πατρινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πατρινός η πατρινή το πατρινό
      γενική του πατρινού της πατρινής του πατρινού
    αιτιατική τον πατρινό την πατρινή το πατρινό
     κλητική πατρινέ πατρινή πατρινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πατρινοί οι πατρινές τα πατρινά
      γενική των πατρινών των πατρινών των πατρινών
    αιτιατική τους πατρινούς τις πατρινές τα πατρινά
     κλητική πατρινοί πατρινές πατρινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πατρινός < Πάτρα + -ινός

Επίθετο[επεξεργασία]

πατρινός, -η, -ο

  • αυτός -η, -ο που έχει συνάφεια με την Πάτρα
* πατρινός σύλλογος
* πατρινή αγορά
* πατρινό καρναβάλι

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

* Πατρινός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]