Σωτηρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σωτηρία | οι | Σωτηρίες |
γενική | της | Σωτηρίας | των | Σωτηριών |
αιτιατική | τη | Σωτηρία | τις | Σωτηρίες |
κλητική | Σωτηρία | Σωτηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σωτηρία < θηλυκό του Σωτήρης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σωτηρία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σωτηρία
|