Βάουμπζιχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 50°46′0″N 16°17′0″E / 50.76667°N 16.28333°E / 50.76667; 16.28333

Βάουμπζιχ

Σημαία

Έμβλημα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Βάουμπζιχ
50°46′0″N 16°17′0″E
ΧώραΠολωνία[1]
Διοικητική υπαγωγήΒοεβοδάτο Κάτω Σιλεσίας
Έκταση84,8 km²
Υψόμετρο350 μέτρα
Πληθυσμός104.401 (31  Μαρτίου 2021)[2]
Ταχ. κωδ.58-300 à 58-309
58-314 et 58-316
Ζώνη ώραςUTC+01:00 (επίσημη ώρα)
UTC+02:00 (θερινή ώρα)
ΙστότοποςΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Το Βάουμπζιχ (πολωνικά: Wałbrzych, γερμανικά: Waldenburg, σιλεσικά: Wałbrzich, σιλεσικά γερμανικά: Walmbrig ή Walmbrich, τσέχικα: Valbřich) είναι πόλη του Βοεβοδάτου Κάτω Σιλεσίας στη νοτιοδυτική Πολωνία. Την περίοδο 1975-1998 ήταν η πρωτεύουσα του Βοεβοδάτου Βάουμπζιχ και τώρα είναι η έδρα του Πόβιατ Βάουμπζιχ. Το Βάουμπζιχ βρίσκεται περίπου 70 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας του βοεβοδάτου, Βρότσουαφ και περίπου 30 χιλιόμετρα από τα τσεχικά σύνορα. Έχει πληθυσμό περίπου 111.300 κατοίκων, που το καθιστά τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη στο βοεβοδάτο και την 33η μεγαλύτερη στη χώρα.

Το Βάουμπζιχ ήταν κάποτε ένα σημαντικό μεταλλευτικό και βιομηχανικό κέντρο παράλληλα με το μεγαλύτερο μέρος της Σιλεσίας. Η πόλη έμεινε άθικτη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και διαθέτει πλούσια ιστορική αρχιτεκτονική, όπου μεταξύ των οποίων το πιο αναγνωρίσιμο ορόσημο είναι το Κάστρο Κσιόνς, το μεγαλύτερο κάστρο της Κάτω Σιλεσίας και το τρίτο μεγαλύτερο στην Πολωνία.

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον επίσημο ιστότοπο της πόλης, το πρώιμο πολωνικό όνομα του οικισμού ήταν το Lasogród («δασικό κάστρο»).[3] Το γερμανικό όνομα Waldenburg (που επίσης σημαίνει «δασικό κάστρο») αναφέρεται στο κάστρο του Νόβι Ντβουρ (γερμανικά: Burg Neuhaus), του οποίου τα ερείπια βρίσκονται νότια της πόλης. Το όνομα χρησιμοποιήθηκε για ολόκληρο τον οικισμό.[4] Εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 15ο αιώνα.[5] Το σύγχρονο πολωνικό όνομα «Wałbrzych» προέρχεται από το γερμανικό όνομα Walbrich (Βάλμπριχ), μια μεταγενέστερη μεσαιωνική γλωσσική παραλλαγή των παλαιότερων ονομάτων «Wallenberg» ή «Walmberg».[6]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεσαίωνας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σφραγίδα του Δούκα Μπόλκο Α΄ του Αυστηρού.

Πολωνικά πηγές αναφέρουν τον προκάτοχό της πόλης, Lasogród (Λασόγκρουντ), ως ένα πρώιμο μεσαιωνικό γκορντ οικισμό,[7] του οποίου οι κάτοικοι ασχολούνται με το κυνήγι, τη συλλογή του μελιού, και αργότερα τη γεωργία. Το Λασόγκρουντ τελικά εξελίχθηκε σε αμυντικό φρούριο, τα ερείπια του οποίου καταστράφηκαν τον 19ο αιώνα κατά την επέκταση της πόλης.[8] Ωστόσο, ορισμένες γερμανικές πηγές αναφέρουν ότι κανένα αρχαιολογικό ή γραπτό αρχείο δεν υποστηρίζει έννοιες για έναν πρώιμο δυτικό σλαβικό ή λεχιτικό οικισμό, ούτε την ύπαρξη κάστρου πριν από τα τέλη του 13ου αιώνα.[9]  Αρνούνται επίσης την ιδέα ότι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα η περιοχή του Βάουμπζιχ αποτελούσε μέρος ενός μη κατοικημένου δάσους της Σιλεσίας.[10][11][12]

Σύμφωνα με τον Πολωνό ιστορικό του 17ου αιώνα, Εφραίμ Νάσο, το Βάουμπζιχ ήταν ένα μικρό χωριό το 1191.[13] Αυτός ο ισχυρισμός απορρίφθηκε από γερμανικές πηγές του 19ου αιώνα[14]  και από τον Γερμανό ιστορικό Χούγκο Βετσέρκα,[15] που λέει ότι η πόλη ιδρύθηκε μεταξύ 1290 και 1293, και αναφερόταν ως Waldenberc το 1305.[4]  Τοποθετεί την πόλη κοντά στο Νόβι Ντβουρ (γερμανικά: Neuhaus), που χτίστηκε από τον Μπόλκο Α΄ τον Αυστηρό του Οίκου των Πιαστ. Ο ιστότοπος της πόλης, ωστόσο, αναφέρει το κτίριο του κάστρου ως ξεχωριστό γεγονός το 1290.[3] Ένα μέρος του κάστρου του Νόβι Ντβουρ, ένα αρχοντικό που χτίστηκε τον 17ο αιώνα, καταστράφηκε τον 19ο αιώνα.[16] Ωστόσο, η περιοχή έγινε μέρος της Πολωνίας μετά την ίδρυση του κράτους υπό τον Οίκο των Πιαστ τον 10ο αιώνα και κατά τη διάρκεια του κατακερματισμού της Πολωνίας ήταν μέρος πολλών υπό πολωνικό έλεγχο δουκάτων, το τελευταίο από τα οποία ήταν το Δουκάτο της Σφιντνίτσα[17] έως το 1392 και αργότερα ήταν επίσης μέρος του Στέμματος της Βοημίας και του Βασιλείου της Ουγγαρίας.

Ο οικισμός αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως πόλη το 1426, αλλά δεν έλαβε τα δικαιώματα κατοχής αγορών ή άλλων προνομίων λόγω του ανταγωνισμού των γειτονικών πόλεων και της ασήμαντης σημασίας των ντόπιων ιδιοκτητών. Στη συνέχεια, η πόλη έγινε ιδιοκτησία των Σιλέσιων ιπποτικών οικογενειών, αρχικά της οικογένειας Σάφγκοτς το 1372, αργότερα της Τσετριτζες, και από το 1738, της οικογένειας Χούχμπεργκ, ιδιοκτητών του Κάστρου Κσιόνς.

Σύγχρονη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη του 19ου αιώνα του Κάστρου Κσιόνς.

Η εξόρυξη άνθρακα στην περιοχή αναφέρθηκε για πρώτη φορά το 1536. Ο οικισμός μετατράπηκε σε βιομηχανικό κέντρο στις αρχές του 19ου αιώνα, όταν άνθισε η εξόρυξη άνθρακα και η υφαντουργία.

Ως αποτέλεσμα του Πρώτου Σιλεσικού Πολέμου, η πόλη προσαρτήθηκε στο Βασίλειο της Πρωσίας το 1742 και στη συνέχεια έγινε μέρος της Γερμανίας το 1871. Το 1843, η πόλη απέκτησε την πρώτη σιδηροδρομική σύνδεση, η οποία τη συνέδεε με το Μπρέσλαου (τώρα Βρότσουαφ, Πολωνία). Στις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάστηκαν μια υαλουργία και ένα μεγάλο εργοστάσιο παραγωγής πορσελάνινων σκευών, τα οποία λειτουργούν ακόμα σήμερα. Το 1939, η πόλη είχε περίπου 65.000 κατοίκους. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί δημιούργησαν μονάδες εργασίας για τους Ιταλούς από το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Stalag VIII-A[18] και δύο υποστρατόπεδα του στρατοπέδου συγκέντρωσης Γκρος-Ρόζεν, που προορίζονταν για Εβραίους, τα οποία βρίσκονταν στις σημερινές περιοχές Γκάι και Κσιόνς.[19] Κατακτήθηκε από τον Σοβιετικό Κόκκινο Στρατό στις 8 Μαΐου 1945 - συμπτωματικά, την ημέρα που τελείωσε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στην Ευρώπη.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Βάλντενμπουργκ έγινε μέλος της Πολωνίας υπό τις συνοριακές αλλαγές που ζήτησε η Σοβιετική Ένωση στη Διάσκεψη του Πότσδαμ και μετονομάστηκε στο ιστορικό πολωνικό όνομα του,[20][21] Βάουμπζιχ. Πολλοί από τους Γερμανούς που ζούσαν στην πόλη διέφυγαν ή απελάθηκαν. Η πόλη κατοικήθηκε από τους Πολωνούς που εκδιώχθηκαν από την πρώην ανατολική Πολωνία που προσαρτήθηκε από τη Σοβιετική Ένωση, ιδίως από τις Μπορίσουαφ, Ντροχόμπιτς και Στανισουάβουφ, καθώς και από Πολωνούς που επέστρεφαν από τη Γαλλία και το Βέλγιο και από την καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία.[17] Το Βάουμπζιχ ήταν μία από τις λίγες περιοχές όπου ένας αριθμός Γερμανών[22] παρέμεινε, καθώς κρίθηκε απαραίτητος για την οικονομία, π.χ. εξόρυξη άνθρακα.[23] Μια εθνοτική γερμανική κοινωνία διατηρείται στο Βάουμπζιχ από το 1957. Έλληνες πρόσφυγες του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, εγκαταστάθηκαν στο Βάουμπζιχ τη δεκαετία του 1950.[24]

Η πόλη ήταν σχετικά άθικτη από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και ως αποτέλεσμα του συνδυασμού των γειτονικών διοικητικών περιοχών με την πόλη και της κατασκευής νέων κατοικιών, το Βάουμπζιχ επεκτάθηκε γεωγραφικά. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λόγω νέων κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, ελήφθη απόφαση να κλείσει τα ανθρακωρυχεία της πόλης. Το 1995, ένα Μουσείο Βιομηχανίας και Τεχνολογίας ιδρύθηκε στις εγκαταστάσεις του παλαιότερου ανθρακωρυχείου στην περιοχή, του KWK THOREZ. Το 2005, η ταινία Komornik γυρίστηκε μέσα και γύρω από το Βάουμπζιχ.

Το 2015, το Βάουμπζιχ έγινε ευρέως γνωστό λόγω της αναζήτησης ενός φερόμενου θαμμένου ναζιστικού τρένου με χρυσό, το οποίο ωστόσο δεν βρέθηκε.

Αθλητισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αδελφοποιημένες πόλεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βάουμπζιχ είναι αδελφοποιημένο με:[25][26]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. (Γερμανικά, Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, Ιταλικά) archINFORM. 1411. Ανακτήθηκε στις 6  Αυγούστου 2018.
  2. bdl.stat.gov.pl/api/v1/data/localities/by-unit/030210365011-0983681?var-id=1639616&format=jsonapi. Ανακτήθηκε στις 7  Οκτωβρίου 2022.
  3. 3,0 3,1 «Portal Urzędu Miejskiego w Wałbrzychu». um.walbrzych.pl. 
  4. 4,0 4,1 Βετσέρκα, σελ.555.
  5. «Witamy w PORADNI JĘZYKOWEJ». us.edu.pl. 
  6. Μπάρμπαρα Τσόπεκ, Adaptacje niemieckich nazw miejscowych w języku polskim, 1995, σελ.55, (ISBN 83-85579-33-8)
  7. Słownik geograficzno-krajoznawczy Polski Maria Irena Mileska 1994 σελ. 781 Wydawn.
  8. «Historia Wałbrzycha». Wałbrzych City Office. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2009. 
  9. Vorgeschichtliche Funde innerhalb des Stadtgebietes sind spärlich und zweifelhaft in der Deutung, so daß eine frühe Dauersiedlung nicht angenommen werden kann.
  10. Auch der Grenzwald spricht dagegen.
  11. Μπάντστουμπνερ, σελ.2.
  12. Πέτρι, σελ.11.
  13. Kronika wałbrzyska Wałbrzyskie Towarzystwo Kultury, Państwowe Wydawnictwo Naukowe 1985 σελ. 231
  14. Allgemeine Deutsche Biographie, Band 23, σελ. 261, Markgraf, Duncker & Humblot, 1886
  15. Die Behauptung, die "Waldenburg" sei 1191 erbaut worden (Naso), ist nicht haltbar.
  16. Βετσέρκα, σελ.341.
  17. 17,0 17,1 «Historia». Portal Urzędu Miejskiego w Wałbrzychu (στα Πολωνικά). Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2020. 
  18. Ντορότα Σούλα, Jeńcy włoscy na Dolnym Śląsku w czasie II wojny światowej, "Łambinowicki rocznik muzealny" 33, 2010, σελ. 66 (στα πολωνικά)
  19. «Subcamps of KL Gross- Rosen». Gross-Rosen Museum in Rogoźnica. Ανακτήθηκε στις 7 Μαρτίου 2020. 
  20. Polski Kalendarz Katolicki dla Kochanych Wiarusów Prus Zachodnich page 77 http://www.wbc.poznan.pl/dlibra/docmetadata?id=259791&from=&dirids=1&ver_id=&lp=2&QI=
  21. Katalog Prowincyonalnej wystawy przemysłowej w Poznaniu 1895 σελ. 71 Werbebeilage http://www.wbc.poznan.pl/dlibra/docmetadata?id=130018&from=&dirids=1&ver_id=&lp=7&QI=
  22. Werner Besch, Dialektologie: Ein Handbuch zur Deutschen und allgemeinen Dialektforschung, Walter de Gruyter, 1982, σελ.178, (ISBN 3-11-005977-0)
  23. Στέφαν Βολφ, German Minorities in Europe: Ethnic Identity and Cultural Belonging, Berghahn Books, 2000, σελ.79, (ISBN 1-57181-504-X)
  24. Ιζαμπέλα Κουμπασιέβιτς, Emigranci z Grecji w Polsce Ludowej.
  25. «Miasta partnerskie». poznaj.um.walbrzych.pl (στα Πολωνικά). Wałbrzych. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2020. 
  26. «Umowa z Cape Breton podpisana». poznaj.um.walbrzych.pl (στα Πολωνικά). Wałbrzych. 14 Ιανουαρίου 2019. Ανακτήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 2020. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βικιθήκη έχει το κείμενο της Encyclopædia Britannica, 11η έκδοση (1911), για το λήμμα Waldenburg.