Αγησίπολις Α΄

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αγησίπολις Α΄
Βασιλιάς των Λακεδαιμονίων
21ος από τον οίκο των Αγιαδών
Περίοδος εξουσίας
395 π.Χ. - 380 π.Χ.
ΠροκάτοχοςΠαυσανίας
ΔιάδοχοςΚλεόμβροτος Α΄
ΕθνικότηταΈλληνας, Σπαρτιάτης
Οίκος/ΓενεάΑγιάδες
ΠατέραςΠαυσανίας

Ο Αγησίπολις (... - 380 π.Χ.) ήταν βασιλιάς της Σπάρτης (395 π.X.- 380 π.X.).

Ήταν γιος του Παυσανία, τον οποίο και διαδέχτηκε υπό την κηδεμονία του Αριστόδημου το 395 π.X..[1] Ανήκε στον οίκο των Αγιαδών και συμβασίλευσε με τον Αγησίλαο Β΄ του οίκου των Ευρυποντιδών.

Εκστρατείες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 390 π.Χ. έκανε εκστρατεία κατά του Αργους αλλά απέτυχε. Ενώ κυρίευσε την Μαντινεία[2] αφού μετέστρεψε τον Όφιν ποταμό.

Το 381 π.Χ. έκανε εκστρατεία στη Χαλκιδική και πολιόρκησε την Τορώνη.[3] Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας έπαθε σοβαρά εγκαύματα και ζήτησε να τον μεταφέρουν στο ιερό του Διονύσου στην Άφυτο, το οποίο, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα στα «Ελληνικά» του, βρισκόταν σε «σκιερά σκηνώματα» και σε περιβάλλον με «λαμπρά και ψυχρά ύδατα». Εκεί ο Αγησίπολις ύστερα από μία εβδομάδα πέθανε και αφού τον έβαλαν σε πιθάρι γεμάτο μέλι, τον μετέφεραν στην πατρίδα του για την επίσημη ταφή. Ο πατέρας του που τότε ήταν εξόριστος, για να τον τιμήσει έστησε άγαλμα του στους Δελφούς.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Xenophon Hist., Hellenica Book 4, chapter 2, section 9, line 2 [...] Ἐν δὲ τούτῳ οἱ μὲν ἔφοροι φρουρὰν ἔφηναν· ἡ δὲ πόλις, ἐπεὶ Ἀγησίπολις παῖς ἔτι ἦν, Ἀριστόδημον τοῦ γένους ὄντα καὶ πρόδικον τοῦ παιδός, ἡγεῖσθαι τῇ στρατιᾷ ἐκέλευον.[...]
  2. Pausanias Perieg., Graeciae descriptio Book 8, chapter 8, section 7, line 4 ὡς δὲ ἐκράτησεν ὁ Ἀγησίπολις τῇ μάχῃ καὶ ἐς τὸ τεῖχος κατέκλεισε τοὺς Μαντινέας, εἷλεν οὐ μετὰ πολὺ τὴν πόλιν, οὐ πολιορκίᾳ κατὰ τὸ ἰσχυρόν, τὸν δὲ Ὄφιν ποταμὸν ἀποστρέψας σφίσιν ἐς τὸ τεῖχος ὠμῆς ᾠκοδο- μημένον τῆς πλίνθου.
  3. Xenophon Hist., Hellenica Book 5, chapter 3, section 18, line 1 [...] Τορώνην δὲ καὶ προσβαλὼν εἷλε κατὰ κράτος. ἐν δὲ τούτοις ὄντα κατὰ θέρους ἀκμὴν καῦμα περιφλεγὲς λαμβάνει αὐτόν. ὡς δὲ πρόσθεν ἑορακότα τὸ ἐν Ἀφύτει τοῦ Διονύσου ἱερὸν ἔρως αὐτὸν τότ' ἔσχε τῶν τε σκιερῶν σκηνημάτων καὶ τῶν λαμπρῶν καὶ ψυχρῶν ὑδάτων. ἐκομίσθη μὲν οὖν ἐκεῖσε ἔτι ζῶν, ὅμως μέντοι ἑβδομαῖος ἀφ' οὗ ἔκαμεν ἔξω τοῦ ἱεροῦ ἐτελεύτησε. καὶ ἐκεῖνος μὲν ἐν μέλιτι τεθεὶς καὶ κομισθεὶς οἴκαδε ἔτυχε τῆς βασιλικῆς ταφῆς.[...]

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Παυσανία, Λακωνικά, Κεφάλαιο Ε΄& Ζ΄
    «Ἀγησίπολις δὲ ἐπεὶ τὴν βασιλείαν ἔσχεν αὐξηθείς, Πελοποννησίων πρώτοις ἐπολέμησεν Ἀργείοις. Ὡς δὲ ἐκ τῆς Τεγεατῶν ἐς τὴν Ἀργολίδα ἤγαγε τὸν στρατόν, πέμπουσι κήρυκα οἱ Ἀργεῖοι σπεισόμενον πρὸς Ἀγησίπολίν σφισι πατρῴους δή τινας σπονδὰς ἐκ παλαιοῦ καθεστώσας τοῖς Δωριεῦσι πρὸς ἀλλήλους. Ὁ δὲ οὔτε τῷ κήρυκι ἐσπείσατο, καὶ προιὼν ὁμοῦ τῇ στρατιᾷ τὴν γῆν ἔφθειρεν. Ἔσεισέ τε δὴ ὁ θεὸς, καὶ ὁ Ἀγησίπολις οὐδ' οὕτω τὴν δύναμιν ἀπάξειν ἔμελλε, καίτοι Λακεδαιμονίοις μάλιστα Ἑλλήνων, ὡσαύτως δὲ καὶ Ἀθηναίοις, δεῖμα αἱ διοσημεῖαι παρείχοντο. Καὶ ὁ μὲν ὑπὸ τὸ τεῖχος κατεστρατοπεδεύετο ἤδη τὸ Ἀργείων, καὶ οὐ παρίει σείων ὁ θεὸς, καί τινες καὶ ἀπώλοντο τῶν στρατιωτῶν κεραυνωθέντες, τοὺς δὲ καὶ ἔκφρονας ἐποίησαν αἱ βρονταί. Οὕτω μὲν δὴ ἐκ τῆς Ἀργολίδος ἀνέζευξεν ἄκων. Ἐπὶ δὲ Ὀλυνθίους ἐποιεῖτο αὖθις στρατείαν. Κρατοῦντα δὲ αὐτὸν τῷ πολέμῳ, καὶ ᾑρηκότα τῶν τε ἄλλων πόλεων τῶν ἐν Χαλκιδεῦσι τὰς πολλὰς, καὶ αὐτὴν ἐλπίζοντα αἱρήσειν τὴν Ὄλυνθον, νόσος τε ἐξαίφνης καὶ θάνατος ἐπέλαβεν ἀπ' αὐτῆς. Ἀγησιπόλιδος δὲ ἄπαιδος τελευτήσαντος, ἐς Κλεόμβροτον περιῆλθεν ἡ ἀρχή.»