μονόσημος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονόσημος η μονόσημη το μονόσημο
      γενική του μονόσημου της μονόσημης του μονόσημου
    αιτιατική τον μονόσημο τη μονόσημη το μονόσημο
     κλητική μονόσημε μονόσημη μονόσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονόσημοι οι μονόσημες τα μονόσημα
      γενική των μονόσημων των μονόσημων των μονόσημων
    αιτιατική τους μονόσημους τις μονόσημες τα μονόσημα
     κλητική μονόσημοι μονόσημες μονόσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόσημος < μεσαιωνική ελληνική μονόσημος < αρχαία ελληνική μόνος + σῆμα

Επίθετο[επεξεργασία]

μονόσημος, -η, -ο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]