οικουμενικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Πρόσθεσα μια συνώνυμη λέξη
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Eihel (συζήτηση | συνεισφορές)
Ανάκληση της επεξεργασίας 4028988 του 2A02:85F:3C1:3500:B942:ED81:825D:AB79 (Συζήτηση) test edit suspected (SWMT)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 14: Γραμμή 14:
* '''οικουμενική κίνηση''': η κίνηση που αποσκοπεί στην [[εξομάλυνση]] των διαφορών ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες, ώστε να είναι εφικτή η ένωσή τους
* '''οικουμενική κίνηση''': η κίνηση που αποσκοπεί στην [[εξομάλυνση]] των διαφορών ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες, ώστε να είναι εφικτή η ένωσή τους
* '''οικουμενική κυβέρνηση''': η κυβέρνηση που συγκροτείται με τη [[συναίνεση]] ή τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της [[Βουλή]]ς και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της χώρας
* '''οικουμενική κυβέρνηση''': η κυβέρνηση που συγκροτείται με τη [[συναίνεση]] ή τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της [[Βουλή]]ς και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της χώρας

'''[[συνώνυμο|Συνώνυμο]]'''

παγκόσμιος


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 00:15, 6 Απριλίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικουμενικός η οικουμενική το οικουμενικό
      γενική του οικουμενικού της οικουμενικής του οικουμενικού
    αιτιατική τον οικουμενικό την οικουμενική το οικουμενικό
     κλητική οικουμενικέ οικουμενική οικουμενικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικουμενικοί οι οικουμενικές τα οικουμενικά
      γενική των οικουμενικών των οικουμενικών των οικουμενικών
    αιτιατική τους οικουμενικούς τις οικουμενικές τα οικουμενικά
     κλητική οικουμενικοί οικουμενικές οικουμενικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οικουμενικός < αρχαία ελληνική οἰκουμενικός

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Επίθετο

οικουμενικός

  • αυτός που σχετίζεται με την οικουμένη κι όχι με μεμονωμένες χώρες ή ομάδες ανθρώπων
οικουμενική συνείδηση, οικουμενικοί κίνδυνοι
  • Οικουμενική Σύνοδος: το ανώτατο συλλογικό όργανο της Ορθόδοξης Εκκλησίας που συνέρχεται, όταν συντρέχει κάποιο σοβαρό δογματικό ή γενικότερα θρησκευτικό ζήτημα, και την οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι από κάθε Πατριαρχείο και κάθε αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας
  • οικουμενική κίνηση: η κίνηση που αποσκοπεί στην εξομάλυνση των διαφορών ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες, ώστε να είναι εφικτή η ένωσή τους
  • οικουμενική κυβέρνηση: η κυβέρνηση που συγκροτείται με τη συναίνεση ή τη συμμετοχή όλων των πολιτικών κομμάτων της Βουλής και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων της χώρας

Μεταφράσεις