Δίκαιο ανταγωνισμού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Δίκαιο Ανταγωνισμού είναι το σύνολο κανόνων που προσπαθεί να προστατεύσει τον ανταγωνισμό από στρεβλώσεις και περιορισμούς που του επιφέρουν πρακτικές επιχειρήσεων. Σε ορισμένες χώρες (Ελλάδα, Γαλλία, Γερμανία) διακρίνεται στο Δίκαιο αθέμιτου ανταγωνισμού και στο Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού ή Δίκαιο ελεύθερου ανταγωνισμού.

Δίκαιο Αθέμιτου Ανταγωνισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δίκαιο αθέμιτου ανταγωνισμού απαγορεύει πρακτικές των επιχειρήσεων που αντίκεινται στα χρηστά ήθη. Οι επιχειρήσεις επιτρέπεται να ανταγωνίζονται, με σκοπό να διευρύνουν την πελατεία τους και να αυξάνουν το κέρδος τους, υπάρχουν όμως όρια, πέρα από τα οποία ο ανταγωνισμός δεν είναι επιθυμητός. Το Δίκαιο Αθέμιτου Ανταγωνισμού προστατεύει τον ανταγωνισμό ως θεσμό, τους ανταγωνιστές, αλλά και τον καταναλωτή. Κύριο πεδίο εφαρμογής του είναι η παραπλάνηση του καταναλωτή, η οποία στην ουσία του στερεί την ελευθερία επιλογής, αφού παραπλανώμενος δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά την προσφορά των πωλητών. Η παραπλάνηση του καταναλωτή μπορεί να γίνει με απατηλές «προσφορές», με παραπλανητική διαφήμιση ή με απομίμηση προϊόντων ανταγωνιστών.

Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Δίκαιο κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού προστατεύει τον ανταγωνισμό από περιορισμούς που του επιβάλλουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Βασική αρχή του είναι ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων είναι η επιθυμητή κατάσταση στην αγορά και ότι πολλές φορές οι ίδιες οι επιχειρήσεις τον περιορίζουν με συμφωνίες ή με μονομερείς πρακτικές. Σε αυτές τις περιπτώσεις παρεμβαίνει ο νόμος απαγορεύοντας αυτές τις πρακτικές για να επαναφέρει συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά. Οι στόχοι του Δικαίου κατά των περιορισμών του Ανταγωνισμού καθορίζονται από την εκάστοτε Πολιτική του Ανταγωνισμού που ακολουθούν οι αρχές που το εφαρμόζουν.