Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ
Γενικές πληροφορίες
Προφορά
ΓέννησηΓκομπίντ Ράι
5 Ιανουαρίου 1666
Πάτνα Σαχίμπ
(σημερινή Πάτνα, Ινδία)
Θάνατος7 Οκτωβρίου 1708 (42 ετών)
Χαζούρ Σαχίμπ (σημερινή Ινδία)
Αιτία θανάτουΠληγές από μαχαίρι
ΘρησκείαΣιχισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΠαντζάμπι γλώσσα[3]
Πληροφορίες ασχολίας
ΙδιότηταΓκουρού
Γνωστός για
ΤίτλοςΣιχ-Γκουρού
Περίοδος1675-1708
ΠροκάτοχοςΓκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ
ΔιάδοχοςΓκουρού Γκραντ Σαχίμπ
Οικογένεια
ΣύζυγοςΜάα Τζίτο
Μάτα Σουντάρι
Μάτα Σαχίμπ Καούρ[1]
ΤέκναΑτζίτ Σινγκ
Τζουχάρ Σινγκ
Ζοραβάρ Σινγκ
Φατέχ Σινγκ
ΓονείςΓκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ
Μάτα Γκουζρί
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ (γεννημένος ως Γκομπίντ Ράι: 5 Ιανουαρίου 1666 – 7 Οκτωβρίου 1708),[4][5] ήταν ο δέκατος από τους συνολικά δέκα Γκουρού του Σιχισμού, πνευματικός δάσκαλος, πολεμιστής, ποιητής και φιλόσοφος. Όταν ο πατέρας του, Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, αποκεφαλίστηκε λόγω της άρνησής του να ασπαστεί το Ισλάμ,[6][7] ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ τον διαδέχθηκε επίσημα ως ο ηγέτης των Σιχ στην ηλικία των εννέα ετών.[8] Οι τέσσερις γιοι του πέθαναν κατά τη διάρκεια της ζωής του - δύο στη μάχη και δύο εκτελέστηκαν από τον στρατό των Μουγκάλ.[9][10][11]

Ανάμεσα στις αξιοσημείωτες συνεισφορές του στον Σιχισμό αποτελούν η ίδρυση της Σιχ πολεμικής κοινότητας με το όνομα Χάλσα το 1699[2][12][13] και η εισαγωγή των πέντε Κ, τα πέντε άρθρα της πίστης που πάντα φοράνε οι Χάλσα Σιχ. Συνέχισε επίσης την τυποποίηση της θρησκείας, έγραψε σημαντικά Σιχ κείμενα[14][15] και κατοχύρωσε τα ιερά κείμενα, το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, ως τον αιώνιο Γκουρού του Σιχισμού.[16]

Οικογένεια και πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ταχτ Σρι Πάτνα Σαχίμπ, το μέρος όπου γεννήθηκε ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ

Ο Γκομπίντ Σινγκ ήταν ο μοναδικός γιος του Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, του ένατου Σιχ-Γκουρού, και της Μάτα Γκουζρί. Καταγόταν από Σόντχι Χάτρι οικογένεια, κι ενώ ο πατέρας του επισκεπτόταν τη Βεγγάλη και την Άσαμ, ο Γκόμπιντ Σινγκ γεννήθηκε στην Πάτνα, την πρωτεύουσα της Ινδικής πολιτείας Μπιχάρ.[17][4] Το όνομα που του δόθηκε στη γέννηση ήταν Γκομπίντ Ράι κι ένα μαυσωλείο με το όνομα Ταχτ Σρι Πάτνα Σαχίμπ, σηματοδοτεί την τοποθεσία του σπιτιού όπου γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής του.[4] Το 1670, η οικογένειά του επέστρεψε στο Παντζάμπ και τον Μάρτιο του 1672 μετακόμισαν στο Τσακ Νάνακι στους πρόποδες των Ιμαλαΐων στη Βόρεια Ινδία (έκταση Σίβαλικ), όπου και διαπαιδαγωγήθηκε.[4][12]

Το 1675, ο πατέρας του έκανε αίτηση για προστασία των Κασμίρι Πάντιτς από τη φανατική καταδίωξη του Ιφτικάρ Χαν, του Μουγκάλ κυβερνήτη του Κασμίρ, υπό τον Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ.[18][4] Ο Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ μελετούσε μια ειρηνική επίλυση με το να συναντήσει τον Αοραντζέμπ, αλλά οι σύμβουλοί του τον προειδοποίησαν πως η ζωή του μπορεί να βρίσκεται σε κίνδυνο. Ο νεαρός Γκομπίντ Ράι - έγινε γνωστός ως Γκομπίντ Σινγκ μετά το 1699[5] – συμβούλεψε τον πατέρα του πως κανείς άλλος δεν ήταν πιο άξιος από εκείνον να ηγηθεί και να θυσιαστεί.[4] Ο πατέρας του έκανε μια προσπάθεια, αλλά συνελήφθη και στις 11 Νοεμβρίου 1675 αποκεφαλίστηκε δημοσίως στο Δελχί υπό τις διαταγές του Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ, για την άρνησή του να ασπαστεί το Ισλάμ και τις συνεχείς αντιπαραθέσεις μεταξύ των Σιχ και της Ισλαμικής Αυτοκρατορίας.[19][20] Μετά τη μαρτυρία του, στις 29 Μαρτίου 1676 ο νεαρός Γκομπίντ Ράι χρίστηκε ως ο δέκατος Σιχ-Γκουρού.[21]

Η εκπαίδευση του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ συνεχίστηκε και μετά τη χρίση του ως δέκατος Σιχ-Γκουρού, τόσο στην ανάγνωση όσο και στη γραφή, καθώς επίσης και στις πολεμικές τέχνες, την ιππασία και την τοξοβολία. Το 1684, συνέθεσε το Τσάντι ντι Βαρ στη γλώσσα Παντζάμπι - ένας μυθικός πόλεμος μεταξύ καλού και κακού, όπου το καλό αντιστέκεται στην αδικία και την τυραννία, όπως περιγράφεται στο αρχαίο Σανσκριτικό κείμενο Μαρκαντέγια Πουράνα.[4] Παρέμεινε στην πόλη Παόντα, κοντά στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα (παραπόταμος του Γάγγη) μέχρι το 1685.[4]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είχε τρεις συζύγους:[1][22]

  • στις 21 Ιουνίου 1677, στην ηλικία των 10 ετών, παντρεύτηκε τη Μάτα Τζίτο. Το ζευγάρι απέκτησε τρεις γιους, τους Τζουτζάρ Σινγκ (1691), Ζοραβάρ Σινγκ (1696) και Φατέχ Σινγκ (1699).[23]
  • στις 4 Απριλίου 1684, στην ηλικία των 17 ετών, παντρεύτηκε τη Μάτα Σουντάρι, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Ατζίτ Σινγκ (1687).[24]
  • στις 15 Απριλίου 1700, στην ηλικία των 33 ετών, παντρεύτηκε τη Μάτα Σαχίμπ Καούρ. Το ζευγάρι δεν απέκτησε παιδιά, αλλά η Σαχίμπ Καούρ είχε έναν σημαντικό ρόλο στον Σιχισμό και ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ την κήρυξε Μητέρα της Χάλσα.[25]

Το παράδειγμα ζωής και η ηγεσία του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έχουν ιστορική σημασία για τους Σιχ. Ήταν αυτός που θεσμοθέτησε την Χάλσα (κυριολεκτική σημασία, οι «Αγνοί»), η οποία έπαιξε ρόλο κλειδί στην προστασία των Σιχ ακόμα κι αρκετό καιρό μετά τον θάνατό του, όπως κατά τη διάρκεια των εννέα εισβολών στο Παντζάμπ και του ιερού πολέμου με το Αφγανιστάν μεταξύ 1747-1769.[5]

Ίδρυση της Χάλσα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τοιχογραφία που απεικονίζει τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τους Παντζ Πιάρι στον ιερό ναό Μπάι Ταν Σινγκ.

Το 1699, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ απαίτησε από τους Σιχ να συναθροιστούν στο Βαϊσάχι (το ετήσιο ανοιξιάτικο φεστιβάλ συγκομιδής), στην πόλη Αναντπούρ Σαχίμπ.[26] Σύμφωνα με την παράδοση των Σιχ, ζήτησε έναν εθελοντή από το συγκεντρωμένο πλήθος, έναν εθελοντή που θα ήταν πρόθυμος να θυσιάσει το κεφάλι του. Ένας έκανε ένα βήμα μπροστά και οι δυο τους πήγαν μέσα σε μία σκηνή. Λίγο αργότερα, ο Γκουρού επέστρεψε στο πλήθος χωρίς τον εθελοντή και κρατώντας ένα ματωμένο ξίφος.[26] Ζήτησε για έναν δεύτερο εθελοντή κι επανέλαβε την ίδια διαδικασία που ακολούθησε με τον πρώτο εθελοντή, πέντε συνολικά φορές. Αφού και ο πέμπτος εθελοντής μπήκε μαζί του στη σκηνή, ο Γκουρού επέστρεψε στο πλήθος έχοντας μαζί του και τους πέντε εθελοντές, σώους και αβλαβείς. Τους απεκάλεσε Παντζ Πιάρι («οι πέντε αγαπημένοι»), δημιουργώντας την πρώτη Χάλσα στην παράδοση των Σιχ.[26]

Έπειτα από αυτό, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ανέμειξε νερό και ζάχαρη μέσα σε ένα σιδερένιο μπολ, ανακατεύοντάς τα με ένα δίκοπο ξίφος και προετοιμάζοντας αυτό που εκείνος απεκάλεσε Αμρίτα («νέκταρ»). Έπειτα, το χορήγησε στους Παντζ Πιάρι, με τη χορήγηση να συνοδεύεται από απαγγελίες από το Αντί Γκραντ, θεμελιώνοντας με αυτό τον τρόπο την χάντι κα παούλ (τελετή βάφτισης) ενός μέλους της Χάλσα - μιας πολεμικής κοινότητας.[26][27] Ο Γκουρού έδωσε επίσης στα μέλη της Χάλσα καινούριο επώνυμο, το «Σινγκ» (λιοντάρι). Μετά το τέλος της βάφτισης των πρώτων πέντε μελών, ο Γκουρού ζήτησε από τους πέντε να βαφτίσουν κι εκείνον, γινόμενος το έκτο μέλος της Χάλσα και αλλάζοντας και το δικό του όνομα από Γκουρού Γκομπίντ Ράι σε Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ.[26]

Κάνγκα, Κάρα και Κιρπάν - τρία από τα πέντε Κ

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ εισήγαγε την παράδοση των πέντε Κ της Χάλσα:[28]

  • Κες: άκοπα μαλλιά
  • Κάνγκα: μια ξύλινη κτένα
  • Κάρα: ένα σιδερένιο ή ατσάλινο βραχιόλι φορεμένο στον καρπό
  • Κιρπάν: ένα ξίφος ή στιλέτο
  • Κατσίρα: κοντό παντελόνι

Ο Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ ανακοίνωσε επίσης έναν κώδικα πειθαρχίας για τους πολεμιστές της Χάλσα. Το κάπνισμα, το να τρώνε 'χαλάλ' κρέας (κρέας που προέρχεται από ένα είδος σφαγής, όπου ο λάρυγγας του ζώου σχίζεται και το ζώο αφήνεται να αιμορραγήσει μέχρι θανάτου πριν σφαγιαστεί), η συνουσία ενώ δεν υπάρχει γάμος και η μοιχεία, απαγορεύονταν.[28][29] Οι Χάλσας συμφώνησαν επίσης να μην αλληλεπιδρούν με τους ακόλουθους των αντιπάλων ή των διαδόχων τους.[28] Η μύηση αντρών και γυναικών από διαφορετικές κάστες στις τάξεις της Χάλσα ήταν επίσης θεσμοθετημένη από την αρχή της ισότητας του Σιχισμού και γινόταν ανεξαιρέτως κάστας ή φύλου.[29] Η σημαντικότητα του Γκουρού Γκορμίντ Σινγκ στην παράδοση των Σιχ ήταν μεγάλη, καθώς πέραν του ότι θεσμοθέτησε την Χάλσα, αντιστάθηκε στις συνεχιζόμενες διώξεις της Μογγολικής Αυτοκρατορίας και συνέχισε «την προάσπιση του Σιχισμού και του Ινδουισμού εναντίον της Μουσουλμανικής επίθεσης του Αυτοκράτορα Αοραντζέμπ».[30]

Εισήγαγε ιδέες που έμμεσα αμφισβήτησαν τους φόρους διάκρισης που επέβαλαν οι Ισλαμικές αρχές. Για παράδειγμα, ο Αοραντζέμπ είχε επιβάλει φόρους στους μη Μουσουλμάνους, όπως τον jizya (φόρος κάλπης για τους μη Μουσουλμάνους), καθώς και φόρο προσκυνητών και φόρο Bhaddar (φόρος που πληρωνόταν από οποιονδήποτε ακολουθούσε το Ινδουιστικό τελετουργικό του ξυρίσματος του κεφαλιού μετά τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου και την αποτέφρωσή του).[2] Ο Γκουρού Γκόμπιντ Σινγκ διακήρυσσε πως η Χάλσα δεν χρειαζόταν να συνεχίσει αυτή την πρακτική, επειδή ο Bhaddar δεν είναι ντάραμ, αλλά μια μπάραμ (ψευδαίσθηση).[2][31] Το μη ξύρισμα του κεφαλιού σήμαινε επίσης πως οι Σιχ που διέμεναν στο Δελχί και άλλα μέρη της Μογγολικής Αυτοκρατορίας, δε θα έπρεπε να πληρώνουν τον αντίστοιχο φόρο.[2] Ωστόσο, κατά τον 18ο αιώνα, αυτός ο νέος κώδικας συμπεριφοράς οδήγησε σε εσωτερικές διαφωνίες μεταξύ των Σιχ, ειδικά ανάμεσα στους Νανακπάντι και τη Χάλσα.[2]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έτρεφε βαθύ σεβασμό για τη Χάλσα και δήλωσε πως δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ του Αληθινού Γκουρού και του σάνγκατ.[32] Πριν την ίδρυση της Χάλσα το κίνημα των Σιχ χρησιμοποιούσε τη Σανσκριτική λέξη sisya (οπαδός ή μαθητής), όρος που στη συνέχεια άλλαξε κι έγινε Χάλσα.[33] Επιπρόσθετα, πριν τη Χάλσα, οι Σιχ συναθροίσεις στην επικράτεια της Ινδίας ακολουθούσαν το σύστημα των μάσαντ, οι οποίοι διορίζονταν από τους Σιχ-Γκουρού. Οι μάσαντ λειτουργούσαν ως τοπικοί ηγέτες στις Σιχ κοινότητες και συνέλεγαν χρήματα και δωρεές για Σιχ σκοπούς, όπως το χτίσιμο ναών.[33] Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως το σύστημα μάσαντ είχε καταστραφεί (λόγω διαφθοράς), έτσι το κατάργησε και εισήγαγε ένα πιο συγκεντρωτικό σύστημα με τη βοήθεια της Χάλσα, το οποίο βρισκόταν υπό την άμεση εποπτεία του.[33] Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν δύο ομάδες Σιχ, αυτούς που βαφτίστηκαν κι έγιναν μέλη της Χάλσα και τους άλλους που παρέμειναν Σιχ, αλλά δεν εντάχθηκαν βαφτιζόμενοι σε αυτήν.[33] Οι Χάλσα Σιχ έβλεπαν τους εαυτούς τους ως μια ξεχωριστή θρησκευτική οντότητα, ενώ οι Νάνακ ακόλουθοι διατήρησαν τη δική τους διαφορετική προοπτική.[34][35]

Η παράδοση της πολεμικής κοινότητας της Χάλσα, η οποία ξεκίνησε από τον Γκουρού Γκορμπίντ Σινγκ, συνέβαλε στη σύγχρονη επιστημονική συζήτηση για τον πλουραλισμό μέσα στο Σιχισμό. Η παράδοσή της επιβιώνει μέχρι και τη σύγχρονη εποχή, με τους μυημένους σε αυτήν Σιχ να αναφέρονται ως Χάλσα Σιχ, ενώ αυτοί που δεν βαφτίζονται αναφέρονται ως Σαχαζντάρι Σιχ.[36][37][38]

Ιερά κείμενα των Σιχ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ντασάμ Γκραντ αποδίδεται στον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ. Ενσωματώνει τις μυθολογίες των πολεμιστών-αγίων της αρχαίας Ινδίας.[39][40]

Τον 16ο και 17ο αιώνα, άρχισαν να κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές των ιερών κειμένων των Σιχ γραμμένα από άγνωστους συγγραφείς, με ισχυρισμούς ωστόσο πως όλα ήταν βασισμένα σε λόγια του Γκουρού Νάνακ Ντεβ. Ο Γκουρού Αρντζάν (1563-1606) επιχείρησε να ξεδιαλύνει το ποιοι ύμνοι ήταν διαστρεβλωμένοι και ψεύτικοι, αφαιρώντας τους στη συνέχεια από τα κείμενα και συντάσσοντας μια πιο αγνή εκδοχή του Αντί Γκραντ.[41] Τον 17ο αιώνα τα κείμενα ονομάστηκαν Πότι, και υποστηρίζεται πως υπήρχαν τρία αυθεντικά χειρόγραφα. Υπήρχε μία Καρταρπούρ εκδοχή (χρονολογημένη το 1604), μία ελαφρώς μεγαλύτερη Χάρα Μανγκάτ εκδοχή (χρονολογημένη το 1642) και μια τρίτη (αρκετά διαφορετική) Λαχόρη εκδοχή (άγνωστης ημερομηνίας).[42]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πιστώνεται στις καταγραφές των Σιχ με την οριστικοποίηση του Καρταρπούρ Πότι μέσα στο Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, και την κυκλοφορία του το 1706.[42] Η τελική εκδοχή δεν έκανε αποδεχτούς εξωτερικούς ύμνους από άλλες εκδοχές και συμπεριελάμβανε τις συνθέσεις του πατέρα του, Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ.[42] Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ανήγγειλε αυτό το κείμενο, το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ, ως τον αιώνιο Σιχ-Γκουρού.[16]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ συνέθεσε επίσης και άλλα κείμενα, και ειδικά το Ντασάμ Γκραντ, το οποίο αρκετοί Σιχ το θεωρούν να είναι το δεύτερο σε σημαντικότητα ιερό κείμενο μετά το Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ.[43][44] Το Ντασάμ Γκραντ περιέχει συνθέσεις όπως οι Τζαπ Σαχίμπ, Αμρίτ Σαβαϊγιέ και Μπέντι Τσαουπάι, οι οποίες είναι μέρη των καθημερινών προσευχών/μαθημάτων των Σιχ.[45]

Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

« Όταν όλα τα άλλα μέσα έχουν αποτύχει,
είναι νόμιμο το να πάρεις στα χέρια το σπαθί.
»

—Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, Ζαφαρνάμα[46][47]

Η περίοδος που ακολούθησε την εκτέλεση του Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ, του πατέρα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, ήταν μια περίοδος όπου η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ υπό τον Αοραντζέμπ γινόταν όλο και περισσότερο εχθρική προς τους Σιχ.[48] Οι Σιχ, με ηγέτη τον Γκουρού Γκομπίντ Σιχ, αντιστάθηκαν και οι διαμάχες μεταξύ Μουσουλμάνων και Σιχ κορυφώθηκαν.[48] Τόσο η διοίκηση των Μουγκάλ όσο και ο στρατός του Αοραντζέμπ, έδειχναν έντονο ενδιαφέρον προς το πρόσωπο του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, και ο Αοραντζέμπ εξέδωσε εντολή εξόντωσης τόσο του ιδίου όσο και της οικογένειάς του.[49]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πίστευε στο Ντάραμ Γιουντ (πόλεμος για την υπεράσπιση της δικαιοσύνης), κάτι στο οποίο κατέφευγε ως έσχατη λύση κι όχι επειδή επιθυμούσε εκδίκηση, ούτε από απληστία ούτε για οποιονδήποτε καταστροφικό στόχο.[50] Για τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, κάποιος έπρεπε να είναι έτοιμος να πεθάνει για να σταματήσει την τυραννία, για να δώσει τέλος στις διώξεις και για να υπερασπιστεί τις δικές του θρησκευτικές αξίες.[50] Έχοντας αυτούς τους στόχους, ηγήθηκε 14 πολέμους, αλλά δεν πήρε ποτέ αιχμαλώτους, ούτε κατέστρεψε τους τόπους λατρείας κανενός.[50]

Σημαντικές μάχες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πολέμησε σε 13 μάχες εναντίον της Αυτοκρατορίας των Μουγκάλ και των βασιλιάδων των λόφων Σίγουαλικ.

  • Μάχη της Μπανγκάνι (1688): η μάχη αναφέρεται στο κεφάλαιο 8 του Μπισίτρα Νατάκ του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, όπου γράφει πως ο Φατέχ Σαχ, μαζί με τους μισθοφόρους διοικητές Χαγιάτ Καν και Νατζαμπάτ Καν,[51] επιτέθηκαν στις δυνάμεις του χωρίς κάποιο σκοπό. Ο Γκουρού δέχθηκε βοήθεια από τις δυνάμεις του Κριπάλ (θείος από τη μεριά της μητέρας του) και έναν Μπράμιν με το όνομα Ντάγια Ραμ, τους οποίους αναφέρει και επαινεί στο κείμενό του ως ήρωες.[52] Κατά τη διάρκεια της μάχης σκοτώθηκε ένας ξάδελφος του Γκουρού με το όνομα Σάνγκο Σαχ.[51]
  • Μάχη της Νανταούν (1691): η μάχη έγινε εναντίον των Ισλαμικών στρατευμάτων του Μιάν Καν και του γιου του, Αλίφ Καν, οι οποίοι νικήθηκαν από συμμαχικές δυνάμεις του Γκουρού Γκομπίν Σινγκ, τον Μπιμ Τσαντ και άλλους Ινδουιστές βασιλιάδες των προπόδων των Ιμαλαΐων.[53] Οι μη Μουσουλμάνοι που πολέμησαν στο πλευρό του Γκουρού, αρνήθηκαν να αποτίσουν φόρο τιμής στους Μουσουλμάνους αξιωματούχους που είχαν τη βάση τους στην Τζαμού.[51]

Το 1693, ο Αοραντζέμπ πολεμούσε τους Ινδουιστές Μαράθας στην περιοχή Ντέκαν της Ινδίας, και εξέδωσε εντολή να αποτρέπονται οι μεγάλες συγκεντρώσεις στην Αναντπούρ από τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τους Σιχ.[51][54]

  • Μάχη της Γκουλέρ (1696): αρχικά η μάχη έγινε εναντίον του γιου του Μουσουλμάνου διοικητή Ντιλαβάρ Καν, Ράσταμ Καν, κοντά στον ποταμό Ζάραδρο, όπου ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ένωσε τις δυνάμεις του με τον Ινδουιστή βασιλιά της Γκουλέρ, τρέποντας τον Μουσουλμανικό στρατό σε φυγή.[55] Έπειτα, ο διοικητής έστειλε τον Στρατηγό του, Χουσεΐν Καν, εναντίον των στρατευμάτων του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τους βασιλείου της Γκουλέρ. Η σύγκρουση έγινε κοντά στην Πάτανκοτ, όπου ο Χουσεΐν Καν νικήθηκε και σκοτώθηκε.[55]
  • Μάχη της Αναντπούρ (1700): μάχη εναντίον του στρατού των Μουγκάλ του Αοραντζέμπ, ο οποίος είχε στείλει 10,000 στρατιώτες υπό τις διαταγές των Πάιντα Καν και Ντίνα Μπεγκ.[56] Σε μια μάχη σώμα με σώμα μεταξύ του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και του Πάιντα Καν, ο δεύτερος σκοτώθηκε και ο θάνατός του οδήγησε τον στρατό των Μουγκάλ σε φυγή από το πεδίο της μάχης.[56]
  • Μάχη της Αναντπούρ (1701): μάχη εναντίον των αρχηγών του γειτονικού Ινδουιστικού βασιλείου που έλεγχαν τα ορεινά βασίλεια. Συνοδεύτηκε από μια μάχη όπου ο Τζαγκατούλα σκοτώθηκε από τις δυνάμεις των Σιχ.[56] Οι αρχηγοί των ορεινών βασιλείων πολιόρκησαν την Αναντπούρ κι έτσι, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έπρεπε προσωρινά να εγκαταλείψει την πόλη ως προϋπόθεση για ειρήνη.[57] Σύμφωνα με τον Λούις Φένετς, οι πόλεμοι του Γκουρού με τους βασιλείς των Ιμαλαΐων πιθανόν να πυροδοτήθηκαν από τον αυξανόμενο αριθμό των στρατιωτών Σιχ, οι οποίοι εισέβαλαν και λεηλάτησαν χωριά των ορεινών βασιλείων για προμήθειες. Έτσι, οι Ινδουιστές βασιλείς ένωσαν τις δυνάμεις τους και απέκλεισαν την Αναντπούρ.[54]
  • Μάχη του Νιρμογκάρ (1702): μάχη εναντίον των δυνάμεων του Αοραντζέμπ με επικεφαλής τον Γουαζίρ Καν, στις όχθες του Νιρμογκάρ. Η μάχη συνεχιζόταν για δύο μέρες με μεγάλες απώλειες κι από τις δύο πλευρές και ο στρατός του Γουαζίρ Καν εγκατέλειψε το πεδίο μάχης.
  • Μάχη της Μπασόλι (1702): μάχη εναντίον του στρατού των Μουγκάλ. Η μάχη πήρε το όνομά της από το βασίλειο της Μπασόλι, του οποίου ο Ράτζα Νταραμπούλ υποστήριξε τον Γκουρού κατά τη διάρκεια της μάχης.[58] Ο στρατός των Μουγκάλ δέχθηκε στήριξη από το αντίπαλο βασίλειο της Καχλούρ, υπό τον Ράτζα Αχμέρ Τσαντ. Η μάχη έληξε όταν οι δύο πλευρές συμφώνησα σε μια τακτική ειρήνη.[58]
  • Πρώτη μάχη της Τσαμκαούρ (1702)
  • Πρώτη μάχη της Αναντπούρ (1704): μάχη εναντίον του στρατού των Μουγκάλ με επικεφαλής πρώτα τον Σαϊγιάντ Καν και έπειτα τον Ραμτζάν Καν[56]
  • Δεύτερη μάχη της Αναντπούρ (1704): ο στρατηγός των Μουγκάλ τραυματίστηκε θανάσιμα από τους Σιχ στρατιώτες με αποτέλεσμα ο στρατός του να υποχωρήσει. Έπειτα, τον Μάιο του 1704, ο Αοραντζέμπ έστειλε μεγαλύτερο στρατό με δύο επικεφαλής στρατηγούς, τους Γουαζίρ Καν και Ζάμπερνταστ Καν, για να καταστρέψουν την αντίσταση των Σιχ.[56] Η προσέγγιση του Ισλαμικού στρατού σε αυτή τη μάχη ήταν να θέσει σε παρατεταμένη πολιορκία την Αναντπούρ, από τον Μάιο μέχρι τον Δεκέμβριο, με σκοπό να αποκλείσουν την είσοδο τροφής και προμηθειών στην πόλη. Ταυτόχρονα, θα εμπλέκονταν σε επαναλαμβανόμενες μάχες.[59] Κάποιοι Σιχ λιποτάκτησαν κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του 1704 και το έσκασαν, επιστρέφοντας στα σπίτια τους. Εκεί, οι γυναίκες τους τους αποτροπίασαν με αποτέλεσμα να επιστρέψουν και να επανενταχθούν στον στρατό του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και να πεθάνουν πολεμώντας στο πλευρό του το 1705.[60][61] Προς το τέλος της πολιορκίας, ο Γκουρού, η οικογένειά του και οι ακόλουθοι του αποδέχτηκαν μια πρόταση του Αοραντζέμπ, ο οποίος τους προσέφερε ένα ασφαλές πέρασμα για να φύγουν από την Αναντπούρ.[62] Ωστόσο, καθώς εγκατέλειπαν την πόλη σε δύο ομάδες, δέχθηκαν επίθεση και η μία από τις ομάδες - αυτή με τη Μάτα Γκουτζάρι και τους δύο γιους του Γκουρού, Ζοραβάρ Σινγκ 8 ετών και Φατέχ Σινγκ 5 ετών - πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον στρατό των Μουγκάλ.[57][63] Και τα δύο του παιδιά εκτελέστηκαν (θάφτηκαν τα ζωντανά σε έναν τοίχο),[59][64] ενώ η γιαγιά τους, Μάτα Γκουτζάρι, πέθανε επίσης στο άκουσμα της εκτέλεσης των εγγονών της.[57]
Πίνακας από τις αρχές του 20ου αιώνα ο οποίος απεικονίζει τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τους στρατιώτες του να διασχίζουν τον ποταμό Σαρσά, ενώ καταδιώκονται από Μουγκάλ στρατιώτες.
  • Μάχη του Σαρσά (1704): μάχη εναντίον του στρατού των Μουγκάλ με επικεφαλής τον στρατηγό Γουαζίρ Καν. Ο Μουσουλμάνος διοικητής μετέφερε την υπόσχεση του Αοραντζέμπ ενός ασφαλούς περάσματος για τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και την οικογένειά του στις αρχές Δεκεμβρίου.[63] Ωστόσο, όταν ο Γκουρού αποδέχτηκε την πρόταση κι έφυγε, ο Γουαζίρ Καν επιτέθηκε παίρνοντας αιχμαλώτους, τους οποίους εκτέλεσε, και καταδιώκοντας τον Γκουρού.[65] Έτσι, ενώ τα στρατεύματα του Γκουρού υποχωρούσαν, δέχονταν συνεχείς επιθέσεις από πίσω με μεγάλες απώλειες για τους Σιχ, ειδικά κατά τη στιγμή που προσπαθούσαν να περάσουν τον ποταμό Σαρσά.[65]
  • Δεύτερη μάχη της Τσαμκαούρ (1704): Θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές μάχες της Σιχ ιστορίας. Έγινε εναντίον του στρατού των Μουγκάλ με επικεφαλής τον Ναχάρ Καν,[66] ο οποίος και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της μάχης.[66] Από τη μεριά των Σιχ, οι δύο εναπομείναντες μεγαλύτεροι γιοι του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ - Ατζίτ Σινγκ και Τζουχάρ Σινγκ - έχασαν τη ζωή τους μαζί με άλλους Σιχ στρατιώτες.[67][57][68]
  • Μάχη της Μουκτσάρ (1705): τα στρατεύματα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ δέχθηκαν εκ νέου επίθεση από αυτά των Μουγκάλ και καταδιώχθηκαν από τον στρατηγό Γουαζίρ Καν στην ξηρά περιοχή του Χιντράνα-κι-Νταμπ. Οι Μουγκάλ αποκλείστηκαν και πάλι, αλλά με αρκετές απώλειες από τη μεριά των Σιχ.[61] Αυτή ήταν και η τελευταία μάχη με επικεφαλής τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ.[69] Η τοποθεσία της μάχης που έφερε το όνομα Χιντράνα, μετονομάστηκε περίπου 100 χρόνια αργότερα από τον Ραντζίτ Σινγκ σε Μουκτ-σαρ (κυριολεκτική σημασία «λίμνη της απελευθέρωσης»), προς τιμήν αυτών που έχασαν τη ζωή τους με σκοπό την απελευθέρωση.[70]

Θάνατος μελών οικογένειας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μητέρα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, Μάτα Γκουζρί, και οι δύο μικρότεροι γιοι του πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον Γουαζίρ Καν, τον Μουσουλμάνο διοικητή της Σιρχίντ. Οι γιοι του, ηλικίας 5 και 8 ετών, βασανίστηκαν και στη συνέχεια θάφτηκαν ζωντανοί σε έναν τοίχο, μετά την άρνησή τους να ασπαστούν το Ισλάμ. Η Μάτα Γκουζρί κατέρρευσε στην είδηση του θανάτου των δύο εγγονών της.[71]

Οι δύο μεγαλύτεροι γιοι του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, ηλικίας 13 και 17 ετών, σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεύτερης μάχης της Τσαμκαούρ τον Δεκέμβριο του 1704, πολεμώντας εναντίον του στρατού των Μουγκάλ.[59]

Καταγραφές των Μουγκάλ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Μουσουλμάνοι ιστορικοί που προέρχονταν από τη μεριά των Μουγκάλ, έγραψαν για τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ καθώς και για τη γεωπολιτική της εποχής που έζησε. Αυτές οι επίσημες Περσικές καταγραφές ήταν και οι άμεσα διαθέσιμες και η βάση της περιγραφής της Σιχ ιστορίας σε αγγλική γλώσσα για εκείνη την περίοδο.[72][73]

Σύμφωνα με τον Νταβάν, τα Περσικά κείμενα τα οποία συνέταξαν Μουγκάλ ιστορικοί κατά τη διάρκεια της ζωής του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ ήταν εχθρικά προς αυτόν, αλλά παρουσίαζαν τη δική τους οπτική πλευρά.[72] Πίστευαν πως η θρησκευτική παράδοση των Σιχ είχε διαφθαρεί από τον Γκουρού μέσω της δημιουργίας του στρατιωτικού τάγματος με σκοπό να αντισταθεί στον Αυτοκρατορικό στρατό.[72] Ο Νταβάν γράφει πως κάποιοι Πέρσες συγγραφείς, οι οποίοι έγραψαν κείμενα δεκάδες χρόνια ή ακόμα κι έναν αιώνα μετά τον θάνατο του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ, σταμάτησαν να βασίζονται εξ'ολοκλήρου στις καταγραφές των Μουγκάλ οι οποίες δυσφημούσαν τον Γκουρού, αλλά στα δικά τους κείμενα συμπεριέλαβαν και ιστορίες από τα Σιχ γκουρμπίλας κείμενα, τα οποία τον επαινούσαν.[72][74]

Μεταπολεμικά χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη δεύτερη μάχη στην Αναντπούρ το 1704, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και οι εναπομείναντες στρατιώτες του μετακινήθηκαν και παρέμειναν σε διαφορετικά σημεία, συμπεριλαμβανομένου και να κρύβονται σε σημεία όπως η ζούγκλα της Ματσιβάρα στο νότιο Παντζάμπ.[63]

Μερικά από τα διάφορα σημεία στη βόρεια, δυτική και κεντρική Ινδία στα οποία έζησε ο Γκουρού μετά το 1705, συμπεριλαμβάνουν τα Χάχερ με τον Κιρπάλ Ντας (θείος από τη μεριά της μητέρας του), Μανούκι, Μεντιάνα, Τσακάρ, Ταχτουπούρα και Μάντι και Ντίνα (περιοχή Μάλγουα). Έμενε σε συγγενείς ή έμπιστους Σιχ όπως οι τρεις εγγονοί του Ράι Τζοντ, ενός πιστού ακόλουθου του Γκουρού Χάργκομπιντ.[75]

Ζαφαρνάμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Ζαφαρνάμα

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ είδε την πολεμική συμπεριφορά του Αοραντζέμπ και του στρατού του εναντίον της οικογένειας και των ανθρώπων του ως προδοσία μιας υπόσχεσης, ανήθικη, άδικη και ασεβή.[63] Μετά τον θάνατο όλων των παιδιών του από τον στρατό των Μουγκάλ και τη μάχη της Μουκτσάρ, ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ έγραψε μια προκλητική επιστολή προς τον Αοραντζέμπ στα Περσικά, ονομάζοντάς την Ζαφαρνάμα (κυριολεκτική σημασία «επιστολή νίκης»). Μια επιστολή την οποία η Σιχ παράδοση θεώρησε σημαντική προς το τέλος του 19ου αιώνα.[63][76][77]

Η επιστολή του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ προς τον Αορατζέμπ ήταν αυστηρή αλλά συμφιλιωτική. Απήγγειλε κατηγορίες στον Αυτοκράτορα των Μουγκάλ και τους διοικητές του με πνευματικούς όρους, ενώ τους κατηγόρησε και για έλλειψη ηθικής, τόσο στη διακυβέρνηση όσο και στη διεξαγωγή του πολέμου.[78] Η επιστολή προέβλεψε πως σύντομα η Αυτοκρατορία των Μουγκάλ θα έφτανε στο τέλος της, επειδή διώκει και είναι γεμάτη από κακοποίηση, ψεύδος και ανηθικότητα. Το περιεχόμενο της επιστολής πηγάζει από τα πνευματικά πιστεύω του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ περί δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας χωρίς φόβο.[78]

Τελευταίες μέρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Ταχτ Χαζούρ Σαχίμπ στην πόλη Ναντέντ χτίστηκε στο σημείο όπου αποτεφρώθηκε το σώμα του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ το 1708. Ο εσωτερικός θάλαμος ονομάζεται μέχρι και σήμερα Ανγκίτα Σαχίμπ.

Ο αυτοκράτορας Αοραντζέμπ πέθανε το 1707 και αμέσως άρχισε μια διαμάχη ανάμεσα στους γιους του για τη διαδοχή, οι οποίοι επιτίθονταν ο ένας στον άλλον.[79] Ο επίσημος διάδοχος ήταν ο Μπαχαντούρ Σαχ, ο οποίος κάλεσε τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ και τον στρατό του για μία κατ'ιδίαν συνάντηση στην περιοχή Ντεκάν της Ινδίας με σκοπό τη συμφιλίωση, αλλά ο Μπαχαντούρ Σαχ καθυστέρησε τις οποιεσδήποτε συζητήσεις για μήνες.[59][79]

Ο Γουαζίρ Καν, ο Μουσουλμάνος διοικητής του οποίου ο στρατός ήρθε πολλές φορές αντιμέτωπος με αυτόν του Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ,[69] ανέθεσε σε δύο Αφγανούς, τους Τζαμσέντ Καν και Γουασίλ Μπεγκ, να ακολουθήσουν τον στρατό του Γκουρού καθώς αυτός όδευε προς τη συνάντηση με τον Μπαχαντούρ Σαχ και να δολοφονήσουν τον Γκουρού. Οι δυο τους καταδίωξαν κρυφά τον στρατό και όταν οι Σιχ στάθμευσαν κοντά στον ποταμό Γκοντάβαρι για μήνες, μπήκαν στον καταυλισμό.[80] Κατάφεραν να αποκτήσουν πρόσβαση στον Γκουρού και ο Τζαμσέντ Καν τον μαχαίρωσε θανάσιμα.[59][81] Κάποιοι μελετητές δηλώνουν πως ο δολοφόνος που σκότωσε τον Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ μπορεί να μην στάλθηκε από τον Γουαζίρ Καν, αλλά από τον στρατό των Μουγκάλ που βρισκόταν σε κοντινή περιοχή.[69]

Σύμφωνα με το Sri Gur Sobha του Σεναπάτι, έναν συγγραφέα του 18ου αιώνα, το θανάσιμο χτύπημα καταφέρθηκε κάτω από την καρδιά. Ο Γκουρού αντιστάθηκε και σκότωσε τον δολοφόνο, ενώ ο συνεργός του σκοτώθηκε από τους Σιχ φρουρούς κατά την προσπάθειά του να το σκάσει.[80]

Ο Γκουρού Γκομπίντ Σινγκ πέθανε λίγες μέρες αργότερα, στις 7 Οκτωβρίου 1708, υποκύπτοντας στα τραύματά του, με τον Χαρντίπ Σινγκ Σιάν να δίνει ως ημερομηνία θανάτου τις 18 Οκτωβρίου 1708.[80] Ο θάνατός του πυροδότησε έναν μακρύ και πικρό πόλεμο μεταξύ των Σιχ και των Μουγκάλ,[80] με τον αγώνα να συνεχίζεται από τον Μπάντα Σινγκ Μπαχαντούρ μαζί με τους Μπαζ Σινγκ, Μπινόντ Σινγκ και άλλους.

Γκαλερί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Dr Dalbir Singh Dhillon (1988). Sikhism – Origin and Development. Atlantic Publishers and Distributors. σελ. 144. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 17 Σεπτεμβρίου 2016. 
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 Arvind-Pal Singh Mandair· Christopher Shackle· Gurharpal Singh (2013). Sikh Religion, Culture and Ethnicity. Routledge. σελίδες 25–28. ISBN 978-1-136-84627-4. 
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12021062n. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 4,5 4,6 4,7 Ganda Singh. «GOBIND SINGH, GURU (1666-1708)». Encyclopaedia of Sikhism. Punjabi University Patiala. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2016. 
  5. 5,0 5,1 5,2 William Owen Cole· Piara Singh Sambhi (1995). The Sikhs: Their Religious Beliefs and Practice. Sussex Academic Press. σελ. 36. 
  6. «Guru Tegh Bahadur». BBC Religions. 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 14 Απριλίου 2017. 
  7. Everett Jenkins Jr. (2000). The Muslim Diaspora (Volume 2, 1500-1799): A Comprehensive Chronology of the Spread of Islam in Asia, Africa, Europe and the Americas. McFarland. σελ. 200. ISBN 978-1-4766-0889-1. 
  8. Jon Mayled (2002). Sikhism. Heinemann. σελ. 12. ISBN 978-0-435-33627-1. 
  9. «The Sikh Review». Sikh Cultural Centre 20 (218-229): 28. 1972. 
  10. Hardip Singh Syan (2013). Sikh Militancy in the Seventeenth Century: Religious Violence in Mughal and Early Modern India. I.B.Tauris. σελίδες 218–222. ISBN 978-1-78076-250-0. 
  11. 12,0 12,1 «BBC Religions - Sikhism». BBC. 26 Οκτωβρίου 2009. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουλίου 2011. 
  12. P Dhavan (2011). When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699-1799. Oxford University Press. σελίδες 3–4. ISBN 978-0-19-975655-1. 
  13. Patwant Singh (2000). The Sikhs. Alfred A Knopf Publishing. σελ. 17. ISBN 0-375-40728-6. 
  14. «A Biography of Guru Guru Nanak on BBC». BBC. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 18 Οκτωβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 30 Δεκεμβρίου 2011. 
  15. 16,0 16,1 Christopher Shelke (2009). Divine covenant: rainbow of religions and cultures. Gregorian Press. σελ. 199. ISBN 978-88-7839-143-7. 
  16. S.S. Vanjara Bedi. «Sodhi». Encyclopaedia of Sikhism. Punjabi University Patiala. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Αυγούστου 2017. 
  17. Pashaura Singh and Louis Fenech (2014). The Oxford handbook of Sikh studies. Oxford, UK: Oxford University Press. σελ. 445. ISBN 978-0-19-969930-8. 
  18. Chris Seiple (2013). The Routledge handbook of religion and security. New York: Routledge. σελ. 96. ISBN 978-0-415-66744-9. 
  19. Pashaura Singh· Louis Fenech (2014). The Oxford handbook of Sikh studies. Oxford, UK: Oxford University Press. σελίδες 236–237. ISBN 978-0-19-969930-8. 
  20. Harkirat S. Hansra (2007). Liberty at Stake:sikhs: the Most Visible. iUniverse. σελίδες 28–29. ISBN 978-0-595-43222-6. 
  21. Constance A. Jones· James D. Jones (2007). Encyclopedia of Hinduism. New York: Facts on File, Inc. σελ. 417. ISBN 978-0-8160-5458-9. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. 
  22. Shamsher Singh Ashok. «Jitoji Mata». Encyclopaedia of Sikhism. Punjabi University Patiala. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2016. 
  23. Shamsher Singh Ashok. «Sundari Mata». Encyclopaedia of Sikhism. Punjabi University Patiala. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 2016. 
  24. Shamsher Singh Ashok. «Sahib Devan». Encyclopaedia of Sikhism. Punjabi University Patiala. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιουλίου 2017. Ανακτήθηκε στις 16 Αυγούστου 2016. 
  25. 26,0 26,1 26,2 26,3 26,4 Cynthia Keppley Mahmood (1996). Fighting for faith and nation dialogues with Sikh militants. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. σελίδες 43–45. ISBN 978-0-8122-1592-2. OCLC 44966032. 
  26. P Dhavan (2011). When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699-1799. Oxford University Press. σελ. 49. ISBN 978-0-19-975655-1. 
  27. 28,0 28,1 28,2 W. Owen Cole· Piara Singh Sambhi (1978). The Sikhs: Their Religious Beliefs and PracticesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. Routledge. σελ. 37. ISBN 0-7100-8842-6. 
  28. 29,0 29,1 John M Koller (2016). The Indian Way: An Introduction to the Philosophies & Religions of India. Routledge. σελίδες 312–313. ISBN 978-1-315-50740-8. 
  29. W. Owen Cole· Piara Singh Sambhi (1978). The Sikhs: Their Religious Beliefs and PracticesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. London: Routledge & Kegan Paul. 36. ISBN 0-7100-8842-6. 
  30. P Dhavan (2011). When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699-1799. Oxford University Press. σελίδες 43–44. ISBN 978-0-19-975655-1. 
  31. W. Owen Cole· Piara Singh Sambhi (1978). The Sikhs: Their Religious Beliefs and PracticesΑπαιτείται δωρεάν εγγραφή. London: Routledge & Kegan Paul. σελίδες 38–39. ISBN 0-7100-8842-6. All the battles I have won against tyranny I have fought with the devoted backing of the people. Through them only have I been able to bestow gifts, through their help I have escaped from harm. The love and generosity of these Sikhs have enriched my heart and home. Through their grace, I have attained all learning, through their help in battle I have slain all my enemies. I was born to serve them, through them I reached eminence. What would I have been without their kind and ready help? There are millions of insignificant people like me. True service is the service of these people. I am not inclined to serve others of higher caste: charity will bear fruit in this and the next world, If given to such worthy people as these. All other sacrifices are and charities are profitless. From toe to toe, whatever I call my own, all I possess and carry, I dedicate to these people. 
  32. 33,0 33,1 33,2 33,3 Harjot Oberoi (1994). The Construction of Religious Boundaries: Culture, Identity, and Diversity in the Sikh Tradition. University of Chicago Press. σελίδες 59–62. ISBN 978-0-226-61592-9. 
  33. Harjot Oberoi (1994). The Construction of Religious Boundaries: Culture, Identity, and Diversity in the Sikh Tradition. University of Chicago Press. σελίδες 24, 77–78, 89–90. ISBN 978-0-226-61592-9. 
  34. Arvind-Pal S. Mandair· Christopher Shackle· Gurharpal Singh (2013). Sikh Religion, Culture and Ethnicity. Routledge. σελίδες 30–33. ISBN 978-1-136-84634-2. 
  35. Pashaura Singh· Louis E. Fenech (2014). The Oxford Handbook of Sikh Studies. Oxford University Press. σελίδες 23–24. ISBN 978-0-19-100411-7. 
  36. Louis E. Fenech· W. H. McLeod (2014). Historical Dictionary of Sikhism. Rowman & Littlefield. σελίδες 84–85. ISBN 978-1-4422-3601-1. 
  37. Knut A. Jacobsen· Kristina Myrvold (2012). Sikhs Across Borders: Transnational Practices of European Sikhs. Bloomsbury Publishing. σελίδες 142–147, 156–157. ISBN 978-1-4411-0358-1. 
  38. Robin Rinehart (2011). Debating the Dasam Granth. Oxford University Press. σελίδες 59–62. ISBN 978-0-19-975506-6. 
  39. Anne Murphy (2012). The Materiality of the Past: History and Representation in Sikh Tradition. Oxford University Press. σελ. 96. ISBN 978-0-19-991629-0. 
  40. Khushwant Singh (1991). A history of the Sikhs. 1. Oxford University Press. σελίδες 54–56,294–295. 
  41. 42,0 42,1 42,2 Arvind-Pal Singh Mandair· Christopher Shackle· Gurharpal Singh (2013). Sikh Religion, Culture and Ethnicity. Routledge. σελίδες 11–12, 17–19. ISBN 978-1-136-84627-4. 
  42. Christopher Shackle· Arvind Mandair (2005). Teachings of the Sikh Gurus, Routledge. σελίδες xvii–xx. ISBN 978-0415266048. 
  43. J Deol (2000). AS Mandair· C Shackle· G Singh, επιμ. Sikh Religion, Culture and Ethnicity. Routledge. σελίδες 31–33. ISBN 978-0700713899. 
  44. Robert Zaehner (1988). The Hutchinson Encyclopedia of Living Faiths. Hutchinson. σελίδες 426–427. ISBN 978-0091735760. 
  45. Mohinder Singh (1988). History and Culture of Panjab. Atlantic Publishers. σελ. 10. 
  46. Pashaura Singh (2012). John Renard, επιμ. Fighting Words: Religion, Violence, and the Interpretation of Sacred Texts. University of California Press. σελίδες 211–218. ISBN 978-0-520-95408-3. 
  47. 48,0 48,1 Torkel Brekke (2014). Gregory M. Reichberg and Henrik Syse, επιμ. Religion, War, and Ethics: A Sourcebook of Textual Traditions. Cambridge University Press. σελίδες 673–674. ISBN 978-1-139-95204-0. 
  48. J. S. Grewal (1998). The Sikhs of the Punjab. Cambridge University Press. σελ. 62. ISBN 978-0-521-63764-0. Aurangzeb took an active interest in the issue of succession, passed orders for the execution of Guru Tegh Bahadur, and at one time ordered total extirpation of Guru Gobind Singh and his family. 
  49. 50,0 50,1 50,2 Christopher J. H. Wright (2003). God and Morality. Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 978-0-19-914839-4. 
  50. 51,0 51,1 51,2 51,3 J. S. Grewal (1998). The Sikhs of the Punjab. Cambridge University Press. σελίδες 73–74. ISBN 978-0-521-63764-0. 
  51. Nikky-Guninder Kaur Singh (2012). Birth of the Khalsa, The: A Feminist Re-Memory of Sikh Identity. State University of New York Press. σελίδες 26–28. ISBN 978-0-7914-8266-7. 
  52. Tony Jaques (2007). Dictionary of Battles and Sieges: F-O. Greenwood. σελ. 704. ISBN 978-0-313-33538-9. 
  53. 54,0 54,1 Louis E. Fenech (2013). The Sikh Zafar-namah of Guru Gobind Singh: A Discursive Blade in the Heart of the Mughal Empire. Oxford University Press. σελ. 14. ISBN 978-0-19-993145-3. 
  54. 55,0 55,1 Tony Jaques (2007). Dictionary of Battles and Sieges: F-O. Greenwood. σελ. 420. ISBN 978-0-313-33538-9. 
  55. 56,0 56,1 56,2 56,3 56,4 Tony Jaques (2007). Dictionary of Battles and Sieges: A-E. Greenwood Publishing. σελίδες 48–49. ISBN 978-0-313-33537-2. 
  56. 57,0 57,1 57,2 57,3 Robin Rinehart (2011). Debating the Dasam Granth. Oxford University Press. σελίδες 22–23. ISBN 978-0-19-975506-6. 
  57. 58,0 58,1 Tony Jaques (2007). Dictionary of Battles and Sieges: F-O. Greenwood. σελ. 112. ISBN 978-0-313-33538-9. 
  58. 59,0 59,1 59,2 59,3 59,4 Louis E. Fenech· W. H. McLeod (2014). Historical Dictionary of Sikhism. Rowman & Littlefield. σελ. 9. ISBN 978-1-4422-3601-1. 
  59. Louis E. Fenech (2000). Martyrdom in the Sikh Tradition: Playing the "game of Love". Oxford University Press. σελ. 92. ISBN 978-0-19-564947-5. 
  60. 61,0 61,1 W. H. McLeod (2009). The A to Z of Sikhism. Scarecrow. σελ. 43. ISBN 978-0-8108-6344-6. 
  61. Prithi Pal Singh (2007). The History of Sikh Gurus. Lotus Books. σελίδες 128–147. ISBN 978-81-8382-075-2. 
  62. 63,0 63,1 63,2 63,3 63,4 Hardip Singh Syan (2013). Sikh Militancy in the Seventeenth Century: Religious Violence in Mughal and Early Modern India. I.B.Tauris. σελίδες 220–222. ISBN 978-1-78076-250-0. 
  63. Nikky-Guninder Kaur Singh (2011). Sikhism: An Introduction. I.B.Tauris. σελίδες 84–85. ISBN 978-0-85773-549-2. 
  64. 65,0 65,1 Tony Jaques (2007). Dictionary of Battles and Sieges: A-E. Greenwood Publishing. σελ. 914. ISBN 978-0-313-33537-2. 
  65. 66,0 66,1 Louis E. Fenech· W. H. McLeod (2014). Historical Dictionary of Sikhism. Rowman & Littlefield. σελ. 218. ISBN 978-1-4422-3601-1. 
  66. Guru Gobind Singh: Prophet of peace. ISBN 9380213646. 
  67. Louis E. Fenech· W. H. McLeod (2014). Historical Dictionary of Sikhism. Rowman & Littlefield. σελ. 79. ISBN 978-1-4422-3601-1. 
  68. 69,0 69,1 69,2 J. S. Grewal (1998). The Sikhs of the Punjab. Cambridge University Press. σελίδες 78–79. ISBN 978-0-521-63764-0. 
  69. Sir Lepel Henry Griffin (1898). Ranjit Síngh and the Sikh Barrier Between Our Growing Empire and Central Asia. Oxford University Press. σελίδες 55–56. 
  70. 71,0 71,1 «Mata Gujri». 25 Δεκεμβρίου 2006. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 6 Ιανουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2019. 
  71. 72,0 72,1 72,2 72,3 P Dhavan (2011). When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699-1799. Oxford University Press. σελίδες 165–167, 13–24. ISBN 978-0-19-975655-1. 
  72. Anne Murphy (2012). The Materiality of the Past: History and Representation in Sikh Tradition. Oxford University Press. σελίδες 110–113. ISBN 978-0-19-991629-0. 
  73. Anne Murphy (2012). Time, History and the Religious Imaginary in South Asia. Routledge. σελίδες 47–50. ISBN 978-1-136-70729-2. 
  74. Johar, Surinder Singh (1998). Holy Sikh shrines. New Delhi: M D Publications. σελ. 63. ISBN 978-81-7533-073-3. OCLC 44703461. 
  75. W. H. McLeod (2009). The A to Z of Sikhism. Scarecrow. σελίδες xxv, 52, 214–215. ISBN 978-0-8108-6344-6. 
  76. Anne Murphy (2012). The Materiality of the Past: History and Representation in Sikh Tradition. Oxford University Press. σελ. 73. ISBN 978-0-19-991629-0. 
  77. 78,0 78,1 Michael L. Hadley (2001). Spiritual Roots of Restorative Justice, The. State University of New York Press. σελίδες 20, 207–214. ISBN 978-0-7914-9114-0. 
  78. 79,0 79,1 P Dhavan (2011). When Sparrows Became Hawks: The Making of the Sikh Warrior Tradition, 1699-1799. Oxford University Press. σελίδες 45–46. ISBN 978-0-19-975655-1. 
  79. 80,0 80,1 80,2 80,3 Hardip Singh Syan (2013). Sikh Militancy in the Seventeenth Century: Religious Violence in Mughal and Early Modern India. I.B.Tauris. σελίδες 222–223. ISBN 978-1-78076-250-0. 
  80. Prithi Pal Singh. The history of Sikh Gurus. Lotus Press. σελ. 158. ISBN 81-8382-075-1. 

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Gobind Singh· Jasbir Kaur Ahuja (1996). The Zafarnama of Guru Gobind Singh. Mumbai: Bharatiya Vidya Bhavan. OCLC 42966940. 
  • Prof. Surinderjit Singh (2003). Guru Gobind Singh's Zafarnamah (Transliteration and Poetic Rendering in English). Amritsar: Singh Brothers. ISBN 81-7205-272-3. .
  • Man Singh Deora (1989). Guru Gobind Singh: a literary survey. New Delhi: Anmol Publications. ISBN 978-81-7041-160-4. OCLC 21280295. 
Προκάτοχος
Γκουρού Τεγκ Μπαχαντούρ
Σιχ-Γκουρού
11 Νοεμβρίου 1675 - 7 Οκτωβρίου 1708
Διάδοχος
Γκουρού Γκραντ Σαχίμπ