Βασίλειο των Οστρογότθων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Βασίλειο των Οστρογότθων το οποίο λεγόταν επίσημα Βασίλειο της Ιταλίας δημιουργήθηκε από τους Οστρογότθους την περίοδο 493 - 553 στην Ιταλική χερσόνησο και τις γειτονικές περιοχές.[1] Στην Ιταλία οι Οστρογότθοι υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου του Μέγα εκθρόνισαν και σκότωσαν τον Οδόακρο Γερμανό στρατιωτικό ο οποίος είχε εκθρονίσει τον Ρωμύλο Αυγουστύλο τελευταίο αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476). Υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου του Μέγα του γενάρχη των Οστρογότθων βασιλέων της Ιταλίας το βασίλειο έφτασε στο αποκορύφωμα της δόξας του, τα εδάφη του επεκτείνονταν από τη Γαλλία μέχρι τη Σερβία.

Καταγωγή των Οστρογότθων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βασίλειο των Οστρογότθων στο μέγιστο της ακμής του.

Ο Θεοδώριχος διατήρησε όλα τα έθιμα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ενώ αποκαλούσε τον εαυτό του "βασιλιά των Γότθων και των Ρωμαίων". Το 535 η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, την οποία κυβερνούσε ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α´, επιτέθηκε στο βασίλειο των Οστρογότθων, νίκησε τον βασιλιά Ουίτιγι και κατέλαβε την πρωτεύουσά τους Ραβέννα. Οι Οστρογότθοι πραγματοποίησαν αντεπίθεση με τον νέο τους βασιλιά Τωτίλα, αλλά ηττήθηκαν ξανά και υποχρεώθηκαν να υποταχθούν οριστικά· τελευταίος Οστρογότθος βασιλιάς της Ιταλίας ήταν ο Τεΐας. Οι Οστρογότθοι αποτελούσαν τον ανατολικό κλάδο των Γότθων· είχαν εγκατασταθεί και δημιουργήσει ισχυρό κράτος στη Δακία τον 4ο αιώνα, αλλά στη συνέχεια καταλήφθηκαν από τους Ούννους. Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Ούννων (454), οι Οστρογότθοι εγκαταστάθηκαν από τον Αυτοκράτορα Μαρκιανό στη Ρωμαϊκή επαρχία της Παννονίας ως υποτελείς του. Επί της βασιλείας του Λέοντος Α΄ (454), επειδή διεκόπη η πληρωμή του ετήσιου ποσού, λεηλάτησαν την Ιλλυρία. Στην ειρήνη που επακολούθησε (461), ο νεαρός Θεοδώριχος των Αμάλ, γιος του Θεοδέμιρου, στάλθηκε όμηρος στην Κωνσταντινούπολη, όπου εκεί έλαβε Ρωμαϊκή εκπαίδευση.[2] Την προηγούμενη χρονιά ένας μεγάλος αριθμός Γότθων, υπό την ηγεσία του Άσπαρ και στη συνέχεια του Θεοδώριχου Στράβωνος, εισήλθε στον Ρωμαϊκό στρατό, προσφέροντας σημαντικές στρατιωτικές υπηρεσίες στην Αυλή του Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης. Την περίοδο 477 - 483 ξέσπασε σύγκρουση ανάμεσα στον Θεοδώριχο των Αμάλ, που διαδέχθηκε τον πατέρα του (474), τον Θεοδώριχο Στράβωνα και τον νέο Αυτοκράτορα Ζήνωνα· στη διάρκεια της σύγκρουσης αυτής οι συμμαχίες άλλαξαν και μεγάλα τμήματα των Βαλκανίων λεηλατήθηκαν.[3]

Οδόακρος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος του Οδόακρου μετά τη διάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πόλεμοι των Γότθων (535 - 555)

Με τον θάνατο του Στράβωνα (481) ο Ζήνων ήρθε σε συμφωνία με τον Θεοδώριχο (481), μεγάλα τμήματα της Μοισίας και της Δακίας παραχωρήθηκαν στους Γότθους ενώ ο Θεοδώριχος ονομάστηκε στρατιωτικός αρχηγός και σύμβουλος (484).[4] Την επόμενη χρονιά ήρθαν ξανά σε σύγκρουση και οι Γότθοι λεηλάτησαν τη Θράκη, τότε συνέβη το περίεργο γεγονός για τους σύμβουλους του βασιλιά να σκοτώσουν δυο πουλιά με μια πέτρα και ο Ζήνων αποφάσισε να στρέψει τον Θεοδώριχο εναντίον του ενοχλητικού Οδόακρου που κυβερνούσε την Ιταλική χερσόνησο. Όταν ο Φλάβιος Ορέστης διορίστηκε στρατηγός και πατρίκιος του Δυτικού Ρωμαίου αυτοκράτορα Ιουλίου Νέπως (475), ο Οδόακρος έγινε αρχηγός των Γερμανικών (Σκίριων και Έρουλων) φοιδεράτων της Ιταλίας. Προκειμένου να κερδίσει την υποστήριξή τους για την ανατροπή του αυτοκράτορα και την τοποθέτηση στη θέση του αυτοκράτορα του γιου του Ρωμύλου Αυγουστύλου, ο Ορέστης τους πρότεινε το ένα τρίτο της χερσονήσου υπό τον όρο να τον βοηθήσουν στην επικείμενη ανταρσία. Ο Ορέστης στη συνέχεια αθέτησε την υπόσχεση του στους Γότθους με αποτέλεσμα να εξεγερθούν, να ανατρέψουν τον Ρωμύλο Αυγουστύλο και να εκτελέσουν τον πατέρα του Φλάβιο Ορέστη (476). Ο Οδόακρος από τότε τοποθετήθηκε βασιλιάς της Ιταλίας ως υποτελής του αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης διατηρώντας το Ρωμαϊκό σύστημα διοίκησης, έδιωξε τους Βανδάλους από τη Σικελία (477) και κατέλαβε τη Δαλματία μετά τον φόνο του Ιουλίου Νέπως (480).[5][6]

Ανατροπή του Οδόακρου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πραγματοποιήθηκε συμφωνία ανάμεσα στον Ζήνωνα και τον Θεοδώριχο με όρο αν ο Θεοδώριχος νικούσε θα κυβερνούσε σαν αντιπρόσωπος του αυτοκράτορα.[7] Ο Θεοδώριχος με τον στρατό του εξέπλευσε από τη Μοισία το φθινόπωρο του 488, μέσω της Δαλματίας πέρασε από τις Ιουλιανές Άλπεις και έφτασε στην Ιταλία στα τέλη του Αυγούστου του 489. Η πρώτη σύγκρουση με τον στρατό του Οδόακρου συνέβη στη μάχη του ποταμού Ιζόνζο στις 28 Αυγούστου, ο Οδόακρος ηττήθηκε και δραπέτευσε στη Βερόνα όπου έναν μήνα αργότερα οι Γότθοι πέτυχαν άλλη μια μεγάλη αλλά αιματηρή νίκη. Ο Οδόακρος δραπέτευσε στην πρωτεύουσα του τη Ραβένα την ίδια ώρα που το μεγαλύτερο τμήμα του στρατού του υπό την ηγεσία του Τούφα παραδόθηκε στους Γότθους, ο Θεοδώριχος έστειλε τον Τούφα εναντίον του Οδόακρου αλλά αποφάσισε να αλλάξει ξανά στάση και να υποστηρίξει τον Οδόακρο. Ο Οδόακρος έκανε αντεπίθεση στον Θεοδώριχο (490) κατέλαβε το Μιλάνο, την Κρεμόνα και πολιόρκησε την πρωτεύουσα Παβία. Με τη βοήθεια των Βησιγότθων στην πολιορκία του Τίκινουμ ο Οδόακρος ηττήθηκε στη μάχη του ποταμού Άντα στις 11 Αυγούστου, ο Οδόακρος δραπέτευσε στη Ραβέννα και πολλές Ιταλικές πόλεις δήλωσαν την υποταγή τους στον Θεοδώριχο.[8] Οι Γότθοι ξεκίνησαν την πολιορκία της Ραβέννας αλλά χάνοντας μεγάλο τμήμα του στόλου του καθυστέρησαν πολύ να πετύχουν τον στόχο τους μέχρι το 492 οπότε κατόρθωσαν να κόψει την επικοινωνία της πόλης με τον εξωτερικό κόσμο. Τα αποτελέσματα φάνηκαν περίπου έξι μήνες αργότερα, τότε με την επέμβαση του επισκόπου της πόλης ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους δυο στρατούς.[9] Η συμφωνία ολοκληρώθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 493, οι δυο πλευρές αποφάσισαν να μοιράσουν μεταξύ τους την Ιταλία, σε ένα ύποπτο γεύμα που ακολούθησε ο Θεοδώριχος έριξε στην παγίδα τον Οδόακρο και τον σκότωσε με τα χέρια του, ακολούθησε σφαγή των οπαδών και του στρατού του Οδόακρου και οι Γότθοι έγιναν οριστικά κύριοι της Ιταλίας.[10]

Θεοδώριχος ο Μέγας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άνοδος του Θεοδώριχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θεοδώριχος ο Μέγας σε νόμισμα, κρατά Νίκη. Επιγρ.: REX THEODERICVS PIVS PRINCIS.

Ο Θεοδώριχος όπως και ο Οδόακρος βασίλευσε σαν υποτελής του Βυζαντινού αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης και σαν αντιβασιλιάς, η θέση του αυτή αναγνωρίστηκε και από τον νέο αυτοκράτορα Αναστάσιο τον Δίκορο (497). Ανακήρυξε των εαυτό του βασιλιά όλων των πολιτών της Ιταλικής χερσονήσου τόσο των Γότθων όσο και των Ρωμαίων, σε αντίθεση με τον Οδόακρο κυβέρνησε με μεγαλύτερη ανεξαρτησία από την Κωνσταντινούπολη.[11] Ο διοικητικός μηχανισμός ο οποίος υπήρχε στο βασίλειο του Οδόακρου διατηρήθηκε και από τον Θεοδώριχο, σύμφωνα με τη Ρωμαϊκή νομοθεσία και το Ρωμαϊκό σύστημα διακυβέρνησης, η νέα νομοθεσία του ήταν μόνο τροποποιήσεις των παλαιότερων.[12] Η συνέχεια στον τρόπο διοίκησης φάνηκε καθαρά από το γεγονός ότι διατήρησε πολλούς υπουργούς του Οδόακρου όπως τον Λιβέριο και τον Κασσιόδωρο τον πρεσβύτερο διατηρώντας τις ίδιες θέσεις στην κορυφή του βασιλείου. Η συμμαχία ανάμεσα στον Οδόακρο και τη Ρωμαϊκή αριστοκρατία άρχισε να διαλύεται τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του περισσότερο λόγω της εκκλησιαστικής σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την εκτέλεση του αυλικού Βοήθειου και του πεθερού του Σύμμαχου (524).[13] Οι Γότθοι άρχισαν να διακρίνονται εμφανώς από τον υπόλοιπο πληθυσμό, εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία και διακρίθηκαν από τη διαφορετική πίστη τους, οι Γότθοι ήταν Αρειανοί αντίθετα ο υπόλοιπος πληθυσμός ήταν χριστιανοί Χαλκηδόνιοι. Σε αντίθεση με τους Βησιγότθους και τους Βανδάλους έδειξε μεγάλη ανοχή στις υπόλοιπες θρησκείες όπως και στους Ιουδαίους. [14]

Εξωτερική πολιτική του Θεοδώριχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πολύ καλές προθέσεις του Θεοδώριχου απέναντι στους Ιουδαίους φαίνεται στην επιστολή του προς τους Ιουδαίους της Γένοβας στην οποία αναφέρει ότι δεν είναι στις προθέσεις του να πολεμήσει τη θρησκεία των προγόνων τους με την οποία γεννήθηκαν και οι ίδιοι.[15] Δεν μπορεί να δημιουργήσει καμιά θρησκεία με εντολή δική του, ο καθένας πρέπει να πιστεύει σε αυτό που νομίζει σωστό ο ίδιος.[16] Στην εξωτερική του πολιτική φαίνεται ότι κυβέρνησε σαν ανεξάρτητος βασιλιάς, οι στόχοι του ήταν κυρίως να ενισχύσει τις συμμαχίες του με τους βάρβαρους μέσω των γάμων των μελών της οικογένειας του.[17] Οι κόρες του παντρεύτηκαν τον Βησιγότθο βασιλιά Αλάριχο Β' και τον Σιγισμούνδο της Βουργουνδίας, η αδελφή του Αμαλφρίδα παντρεύτηκε τον βασιλιά των Βανδάλων Θρασαμούνδο ενώ ο ίδιος παντρεύτηκε την αδελφή του Χλωδοβίκου Α΄ Αυδοφλέδα.[18][19][20] Οι πολιτικές αυτές δεν στάθηκαν αρκετές στη διατήρηση της ειρήνης, ο Θεοδώριχος βρέθηκε σε πόλεμο με τον Κλόβη όταν ο τελευταίος επιτέθηκε στο Βησιγοτθικό βασίλειο της Γαλατίας (506), οι Φράγκοι σκότωσαν τον Αλάρικ στη Μάχη του Βουγιέ και υπέταξαν τη Γαλατική Ακουιτανία (507). Ο Θεοδώριχος ξεκίνησε επιτυχή αντεπίθεση (508) στη νότια Γαλατία, κέρδισε τη Σεπτιμανία για λογαριασμό των Βησιγότθων και κατόρθωσε να επεκτείνει την κυριαρχία των Οστρογότθων στην Προβηγκία. Οι Οστρογότθοι είχαν πλέον κοινά σύνορα με τους Βησιγότθους και μετά τον θάνατο του Αλάρικ διετέλεσε αντιβασιλιάς και κηδεμόνας του ανήλικου εγγονού του Αμαλάρικ.[21] Οι στενοί δεσμοί διατηρήθηκαν λίγο καθώς ο Σιγισμούνδος οπαδός της εκκλησίας των Χαλκηδονίων είχε στενούς δεσμούς με την Κωνσταντινούπολη. Ο Θεοδώριχος τον θεώρησε απειλή και αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του, οι Φράγκοι απάντησαν γρήγορα καταλαμβάνοντας τη Βουργουνδία (523), ο Θεωδόριχος το μόνο που κατόρθωσε να κάνει ήταν να επεκτείνει τις κτήσεις του στην Προβηγκία μέχρι τον ποταμό Ισερέ. Η ειρήνη που πραγματοποίησε με τους Βανδάλους επικυρώθηκε με τον γάμο της αδελφής του Αμαλφρίδας με τον βασιλιά των Βανδάλων Θρασαμούνδο αφού ήταν και οι δυο Αρειανοί με κοινά συμφέροντα εναντίον της Κωνσταντινούπολης αλλά η συμμαχία διαλύθηκε μετά τον θάνατο του Θρασαμούνδου (523). Ο διάδοχος του Χιλδέριχος έδειξε ενδιαφέρον στους Καθολικούς της Νίκαιας και όταν η Αμαλφρίδα αντιστάθηκε τη σκότωσε μαζί με ολόκληρη τη συνοδεία της, ο Θεοδώριχος την εποχή του θανάτου του αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον του.[22]

Θρησκευτικές συγκρούσεις του Θεοδώριχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ανάκτορα του Θεοδώριχου του Μέγα

Οι σχέσεις του Θεοδώριχου με τον νόμιμο κυρίαρχο του τον αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν συχνά τεταμένες, ιδιαίτερα την εποχή του Αναστασίου δημιουργήθηκαν πολλές τοπικές συγκρούσεις αλλά δεν κατέληξε καμία σε πόλεμο. Την περίοδο 504 - 505 οι δυνάμεις του Θεοδώριχου ξεκίνησαν εκστρατεία για την ανάκτηση της Παννονίας με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πόλη Σρέμσκα Μιτρόβιτσα και πολλά άλλα τμήματα της πραιτωριανής νομαρχίας της Ιταλίας τα οποία κατείχαν οι Γέπιδες.[23] Η εκστρατεία ήταν επιτυχής, στη σύγκρουση με τον αυτοκρατορικό στρατό οι Γότθοι και οι σύμμαχοι τους ήταν νικητές. Τα Ακακιανά σχίσματα ανάμεσα στα πατριαρχεία της Ρώμης και της Κωνσταντινούπολης σε συνδυασμό με τις μονοφυσιτικές πεποιθήσεις του αυτοκράτορα Αναστασίου χρησιμοποιήθηκαν σαν ισχυρό διαπραγματευτικό μέσο για τον Θεοδώριχο μέχρι την εποχή που ο κλήρος και η αριστοκρατία της Ρώμης υπό την ηγεσία του πάπα Σύμμαχου αντιτάχθηκαν σφοδρά εναντίον του.[24]. Ο πόλεμος ανάμεσα στους Φράγκους και στους Βησιγότθους έφερε νέα ένταση ανάμεσα στον Θεοδώριχο και τον αυτοκράτορα, ο Κλόβις είχε κερδίσει την αυτοκρατορική υποστήριξη καθώς θεωρήθηκε ο ηγέτης των δυτικών στον αγώνα της χριστιανικής εκκλησίας εναντίον των Αρειανών. Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έστειλε στόλο που λεηλάτησε τις ακτές της Απουλίας (508).[25] Με την άνοδο στον αυτοκρατορικό θρόνο του Ιουστίνου Α΄ αποκαταστάθηκε μια περισσότερο αρμονική σχέση με τον Θεοδώριχο (518), ο γαμπρός και διάδοχος του Θεοδώριχου Ευθαρίκ διορίστηκε αυτοκρατορικός σύμβουλος (519) ενώ με τη διάλυση του σχίσματος των Αρειανών (522) επετράπη στον Θεοδώριχο να διορίσει προξένους.[26] Σύντομα ξέσπασαν νέες εντάσεις σαν αποτέλεσμα της αντι-Αρειανής νομοθεσίας του Ιουστίνου, μέλη της Γερουσίας που ήταν Χαλκηδονικοί σύντομα δήλωσαν την υποστήριξη τους στον αυτοκράτορα. Οι υποψίες του Θεοδώριχου επιβεβαιώθηκαν με τις επιστολές που βρέθηκαν μεταξύ των γερουσιαστών και της Κωνσταντινούπολης οι οποίες είχαν σαν αποτέλεσμα τη σύλληψη και την εκτέλεση του Βοήθειου (524). Ο Πάπας Ιωάννης Α΄ απεστάλη στην Κωνσταντινούπολη προκειμένου να διαπραγματευτεί εκ μέρους των Αρειανών, στην επιστροφή του φυλακίστηκε και πέθανε στη φυλακή, οι ενέργειες αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα να μειωθούν σημαντικά τα αρνητικά αισθήματα εναντίον των Γότθων.[27]

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι Οστρογότθοι μετά τον θάνατο του Θεοδώριχου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ευθαρίκ πέθανε (523) στη συνέχεια πέθανε και ο ίδιος ο Θεοδώριχος στις 30 Αυγούστου 526 με αποτέλεσμα το βασίλειο των Οστρογότθων να πέσει σε μεγάλη παρακμή, τον διαδέχθηκε ο ανήλικος εγγονός του Αταλάριχος υπό την κηδεμονία της μητέρας του Αμαλασούνθας. Η έλλειψη ενός ισχυρού διαδόχου οδήγησε όχι μονάχα στην εξασθένιση του βασιλείου των Οστρογότθων αλλά και στη δυναμική άνοδο όλων των αντιπάλων τους. Οι Βησιγότθοι κέρδισαν την αυτονομία τους με βασιλιά τον Αμαλαρίκ, οι σχέσεις με τους Βανδάλους έγιναν εχθρικές, οι Φράγκοι επεκτάθηκαν υποτάσσοντας τους Θουρίγγιους και τους Βουργούνδιους διώχνοντας τους Βησιγότθους από τις τελευταίες κτήσεις τους στη νότια Γαλατία. Ο ρόλος της κυρίαρχης πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στη δύση ο οποίος μέχρι τότε ανήκε στους Γότθους πέρασε πλέον στους Φράγκους. [28] Το κλίμα εντάθηκε περισσότερο χάρη στη φιλορωμαϊκή πολιτική της Αμαλασούνθας η οποία είχε εκπαιδευτεί στην Κωνσταντινούπολη και ήθελε να συμφιλιώσει τους Γότθους με τους Ρωμαίους, αυτό δυσαρέστησε έντονα τους Γότθους ευγενείς. Προσπάθησε από την πρώτη στιγμή να κερδίσει την υποστήριξη του νέου αυτοκράτορα Ιουστινιανού του Μέγα στον οποίο είχε προσφέρει βάσεις στη Σικελία κατά τη διάρκεια των πολέμων του με τους Βανδάλους. Οι Γότθοι ευγενείς όμως πέρα από την αντιπάθεια τους στην Ανατολική Ρώμη δεν μπορούσαν να δεχτούν να τους κυβερνάει μια γυναίκα η οποία ήθελε να στείλει τον γιο της Αθαλαρίκ στην Κωνσταντινούπολη να πάρει Ρωμαϊκή εκπαίδευση, οι ίδιοι αντίθετα τον ήθελαν βασιλιά - στρατιώτη. Οι εντάσεις αυτές οδήγησαν τον νεαρό Αταλάριχο σε φθορά της υγείας του και σε πρόωρο θάνατο.[29] Οι Γότθοι ευγενείς συνωμότησαν να ανατρέψουν την Αμαλασούνθα, η ίδια κατέφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει τη βοήθεια και την προστασία του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, με την εκτέλεση των τριών αρχηγών της συνωμοσίας κατάφερε να διατηρήσει τη θέση της μέχρι την ασθένεια του Αταλάριχου (533).[30]

Ανατροπή των Οστρογότθων από τον Ιουστινιανό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Αμαλασούνθα προσπάθησε να κερδίσει την υποστήριξη του μοναδικού συγγενή της του ξαδέλφου της Θεόδατου ο οποίος ήταν απεσταλμένος στην αυλή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού προκειμένου να διαπραγματευτεί την υποταγή της Ιταλίας στον ίδιο. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός έστειλε με τη σειρά του τον απεσταλμένο του Πέτρο Πατρίκιο να διαπραγματευτεί αλλά πριν φτάσει στην Ιταλία ο νεαρός Αταλάριχος πέθανε πρόωρα στις 2 Οκτωβρίου 534. Η Αμαλασούνθα έστεψε νέο βασιλιά τον Θεόδατος αλλά ο ίδιος την εκθρόνισε και τη φυλάκισε, η πρώτη δουλειά του νέου βασιλιά ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη του αυτοκράτορα γι'αυτό έστειλε απεσταλμένους στον Ιουστινιανό να του εγγυηθεί την υποταγή του και την ασφάλεια της Αμαλασούνθας.[31] Ο Ιουστινιανός δήλωσε τη στήριξη του στην εκθρονισμένη βασίλισσα αλλά ο Θεόδατος την εκτέλεσε τον Μάιο του 535. Ο Ιουστινιανός εξοργισμένος από την εκτέλεση της βασίλισσας μετά τον θρίαμβο του στους Βανδάλους αποφάσισε να κηρύξει ανοιχτά τον πόλεμο εναντίον των Γότθων, ο Θεόδατος προσπάθησε να μεταπείσει τον Ιουστινιανό με τους απεσταλμένους του αλλά εκείνος ήταν ακλόνητος στην απόφαση του. Οι Γοτθικοί Πόλεμοι ανάμεσα στο βασίλειο των Οστρογότθων και την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διήρκεσαν από το 535 έως το 554 στην Ιταλία, τη Δαλματία, τη Σικελία και την Κορσική. Οι πόλεμοι έγιναν σε δυο φάσεις: η πρώτη μεταξύ 535 - 540 και η δεύτερη έληξε με την πτώση της Ραβέννας και την ανακατάληψη της Ιταλίας από τους Βυζαντινούς. Στη διάρκεια της δεύτερης φάσης η αντίσταση του Γοτθικού στρατού υπό τον βασιλιά Τωτίλα ενάντια στον Βυζαντινό στρατό του βασιλιά Ναρσή ήταν πολύ σκληρή, ο Ναρσής είχε επιπλέον να αντιμετωπίσει την αντίσταση των Φράγκων και των Αλαμανών. Ο Ιουστινιανός κήρυξε την ίδια χρονιά την Ιταλική χερσόνησο σαν τμήμα της αυτοκρατορίας του που θα τη διατηρήσει ολόκληρη μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 560. Οι Βυζαντινοί μετά τον θρίαμβο τους στάθηκαν ανίκανοι να υπερασπιστούν την Ιταλική χερσόνησο από τους Λομβαρδούς οι οποίοι το 568 ανακατέλαβαν το μεγαλύτερο τμήμα της.

Κατάλογος των Οστρογότθων βασιλέων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τέχνες και γράμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής του βασιλείου οι λαοί δεν πρόλαβαν να συγχωνευτούν σε έναν ομογενή λαό. Ο Θεοδώριχος και η κόρη του Αμαλασούνθα έκαναν μεγάλες προσπάθειες για την ανακατασκευή των αρχαίων Ρωμαϊκών κτιρίων, συνεχίζοντας την παράδοση της Ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής έκτισαν μεγάλο αριθμό από εκκλησίες και κτίρια ιδιαίτερα στην Ραβέννα τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Η βασιλική του Αγίου Απωλλινάριου και το αρχιεπισκοπικό παρεκκλήσι με την κλασσική Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική ήταν τα σημαντικότερα δείγματα. Το μαυσωλείο του Θεοδώριχου με Γοτθικές μορφές ήταν κατασκευασμένο όχι με το κλασσικό τούβλο αλλά με μεγάλες πλάκες ασβεστόλιθου από την Ίστρια, η οροφή είναι κατασκευασμένη από 300 τεμάχια. Τα περισσότερα από το Οστρογοτθικά κείμενα που σώζονται ήταν γραμμένα στη Λατινική γλώσσα, η λογοτεχνία συνέχισε την Ελληνορωμαϊκή παράδοση, ο Κασσιόδωρος ο οποίος ήταν ανώτερος βασιλικός υπάλληλος έγραψε τα σημαντικότερα έργα εκείνη την περίοδο. Ο Βοήθειος ήταν άλλη μια μεγάλη πνευματική φυσιογνωμία εκείνης της περιόδου που έγραψε πολλά έργα για τα μαθηματικά, τη μουσική και τη φιλοσοφία, το πιο διάσημο έργο του την "Παρηγορία της φιλοσοφίας" το έγραψε όταν ήταν φυλακισμένος για προδοσία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. http://www.thelatinlibrary.com/cassiodorus/varia2.shtml
  2. Jordanes, Getica, 271
  3. Bury (1923), Ch. XII, pp. 413-421
  4. Bury (1923), Ch. XII, pp. 413-421
  5. "At this time, Odovacar overcame and killed Odiva in Dalmatia", Cassiodorus, Chronica 1309, s.a.481
  6. Bury (1923), Ch. XII, pp. 406-412
  7. Bury (1923), Ch. XII, p. 422
  8. Bury (1923), Ch. XII, pp. 422-424
  9. Bury (1923), Ch. XII, pp. 454-455
  10. Bury (1923), Ch. XII, pp. 454-455
  11. Bury (1923), Ch. XIII, pp. 422-424
  12. Bury (1923), Ch. XIII, pp. 422-424
  13. Bury (1923), Ch. XVIII, pp. 153-155
  14. Bury (1923), Ch. XIII, p. 459
  15. Cassiodorus, Variae, IV.33
  16. Cassiodorus, Variae, II.27
  17. Jordanes, Getica 303
  18. Jordanes, Getica, 297
  19. Jordanes, Getica, 299
  20. Bury (1923), Ch. XIII, pp. 461-462
  21. Bury (1923), Ch. XIII, p. 462
  22. Procopius, De Bello Vandalico I.VIII.11-14
  23. Bury (1923), Ch. XIII, p. 464
  24. Bury (1923), Ch. XIII, p. 464
  25. Bury (1923), Ch. XIII, p. 464
  26. Bury (1923), Ch. XVIII, pp. 152-153
  27. Bury (1923), Ch. XVIII, p. 157
  28. Bury (1923), Ch. XVIII, p. 161
  29. Bury (1923), Ch. XVIII, pp. 159-160
  30. Bury (1923), Ch. XVIII, pp. 163-164
  31. Bury (1923), Ch. XVIII, pp. 163-164

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Procopius, De Bello Gothico, Volumes I-IV
  • Jordanes, De origine actibusque Getarum ("The Origin and Deeds of the Goths"), translated by Charles C. Mierow.
  • Cassiodorus, Chronica
  • Cassiodorus, Varia epistolae ("Letters"), at the Project Gutenberg
  • Anonymus Valesianus, Excerpta, Pars II
  • Edward Gibbon, History of the Decline and Fall of the Roman Empire Vol. IV, Chapters 41 & 43
  • Amory, Patrick (2003). People and Identity in Ostrogothic Italy, 489-554. Cambridge University Press.
  • Barnwell, P. S. (1992). Emperor, Prefects & Kings: The Roman West, 395-565. UNC Press.
  • Burns, Thomas S. (1984). A History of the Ostrogoths. Boomington.
  • Bury, John Bagnell (1923). History of the Later Roman Empire Vols. I & II. Macmillan & Co., Ltd.
  • Heather, Peter (1998). The Goths. Blackwell Publishing.
  • Wolfram, Herwig; Dunlap, Thomas (1997). The Roman Empire and its Germanic peoples. University of California Press.
  • Eugenijus Jovaisa, Aisciai: Kilme

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]