Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δαυίδ Α΄
Βασιλιάς της Σκωτίας
ΠερίοδοςΑπρίλιος/Μάιος 1124 – 24 Μαΐου 1153
ΣτέψηΣκόουν, Σκωτία
ΠροκάτοχοςΑλέξανδρος Α΄ της Σκωτίας
ΔιάδοχοςΜάλκολμ Δ΄ της Σκωτίας
Πρίγκιπας της Κούμπρια
Γέννηση1083/1085
Θάνατος24 Μαΐου 1153
Κάρλαϊλ, Κούμπρια
Τόπος ταφήςΑββαείο Ντάνφερμλιν
ΣύζυγοςΜαώ του Χάντιγκτον
ΕπίγονοιΕρρίκος της Σκωτίας, Οντιέρνα, Κλαρίσια
ΟίκοςΟίκος του Ντάνκελντ
ΠατέραςΜάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας
ΜητέραΑγία Μαργαρίτα της Σκωτίας
Commons page Σχετικά πολυμέσα
δεδομένα (π  σ  ε )

Ο Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας (David I of Scotland, περί το 1084 - 24 Μαΐου 1153) πρίγκιπας της Κάμπριας (1113 - 1124) και βασιλιάς της Σκωτίας (1124 - 1153) ήταν έκτος και νεότερος γιος του Μάλκολμ Γ΄ της Σκωτίας και της Αγίας Μαργαρίτας. Έζησε την παιδική ηλικία στη Σκωτία, αλλά εξορίστηκε προσωρινά στην Αγγλία το 1093. Τη δεκαετία του 1100 έγινε δεκτός από τον Ερρίκο Α΄ της Αγγλίας, όπου στην Αυλή του γνώρισε τις Άγγλο-Γαλλικές συνήθειες και τα Νορμανδικά έθιμα.

Όταν πέθανε ο αδελφός του Αλέξανδρος Α΄ της Σκωτίας (1124), με τη βοήθεια του Ερρίκου Α΄, τον διαδέχθηκε στον θρόνο και πιέστηκε σε εμφύλιες μάχες με τον ανιψιό του και διεκδικητή του θρόνου Μάλκολμ Μακ Αλεξάντερ. Τον υπέταξε ύστερα από δεκαετή πόλεμο. Μετά το θάνατο του προστάτη του Ερρίκου Α΄ της Αγγλίας, υποστήριξε την κόρη του Αυτοκράτειρα Ματθίλδη και ήρθε σε σύγκρουση με τον επόμενο βασιλιά Στέφανο της Αγγλίας. Στις μάχες που ακολούθησαν είχε πολλά κέρδη στη βόρεια Αγγλία, παρόλο που ηττήθηκε στην κρίσιμη μάχη του Στάνταρντ (1138). Ο όρος "Δαυιδιανή Επανάσταση" χρησιμοποιήθηκε από ιστορικούς για να καθορίσουν τις σημαντικές αλλαγές, που επέφερε στη Σκωτία η βασιλεία του. Έκτισε μοναστήρια, εφάρμοσε τη Γρηγοριανή Μεταρρύθμιση, οργάνωσε την επικράτειά σε δήμους και διαμόρφωσε το βασίλειο στα φεουδαρχικά πρότυπα της Γαλλίας και της Νορμανδικής Αγγλίας.

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε στη Σκωτία γύρω στο 1084, αλλά δεν έχει καταγραφεί η ακριβής ημερομηνία.[1] Ήταν ο όγδοος και μικρότερος από όλους τους γιους του Μάλκολμ Γ΄, πιθανότατα ο έκτος, από τη δεύτερη σύζυγό του Μαργαρίτα του Ουέσσεξ. Ήταν εγγονός του Ντάνκαν Α΄ της Σκωτίας.[2]

Ο πατέρας του και ο μεγαλύτερος αδελφός του Εδουάρδος, σκοτώθηκαν σε μια επίθεση στη Νορθουμβρία.[3] Ο Δαυίδ Α΄ και οι δυο μεγαλύτεροι αδελφοί του Αλέξανδρος Α΄ της Σκωτίας και Έντγκαρ της Σκωτίας ήταν παρόντες, όταν πέθανε η μητέρα τους αμέσως μετά.[4] Οι τρεις αδελφοί ήταν στο Εδιμβούργο και σύμφωνα με μεσαιωνική παράδοση, πολιορκήθηκαν από τον θείο τους Ντόναλντ Γ΄ της Σκωτίας, που σφετερίστηκε τον θρόνο.[5] Δεν είναι γνωστή η τύχη τους· τα Χρονικά του Μέλροουζ αναφέρουν ότι ο Ντόναλντ Γ΄ έστειλε τα τρία αδέλφια σε εξορία και συμμάχησε με έναν άλλο ανιψιό του, τον Εδμόνδο.[6] Ο Ιωάννης του Φορντάν, πολλούς αιώνες αργότερα, γράφει ότι δημιουργήθηκε ένας πυρήνας οπαδών στην Αγγλία για να υποστηρίξει τα τρία αδέλφια, υπό την ηγεσία του εκ μητρός θείου τους Έντγκαρ Έθελινγκ.[7]

Παρουσία στην Αγγλική αυλή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεγάλη σφραγίδα του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας με τη μορφή του βασιλιά στα πρότυπα Ευρωπαίου ηγεμόνα

Ο Γουλιέλμος Β΄ της Αγγλίας ήταν ο πρώτος που αντέδρασε στην απόφαση του Ντόναλντ Γ΄ να ανέβει στον θρόνο της Σκωτίας και έστειλε τον ετεροθαλή αδελφό τού Δαυίδ, τον Ντάνκαν Β΄ της Σκωτίας με στρατό εναντίον του, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε.[8] Ο Γουλιέλμος έστειλε δεύτερη αποστολή (1097) με τον αδελφό του Δαυίδ, τον Έντγκαρ, η οποία κατέληξε σε επιτυχία: ο Έντγκαρ στέφθηκε βασιλιάς της Σκωτίας στα τέλη της ίδιας χρονιάς.[9] Την περίοδο των συγκρούσεων (1093 - 1097) ο Δαυίδ βρισκόταν στην Αγγλία· το 1093 ήταν περίπου εννιά ετών.[10] Τη δεκαετία 1093 - 1103 δεν βρέθηκε καμιά καταγραφή στη Σκωτία για τον ίδιο· πιθανότατα βρισκόταν μόνιμα στην Αγγλία.

Ο Γουλιέλμος Ρούφος σκοτώθηκε και τον διαδέχθηκε ο μικρότερος αδελφός του Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας, που νυμφεύτηκε την αδελφή τού Δαυίδ Ματθίλδη της Σκωτίας. Ο Δαυίδ Α΄ ως κουνιάδος του βασιλιά είχε πολύ υψηλή θέση στην Αγγλική βασιλική Αυλή.[11] Παρά την Κελτική καταγωγή του, η μακρόχρονη παραμονή του στην Αγγλία τον είχε μετατρέψει πλήρως σε Άγγλο-Νορμανδό πρίγκιπα: ο Γουλιέλμος του Μαλμέσμπουρι γράφει ότι απέβαλλε όλη τη Σκωτσέζικη βαρβαρότητα, έγινε ευγενικός και φιλικός με όλους.[12]

Πρίγκιπας της Κάμπρια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Δαυίδ ξεκίνησε την ηγεμονική του παρουσία ως πρίγκηπας της Κάμπρια (1113), την ίδια χρονιά ο Ερρίκος Α΄ τακτοποίησε τον γάμο του με τη Μαώ του Χάντιγκτον, κληρονομώντας τον τίτλο του κόμη και τεράστιες εκτάσεις στη νότια Σκωτία. Ο αδελφός του Έντγκαρ επισκέφτηκε τον Γουλιέλμο Ρούφο και κληροδότησε στον μικρότερο αδελφό του Δαυίδ μεγάλες εκτάσεις στη Σκωτία, νότια του ποταμού Φορθ.[13] Ο Έντγκαρ πέθανε στις 8 Ιανουαρίου 1107 και τον διαδέχθηκε ο Αλέξανδρος Α΄, ενώ ο Δαυίδ ανέλαβε την κυβέρνηση των εδαφών του στη νότια Σκωτία.[14] Δεν είχε ωστόσο την εξουσία στις περιοχές που κληροδότησε μέχρι τα τέλη του 1113, εποχή που ιδρύθηκε το αβαείο του Σέλκιρκ.[15] Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Οράμ (γεν. 1960) γράφει ότι, μόλις το 1113 -την εποχή που ο Ερρίκος Α΄ επέστρεψε στην Αγγλία από τη Νορμανδία- κατόρθωσε ο Δαυίδ να κυβερνήσει τα εδάφη στη νότια Σκωτία.[16]

Ο Ερρίκος Α΄ πίεσε σκληρά τον Αλέξανδρο να αναγνωρίσει τα δικαιώματα τού μικρότερου αδελφού του στη νότια Σκωτία. Δεν προχώρησε σε αιματοχυσία αλλά το έκανε κάτω από μεγάλη πίεση και απειλές.[17] Οι ενέργειες αυτές του Δαυίδ και του προστάτη του φαίνεται δυσαρέστησαν έντονα τους Σκωτσέζους· ένα Κέλτικο ποίημα της εποχής γράφει:

"Ήταν πολύ κακό αυτό που έκανε ο γιος του Μάλκολμ να διαιρεθεί από τον Αλέξανδρο δεν το έκανε ποτέ γιος βασιλιά να λεηλατήσει τη σταθερότητα της Αλβιόνας".[18]

Η φράση "να διαιρεθεί" αναφέρεται στις περιοχές που βρέθηκαν υπό τη διοίκηση του Δαυίδ στη νότια Σκωτία.[19] Τα αμφισβητούμενα εδάφη αποτελούσαν τις κομητείες του Ρόξμπουργκσαιρ, του Σέλκιρκσαιρ, του Μπέργουικσαιρ και του Λάναρκσαιρ. Ο Δαυίδ πήρε επιπλέον τον τίτλο του κόμη της Κάμπρια, όπως αναφέρεται σε διάταγμα της εποχής.[20] Πολλές περιοχές ωστόσο στη νότια Σκωτία, όπως το Γκάλογουεϊ βρέθηκαν εκτός της επιρροής του Δαυίδ.[21] Ο Δαυίδ δημιούργησε διάφορες μορφές ηγεμονίας σε μέρη του Ντάμφρισαιρ, του Άυρσαιρ και του Ρένφριουσαιρ.[22] Στα εδάφη ανάμεσα στο Γκάλογουεϊ και στην κομητεία της Κάμπρια, ο Δαυίδ τοποθέτησε διάφορους ηγεμόνες, όπως τον Ρόμπερτ Μπρους στο Άννανταλ, τον Ούγο του Μόρβιλ στο Κάνινγκχαμ και πιθανότατα τον Γουόλτερ Φίτζαλαν στο Στράθγκριφ.[23]

Διάδοχος του αδελφού του Αλεξάνδρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 1113 ο Ερρίκος Α΄ έδωσε σύζυγο στον Δαυίδ τη Μαώ του Χάντιγκτον κόρη και διάδοχο του Βάλντεφ της Νορθουμβρίας, ο γάμος του έδωσε τον τίτλο του τιμητή του Χάντινγκτον μιας κομητείας που βρισκόταν στις ακτές του Νορθάμπτον, του Χάντιγκτον και του Μπέντφορντ. Η Μαώ σε λίγα χρόνια του γέννησε τον διάδοχο, τον ονόμασε Ερρίκο για να τιμήσει τον προστάτη του βασιλιά της Αγγλίας. [24] Οι κομητείες που απέκτησε ο Δαυίδ του έδωσαν ισχυρό πλούτο και δύναμη, έγινε ένας από τους ισχυρότερους ευγενείς σε ολόκληρη τη Βρετανία, οι περιοχές που κληρονόμησε από τον πεθερό του περιείχαν τεράστιες εκτάσεις στη βόρεια Αγγλία όπως το Κάμπερλαντ, το Γουεστμόρλαντ και η κομητεία του Ντάραμ. Μετά τον θάνατο του Ερρίκου Α΄ της Αγγλίας ο Δαυίδ διεκδίκησε την κομητεία για τον γιο του Ερρίκο.[25]

Οι δραστηριότητες του Δαυίδ μετά το 1114 δεν έχουν εντοπιστεί, τον περισσότερο χρόνο περνούσε πέρα από το πριγκιπάτο του στην Αγγλία και στη Νορμανδία. Η αδελφή του πέθανε στις 1 Μαΐου 1118 αλλά εξακολουθούσε να έχει την υποστήριξη του Ερρίκου Α΄, όταν πέθανε ο αδελφός του Αλέξανδρος χωρίς διάδοχο ανέβηκε με τη βοήθεια του στον θρόνο της Σκωτίας.[26]

Βασιλιάς της Σκωτίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στέψη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σφραγίδα του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας στην πίσω πλευρά που απεικονίζει τον βασιλιά σαν στρατηγό πολεμιστή

Οι ιστορικοί Μίχαελ Λιντς (γεν. 1946) και Ρίτσαρντ Οράμ (γεν. 1960) περιγράφουν ότι ο Δαυίδ Α΄ δεν είχε καμία σχέση με τα Σκωτσέζικα έθιμα τα πρώτα χρόνια.[27] Οι ίδιοι συγγραφείς ωστόσο τονίζουν ότι σταδιακά άρχισε να προσαρμόζεται και σε μεγάλη ηλικία έγινε τέλειος Σκωτσέζος.[28] Η περίπτωση να ήταν ο νόμιμος διάδοχος του Σκωτσέζικου θρόνου είναι πολύ αμφίβολη, ήταν όγδοος και μικρότερος γιος του πατέρα του, δυο από τους μεγαλύτερους αδελφούς του ήταν βασιλείς είχαν αφήσει κληρονόμους, ο Ντάνκαν Β΄ της Σκωτίας τον Γουλιέλμο φιτζ Ντανκάν και ο Αλέξανδρος Γ΄ τον Μάλκολμ του Αλεξάνδρου. Οι δυο διεκδικητές είχαν μεγαλύτερη προτεραιότητα από τον Δαυίδ Α΄ αλλά δεν είχαν την υποστήριξη του Ερρίκου Α΄ της Αγγλίας, η αριστοκρατία της Σκωτίας αναγκάστηκε να δεχτεί τον Δαυίδ από φόβο μήπως ξεσπάσει πόλεμος με την Αγγλία.[29] Ο Μάλκολμ Μακ Αλεξάντερ δεν υποχώρησε και αποφάσισε να κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο στον Δαυίδ Α΄. Ο Όρντερικ Βιτάλις γράφει : "Προσπάθησε πολλές φορές να ανατρέψει από τον θρόνο τον Δαυίδ και πολέμησε σκληρά εναντίον του σε πολλές μάχες αλλά ο βαθύπλουτος και ισχυρός Δαυίδ ήταν πάντοτε ο νικητής".[30] Ο Μάλκολμ δραπέτευσε σε περιοχές της Σκωτίας που δεν ήταν υπό την εξουσία του Δαυίδ, εκεί βρήκε βοήθεια και προστασία.[31]

Τον Απρίλιο ή τον Μάιο την ίδια χρονιά ο Δαυίδ στέφθηκε βασιλιάς της Σκωτίας στη Σκον.[32] Στις Σκωτσέζικες και στις Ιρλανδικές πηγές η τελετή της στέψης του περιγράφεται αρκετά περίτεχνη χωρίς να έχει καμιά σχέση με τις παραδοσιακές.[33] Η τελετή περιείχε πολλά παγανιστικά στοιχεία τα οποία στον Άγγλο-Γαλλικό χριστιανικό κόσμο του 12ου αιώνα θεωρήθηκαν ακατανόητα.[34] Ο Άιλρεντ του Ριεβώ φίλος ενός αυλικού του Δαυίδ αναφέρει ήταν τόσο αποτρόπαιοι οι όρκοι που έδωσε απέναντι στο έθνος των Σκωτσέζων που πολλοί επίσκοποι με μεγάλη δυσκολία δέχτηκαν να παραστούν.[35]

Εξέγερση από διεκδικητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πέρα από το πριγκιπάτο της Κάμπριας ο Δαυίδ Α΄ είχε ελάχιστες εξουσίες τη δεκαετία του 1120 στο μεγαλύτερο μέρος της Σκωτίας, όπως γράφει ο Ρίτσαρντ Οράμ ήταν βασιλιάς μονάχα στο όνομα.[36] Στο μεγαλύτερο μέρος της Σκωτίας δεν είχε εξουσίες την περίοδο 1127 - 1130, ενώ την προηγούμενη χρονιά βρισκόταν στην αυλή του Ερρίκου Α΄.[37] Επέστρεψε στην Αγγλική αυλή το 1130 και υπηρέτησε σαν δικαστής στο Γούντστοκ στη δίκη του Γοδεφρείδου του Κλίντον για προδοσία.[38] Την ίδια χρονιά την εποχή που βρισκόταν στην Αγγλία πέθανε η σύζυγος του Μαώ και οι Σκωτσέζοι επαναστάτησαν εναντίον του.[39] Ο υποκινητής της εξέγερσης ήταν ο Μάλκολμ, είχε τη στήριξη του Άνγκους του Μόρεϊ του πιο ισχυρού Σκωτσέζου ευγενή εγγονού του Λούλαχ της Σκωτίας κάτι που τον έκανε διεκδικητή ακόμα και στον θρόνο. Οι εξεγερμένοι βαρόνοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τον στρατηγό του Δαυίδ Εδουάρδο, στη μάχη που ακολούθησε κοντά στο Μπρέχιν, σύμφωνα με τα Χρονικά του Ούλστερ : "1.000 σκοτώθηκαν από τον στρατό του Εδουάρδου και 4.000 από τους αντιπάλους του ανάμεσα τους και ο ίδιος ο Άνγκους".[40]

Ο Όρντερικ Βιτάλις αναφέρει ότι ο Εδουάρδος στη συνέχεια βάδισε βόρεια στο Μόρεϊ και κατέλαβε ολόκληρο το βασίλειο για λογαριασμό του βασιλιά του.[41] Παρά τις επιτυχίες του όμως δεν μπόρεσε να σταθεροποιηθεί στον θρόνο, στα τέλη του χρόνου ο Μάλκολμ δραπέτευσε και ακολούθησε τα επόμενα χρόνια σκληρός εμφύλιος πόλεμος που ήταν για τον Δαυίδ Α΄ αγώνας επιβίωσης.[42] Ο Δαυίδ ζήτησε στρατιωτική υποστήριξη από τον Ερρίκο Α΄, όπως γράφει ο Άιλρεντ του Ριεβώ ο Ερρίκος του έστειλε για βοήθεια έναν εντυπωσιακό στρατό και στόλο στο Καρλάιλ για να υποστηρίξει τον Δαυίδ στον οποίο συμμετείχαν σημαντικοί Νορμανδοί ευγενείς όπως ο Βάλτερ λ'Εσπέκ.[43] Ο στόλος συγκεντρώθηκε στην Ιρλανδική θάλασσα και στις ακτές του Άρτζιλ που ο Μάλκολμ είχε τους περισσότερους οπαδούς, ο Μάλκολμ συνελήφθη και φυλακίστηκε στο κάστρο του Ρόξμπουργκ.[44] Δεν ακούστηκε από τότε τίποτα για τον Μάλκολμ πέρα από την πληροφορία ότι οι γιοι του συμμάχησαν αργότερα με τον Σάμερλαντ.[45]

Επικράτηση στους διεκδικητές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σκωτία στις αρχές του 12ου αιώνα

Ο Ρίτσαρντ Οράμ δίνει την πληροφορία ότι ο Δαυίδ εκείνη την εποχή παραχώρησε στον Βάλτερ φιτζ Άλαν το Στράθφκριφ, το βόρειο Κάιλ και την περιοχή του Ρένφριου δημιουργώντας τη Στιούαρτ ηγεμονία του Στράθγκριφ, επίσης αναφέρει ότι ο Ούγος ντε Μόρβιλ κέρδισε το Κάνινγκχαμ. Το συμπέρασμα είναι ότι η εκστρατεία του 1130 - 1134 είχε ως αποτέλεσμα την προσάρτηση αυτών των περιοχών.[46]

Δεν είναι γνωστό πόσο χρειάστηκε για να φέρει την ειρήνη στο Μόρεϊ, την ίδια περίοδο ο Δαυίδ διόρισε τον ανιψιό του Ουίλλιαμ φιτζ Ντανκάν διάδοχο του Άνγκους ως αποζημίωση για την απώλεια της διαδοχής του θρόνου μετά τη γέννηση του γιου του Ερρίκου. Ο Γουλιέλμος παντρεύτηκε την κόρη του Άνγκους για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία του στην περιοχή, τα προάστια του Έλγιν και του Φόρρ ιδρύθηκαν στο ίδιο σημείο για να ισχυροποιήσουν τη βασιλική κυριαρχία στο Μόρεϊ.[47] Ο Δαυίδ ίδρυσε επίσης το μοναστήρι του Ούρκχαρτ σαν νικηφόρο μοναστήρι αφιερώνοντας ένα ποσοστό των λαφύρων του από το Άρτζιλ.[48] Τότε συμφωνήθηκε ο γάμος ανάμεσα στον γιο του Μάταντ, μορμάρου του Άθολ και στην κόρη του Χάακον Πόλσον, κόμη των Ορκάδων, ο γάμος εξασφάλιζε τα βόρεια σύνορα του βασιλείου με την προοπτική ένας από τους μορμάρους του Δαυίδ να κερδίσει τις Ορκάδες και το Καίθνες για λογαριασμό του βασιλιά. Την εποχή που πέθανε ο Ερρίκος Α΄ της Αγγλίας στις 1 Δεκεμβρίου 1135 ο Δαυίδ Α΄ είχε υπό τον έλεγχο του ολόκληρη τη Σκωτία.[49]

Πρώτοι πόλεμοι με Αγγλία και Νορβηγία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ενώ βρισκόταν μετά το 1136 σε πόλεμο με τον Στέφανο της Αγγλίας στη βόρεια Αγγλία στα εδάφη της βόρειας Σκωτίας εξακολουθούσε να έχει τον πλήρη έλεγχο. Το 1139 ο ξάδελφος του, ο πεντάχρονος Χάραλντ Μάντανσον πήρε τον τίτλο του κόμη μαζί με τα εδάφη της κομητείας των Ορκάδων και το Σκωτσέζικο Καίθνες, τη δεκαετία του 1140 το Σάδερλαντ και το Καίθνες βρέθηκαν υπό Σκωτσέζικο έλεγχο.[50] Ο Δαυίδ Α΄ πριν το 1146 διόρισε έναν Σκωτσέζο τον Ανδρέα πρώτο επίσκοπο του Καίθνες, μια νέα επισκοπή ιδρύθηκε στο Θάρσο σε μια περιοχή εθνολογικά Σκανδιναβική.[51]

Το Καίθνες και οι Ορκάδες βρέθηκαν το 1150 υπό πλήρη Σκωτσέζικο έλεγχο ωστόσο από τότε οι κτήσεις του Δαυίδ στον βορρά παρουσίασαν σημαντικά προβλήματα. Το 1151 ο Άιιστεϊν Β΄ της Νορβηγίας εξέπλευσε για τις Ορκάδες με μεγάλο στόλο συνέλαβε τον νεαρό Χάραλντ στην κατοικία του στο Θάρσο και τον πίεσε να του δώσει όρκο υποτέλειας για να τον ελευθερώσει. Ο Δαυίδ απάντησε τοποθετώντας κόμη των Ορκάδων τον αντίπαλο του Χάραλντ Έρλεντ Χάραλντσον και του παραχώρησε το ήμισυ του Καίθνες, ο Άιιστεϊν Β΄ απάντησε με νέα παραχώρηση την ίδια εποχή στον Έρλεντ ακυρώνοντας την παραχώρηση του Δαυίδ. Η εξασθένηση του Δαυίδ στις Ορκάδες οφείλεται στο ότι οι Νορβηγοί βασιλείς ήταν προετοιμασμένοι να κατακτήσουν την περιοχή χωρίς να οπισθοχωρήσουν.[52]

Αγγλία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκστρατεία κατά της Αγγλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιαιότητες Σκωτσέζων επί Δαυίδ Α΄ - από χειρόγραφο του 14ου αιώνα.

Οι σχέσεις του Δαυίδ Α΄ με το Αγγλικό στέμμα ακολούθησαν δυο διαφορετικούς δρόμους, με τον Ερρίκο Α΄ οι σχέσεις ήταν πολύ καλές και όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν ότι ο πραγματικός κυβερνήτης της Σκωτίας τα πρώτα χρόνια ήταν ο Ερρίκος που ο Δαυίδ είχε προστάτη του.[53] Μετά τον θάνατο του Ερρίκου Α΄ και την άνοδο του Στέφανου ο Δαυίδ υποστήριξε την κόρη του Ερρίκου Αυτοκράτειρα Ματθίλδη και ενώθηκε μαζί της σε πόλεμο εναντίον του Στέφανου, όταν έφτασε η Ματθίλδη στην Αγγλία δήλωσε την υποταγή του και έστεψε ιππότη τον γιο της Ερρίκο.[54]

Η πολιτική του Δαυίδ με την Αγγλία είχε άλλη μια πρόσθετη προοπτική, προσπαθούσε να δημιουργήσει μια Σκώτο-Νορθουμβρική αυτοκρατορία στη βόρεια Αγγλία και την υποστήριξη στη Ματθίλδη τη βρήκε ως πρόσχημα για να ξεκινήσει πόλεμο με τον Στέφανο. Οι από μητέρα πρόγονοι του Δαυίδ ήταν μέλη του Οίκου του Ουέσσεξ και οι πρόγονοι του γιου του Ερρίκου από τη μητέρα του ήταν κόμητες της Νορθουμβρίας. Το έργο συνεχίστηκε και τελείωσε μονάχα όταν ο Ερρίκος Β΄ της Αγγλίας απαίτησε από τον εγγονό του Μάλκολμ τον Παρθένο να του παραδώσει όλα τα κέρδη του πατέρα του στην Αγγλία.[55] Ο Ερρίκος Α΄ κληροδότησε το Αγγλικό στέμμα στην κόρη του αυτοκράτειρα Ματθίλδη αλλά ο Στέφανος νεώτερος αδελφός του Θεοβάλδου Β΄ της Καμπανίας σφετερίστηκε τον θρόνο.[56] Ο Δαυίδ ήταν ο πρώτος που πήρε όρκο να υποστηρίξει τη Ματθίλδη, όταν ο Στέφανος στέφθηκε βασιλιάς στις 22 Δεκεμβρίου 1135 αποφάσισε να κηρύξει τον πόλεμο απέναντι του.[57]

Φρικαλεότητες του στρατού των Σκωτσέζων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πριν τελειώσει ο Δεκέμβριος ο Δαυίδ Α΄ βάδισε στη βόρεια Αγγλία και στις αρχές του Ιανουαρίου κατέλαβε τα κάστρα του Καρλάιλ, του Γουόρκ, του Άλνουικ, του Νόρχαμ και του Νιούκαστλ, τον Φεβρουάριο συναντήθηκε με τον στρατό του Στέφανου στο Ντάραμ. Οι δυο βασιλείς προχώρησαν σε συνθήκη σύμφωνα με την οποία ο Δαυίδ θα κρατούσε το Καρλάιλ ενώ ο γιος του Ερρίκος θα κρατούσε τους τίτλους και το ήμισυ των εδαφών της κομητείας του Χάντινγκτον περιοχές που κατασχέθηκαν από τον Δαυίδ όταν εξεγέρθηκε. Ο Στέφανος θα δεχόταν τα υπόλοιπα κάστρα, ο Δαυίδ δεν θα έδινε όρκο υποτέλειας ο ίδιος αλλά θα το έκανε ο γιος του Ερρίκος για το Καρλάιλ και τις υπόλοιπες Αγγλικές περιοχές. Ο Στέφανος δέχτηκε να δώσει το άχρηστο για τον ίδιο δουκάτο της Νορθουμβρίας αλλά συμφώνησαν ότι ο Ερρίκος θα έπρεπε πρώτος να δώσει όρκο υποτέλειας. Η Συνθήκη του Ντάραμ ωστόσο έσπασε πολύ γρήγορα από τον Δαυίδ με πρόσχημα τη μεταχείριση του γιου του Ερρίκου από τον Στέφανο στην αυλή του.[58]

Τον χειμώνα του 1136 - 1137 ο στρατός του Δαυίδ ετοιμάστηκε ξανά να επιτεθεί στην Αγγλία, ο Σκωτσέζος βασιλιάς συγκέντρωσε στρατό στα σύνορα με τη Νορθουμβρία, ο Στέφανος απάντησε συγκεντρώνοντας στρατό στο Νιούκασλ, η μάχη δεν έγινε αλλά η ειρήνη διατηρήθηκε μέχρι τον Δεκέμβριο.[59] Μετά τον Δεκέμβριο ο Δαυίδ ζήτησε από τον Στέφανο ολόκληρο το δουκάτο της Νορθουμβρίας, ο Άγγλος βασιλιάς το αρνήθηκε και ο Δαυίδ το χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να ξεκινήσει την τρίτη του εκστρατεία τον Ιανουάριο του 1138.[60] Ο Σκωτσέζικος στρατός που επιτέθηκε στην Αγγλία τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του 1138 έφερε σοκ στους Άγγλους χρονικογράφους. Ο Ριχάρδος του Χέξαμ γράφει : ένας βιαιότατος στρατός χειρότερος και από τους πιο άγριους στρατούς των παγανιστών, δεν υπολόγιζε ούτε θεό, ούτε ανθρώπους. Έσφαζε, έκαιγε, λεηλατούσε, ακρωτηρίαζε όποιον άνθρωπο έβρισκε μπροστά του χωρίς καμιά διάκριση παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένους και ιερείς, έκαιγε εκκλησίες, νοσοκομεία και σπίτια.[61] Αρκετές αμφίβολες κατηγορίες κανιβαλισμού καταγράφηκαν, οι ίδιοι χρονικογράφοι όμως σχεδίαζαν τις ιστορίες τους σε τοιχογραφίες.[62]

Επιτυχίες απέναντι στον στρατό του Στέφανου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Φεβρουάριο ο στρατός του Στέφανου βάδισε για να συγκρουστεί με τον Δαυίδ, οι δυο στρατοί στην αρχή απέφυγαν να βρεθούν αντιμέτωποι. Το καλοκαίρι ο Δαυίδ διέσπασε τις δυνάμεις του, έστειλε το πρώτο σώμα υπό την ηγεσία του Γουίλιαμ φιτζ Ντανκάν στο Λάνκασιρ. Ο Γουίλιαμ φιτζ Ντανκάν συνάντησε στις 10 Ιουνίου μια ομάδα ιπποτών, στη μάχη του Κλίθερο που ακολούθησε ο Αγγλικός στρατός συνετρίβη.[63] Τον Ιούλιο του 1138 οι δύο Σκωτσέζικοι στρατοί συναντήθηκαν στη γη του Αγίου Κάθμπερτ, ο Αγγλικός στρατός υπό την ηγεσία του Γουίλλιαμ κόμητος του Ωμάλ απεστάλη να αντιμετωπίσει τους Σκωτσέζους οι οποίοι μετά τον θρίαμβο του Κλίθερο τους έβλεπαν με υπεροψία. Οι 26.000 άντρες του Δαυίδ Α΄ συναντήθηκαν με τον Αγγλικό στρατό στις 22 Αυγούστου στο Κάουντον Μουρ στο βόρειο Γιορκσάιρ. [64] Στη μάχη του Στάνταρντ που ακολούθησε οι Σκωτσέζοι ηττήθηκαν, ο Δαυίδ με τον στρατό του αποσύρθηκε στο Καρλάιλ αλλά η ήττα δεν ήταν συντριπτική και μπόρεσε σύντομα να ανασυγκροτηθεί. Τον Ιανουάριο πολιόρκησε και κατέλαβε το Γουάρκ ενώ εξακολουθούσε να έχει στην κατοχή του το μεγαλύτερο τμήμα της Νορθουμβρίας.[65]

Στις 26 Σεπτεμβρίου ο καρδινάλιος Αλβερίκιος, επίσκοπος της Όστρια έφτασε στο Καρλάιλ στο οποίο κλήθηκε ο Δαυίδ μαζί με τους ευγενείς του βασιλείου του, τους ηγουμένους και τους επισκόπους, ο Αλβερίκιος προσπαθούσε για να λύσει τις διαφορές του επισκόπου της Γλασκώβης με τον αρχιεπίσκοπο της Γιορκ. Ο Αλβερίκιος βρισκόταν σε ρόλο ειρηνοποιού και κλείστηκε ειρήνη έξι ετών που απέκλεισε την πολιορκία της Γουάρκ. Στις 9 Απριλίου ο Δαυίδ Α΄ συναντήθηκε με τη σύζυγο του Στέφανου Ματθίλδη Α΄ της Βουλώνης στο Ντάραμ και έκλεισαν νέα συμφωνία. Ο Ερρίκος πήρε την κομητεία της Νορθουμβρίας, δέχτηκε επίσης την κομητεία του Χάντινγκτον και την ηγεμονία του Ντόνκαστερ, ο Δαυίδ επιπλέον θα κρατούσε το Καρλάιλ και το Κάμπερλαντ, στον βασιλιά Στέφανο θα παρέμειναν μονάχα μερικά στρατηγικά κάστρα όπως το Μπάμπουργκ και το Νιούκασλ. Η συμφωνία εκπλήρωσε πλήρως όλους τους στόχους του Δαυίδ Α΄.[66]

Συνάντηση και συμμαχία με τη Ματθίλδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νέα συμφωνία επίσης δεν κράτησε πολύ, η Αυτοκράτειρα Ματθίλδη έφτασε στην Αγγλία και ο Δαυίδ πήγε αμέσως να πολεμήσει στο πλευρό της εναντίον του Στέφανου. Στα τέλη της άνοιξης βάδισε νότια συνάντησε τη Ματθίλδη και ενώθηκε με τον στρατό της, βρισκόταν στην εικονική στέψη της Ματθίλδης στο Αββαείο του Ουέστμινστερ που τελικά δεν έγινε ποτέ. Ο Δαυίδ Α΄ βρισκόταν μαζί με την αυτοκράτορα μέχρι τον Σεπτέμβριο που η ίδια οπισθοχώρησε στο Ουιντσέστερ.[67]

Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε στην Αγγλία γνωστός ως Αναρχία επέτρεψε στον Δαυίδ Α΄ να εδραιώσει την εξουσία του σε ολόκληρη τη βόρεια Αγγλία, ο Δαυίδ κράτησε τα εδάφη τόσο τα δικά του όσο και αυτά που δόθηκαν στον γιο του. Τα κάστρα του Νιούκασλ και του Μπάμπουργκ ήταν υπό τον έλεγχο του και διατήρησε την κυριαρχία του σε όλα τα Αγγλικά εδάφη βορειοδυτικά του ποταμού Ρίμπλ και στα Πένινα Όρη ενώ κράτησε τα εδάφη μέχρι τα νότια του ποταμού Τάιν στην καρδιά της περιοχής που αποτελούσαν την κομητεία του Ντάραμ. Με την κομητεία της Νορθουμβρίας στην κυριαρχία του γιου του ο Δαυίδ έκτισε ξανά το κάστρο του Καρλάιλ που γρήγορα αντικατέστησε το Ρόξμπουργκ σαν βασιλική κατοικία. Η εκμετάλλευση των ορυχείων του Άλστον επέτρεψε στον Δαυίδ να κόψει τα πρώτα ασημένια νομίσματα, εξέδωσε διατάγματα στο αβαείο του Σρούσμπερυ για τα εδάφη του στο Λάνκασιρ.[68]

Επισκοπή του Ντάραμ και αρχιεπισκοπή της Γιορκ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βασιλιάς της Σκωτίας Δαυίδ Α΄ με τον διάδοχό του Μάλκολμ Δ΄.

Ο Δαυίδ πέρα από τις στρατιωτικές του επιτυχίες είχε και μεγάλες αποτυχίες, η μεγαλύτερη ήταν η αδυναμία του να αποκτήσει τον έλεγχο στην αρχιεπισκοπή του Ντάραμ και την αρχιεπισκοπή της Γιορκ. Ο Δαυίδ Α΄ επιχείρησε να διορίσει τον καγκελάριο του Ουίλλιαμ Κόμυν στην επισκοπή του Ντάραμ η οποία ήταν κενή από τον θάνατο του Γοδεφρείδου Ρούφου (1140). Την περίοδο 1141 - 1143 ο Κόμυν είχε τον έλεγχο στο κάστρο της περιοχής αλλά δεν αναφέρεται στο διάταγμα. Η μόνη ελπίδα για τον Δαυίδ να ολοκληρώσει τα σχέδια του ήταν να έχει την υποστήριξη του παπικού απεσταλμένου Ερρίκου του Μπλουά που ήταν αδελφός του βασιλιά Στεφάνου. Ο Δαυίδ ζήτησε τη βοήθεια της αυτοκράτειρας Ματθίλδης αλλά είχε αποτύχει μέχρι την εποχή που εξελέγη στην επισκοπή ο Γουλιέλμος της Αγίας Βαρβάρας (1143).[69]

Ο Δαυίδ Α΄ προσπάθησε να επέμβει στη διαδοχή της αρχιεπισκοπής της Γιορκ, ο Ουίλιαμ Φιτσχέρμπερτ ανιψιός του βασιλιά Στεφάνου βρήκε τη θέση του υποτιμημένη λόγω της κατάρρευσης της δύναμης του Στεφάνου στη βόρεια Αγγλία και εκθρονίστηκε από τον πάπα. Οι σχέσεις με τους Κιστερκιανούς επέτρεψαν στον Δαυίδ να δημιουργήσει δεσμούς με τον νέο αρχιεπίσκοπο Ερρίκο Μουρντάκ. Οι οπαδοί του Ερρίκου και του ανιψιού του Ουίλιαμ Φιτσχέρμπερτ κατάφεραν να αποτρέψουν από τον Δαυίδ Α΄ να αποκτήσει τον έλεγχο της αρχιεπισκοπής της Γιορκ παρά την υποστήριξη που του παρήχε ο Πάπας Ευγένιος Γ΄. Ο Ερρίκος ζήτησε την υποστήριξη του Δαυίδ (1149) που βρήκε την ευκαιρία να φέρει την αρχιεπισκοπή υπό τον έλεγχο του. Οι οπαδοί του Στέφανου ωστόσο ειδοποίησαν τον βασιλιά τους που έστειλε στρατό να εμποδίσει τον Δαυίδ, ο Σκωτσέζος βασιλιάς δεν ήθελε να ρισκάρει περισσότερο και υποχώρησε.[70] Ο ιστορικός Ρίτσαρντ Οράμ σημειώνει ότι ο Δαυίδ Α΄ έχασε τη μεγάλη ευκαιρία να κατακτήσει ολόκληρη τη βόρεια Αγγλία κάτι που ιστορικά θα άλλαζε ολόκληρο τον χάρτη στα Βρετανικά νησιά.[71]

Εκκλησία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Δημιουργία νέων επισκοπών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανδριάντας του Δαυίδ Α΄ στη δυτική πύλη του ναού του Αγίου Αιγίδιου - Εδιμβούργο

Οι ιστορικοί τονίζουν τον σημαντικό ρόλο του Δαυίδ Α΄ στην οργάνωση των Σκωτσέζικων επισκοπών και την επίδραση των Νορμανδών στην εκκλησία της Σκωτίας ξεκινώντας με την επισκοπή της Γλασκώβης την εποχή που ήταν πρίγκιπας της Κάμπριας και καταλήγοντας στην εκκλησία της Σκωτίας όταν έγινε βασιλιάς. Οι βασικοί του στόχοι ήταν η ανεξαρτησία της εκκλησίας της Σκωτίας από τις αρχιεπισκοπές της Γιορκ και του Καντέρμπερι. Τα πρώτα χρόνια υπήρχε η άποψη ότι το πατριαρχικό σύστημα στη Σκωτία και οι επισκοπές ήταν δημιούργημα του Δαυίδ Α΄ αλλά οι νεώτεροι ιστορικοί έχουν διαφορετική γνώμη. Ο Άιλρεντ του Ριεβώ έγραψε στον επιθανάτιο θρήνο ότι όταν ανέβηκε ο Δαυίδ στην εξουσία βρήκε τρεις ή τέσσερις επισκόπους σε ολόκληρη τη Σκωτία χωρίς να υπάρχει πάστορας να καταγράφει την απώλεια των περιουσιακών τους στοιχείων, όταν πέθανε άφησε εννιά και πολλές νέες επισκοπές είχαν δημιουργηθεί.[72] Δεν χρεώνεται όμως καμιά νέα επισκοπή στον Δαυίδ πέρα από τη μετακίνηση της επισκοπής του Μορτλάχ στο Αμπερντίν και τη δημιουργία της νέας επισκοπής του Καίθνες.[73]

Η επισκοπή της Γλασκόβης αναβαθμίστηκε και ο Δαυίδ Α΄ τοποθέτησε επίσκοπο τον εφημέριο Ιωάννη, ανέθεσε στην επισκοπή όλα τα εδάφη του πριγκιπάτου εκτός από αυτά της ανατολής που κυβερνήθηκαν από την επισκοπή του Αγίου Ανδρέα.[74] Ο Δαυίδ θεωρήθηκε ιδρυτής νέων ήμι-επισκοπών όπως του Μπρέχιν, του Ντάνκλεντ, του Αμπερντίν και του Ντάνμπλαν που σταδιακά έγιναν επισκοπές και εντάχτηκαν στην εκκλησία της Σκωτίας.[75] Η ανάπτυξη του ενοριακού εκκλησιαστικού συστήματος δεν μπορεί να χρεωθεί αποκλειστικά στον Δαυίδ.[76] Η Σκωτία είχε το δικό της ενοριακό σύστημα από τα πρώτα χρόνια του μεσαίωνα και ο Νορμανδισμός της Σκωτσέζικης εκκλησίας θεωρούνται μόνο μικρές αλλαγές, ο Δαυίδ Α΄ έφερε πιο κοντά την εκκλησία της Σκωτίας στις εκκλησίες της Αγγλίας και της Γαλλίας αλλά δεν τη δημιούργησε.[77]

Οι αρχιεπίσκοποι της Γιορκ και του Καντέρμπερι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρώτο πρόβλημα που συνάντησε ο Δαυίδ ήταν οι διαφωνίες του με την Αγγλική εκκλησία και η υποταγή των Σκωτσέζικων επισκοπών στις αρχιεπισκοπές της Γιορκ και του Καντέρμπερι, αυτό απέτρεψε τον Ροβερτο του Σκον από το 1124 να αφοσιωθεί στην επισκοπή του Αγίου Ανδρέα η οποία από τον 11ο αιώνα έγινε αρχιεπισκοπή. Ο τίτλος του αρχιεπισκόπου σύμφωνα με τις Σκωτσέζικες και Ιρλανδικές πηγές χορηγήθηκε στους επισκόπους Γκίρικ και Φοθάντ Β΄.[78][79]

Ο αρχιεπίσκοπος της Γιορκ Θοέρσταν και ο αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι Ιωάννης του Κορμπέγ ταξίδευσαν μαζί στη Ρώμη για να αντιταχθούν στο αίτημα του Δαυίδ. Ο Δαυίδ είχε την υποστήριξη του Ερρίκου Α΄ της Αγγλίας και ο αρχιεπίσκοπος της Γιορκ συμφώνησε αναβολή για έναν χρόνο και να μην του δηλώσει ο Ροβέρτος του Σκον την υποταγή του.[80] Τα αιτήματα του αρχιεπισκόπου της Γιορκ για δικαιοδοσία στους επισκόπους βόρεια του ποταμού Φορθ αποσύρθηκαν τα υπόλοιπα χρόνια της βασιλείας του Δαυίδ αλλά διατήρησε τα αιτήματα του για την υποταγή της Γλασκώβης.[81]

Αποτυχία στη δημιουργία Σκωτσέζικης αρχιεπισκοπής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1151 ο Δαυίδ έκανε νέο αίτημα στον πάπα για την αρχιεπισκοπή του Αγίου Ανδρέα, ο καρδινάλιος Τζων Πάπαρο συνάντησε τον Δαυίδ στην κατοικία του στο Καρλάιλ τον Σεπτέμβριο του 1151. Ο καρδινάλιος βρέθηκε μετά στην Ιρλανδία με τέσσερα πάλλιουμ για τη δημιουργία τεσσάρων νέων αρχιεπισκοπών. Όταν επέστρεψε στο Καρλάιλ ο Δαυίδ επανέλαβε το αίτημα του, στα σχέδια του Δαυίδ Α΄ ήταν η δημιουργία μιας μεγάλης Σκωτσέζικης αρχιεπισκοπής με όλες τις επισκοπές που είχε υπό την εξουσία του μαζί με τις επισκοπές των Ορκάδων και των Νησιών. Ο καρδινάλιος δυστυχώς για τον Δαυίδ δεν μετέφερε το αίτημα στον πάπα, την επόμενη χρονιά μια νέα Νορβηγική αρχιεπισκοπή δημιουργήθηκε, η αρχιεπισκοπή του Τρόντχαϊμ η οποία περιείχε τις επισκοπές των Νησιών και των Ορκάδων που ήθελε ο Δαυίδ για λογαριασμό του.[82]

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θάνατος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ασημένιο νόμισμα του Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας με παράσταση του βασιλιά

Το μεγαλύτερο χτύπημα για τον Δαυίδ Α΄ ήταν ο θάνατος του γιου και διαδόχου του Ερρίκου, κόμη της Νορθουμβρίας στις 12 Ιουλίου 1152 ο οποίος υπέφερε καιρό από μια μορφή ασθένειας. Ο Δαυίδ ηλικιωμένος και άρρωστος γνώρισε ότι δεν θα ζήσει και ο ίδιος πολύ γι'αυτό προσπάθησε να αποκαταστήσει τον εγγονό του Μάλκολμ Δ΄ της Σκωτίας διάδοχο του θρόνου και τον άλλο εγγονό του Γουλιέλμο κόμη της Νορθουμβρίας, ο Ντόνντσαντ Α΄ μορμάρος του Φάιφ ορίστηκε κηδεμόνας του 11χρονου Μάλκολμ και έκανε περιοδείες μαζί του για να του δώσουν όρκο υποτέλειας οι Κέλτες υπήκοοι του. Η υγεία του ηλικιωμένου Δαυίδ χειροτέρευσε σημαντικά την άνοιξη του 1153 και πέθανε στις 24 Μαΐου 1153.[83] Τα Χρονικά του Τίγκερναχ αναφέρεται σαν βασιλιάς της Σκωτίας και της Αγγλίας για να τονίσουν τις μεγάλες επιτυχίες του απέναντι στους Άγγλους και τις Αγγλικές επιδράσεις στο βασίλειο του.

Πρώτες ιστορικές γνώμες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πρώτες πηγές για τη βασιλεία του Δαυίδ τον παρουσιάζουν τίμιο και ευσεβή βασιλιά αν και βρέθηκε στη δύσκολη θέση να κυβερνήσει ένα βάρβαρο έθνος. Ο Γουλιέλμος του Νιούμπεργκ τον χαρακτηρίζει μη βάρβαρο βασιλιά ενός βάρβαρου έθνους και προσπάθησε να περιορίσει τη βαρβαρότητα των υπηκόων του επιπλέον τονίζει την ευσέβεια του γράφοντας ότι συχνά έπλενε τα πόδια των φτωχών.[84] Ο Άιλρεντ του Ριεβώ ήταν άλλος ένας υμνητής του Δαυίδ Α΄ που τονίζει την ευσέβεια και τη δικαιοσύνη του γράφοντας η βιαιότητα των Σκωτσέζων περιορίστηκε σημαντικά χάρη της μεγάλης ευγένειας του βασιλιά τους.[85]

Οι πρώτοι από τους μετέπειτα ιστορικούς τον 12ο αιώνα δεν έχουν διαφορετική γνώμη για την εικόνα του Δαυίδ Α΄ όπως οι χρονικογράφοι του 12ου αιώνα Τζων του Φορντάν, Άντριου Ουίντον και Ουόλτερ Μπάουερ, ο τελευταίος μάλιστα επαναλαμβάνει τους ύμνους του Άιλρεντ του Ριεβώ για τον Δαυίδ.[86] Οι γνώμες αυτές καθόρισαν σημαντικά την περιγραφή του Δαυίδ και σε μετέπειτα ιστορικούς σύμφωνα και με τα γραπτά των ιστορικών του μεσαίωνα Τζον Μάικεν, Τζωρτζ Μπιουκάναν και Χέκτορ Μπόες. Οι ιστορικοί του 18ου αιώνα τον παρουσιάζουν ευσεβή βασιλιά και πρωταγωνιστή της Σκωτσέζικης ανεξαρτησίας.[87]

Σύγχρονες ιστορικές γνώμες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Κιστερκιανό αβαείο του Μελρόουζ που ιδρύθηκε το 1137 και έγινε ένα από τα σπουδαιότερα κληροδοτήματα του Δαυίδ Α΄

Τη σύγχρονη περίοδο τονίζεται σημαντικά η συμβολή του Δαυίδ στον εκπολιτισμό των Σκωτσέζων με πρώτη αναφορά στην απόφαση του πατέρα του Μάλκολμ Γ΄ να παντρευτεί τη Μαργαρίτα του Ουέσσεξ.[88] Οι σύγχρονοι ιστορικοί του 19ου αιώνα θεωρούν τον Δαυίδ Α΄ και τον πατέρα του ως πατέρες του Σκωτσέζικου πολιτισμού. Ο ιστορικός Άντριου Λανγκ γράφει (1900) : ο αδελφός του Αλέξανδρος τελείωσε την κυριαρχία των Κελτών στη Σκωτία και ο ίδιος ο Δαυίδ έφερε την κυριαρχία των Άγγλων και των Νορμανδών στην περιοχή.[89] Τις εποχές της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού αναφέρεται σαν εχθρός με τους γηγενείς Σκωτσέζους και οι μεταρρυθμίσεις έγιναν υπό το πρίσμα της επιθετικότητας του στους καθυστερημένους Κέλτες.[90]

Τον 20ο αιώνα πολλοί ιστορικοί στα έργα τους αναλύουν σημαντικά τον εκνορμανδισμό της Σκωτίας τον 12ο αιώνα όπως το έργο του Ντέιβιντ Ρίτσι "Οι Νορμανδοί στη Σκωτία" (1954), το έργο του Άρτσι Ντάνκαν (1926 - 2017) Η δημιουργία του βασιλείου των Σκωτσέζων" (1954) και πολλά έργα του Μπάρροου (1924 - 2013).[91] Τη δεκαετία του 1980 ο Μπάρροου προσπάθησε να συμβιβάσει τις διαφορετικές απόψεις τονίζοντας ότι ο Δαυίδ Α΄ ήταν μείγμα του νέου με το παλιό.[92] Η άποψη αυτή στηρίχτηκε στο μνημειώδες έργο του Ουίλιαμ Φορμπς Σκίνε (1809 - 1902) "Η Ιστορία της Γηραιάς Αλβιόνας" (1876 - 1880) που έγραψε ότι η Κέλτικη ιστορία ήταν παρούσα σε μεγάλο βαθμό επί Δαυίδ Α΄.[93] Ο Μίχαελ Λιντς (γεν. 1946) ακολουθώντας την ίδια άποψη τονίζει ότι ο Δαυίδ Α΄ σε μεγάλη ηλικία έγινε και ο ίδιος καθαρός Κέλτης.[94] Ο Ρίτσαρντ Οράμ συμφωνεί με τον Λιντς και τοποθετεί τη βασιλεία του Δαυίδ Α΄ στο πραγματικό της πλαίσιο.[95]

Ο θεσμός του αρχιεπισκόπου στη Σκωτία δεν είχε ξεκαθαρίσει από τον πάπα ανοίγοντας τον δρόμο στους Άγγλους αρχιεπισκόπους να διεκδικήσουν ολόκληρη τη Σκωτσέζικη εκκλησία με βασικότερο διεκδικητή τον αρχιεπίσκοπο της Γιορκ Θοέρσταν. Ο κύριος στόχος του ήταν η επισκοπή της Γλασκώβης που βρισκόταν νότια του ποταμού Φορθ και δεν φαινόταν να βρίσκεται στην επικράτεια της επισκοπής του Αγίου Ανδρέα. Ο Πάπας Ονώριος Β΄ έστειλε γράμμα στον Ιωάννη, επίσκοπο της Γλασκώβης και του ζήτησε την υποταγή του στην αρχιεπισκοπή της Γιορκ.[96] Ο Δαυίδ Α΄ ζήτησε από τον Ιωάννη της Γλασκώβης να ταξιδεύσει στην Αγία Έδρα και να ζητήσει ένα πάλλιουμ το οποίο θα αναβάθμιζε την επισκοπή του Αγίου Ανδρέα σε αρχιεπισκοπή με δικαιοδοσία πάνω στην επισκοπή της Γλασκώβης.[97]

Εξευρωπαισμός των θεσμών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερείπια του αβαείου του Κέλσο που ιδρύθηκε στο Σέλκιρκ (1113) όταν ο Δαυίδ Α΄ ήταν πρίγκιπας της Κάμπριας, μετακινήθηκε στο Κέλσο (1128) για να εξυπηρετήσει τη νότια πρωτεύουσα του Δαυίδ στο Ρόξμπουργκ

Υπάρχουν μεγάλες διαφωνίες σχετικά με τον βαθμό που η βασιλεία του Δαυίδ Α΄ επηρέασε τη Σκωτία αλλά κανένας δεν διαφωνεί στο γεγονός ότι πραγματοποιήθηκαν την εποχή του σημαντικές αλλαγές, ο Μπάροου και ο Λιντς την ονομάζουν Δαυιδική Αναγέννηση.[98] Η επανάσταση του Δαυίδ ήταν καθοριστική στη δημιουργία του μεσαιωνικού βασιλείου της Σκωτίας και στη μορφή της κυβέρνησης του.[99] Ο ιστορικός Ρομπέρ Μπάρτλετ (γεν. 1950) στο μνημειώδες έργο του "Κατάκτηση, εποικισμός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός 950 - 1030" (1993) και το έργο του Μουρ "η πρώτη Ευρωπαϊκή Αναγέννηση 970 - 1215" (2000) τονίζουν τη σημαντική συμβολή του Δαυίδ Α΄ για την είσοδο της Σκωτίας στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Στα τέλη του 10ου αιώνα ο πολιτισμός των Καρολιδών εξαπλώθηκε όχι μονάχα σε ολόκληρη την Ευρώπη αλλά και σε άγνωστες ή απομακρυσμένες περιοχές όπως η Σκωτία.[100]

Η εισαγωγή ξένων ιπποτών και η διανομή της γης σύμφωνα με τα φεουδαρχικά πρότυπα ήταν η μεγαλύτερη επανάσταση, οι μεταρρυθμίσεις συνεχίστηκαν με τη δημιουργία των θεσμών του σερίφη και του δικαστή, την αναμόρφωση του νομοθετικού συστήματος και της δικαιοσύνης σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα.[101] Η εισαγωγή ξένων ιπποτών ιδιαίτερα Γάλλων ήταν μια από τις μεγαλύτερες αλλαγές, συνεχίστηκαν με την ανέγερση κάστρων υπό την επίβλεψη των ιπποτών, τη χρήση του ιππικού και την εισαγωγή του θεσμού του όρκου υποτέλειας. Οι αλλαγές εισήχθησαν από τον Δαυίδ Α΄ αρχικά στην Κάμπρια για τα ηγετικά μέλη της Γαλλικής αριστοκρατίας και με την πάροδο του χρόνου δημιουργήθηκαν νέες μικρότερες φεουδαρχικές εκτάσεις.[102] Έγιναν σημαντικά βήματα ώστε η διοίκηση της Σκωτίας να μην έχει καμιά διαφορά με την Άγγλο-Νορμανδική Αγγλία, η διοίκηση της γης έγινε από τους σερίφηδες ιδιαίτερα στις περιοχές που βρέθηκαν στον απόλυτο έλεγχο του βασιλιά όπως το Ρόξμπουργκ, η Σκον, το Μπέργουικ-απόν-Τουίντ, το Στέρλινγκ και την Περθ.[103] Παρά το γεγονός ότι όλες οι αλλαγές έγιναν με βάση τα Άγγλο-Νορμανδικά πρότυπα οι δεσμοί με την παλιότερη Σκωτία διατηρήθηκαν.[104]

Η δημιουργία των προαστίων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ερείπια του αβαείου του Μέλροουζ που ιδρύθηκε από τον Δαυίδ (1150) σαν αποικία των Κιστερκιανών του Μελρόουζ

Τα έσοδα των Αγγλικών κομητειών και τα ορυχεία από ασήμι στο Άλστον επέτρεψαν στον Δαυίδ Α΄ να ιδρύσει το πρώτο νομισματοκοπείο και να φέρει μεγάλη εμπορική ανάπτυξη.[105] Ο Δαυίδ ήταν μεγάλος κτίστης και έμεινε στην ιστορία για την ίδρυση των προαστίων, τα πρώτα από τα προάστια που έκτισε στην Κάμπρια ήταν το Ρόξμπουργκ και το Μπέργουικ.[106] Τα προάστια ήταν αστικοί τόποι με καθορισμένα σύνορα, τοιχία και εμπορικά προνόμια ενώ ο βασιλιάς θα μπορούσε να συλλέξει τα προϊόντα, ο Δαυίδ Α΄ οικοδόμησε συνολικά 16 προάστια.[107] Το κορυφαίο έργο του Δαυίδ ήταν η ίδρυση των προαστίων με αρχικό πυρήνα τους μετανάστες έμπορους, τα προάστια θα γίνουν η βασική δομή στην κοινωνία της Σκωτίας με κορυφαίο ρόλο στην οικονομία και το εμπόριο. Τα προάστια ήταν καθαρά Αγγλικά στα έθιμα, στην κοινωνική συνήθεια και στη γλώσσα, όπως αναφέρεται στην εποχή του Γουλιέλμου του Λέοντα οι κάτοικοι στις πόλεις και τα προάστια του Σκωτσέζικου βασιλείου ήταν αποκλειστικά Άγγλοι.[108] Η έλλειψη των Σκωτσέζων στις νέες πόλεις και στα προάστια τους οδήγησε να κατακλύσουν την ύπαιθρο, στις Σκωτσέζικες πεδιάδες κυριαρχούσε η εθνότητα και η γλώσσα της Σκωτίας.[109]

Ο Δαυίδ Α΄ ήταν μεγάλος προστάτης της θρησκείας γνωστός για την ίδρυση πολλών νέων αβαείων με στόχο όχι μονάχα να διαδώσει τη θρησκεία αλλά και τα νέα Ευρωπαϊκά έθιμα, το πρώτο μοναστήρι που οικοδόμησε σαν πρίγκιπας της Κάμπριας ήταν το αβαείο του Σέλκιρκ.[110] Ο Δαυίδ ίδρυσε περισσότερα από 12 μοναστήρια στην εποχή του σύμφωνα με τα νέα μοναστικά τάγματα.[111] Τα μοναστήρια έγιναν σταδιακά το επίκεντρο της ξένης επίδρασης με προαγωγή αντρών με στόχο να υπηρετήσουν τον βασιλιά.[112] Τα μοναστήρια όπως και το Τάγμα των Κιστερκιανών εισήγαγαν νέες αγροτικές μεθόδους και μετέτρεψαν τη Σκωτία σε κυρίαρχη χώρα στην εκτροφή των βοοειδών.[113][114]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Oram, David: The King Who Made Scotland, p. 49.
  2. Malcolm seems to have had two sons before he married Margaret, presumably by Ingibiorg Finnsdottir. Donnchad II was one, and there was another called Domnall who died in 1085, see Annals of Ulster, s.a. 1085.2, here; see also Oram, David, p. 23; and Duncan, The Kingship of the Scots, p. 55; the possibility that Máel Coluim had another son, also named Máel Coluim, is open, G. W. S. Barrow, "Malcolm III (d. 1093)".
  3. Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, p. 121.
  4. See A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 114, n. 1.
  5. E.g. John Fordun, Chronica gentis Scotorum, II. 209.
  6. A.O. Anderson, Early Sources, vol. ii, p. 89.
  7. John Fordun, Chronica gentis Scotorum, II. 209–10.
  8. Anglo-Saxon Chronicle, MS. E, s.a. 1094; A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 118; see also A.O. Anderson, Early Sources, vol. ii, pp. 90–1.
  9. Anglo-Saxon Chronicle, MS. E, s.a. 1097; A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 119.
  10. Oram, David, p. 49.
  11. For David's upbringing and transformation of fortune at the Anglo-Norman court, see the partially hypothetical account in Oram, David, pp. 59–72.
  12. William of Malmesbury, Gesta Regum Anglorum, W. Stubbs (ed.), Rolls Series, no. 90, vol. ii, p. 476; trans. A.O. Anderson, Scottish Annals, (1908), p. 157.
  13. Oram, David: The King Who Made Scotland, pp. 59–60.
  14. Judith Green, "David I and Henry I", p. 3. She cites the gap in knowledge about David's whereabouts as evidence; for a brief outline of David's itinerary, see Barrow, The Charters of David I, pp. 38–41
  15. See Oram, David, pp. 60–2; Duncan, The Kingship of the Scots, pp. 60–4.
  16. For all this, see Oram, David, pp. 59–63.
  17. A.O. Anderson, Scottish Annals, (1908), p. 193.
  18. Thomas Owen Clancy, The Triumph Tree, p.184; full treatment of this is given in Clancy, "A Gaelic Polemic Quatrain from the Reign of Alexander I, ca. 1113" in: Scottish Gaelic Studies vol.20 (2000), pp. 88–96.
  19. Clancy, "A Gaelic Polemic Quatrain", p. 88.
  20. For all this, see Oram, David, pp. 62–64; for Princeps Cumbrensis, see Archibald Lawrie, Early Scottish Charters Prior to A.D. 1153, (Glasgow, 1905), no. 46.
  21. Richard Oram, The Lordship of Galloway, (Edinburgh, 2000), pp. 54–61; see also following references.
  22. See, for instance, Dauvit Broun, "The Welsh Identity of the Kingdom of Strathclyde", in The Innes Review, Vol. 55, no. 2 (Autumn, 2004), pp. 138–40, n. 117; see also Forte, Oram, & Pedersen, The Viking Empires, (Cambridge, 2005), pp. 96–7.
  23. E.g., Oram, David, p. 113, also n. 7.
  24. G. W. S. Barrow, "David I (c. 1085–1153)".
  25. For all this, see Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, pp. 134, 217–8, 223; see also, for Durham and part of the earldom of Northumberland in the eyes of Earl Henry, Paul Dalton, "Scottish Influence on Durham, 1066–1214", in David Rollason, Margaret Harvey & Michael Prestwich (eds.), Anglo-Norman Durham, 1093–1193, pp. 349–351; see also G. W. S. Barrow, "The Kings of Scotland and Durham", in Rollason et al. (eds.), Anglo-Norman Durham, p. 318.
  26. Oram, David, pp. 69–72.
  27. Lynch, Scotland: A New History, p. 79; Oram, David, pp. 75–6.
  28. Lynch, Scotland: A New History, p. 83; Oram, David, esp. for instance, pp. 96, 126.
  29. Oram, David, pp. 70–2.
  30. A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 158.
  31. Oram, David, pp. 84–5.
  32. Chibnall, Anglo-Norman Studies, p. 33
  33. John Bannerman, "The Kings Poet", pp. 120–49.
  34. John J. O'Meara (ed.), Gerald of Wales: The History and Topography of Ireland, (London, 1951), p. 110.
  35. A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 232.
  36. Oram, David, p. 87.
  37. A.O. Anderson, Scottish Annals, pp. 163–3.
  38. Oram, David, p. 83.
  39. Oram, David, p. 84.
  40. Annals of Ulster, s.a. U1130.4
  41. A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 167; Anderson uses the word "earldom", but Orderic used the word ducatum, duchy.
  42. Oram, David, p. 88.
  43. A.O. Anderson, Scottish Annals, pp. 193–4; see also Oram, David, p. 86.
  44. A.O. Anderson, Early Sources, vol. ii, p. 183.
  45. Ross, "Identity of the Prisoner at Roxburgh"
  46. For all this, see Oram, David, pp. 93–6.
  47. For all this, see Oram, David, pp. 93–6; Oram also believes that the burghs of Auldearn and Inverness may also have been founded at this time, but it is more usual to ascribe these to the reign of David's grandson William the Lion; see, for instance, McNeill, Peter & MacQueen, Hector (eds), Atlas of Scottish History to 1707, (Edinburgh, 1996), pp. 196–8.
  48. Oram, David, pp. 91–3.
  49. Oram, David, p. 119.
  50. Richard Oram, "David I and the Conquest of Moray", p. 11.
  51. John Dowden, The Bishops of Scotland, ed. J. Maitland Thomson, (Glasgow, 1912), p. 232; Kenneth Jackson, The Gaelic Notes in the Book of Deer: The Osborn Bergin Memorial Lecture 1970, (Cambridge, 1972), p. 80.
  52. Oram, David, p. 199–200.
  53. Oram, Lordship of Galloway, pp. 59, 63.
  54. Stringer, Reign of Stephen, 28–37; Stringer, "State-Building in Twelfth-Century Britain", pp. 40–62; Green, "Anglo-Scottish Relations", pp. 53–72; Kapelle, Norman Conquest of the North, pp. 141ff; Blanchard, "Lothian and Beyond", pp. 23–46.
  55. Historians such as Stringer, Kapelle, Green and Blanchard (see previous note), emphasize David's role as an English magnate, while not denying his ambition; a middle line is perhaps Oram's supposed quest for a "Scoto-Northumbrian realm", David, pp. 121–44, 167–89.
  56. M.T. Clancy, England and its Rulers, pp. 84–5; Robert Bartlett, England under the Norman and Angevin Kings, p. 10.
  57. Oram, David, pp. 121–3.
  58. Oram, David, pp. 122–5.
  59. David Crouch, The Reign of King Stephen, 1135–1154, Ed. Longman, 2000, p. 70
  60. Oram, David, pp. 126–7.
  61. e.g. accounts of Richard of Hexham and Ailred of Rievaulx in A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 180, & n. 4.
  62. e.g. Richard of Hexham, John of Worcester and John of Hexham at A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 181.
  63. Oram, David, pp. 132–3.
  64. Oram, David, pp. 136–7; A. O. Anderson, Early Sources, p. 190.
  65. Oram, David, pp. 140–4.
  66. Oram, David, pp. 140–4.
  67. Oram, David, pp. 170–2.
  68. Oram, David, p. 179.
  69. For David's struggle for control over Durham see Oram, David, pp. 169–75.
  70. For David's struggle for control over York, see pp. 186–9.
  71. Oram, David, p. 189.
  72. A. O. Anderson, Scottish Annals, p. 233.
  73. Oram, David, p. 158; Duncan, Making of the Kingdom, pp. 257–60; see also Gordon Donaldson, "Scottish Bishop's Sees", pp. 106–17.
  74. To a certain extent, the boundaries of David's Cumbrian Principality are conjecture on the basis of the boundaries of the diocese of Glasgow; Oram, David, pp. 67–8.
  75. Barrow, Kingship and Unity, pp. 67–8
  76. Ian B. Cowan wrote that "the principle steps were taken during the reign of David I": Ian B. Cowan, "Development of the Parochial System", p. 44.
  77. Thomas Owen Clancy, "Annat and the Origins of the Parish", pp. 91–115.
  78. Dauvit Broun, "Recovering the Full Text of Version A of the Foundation Legend", pp. 108–14.
  79. AU 1093.2, text & English translation; see also Alan Orr Anderson, Early Sources, p. 49
  80. Duncan, Making of the Kingdom, p. 260; John Dowden, Bishops of Scotland, (Glasgow, ), ed. J. Maitland Thomson, (Glasgow, 1912) pp. 4–5.
  81. Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, pp. 60–1.
  82. Oram, David, p. 155.
  83. Oram, David, pp. 200–2; G. W. S. Barrow, "David I (c.1085–1153)", gives date as 24 May.
  84. A. O. Anderson, Early Sources, p. 231.
  85. A. O. Anderson, Early Sources, pp. 232–3
  86. Felix J. H. Skene & William Forbes Skene (ed.), John of Fordun's Chronicle of the Scottish Nation, (Edinburgh, 1872), 200ff.; Donaldson, The Sources of Scottish History, p. 34: "... at what point its information about Scotland should receive credence is far from clear". Though Wyntoun, Fordun and Bower may have had access to documents which are no longer extant, much of their information is either duplicated in other records or cannot be corroborated; for a survey of David's historical reputation, see Oram, David, pp. 203–25.
  87. Oram, David, pp. 213–7.
  88. See, for instance, Steve Boardman, "Late Medieval Scotland and the Matter of Britain", in Edward J. Cowan and Richard J. Finlay (eds.), Scottish History: The Power of the Past, (Edinburgh, 2002), pp. 65–71.
  89. Quoted in Oram, David, p. 219, citing Lang, A History of Scotland, vol. 1, pp. 102–9; Lang did not neglect the old myth about Margaret, writing of the Northumbrian refugees arriving in Scotland "where they became the sires of the sturdy Lowland race", Lang, A History of Scotland, vol. 1, p. 91.
  90. See Matthew H. Hammond, "Ethnicity and the Writing of Medieval Scottish history", pp. 1–27.; see also, Murray G.H. Pittock's work, Celtic Identity and the British Image, (Manchester, 1999), and Oram, David, pp. 219–20.
  91. Græme Ritchie, The Normans in Scotland, (Edinburgh, 1954); Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, pp. 133–73; most of Barrow's most important essays have been collected in two volumes, Scotland and Its Neighbours In the Middle Ages, (London, 1992) and The Kingdom of the Scots: Government, Church and Society from the eleventh century to the fourteenth century, 2nd edn. (Edinburgh, 2003).
  92. Barrow, "The Balance of New and Old", passim.
  93. William Forbes Skene, Celtic Scotland: A History of Ancient Alban, 3 vols. (Edinburgh, 1876–80); see also, Edward J. Cowan, "The Invention of Celtic Scotland", pp. 1–23.
  94. Lynch, Scotland: A New History, pp. 82–83.
  95. Oram, David I, (Stroud, 2004).
  96. A.O. Anderson, Scottish Annals, pp. 160–1.
  97. Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, p. 259; Oram, David, p. 49.
  98. Barrow, "The Balance of New and Old", pp. 9–11; Lynch, Scotland: A New History, p. 80.
  99. Barrow, "The Balance of New and Old", p. 13.
  100. Bartlett, The Making of Europe, pp. 24–59; Moore, The First European Revolution, c.970–1215, p. 30ff; see also Barrow, "The Balance of New and Old", passim, esp. 9; this idea of "Europe" seems in practice to mean "Western Europe".
  101. Haidu, The Subject Medieval/Modern, p. 181; Moore, The First European Revolution, p. 57.
  102. "The Beginnings of Military Feudalism"; Oram, "David I and the Conquest of Moray", p. & n. 43; see also, L. Toorians, "Twelfth-century Flemish Settlement in Scotland", pp. 1–14.
  103. McNeill & MacQueen, Atlas of Scottish History p. 193
  104. See Barrow, G.W.S., "The Judex", pp. 57–67 and "The Justiciar", pp. 68–111.
  105. Oram, David I: The King Who Made Scotland, pp. 193, 195; Bartlett, The Making of Europe, p. 287: "The minting of coins and the issue of written dispositions changed the political culture of the societies in which the new practices appeared".
  106. Duncan, Scotland: The Making of the Kingdom, p. 465.
  107. Stringer, "The Emergence of a Nation-State", p. 67. Numbering is uncertain; Perth may date to the reign of Alexander I; Inverness is a case were the foundation may date later, but may date to the period of David I: see for instance the blanket statement that Inverness dates to David I's reign in Derek Hall, Burgess, Merchant and Priest, compare Richard Oram, David, p. 93, where it is acknowledged that this is merely a possibility, to A.A.M. Duncan, The Making of the Kingdom, p. 480, who quotes a charter indicating that the burgh dates to the reign of William the Lion.
  108. A.O. Anderson, Scottish Annals, p. 256.
  109. Stringer, "The Emergence of a Nation-State", 1100–1300", p. 67; Michael Lynch, Scotland: A New History, pp. 64–6; Thomas Owen Clancy, "History of Gaelic", here Archived 11 September 2007 at the Wayback Machine.
  110. Oram, David, p. 62; Duncan, Making of a Kingdom, p. 145.
  111. Duncan, Scotland: The Making of a Kingdom, pp. 145–150; Duncan, "The Foundation of St Andrews Cathedral Priory", pp. 25, 27–8; Fawcett & Oram, Melrose Abbey, pp. 15–20.
  112. Peter Yeoman, Medieval Scotland, p. 15.
  113. Fawcett & Oram, Melrose Abbey, p. 17.
  114. See, for instance, Stringer, The Reformed Church in Medieval Galloway and Cumbria, pp. 9–11; Fawcett & Oram, Melrose Abbey, p. 17; Duncan, The Making of a Kingdom, p. 148.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anderson, Alan Orr (ed.), Early Sources of Scottish History: AD 500–1286, 2 Vols, (Edinburgh, 1922)
  • idem (ed.), Scottish Annals from English Chroniclers: AD 500–1286, (London, 1908), republished, Marjorie Anderson (ed.) (Stamford, 1991)
  • Barrow, G. W. S. (ed.), The Acts of Malcolm IV King of Scots 1153–1165, Together with Scottish Royal Acts Prior to 1153 not included in Sir Archibald Lawrie's "Early Scottish Charters", in Regesta Regum Scottorum, Volume I, (Edinburgh, 1960), introductory text, pp. 3–128
  • idem (ed.), The Acts of William I King of Scots 1165–1214 in Regesta Regum Scottorum, Volume II, (Edinburgh, 1971)
  • idem (ed.), The Charters of King David I: The Written acts of David I King of Scots, 1124–1153 and of His Son Henry Earl of Northumberland, 1139–1152, (Woodbridge, 1999)
  • Clancy, Thomas Owen (ed.), The Triumph Tree: Scotland's Earliest Poetry, 550–1350, (Edinburgh, 1998)
  • Donaldson, G. (ed.), Scottish Historical Documents, (Edinburgh, 1970)
  • Freeland, Jane Patricia (tr.), and Dutton, Marsha L. (ed.), Aelred of Rievaulx : the lives of the northern saints, (Cistercian Fathers series 56, Kalamazoo, 2005), pp. 45–70
  • Forbes-Leith, William (ed.),Turgot, Life of St Margaret, Queen of Scotland, (Edinburgh, 1884)
  • Lawrie, Sir Archibald (ed.), Early Scottish Charters Prior to A.D. 1153, (Glasgow, 1905)
  • MacQueen, John, MacQueen, Winifred and Watt, D. E. R., (eds.), Scotichronicon by Walter Bower, vol. 3, (Aberdeen, 1995)
  • Skene, Felix J. H. (tr.) & Skene, William F. (ed.), John of Fordun's Chronicle of the Scottish Nation, (Edinburgh, 1872)
  • Bannerman, John, "The Kings Poet", in the Scottish Historical Review, vol. 68 (1989), pp. 120–49
  • Barber, Malcolm, The Two Cities: Medieval Europe, 1050–1320, (London, 1992)
  • Barrow, G. W. S. (ed.), The Acts of Malcolm IV King of Scots 1153–1165, Together with Scottish Royal Acts Prior to 1153 not included in Sir Archibald Lawrie's '"Early Scottish Charters' in Regesta Regum Scottorum, Volume I, (Edinburgh, 1960), introductory text, pp. 3–128
  • idem, The Anglo-Norman Era in Scottish History, (Oxford, 1980)
  • idem, "Badenoch and Strathspey, 1130–1312: 1. Secular and Political" in Northern Scotland, 8 (1988), pp. 1–15
  • idem, "Beginnings of Military Feudalism", in G. W. S. Barrow (ed.) The Kingdom of the Scots, (Edinburgh, 2003), pp. 250–78
  • idem, "King David I and Glasgow" in G.W.S. Barrow (ed.), The Kingdom of the Scots, (Edinburgh, 2003), pp. 203–13
  • idem, "David I (c. 1085–1153)", in the Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, September 2004; online edn, January 2006, accessed 11 Feb 2007
  • idem, "David I of Scotland: The Balance of New and Old", in G. W. S. Barrow (ed.), Scotland and Its Neighbours in the Middle Ages, (London, 1992), pp. 45–65, originally published as the 1984 Stenton Lecture, (Reading, 1985)
  • idem, "The Judex", in G. W. S. Barrow (ed.) The Kingdom of the Scots, (Edinburgh, 2003), pp. 57–67
  • idem, "The Justiciar", in G. W. S. Barrow (ed.) The Kingdom of the Scots, (Edinburgh, 2003), pp. 68–111
  • idem, Kingship and Unity: Scotland, 1000–1306, (Edinburgh. 1981)
  • idem, "The Kings of Scotland and Durham", in David Rollason, Margaret Harvey & Michael Prestwich (eds.), Anglo-Norman Durham, 1093–1193, pp. 309–23
  • idem, "Malcolm III (d. 1093)", in the Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, 2004, accessed 3 Feb 2007
  • idem, "The Royal House and the Religious Orders", in G.W.S. Barrow (ed.), The Kingdom of the Scots, (Edinburgh, 2003), pp. 151–68
  • Bartlett, Robert, England under the Norman and Angevin Kings, 1075–1225, (Oxford, 2000)
  • idem, The Making of Europe, Conquest, Colonization and Cultural Change: 950–1350, (London, 1993)
  • idem, "Turgot (c.1050–1115)", in the Oxford Dictionary of National Biography, Oxford University Press, 2004, accessed 11 Feb 2007
  • Blanchard, Ian, "Lothian and Beyond: The Economy of the 'English Empire' of David I", in Richard Britnell and John Hatcher (eds.), Progress and Problems in Medieval England: Essays in Honour of Edward Miller, (Cambridge, 1996)
  • Boardman, Steve, "Late Medieval Scotland and the Matter of Britain", in Edward J. Cowan and Richard J. Finlay (eds.), Scottish History: The Power of the Past, (Edinburgh, 2002), pp. 47–72
  • Broun, Dauvit, "Recovering the Full Text of Version A of the Foundation Legend", in Simon Taylor (ed.), Kings, Clerics and Chronicles in Scotland, 500–1297, (Dublin, 2000), pp. 108–14
  • idem, "The Welsh Identity of the Kingdom of Strathclyde", in The Innes Review, Vol. 55, no. 2 (Autumn, 2004), pp. 111–80
  • Chibnall, Marjory, ed. Anglo-Norman Studies: Proceedings of the Battle Conference 1991, The Boydell Press, 1992
  • Clancy, Thomas Owen, "Annat and the Origins of the Parish", in the Innes Review, vol. 46, no. 2 (1995), pp. 91–115
  • idem, "A Gaelic Polemic Quatrain from the Reign of Alexander I, ca. 1113", in Scottish Gaelic Studies, vol.20 (2000), pp. 88–96.
  • Clancy, M. T., England and its Rulers, 2nd Ed., (Malden, MA, 1998)
  • Cowan, Ian B., "Development of the Parochial System", in the Scottish Historical Review, 40 (1961), pp. 43–55
  • Cowan, Edward J., "The Invention of Celtic Scotland", in Edward J. Cowan & R. Andrew McDonald (eds.), Alba: Celtic Scotland in the Middle Ages, (East Lothian, 2000), pp. 1–23
  • Dalton, Paul, "Scottish Influence on Durham, 1066–1214", in David Rollason, Margaret Harvey & Michael Prestwich (eds.), Anglo-Norman Durham, 1093–1193, pp. 339–52
  • Davies, Norman, The Isles: A History, (London, 1999)
  • Davies, R. R., Domination and Conquest: The Experience of Ireland, Scotland and Wales, 1100–1300, (Cambridge, 1990)
  • idem, The First English Empire: Power and Identities in the British Isles, 1093–1343, (Oxford, 2000)
  • Donaldson, Gordon, "Scottish Bishop's Sees Before the Reign of David I", in the Proceedings of the Society of Antiquaries of Scotland, 87 (1952–53), pp. 106–17
  • Dowden, John, The Bishops of Scotland, ed. J. Maitland Thomson, (Glasgow, 1912)
  • Dumville, David N., "St Cathróe of Metz and the Hagiography of Exoticism", in John Carey et al. (eds.), Studies in Irish Hagiography: Saints and Scholars, (Dublin, 2001), pp. 172–188
  • Duncan, A. A. M., "The Foundation of St Andrews Cathedral Priory, 1140", in The Scottish Historical Review, vol 84, (April 2005), pp. 1–37
  • idem, The Kingship of the Scots 842–1292: Succession and Independence, (Edinburgh, 2002)
  • idem, Scotland: The Making of the Kingdom, (Edinburgh, 1975)
  • Fawcett, Richard, & Oram, Richard, Melrose Abbey, (Stroud, 2004)
  • Follett, Wesley, Céli Dé in Ireland: Monastic Writing and Identity in the Early Middle Ages, (Woodbridge, 2006)
  • Forte, Angelo, Oram, Richard, & Pedersen, Frederick, The Viking Empires, (Cambridge, 2005) ISBN 0-521-82992-5
  • Green, Judith A., "Anglo-Scottish Relations, 1066–1174", in Michael Jones and Malcolm Vale (eds.), England and Her Neigh-bours: Essays in Honour of Pierre Chaplais (London, 1989)
  • eadem, "David I and Henry I", in the Scottish Historical Review. vol. 75 (1996), pp. 1–19
  • Haidu, Peter, The Subject Medieval/Modern: Text and Governance in the Middle Ages, (Stamford, 2004)
  • Hall, Derek, Burgess, Merchant and Priest: Burgh Life in the Medieval Scottish Town, (Edinburgh, 2002)
  • Hammond, Matthew H., "Ethnicity and the Writing of Medieval Scottish history", in The Scottish Historical Review, 85 (2006), pp. 1–27
  • Hudson, Benjamin T., "Gaelic Princes and Gregorian Reform", in Benjamin T. Hudson and Vickie Ziegler (eds.), Crossed Paths: Methodological Approaches to the Celtic Aspects of the European Middle Ages, (Lanham, 1991), pp. 61–81.
  • Huntington, Joanna, "David of Scotland: Virum tam necessarium mundo," in Boardman, Steve, John Reuben Davies, Eila Williamson (eds), Saints' Cults in the Celtic World (Woodbridge, Boydell Press, 2009) (Studies in Celtic History),
  • Jackson, Kenneth, The Gaelic Notes in the Book of Deer: The Osborn Bergin Memorial Lecture 1970, (Cambridge, 1972)
  • Ladner, G., "Terms and Ideas of Renewal", in Robert L. Benson, Giles Constable and Carol D. Lanham(eds.), Renaissance and Renewal in the Twelfth Century, (Oxford, 1982), pp. 1–33
  • Lang, Andrew, A History of Scotland from the Roman Occupation, 2 vols, vol. 1, (Edinburgh, 1900)
  • Lawrence, C. H., Medieval Monasticism: Forms of Religious Life in Western Europe in the Middle Ages, 2nd edition, (London, 1989)
  • Lynch, Michael, Scotland: A New History, (Edinburgh, 1991)
  • Malzahn, Manfred (1984), Aspects of identity: the contemporary Scottish novel (1978–1981) as national self-expression, Verlag P. Lang, ISBN 978-3-8204-5565-6
  • McNeill, Peter G. B. & MacQueen, Hector L. (eds), Atlas of Scottish History to 1707, (Edinburgh, 1996)
  • Moore, R. I., The First European Revolution, c.970–1215, (Cambridge, 2000)
  • Ó Cróinín, Dáibhí, Early Medieval Ireland: 400–1200, (Harlow, 1995)
  • O'Meara, John J., (ed.), Gerald of Wales: The History and Topography of Ireland, (London, 1951)
  • Oram, Richard, "David I", in M. Lynch (ed.), The Oxford Companion to Scottish History, (New York, 2001), pp. 381–382
  • idem, "David I and the Conquest of Moray", in Northern Scotland, vol. 19 (1999), pp. 1–19
  • idem, David: The King Who Made Scotland, (Gloucestershire, 2004)
  • idem, The Lordship of Galloway, (Edinburgh, 2000)
  • Pirenne, Henri, Medieval cities: their origins and the revival of trade, trans. F. D. Halsey, (Princeton, 1925)
  • Pittock, Murray G.H., Celtic Identity and the British Image, (Manchester, 1999)
  • Ritchie, Græme, The Normans in Scotland, (Edinburgh, 1954)
  • Ross, Alasdair, "The Identity of the Prisoner at Roxburgh: Malcolm son of Alexander or Malcolm MacEth?", in S. Arbuthnot & K Hollo (eds.), Kaarina, Fil súil nglais – A grey eye looks back : A Festschrift in Honour of Colm Ó Baoill, (Ceann Drochaid, 2007)
  • Shead, Norman F., "The Origins of the Medieval Diocese of Glasgow", in the Scottish Historical Review, 48 (1969), pp. 220–5
  • Skene, William F., Celtic Scotland: A History of Ancient Alban, 3 vols., (Edinburgh, 1876–80)
  • Stringer, Keith J., "Reform Monasticism and Celtic Scotland", in Edward J. Cowan & R. Andrew McDonald (eds.), Alba: Celtic Scotland in the Middle Ages, (East Lothian, 2000), pp. 127–65
  • idem, The Reformed Church in Medieval Galloway and Cumbria: Contrasts, Connections and Continuities (The Eleventh Whithorn Lecture, 14 September 2002), (Whithorn, 2003)
  • idem, "State-Building in Twelfth-Century Britain: David I, King of Scots, and Northern England", in John C. Appleby and Paul Dalton (eds.), Government, Religion, and *Society in Northern England, 1000–1700. (Stroud, 1997)
  • idem, The Reign of Stephen: Kingship, Warfare and Government in Twelfth-Century England, (London, 1993)
  • Toorians, L., "Twelfth-century Flemish Settlement in Scotland", in Grant G. Simpson (ed.), Scotland and the Low Countries, 1124–1994, (East Linton, 1996), pp. 1–14
  • Veitch, Kenneth, "'Replanting Paradise':Alexander I and the Reform of Religious Life in Scotland", in the Innes Review, 52 (2001), pp. 136–166
  • Watt, John, Church in Medieval Ireland, (Dublin, 1972)
  • Weir, Alison, Britain's Royal Families, (London, 2008)
  • Yeoman, Peter, Medieval Scotland: An Archaeological Perspective, (London, 1995)
Δαυίδ Α΄ της Σκωτίας
Γέννηση: 1084 Θάνατος: 24 Μαΐου 1153
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Αλέξανδρος Α΄ της Σκωτίας
Βασιλιάς της Σκωτίας

1124 - 1153
Διάδοχος
Μάλκολμ ο Παρθένος