two

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /tu/
ομόηχο: too

Αριθμητικό[επεξεργασία]

two (en)

  • δύο
    The two of them divided the profits in half.
    Μοιράσανε οι δυο τους τα κέρδη από μισά.