Αιχμάλωτος πολέμου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυστρο-Ούγγροι αιχμάλωτοι πολέμου. Ρωσία, 1915.

Με τον αρχικό όρο αιχμάλωτος, ή τον σύγχρονο αιχμάλωτος πολέμου, ορίζεται γενικά οποιοσδήποτε άνθρωπος που χάνει την ελευθερία του δια της βίας των όπλων και ειδικότερα «εν καιρώ πολέμου», σε αντιδιαστολή με τους συλληφθέντες υπό άλλης μορφής ένοπλης βίας ή απειλής (π.χ. υπό ληστών, πειρατών, τρομοκρατών, αγρίων ή ημιάγριων λαών κ.λπ.) που χαρακτηρίζονται "όμηροι".
Του ορισμού αυτού εξαιρούνται βεβαίως οι συλληφθέντες υπό νομίμων Αρχών στο εσωτερικό μιας χώρας για διάφορες αιτίες που χαρακτηρίζονται "κρατούμενοι".

Στη στενότερη έννοια του όρου περιλαμβάνονται μόνο οι συλληφθέντες μαχητές αντίπαλου στρατού και όχι ο «άμαχος πληθυσμός». Άλλωστε η λέξη αιχμάλωτος είναι αρχαία ελληνική που σημαίνει ο δια της «αιχμής» (του δόρατος) «αλωθείς» (κυριευθείς). Εξ ου και στην αρχαία Ελλάδα οι αιχμάλωτοι ονομάζονταν επίσης και «δορυάλωτοι»

Ιστορική ανασκόπηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έννοια του αιχμάλωτου είναι τόσο παλιά όσο και οι πόλεμοι στην ιστορία της ανθρωπότητας. Αρχικά, στους πρωτόγονους λαούς οι πόλεμοι ήταν τελείως εξοντωτικοί. Οι ηττημένοι όχι μόνο όφειλαν να υποταγούν στους νικητές αλλά και να εξαφανισθούν τελείως από «προσώπου της γης» (κατά την ιδιωματική έκφραση). Δυστυχώς όμως αυτό παρατηρήθηκε και πολύ αργότερα και από πολιτισμένους αποικιοκρατικούς λαούς σε βάρος ιθαγενών κατοίκων νέων χωρών. Την εποχή εκείνη, αιχμάλωτοι θεωρούνταν όχι μόνο οι μαχητές, αλλά και ολόκληρος ο πληθυσμός μιας περιοχής (πόλης ή χώρας) που καταλαμβάνονταν με συνέπεια να ακολουθούν γενικές σφαγές αδιακρίτως γένους, ηλικίας κ.λπ. Η Παλαιά Διαθήκη βρίθει από παρόμοιες δραστηριότητες.

Παρά ταύτα η διατήρηση της ζωής των αιχμαλώτων και η χρησιμοποίησή τους σε διάφορες εργασίες εμφανίζεται πολύ αργότερα με την εξέλιξη του πολιτισμού και μάλιστα επί οικονομικής βάσης, όταν έγινε αντιληπτή η ανάγκη εξεύρεσης περισσότερων εργατικών χεριών, παρά σε ηθική βάση, όπως πολλοί ερευνητές θέλουν να υποστηρίζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν αυτό της αρχαίας Αθήνας, η Δημοκρατία της οποίας χρησιμοποιούσε τους αιχμαλώτους της στα μεταλλεία του αρχαίου Λαυρίου, αν και δεν είχε εξαλειφθεί ακόμη και το ενδεχόμενο της θανάτωσής τους, ή όπως επίσης και οι είλωτες στην αρχαία Σπάρτη.

Έτσι σιγά – σιγά άρχισε να παρατηρείται η επιλογή των αιχμαλώτων προς διατήρηση της ζωής τους, λαμβάνοντας υπόψη τη σωματική τους παράσταση, αλλά και της ομορφιάς των γυναικών. Η τύχη όμως αυτών που τους «χαρίζονταν η ζωή» στη πραγματικότητα ήταν χειρότερη από εκείνων που φονεύονταν, αφού οι αιχμάλωτοι πλέον ήταν σκλάβοι, «αντικείμενα», υπό την απόλυτη εξουσία των κυρίων τους.

Κορεάτες αιχμάλωτοι κατά τον Πόλεμο της Κορέας.

Οι τύχες των αιχμαλώτων σε μεγάλες ιστορικές περιόδους του παγκόσμιου πολιτισμού αποτελούν χωρίς καμία αμφιβολία τα θλιβερότερα κεφάλαιά του. Τα πρώτα εν τούτοις βήματα βελτίωσης της τύχης αυτών παρατηρούνται στην αρχαία ιστορική Ελλάδα με την σημειούμενη «ανταλλαγή αιχμαλώτων», που όμως δεν μπόρεσαν στη συνέχεια να επικρατήσουν.

Τόσο στη περίοδο της Ρωμαιοκρατίας, όσο και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, η τύχη των αιχμαλώτων επανήλθε στη κατώτερη μοίρα του σκλάβου. Στις μακραίωνες περιόδους αυτές, η τύχη τους εξαρτιόνταν κυρίως από την γενναιοψυχία των Ηγητόρων των εμπολέμων. Αυτός είναι και ο λόγος που καθιστά αδύνατη μια ευρεία και ενιαία ανασκόπηση του θέματος είτε κατά εποχή, είτε κατά έθνη.

Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια μιας κάποιας ευρύτερης κατοχύρωσης της ζωής των αιχμαλώτων ανιχνεύεται στη Γαλλική Επανάσταση, όχι τόσο αυτό καθ΄ αυτό επί των αιχμαλώτων, όσο στη διάδοση των ανθρωπιστικών ιδεών της, δίνοντας έτσι μια νέα κατεύθυνση στη διάσταση του θέματος. Έπρεπε όμως να περάσει άλλος ένας αιώνας, και λίγο περισσότερο, για να μπορέσει το ζήτημα των αιχμαλώτων να πάρει το δρόμο της οριστικής ρύθμισής του, το 1907 με την ίδρυση του Δ.Δ.Δ. της Κ.τ.Ε. που εξελίχθηκε στο σημερινό Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και την συνομολόγηση σχετικών διεθνών συνθηκών «περί αιχμαλώτων πολέμου», που όμως δεν έπαψαν αρκετές φορές και αυτές ακόμη να παραβιάζονται, τόσο στη διάρκεια των δύο Παγκοσμίων Πολέμων, όσο ακόμα και νεότερα σε σημειούμενες εμπόλεμες ζώνες (Κύπρος, Παλαιστίνη, Ιράκ, Αφγανιστάν κ.λπ.).

Διεθνές Δίκαιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημαντικότερες (βασικές) διεθνείς συμβάσεις που συνομολογήθηκαν για τη τύχη των αιχμαλώτων με βάση τις συνεχείς ανανεούμενες αντιλήψεις, περισσότερο ανθρωπιστικές, και των ακολουθουμένων κατά περιπτώσεις μεμονωμένων εφαρμογών είναι κατά σειρά:

  1. Δήλωση των Βρυξελλών του 1894
  2. Σύσκεψη ειρήνης της Χάγης (1899) (Κανονισμοί 1899)
  3. Σύσκεψη ειρήνης της Χάγης (1909) (Κανονισμοί 1909)
  4. Σύμβαση Γενεύης (1929), η μετά τον Α΄ Π.Π., η σημαντικότερη και βασική, "περί νόμων και εθίμων πολέμου".
  5. Σύμβαση Γενεύης (1949), η μετά τον Β΄ Π.Π. σύμβαση που περιλαμβάνει 143 άρθρα και 5 Παραρτήματα. Και τέλος το
  6. Πρωτόκολλο Γενεύης (1977) που συμπλήρωσε με 2 συνομολογούμενα πρόσθετα Πρωτόκολλα την Σύμβαση Γενεύης του 1949.

Σημείωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος «υπό αιχμαλωσία» που σημαίνει την κατάσταση του αιχμαλώτου χρησιμοποιείται ευρύτατα και για τα ζώα, ιδίως για άγρια, ή παραδείσια, ή τροπικά, που συλλαμβάνονται και εκτρέφονται για διάφορους σκοπούς (σε ινστιτούτα έρευνας, ζωολογικούς κήπους, ενυδρεία, τσίρκο κ.λπ.)

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]