diet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
diet | diets |
diet (en)
- η δίαιτα
- ↪ I am on a diet to lose weight.
- Κάνω δίαιτα για ν' αδυνατίσω.
- ↪ I am on a diet.
- Είμαι σε δίαιτα.
- ↪ I am on a diet to lose weight.
- η Δίαιτα (νομοθετικό σώμα)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | diet |
γ΄ ενικό ενεστώτα | diets |
αόριστος | dieted |
παθητική μετοχή | dieted |
ενεργητική μετοχή | dieting |
diet (en)
- (αμετάβατο) κάνω δίαιτα, διαιτώμαι, ακολουθώ μια δίαιτα
- ↪ She’s dieting to keep her figure.
- Κάνει δίαιτα για να διατηρήσει τη σιλουέτα της.
- ↪ She’s dieting to keep her figure.
- (μεταβατικό) βάζω κάποιον σε δίαιτα
Πηγές[επεξεργασία]
- diet (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- diet (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 219-220. ISBN 9780194325684., λήμμα: δίαιτα