Ντιουκ Έλινγκτον

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ντιούκ Έλινγκτον
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Duke Ellington (Αγγλικά)
ΨευδώνυμοDuke Ellington[1]
Γέννηση29  Απριλίου 1899[2][3][4]
Ουάσινγκτον[5][6]
Θάνατος24  Μαΐου 1974[2][3][4]
Νέα Υόρκη[7][6]
Αιτία θανάτουκαρκίνος του πνεύμονα
Συνθήκες θανάτουφυσικά αίτια
Τόπος ταφήςκοιμητήριο Γούντλον (40°53′6″ s. š., 73°52′18″ z. d.)
ΚατοικίαDuke Ellington House (1939–1969)
ΕθνικότηταΑφροαμερικανοί[8]
Χώρα πολιτογράφησηςΗνωμένες Πολιτείες Αμερικής
ΣπουδέςArmstrong High School
Ιδιότηταπιανίστας[9][6], συνθέτης[10], αυτοβιογράφος, μουσικός της τζαζ, διευθυντής ορχήστρας[11][6], αρχηγός μουσικού συγκροτήματος[12], μουσικός παραγωγός, συνθέτης μουσικών θεμάτων για κινηματογραφικές ταινίες, ενορχηστρωτής, στιχουργός[13] και jazz arranger[14]
ΣύζυγοςΈντνα Τόμσον
ΤέκναΜέρσερ Έλινγκτον
ΚίνημαHarlem Renaissance
Όργαναπιάνο
Είδος τέχνηςτζαζ, σουίνγκ, Γκόσπελ[15] και vocal music[16]
Καλλιτεχνικά ρεύματαHarlem Renaissance
Σημαντικά έργαJust Squeeze Me (But Please Don't Tease Me), It Don't Mean a Thing[17], Solitude[17], Black, Brown and Beige[17], Harlem[17] και Diminuendo and Crescendo in Blue[17]
ΒραβεύσειςΜετάλλιο Σπίνγκαμ (1959)[18], Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας (1969)[19][20], Λεγεώνα της Τιμής, Βραβείο Grammy Συνολικής Προσφοράς (1966)[21], Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Γκράμι (1968), German Film Award for best original music (1957), μέλος στην Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Επιστημών[22], αστέρι στη Λεωφόρο της Δόξας του Χόλιγουντ[23] και Pulitzer Prize Special Citations and Awards
ΙστοσελίδαΕπίσημος ιστότοπος
Commons page Σχετικά πολυμέσα
Ο Ντιουκ Έλινγκτον σε εμφάνισή του στο Hurricane Club (1943)

Ο Έντουαρντ Κένεντι Έλινγκτον (Edward Kennedy "Duke" Ellington, 29 Απριλίου 1899 - 24 Μαΐου 1974), γνωστός περισσότερο ως Ντιουκ Έλινγκτον, ήταν Αμερικανός συνθέτης, ενορχηστρωτής και πιανίστας της τζαζ μουσικής. Θεωρείται μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ στη διάρκεια του 20ού αιώνα.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Έλινγκτον γεννήθηκε το 1899 στην Ουάσινγκτον, γιος του Τζέημς Έντουαρντ Έλινγκτον και της Ντέηζι Κένεντι Έλινγκτον. Ο πατέρας του εργαζόταν ως σερβιτόρος στον Λευκό Οίκο. Οι γονείς του, αν και δεν ήταν επαγγελματίες μουσικοί, είχαν κατάρτιση στο πιάνο και από την ηλικία των επτά ετών, άρχισε μαθήματα και ο ίδιος, παρά το γεγονός πως δεν πίστευε ότι διέθετε ιδιαίτερη κλίση. Αργότερα, όταν σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών άρχισε να παρακολουθεί κρυφά συναυλίες, απέκτησε μεγαλύτερο σεβασμό στη μουσική και αντιμετώπισε τα μαθήματα πιάνου με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Εγκατέλειψε το σχολείο τρεις μήνες πριν την αποφοίτησή του, το 1917, με στόχο να ακολουθήσει επαγγελματική σταδιοδρομία στη μουσική και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να εργάζεται ως πιανίστας σε μαγαζιά της Ουάσινγκτον.

Στα τέλη του 1917, σχημάτισε το πρώτο του μουσικό συγκρότημα, The Duke's Serenaders, με το οποίο πραγματοποίησε εμφανίσεις σε μουσικά κέντρα και ως μουσική συνοδεία σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Το Σεπτέμβριο του 1923, εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Νέα Υόρκη, μαζί με το πενταμελές συγκρότημα The Washingtonians που είχε νωρίτερα σχηματίσει. Το συγκρότημα πραγματοποίησε εμφανίσεις σε διάφορα μουσικά κέντρα, πριν αποτελέσει την μόνιμη ορχήστρα του γνωστού Cotton Club, γεγονός που ενίσχυσε σημαντικά τη φήμη του Έλινγκτον. Παρέμεινε εκεί για ένα διάστημα περίπου τριών ετών, περίοδο κατά την οποία η μεγάλη ορχήστρα του, εξελίχθηκε σε μία από τις δημοφιλέστερες της εποχής, με συμμετοχή σε αυτή αρκετών σημαντικών μουσικών, ενώ ο ίδιος ο Έλινγκτον διακρίθηκε για την ικανότητά του στη σύνθεση.

Το καλοκαίρι του 1933, περιόδευσε με την ορχήστρα του, για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Πραγματοποίησε συναυλίες, αρχικά στη Βρετανία και αργότερα στην Ολλανδία και τη Γαλλία. Η υποδοχή του στην Αγγλία υπήρξε ιδιαίτερα θερμή, λαμβάνοντας επίσης σημαντική κάλυψη από τον τύπο της εποχής. Μετά την επιστροφή του στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνέχισε να πραγματοποιεί ζωντανές εμφανίσεις και ηχογραφήσεις, στη Νέα Υόρκη, το Σικάγο και το Λος Άντζελες. Το 1935, πέθανε η μητέρα του ενώ δύο χρόνια αργότερα σημειώθηκε και ο θάνατος του πατέρα του.

Οι αρχές της δεκαετίας του 1940, θεωρούνται ως η περίοδος της δημιουργικής ακμής του Έλινγκτον, κυρίως διότι συνοδεύτηκαν από ορισμένες εκ των καλύτερων μουσικών συνθέσεών του. Σε αυτό συνέβαλαν και σημαντικοί νέοι μουσικοί που πλαισίωσαν την ορχήστρα του, όπως ο Τζίμι Μπλάντον (κοντραμπάσο), ο Μπεν Γουέμπστερ (τενόρο σαξόφωνο) ή ο Ρεξ Στιούαρτ (κόρνο), καθώς και η συνεργασία του με τον συνθέτη, πιανίστα και ενορχηστρωτή Μπίλυ Στρέιχορν. Μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου πολέμου, η εμπορική απήχηση του Έλινγκτον γνώρισε κάμψη, γεγονός που συνδυάστηκε με το τέλος της εποχής του σουίνγκ και τη γενικότερη στροφή σε άλλα είδη, όπως το μπίμποπ. Παρ' όλα αυτά, ο Έλινγκτον κατάφερε να συντηρήσει την ορχήστρα του, με την οποία συνέχισε να περιοδεύει.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, το συγκρότημά του υπέστη αρκετές ανακατατάξεις, καθώς αρκετά μέλη του αποχώρησαν, γεγονός που επέδρασε τόσο στο ύφος του όσο και στη δημοτικότητά του, η οποία υποχώρησε. Η εμφάνιση του Έλινγκτον στο τζαζ φεστιβάλ του Νιούπορτ, στις 7 Ιουλίου του 1956, συνέβαλε καθοριστικά στην "αναγέννηση" του, ενώ το περιοδικό Time την αποκάλεσε ως "σημείο καμπής" της καριέρας του.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, ο Έλινγκτον παρέμεινε μουσικά ενεργός. Το 1962, ξεχώρισαν οι συνεργασίες του με τον Τζον Κολτρέιν, τον Τσαρλς Μίνγκους καθώς και με τον Κόλμαν Χόκινς, με τους οποίους συμμετείχε σε ηχογραφήσεις. Το 1963 περιόδευσε στην Μέση Ανατολή, τον επόμενο χρόνο στην Ιαπωνία, ενώ το 1968 και το 1971 έδωσε συναυλίες στη Λατινική Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση αντίστοιχα. Στα τελευταία χρόνια της καριέρας του, σημαντική εξέλιξη στο μουσικό του ύφος, αποτέλεσε η προσπάθειά του να ενσωματώσει στοιχεία της θρησκευτικής λειτουργίας στη τζαζ. Στα πλαίσια αυτού του εγχειρήματος, πραγματοποίησε τρεις συναυλίες (Sacred Concerts), που έλαβαν χώρα σε διαφορετικές εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς, με συνοδεία χορωδίας και χορευτών. Αν και το ύστερο έργο του Έλινγκτον επισκιάζεται συχνά από τη μουσική που παρήγαγε σε παλαιότερες περιόδους, και κυρίως κατά τη δεκαετία του 1940, ορισμένοι κριτικοί έχουν τονίσει την αξία του.

Ο Έλινγκτον με τον Ρίτσαρντ Νίξον το 1969

Το 1969, του απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, μία από τις ανώτερες τιμές προς πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών, για τη συνολική συνεισφορά του στη μουσική. Το 1973, τιμήθηκε επιπλέον με τη Λεγεώνα της Τιμής, από τη Γαλλική Δημοκρατία. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε η αυτοβιογραφία του. Πέθανε από καρκίνο, στις 24 Μαΐου του 1974.

Επιλεγμένη δισκογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Daybreak Express (1947)
  • Duke Ellington Plays the Blues (1953)
  • Ellington at Newport (1956)
  • Such Sweet Thunder (1957)
  • Indigos (1957)
  • Ella Fitzgerald Sings the Duke Ellington Songbook (1957)
  • Newport 1958 (1958)
  • Anatomy of a Murder (Soundtrack) (1959)
  • Duke Ellington and Johnny Hodges: Back to Back (1959)
  • Duke Ellington and Johnny Hodges: Side by Side (1959)
  • Duke Ellington & John Coltrane (1962)
  • Duke Ellington meets Coleman Hawkins (1962)
  • Money Jungle (1962)
  • Ella at Duke's Place (1965)
  • Ella and Duke at the Cote D'Azur (1966)
  • The Far East Suite (1967)
  • ...And His Mother Called Him Bill (1967)
  • Francis A. & Edward K. (1968)
  • Latin American Suite (1968)
  • 70th Birthday Concert (1969)
  • New Orleans Suite (1971)
  • The Afro-Eurasian Eclipse (1971)
  • Live at the Whitney (1972)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ανακτήθηκε στις 4  Απριλίου 2019.
  2. 2,0 2,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  3. 3,0 3,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13893638w. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  4. 4,0 4,1 (Αγγλικά) SNAC. w6639nkm. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Ιστορικό Αρχείο Ρικόρντι. 12890. Ανακτήθηκε στις 3  Δεκεμβρίου 2020.
  7. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  8. (Αγγλικά) BlackPast.org.
  9. 43308. Ανακτήθηκε στις 28  Ιουνίου 2019.
  10. 5929. Ανακτήθηκε στις 28  Ιουνίου 2019.
  11. www.francemusique.fr/personne/duke-ellington. Ανακτήθηκε στις 11  Ιανουαρίου 2020.
  12. 43309. Ανακτήθηκε στις 28  Ιουνίου 2019.
  13. www.alfred.com/Products/Dont-Get-Around-Much-Anymore--00-31621.aspx.
  14. Ανακτήθηκε στις 20  Ιουνίου 2019.
  15. Montreux Jazz Festival Database. Ανακτήθηκε στις 24  Σεπτεμβρίου 2020.
  16. Montreux Jazz Festival Database. Ανακτήθηκε στις 28  Σεπτεμβρίου 2020.
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 «Grove Music Online» (Αγγλικά) Oxford University Press. 10.1093/GMO/9781561592630.ARTICLE.A2249397. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020. ISBN-13 978-1-56159-263-0.
  18. www.naacp.org/awards/spingarn-medal/winners/. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020.
  19. www.whitehousehistory.org/a-duke-at-the-white-house. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020.
  20. www.si.edu/object/presidential-medal-freedom-given-duke-ellington%3Anmah_1200130. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020.
  21. www.grammy.com/grammys/artists/duke-ellington/11972. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020.
  22. www.amacad.org/archives/history. Ανακτήθηκε στις 6  Δεκεμβρίου 2020.
  23. Ανακτήθηκε στις 6  Ιουνίου 2021.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Duke Ellington, Music Is My Mistress, Da Capo Press, 1976 ISBN 0-306-80033-0 (αυτοβιογραφία)
  • Marc Tucker, The Duke Ellington Reader, Oxford University Press, 1995 ISBN 0-19-509391-7
  • John Edward Hasse, Beyond Category: The Life and Genius of Duke Ellington, Da Capo Press, 1995 ISBN 0-306-80614-2

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]