  10. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII.
  11. Curzon to Crowe, tel 154, no. 293 (26 December 1922). Documents on British Foreign Policy
  12. Brown, Philip Marshall (1923). "The Lausanne Conference". The American Journal of International Law. 17
  13. Hirschon, Renee (2009). "History's Long Shadow: The Lausanne Treaty and Contemporary Greco-Turkish Relations". In the Long Shadow of Europe: Greeks and Turks in the Era of Postnationalism: 3. Brill
  14. Cleveland, William L. (2004). A History of the Modern Middle East. Boulder, CO: Westview Press
  15. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII
  16. Brown, Philip Marshall (1923). "The Lausanne Conference". The American Journal of International Law. 17
  17. Dockrill, Michael (1993). "Britain and the Lausanne Conference, 1922-23". The Turkish Yearbook. XXIII