Μετάβαση στο περιεχόμενο

Triumvir monetalis

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δηνάριο του Γ. Κοσούτιου Μεριδιανού, 44 π.Χ., με την κεφαλή του Ιούλιου Καίσαρα στην εμπρόσθια όψη. Η επιγραφή στην πίσω όψη αναφέρει AAAFF. [1]

Οι τρεις άνδρες του νομισματοκοπείου, λατιν.: triumvir monetalis (πληθ. tresviri ή triumviri monetales), που ονομάζονται επίσης και οι τρεις άνδρες που τον χαλκό, τον άργυρο και τον χρυσό τον φυσούν και τον χτυπούν (triumviri (tresviri) aere argento auro flando feriundo, συντομογραφία IIIVIR AAAFF) ήταν χρηματιστές κατά τη διάρκεια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας και της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι επέβλεπαν την κοπή νομισμάτων. [2] Σε αυτόν τον ρόλο, ήταν υπεύθυνοι για τα «κοινά νομίσματα» κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου, σε αντίθεση με τα αναμνηστικά νομίσματα, που συνήθως κόβονταν από άλλους αξιωματούχους και γίνονταν σε ad hoc βάση. Αυτοί οι Ρωμαίοι χρηματοδότες σχεδόν πάντα ενεργούσαν μαζί ως τριμελές συμβούλιο, εξ ου και ο τίτλος τους «τρεις άνδρες».

Κατά τη διάρκεια της ύστερης Δημοκρατίας από το 139 π.Χ. και μετά, οι χρηματιστές άρχισαν να κόβουν πιο εξατομικευμένα νομίσματα, τα οποία διαφήμιζαν τις γενεαλογίες τους, τα επιτεύγματα των προγόνων τους και άλλους ηγέτες. Ωστόσο, από τη δικτατορία του Καίσαρα και μετά, μειώθηκε η ελευθερία τους να κάνουν αυτό, προτού η ανάδυση της Αυτοκρατορίας συμπέσει με την κοπή μόνο νομισμάτων που απεικόνιζαν τον Αυτοκράτορα και την αυτοκρατορική οικογένεια.

Το αξίωμα συνέχισε και κατά την αυτοκρατορική περίοδο ως διοικητική θέση.

Τα καθήκοντα και η επιλογή των τριών ανδρών

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια της Δημοκρατίας, τη θέση κατείχαν κυρίως νέοι άνδρες από συγκλητικές οικογένειες, που ξεκινούσαν πολιτικές σταδιοδρομίες. Οι τρεις τους υπηρετούσαν για έναν χρόνο, και αποτελούσαν μέρος των εικοσιέξι ανδρών (vigintisexviri), μίας ομάδας 26 μικρών αξιωματούχων. [2]

Εξαρχής, η θέση ήταν ετήσια, αλλά υπάρχει διαφωνία μεταξύ των ακαδημαϊκών σχετικά με το αν εκλέγονταν ή διορίζονταν. Ο Μάικλ Κρώφορντ πιστεύει, ότι οι χρηματοδότες εκλέγονταν από τους Ρωμαίους πολίτες, παρόλο που αυτό το αξίωμα δεν τους έδινε πρόσβαση στη Σύγκλητο. [3] Ο Άντριου Μπέρνεττ υποστηρίζει αντ' αυτού, ότι διορίζονταν από τους υπάτους, έχοντας παρατηρήσει έναν σημαντικό αριθμό οικογενειακών δεσμών μεταξύ χρηματιστών και υπάτων της ίδιας χρονιάς. [4]

Κάθε χρόνο η Σύγκλητος απαιτούσε την παραγωγή ενός αριθμού νομισμάτων, και στη συνέχεια οι ταμίες (quaestor, οι κύριοι οικονομικοί αξιωματούχοι) έδιναν την ποσότητα πολύτιμου μετάλλου, που απαιτούνταν για την παραγωγή των νομισμάτων, στους χρηματιστές. [5] Τις περισσότερες φορές, οι χρηματιστές έκοβαν εναλλάξ νομίσματα, και μόνο ένας ήταν ενεργός κάθε φορά, πράγμα που σημαίνει ότι ορισμένοι χρηματιστές δεν έκοβαν ποτέ νομίσματα, καθώς οι προηγούμενοι συνάδελφοί τους είχαν ήδη παράγει τον απαιτούμενο αριθμό νομισμάτων. Εξηγεί επίσης τις κατά καιρούς μεγάλες διαφορές μεταξύ των όγκων παραγωγής των χρηματιστών της ίδιας χρονιάς, καθώς ο πρώτος χρηματιστής έκοβε τα περισσότερα νομίσματα. Η σειρά μεταξύ των χρηματιστών πιθανότατα εξαρτιόταν από την κοινωνική τους θέση. Οι άνδρες από συγκλητικές οικογένειες ήταν οι πρώτοι που έκοβαν. [3] Εκτός από τους ευγενείς, ένας σημαντικός αριθμός χρηματιστών επιλέγονταν για την εμπειρία τους στις τραπεζικές εργασίες και το εμπόριο, όπως ο Λεύκιος Μινούκιος, μέλος μίας οικογένειας επιχειρηματιών που δραστηριοποιούνταν στην Ασία, ή ο Λεύκιος Άξιος Νάσων, γνωστός ως τραπεζίτης τη δεκαετία του '70 π.Χ. [3]

Δηνάριο του Γ. Καικίλιου Μέτελλου Καπράριου, 125 π.Χ. Η πίσω όψη απεικονίζει τον θρίαμβο τού προγόνου του Λεύκιου Μέτελλου μετά τη νίκη του στον Πάνορμο το 251. π.Χ. [3].
Δηνάριο του Μάρκου Σερβίλιου, π. 100 π.Χ. Το πίσω μέρος παρουσιάζει μία μονομαχία του προγόνου του Μ. Σ. Πούληκα Γεμίνου. [6]

Οι τρεις άνδρες του νομισματοκοπείου πιθανότατα ιδρύθηκαν με τη δημιουργία του νομισματικού συστήματος που βασιζόταν στο δηνάριο, ή λίγο μετά, περίπου το 211 π.Χ. [7] Οι τιμητές επέβλεπαν την κοπή νομισμάτων πριν από εκείνη την ημερομηνία, αλλά ίσως έχασαν αυτή την ικανότητα, λόγω της υποβάθμισης της ποιότητας των τελευταίων κοπών των κουαδριγάτων. [8]

Οι Ρωμαίοι αρχικά παρήγαγαν τύπους νομισμάτων που παρέμειναν ίδιοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στόχος ήταν να εκδοθούν δημόσιοι τύποι κατά τον τρόπο των ελληνικών πόλεων-κρατών (όπως των αθηναϊκών νομισμάτων με τη γλαύκα). Τα πρώτα ρωμαϊκά νομίσματα απεικονίζουν συνήθως θεούς, την προσωποποίηση της Ρώμης και τους Διόσκουρους, με συχνά έναν συγκεκριμένο θεό για κάθε ονομαστική αξία. [3] Κατά τη διάρκεια του Β΄ Καρχηδονιακού Πολέμου (218-202) π.Χ.), αρκετοί αξιωματούχοι με απεριόριστη εξουσία (imperium) έκοβαν νομίσματα κατά τη διάρκεια εκστρατειών, τα οποία υπέγραφαν με μία συντομογραφία του ονόματός τους ή της τοποθεσίας τους. Αυτή η πρακτική σύντομα υιοθετήθηκε από τους χρηματιστές, οι οποίοι έκοβαν αποκλειστικά στη Ρώμη (οι πρώτες κοπές στη Ρώμη ήταν μέχρι τότε ανώνυμες). Σκοπός αυτού του μέτρου ήταν να προσδιοριστεί ο αξιωματούχος που ήταν υπεύθυνος για κάθε νόμισμα, προκειμένου να διασφαλιστεί μία σταθερή ποιότητα. [3] Οι υπογραφές των χρηματιστών ήταν είτε μονογράμματα, είτε κάποιο σύμβολο που υπαινίσσεται το όνομά τους, είτε ένας συνδυασμός και των δύο. [3] Για παράδειγμα, το 208 π.Χ., ο Γναίος Κορνήλιος Δολαβέλλα υπέγραφε ένα ασσάριο με τα γράμματα C N DO και μία αξίνα (dolabella), την έννοια τού επιθέτου του (cognomen) στα λατινικά [9] Αυτή η πρακτική της υπογραφής νομισμάτων έκανε σταδιακά τους χρηματιστές να θεωρούν τα νομίσματα ως προσωπική τους παραγωγή, και όχι ως παραγωγή της πόλης της Ρώμης, σαν να ήταν σφραγίδες τους. [3]

Η νομισματοκοπία της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας άλλαξε δραματικά το 139 π.Χ. μετά την ψήφιση της lex Gabinia, νομοθεσίας που προέβλεπε μυστική ψηφοφορία για την εκλογή των αξιωματούχων. Η αριστοκρατία δεν μπορούσε πλέον να χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά μέσα επιρροής στο πλήθος, και φιλόδοξα άτομα άρχισαν να χρησιμοποιούν νομίσματα για αυτοδιαφήμιση. [10] Πλέον οι χρηματιστές είχαν αποκλίνει από τον παραδοσιακό τύπο της κεφαλής της Ρώμης στην εμπρόσθια όψη, και των Διόσκουρων -είτε ενός θεού που οδηγεί ένα άρμα- στην οπίσθια όψη. Αντ' αυτού, επέλεξαν θέματα που σχετίζονταν με τη νίκη (με δάφνες, τρόπαια ή τη θεά Victoria) ή τα καθήκοντα του αγορανόμου (aedile, που αυτά ήταν η διανομή σιτηρών και οι δημόσιοι αγώνες). [3] Από 123 π.Χ. οι παλαιότεροι τύποι επέστρεψαν για περίπου δέκα χρόνια, πιθανώς λόγω νομοθεσίας -κατά της υπερβολικής φιλοδοξίας- που ψηφίστηκε το 124, αλλά οι προσωπικοί τύποι επανήλθαν το 115 π.Χ. οριστικά [11]

Από αυτά τα χρόνια, οι χρηματιστές χρησιμοποιούσαν συχνά εικόνες που σχετίζονταν με τα επιτεύγματα των προγόνων τους, όπως οι νίκες ή η ανδρεία στη μάχη. Υποστήριξαν επίσης τον ισχυρισμό τους για μυθική καταγωγή, όπως τα δηνάρια του Λεύκιου Πομπώνιου Μόλωνα το 97 π.Χ., ο οποίος ισχυριζόταν ότι καταγόταν από τον Νουμά Πομπίλιο, τον δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, μέσω του γιου του Πόμπωνα. [12]

Δηνάριο του Γάιου Φουνδάνιου, 101 π.Χ. Η πίσω όψη απεικονίζει τον Γάιο Μάριο ως θριαμβευτή σε άρμα· ο νεαρός άνδρας πάνω σε άλογο είναι πιθανώς ο γιος του Γάιος Μάριος ο Νεότερος. [6]

Το 101 π.Χ., ο Γάιος Φουνδάνιος απεικόνισε τον θρίαμβο του Γάιου Μάριου στο δηνάριό του, την πρώτη φορά που εμφανίστηκε ζωντανός άνθρωπος σε ρωμαϊκό νόμισμα. Οι περισσότεροι χρηματιστές της περιόδου κυριαρχίας του Μάριου έκοβαν ομοίως νομίσματα με θέματα που σχετίζονταν με τον ηγέτη τους. [13] Λόγω του Συμμαχικού Πολέμου και των εμφυλίων πολέμων της δεκαετίας του '80 π.Χ., μία τεράστια ποσότητα δηναρίων παρήχθη κατά τη διάρκεια της περιόδου. Ο Απόλλων ήταν το πιο συνηθισμένο θέμα της δεκαετίας, ίσως λόγω της σύνδεσής του με την ελευθερία. [3]

Στα τέλη της δεκαετίας του '80, ο Λ. Κ. Σύλλας ήταν ο πρώτος Ρωμαίος στρατηγός, που έκοψε μόνος του νομίσματα για να χρηματοδοτήσει την εξέγερσή του κατά της Δημοκρατίας, καθώς και ο πρώτος που έκοψε ένα χρυσό νόμισμα. [14] Μετά τη νίκη του, ο Σύλλας έκοψε νομίσματα που τόνιζαν τον ισχυρισμό του ότι κατάγεται από την Αφροδίτη (Venus), αλλά σε αντίθεση με τον Μάριο, άφησε κυρίως τους χρηματιστές να επιδείξουν τα δικά τους θέματα. [3] Μία νέα καινοτομία εμφανίστηκε το 54 π.Χ. με το δηνάριο του Κόιντου Πομπήιου Ρούφου, ο οποίος επέλεξε το κεφάλι των παππούδων του Σύλλα και Κ. Π. Ρούφου, το οποίο ακολούθησαν αρκετοί άλλοι χρηματοδότες. [3]

Τα προσωπικά νομίσματα σε παρακμή

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την άφιξη του Ιούλιου Καίσαρα στη Ρώμη το 49 π.Χ., οι χρηματιστές μπορούσαν αρχικά να κατασκευάζουν προσωπικούς τύπους, αλλά από το 46 και μετά η παραγωγή τους αφιερώθηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην προπαγάνδα του Καίσαρα, με τύπους που σχετίζονταν με την Αφροδίτη (την προστάτιδα θεά του Καίσαρα), τη Νίκη, την Τύχη (Fortuna) ή τις τιμές που έλαβε ο Καίσαρ. [3] Το 44 π.Χ., ο Ιούλιος Καίσαρας αύξησε προσωρινά τον αριθμό των χρηματιστών σε τέσσερις άνδρες – επομένως έγιναν quadrumviri – για πολιτικούς λόγους, που έκοψαν δηνάρια με την κεφαλή του Καίσαρα, την πρώτη φορά που ένας ζωντανός Ρωμαίος είχε το πορτρέτο του σε νόμισμα, κατά τον τρόπο ενός ελληνιστικού μονάρχη. [15] Οι χρηματιστές των χρόνων που ακολούθησαν τη δολοφονία του Καίσαρα έκοπταν ξανά κυρίως προσωπικούς τύπους, αλλά η παραγωγή τους σταδιακά περιθωριοποιήθηκε από τα μέλη της Δεύτερης Τριανδρίας (Οκταβιανός, Μάρκος Αντώνιος και Μ. Αι. Λέπιδος), οι οποίοι είχαν τα δικά τους δυναστικά νομίσματα με τα πορτρέτα τους. Η τελευταία πλήρης σχολή χρηματιστών έκοψε νομίσματα το 41 π.Χ.· το 40 και το 39, μόνο ένας monetalis μπορούσε να εκδώσει τα δικά του νομίσματα, πριν εξαφανιστεί και αυτός εντελώς. [3]

Όταν ο Οκταβιανός νίκησε τον Αντώνιο στη ναυμαχία του Ακτίου το 30 π.Χ., αποκατέστησε την εμφάνιση της Δημοκρατίας και οι χρηματιστές μπορούσαν να κόψουν ξανά τα δικά τους νομίσματα για μερικά χρόνια. Μετά, τα νομίσματα από τα αυτοκρατορικά νομισματοκοπεία φέρουν μόνο τον Αυτοκράτορα και την οικογένειά του. Πολυάριθμες επιγραφές κατά τη διάρκεια της Αυτοκρατορίας δείχνουν ότι το αξίωμα συνέχισε να διαχειρίζεται την παραγωγή νομισμάτων. [16]

  Οι τρεις άνδρες monetales έλαβαν τον τίτλο τους από την τοποθεσία του ρωμαϊκού νομισματοκοπείου στον ναό της Juno Moneta ("Ήρας της Συμβούλου " ή "που προειδοποιεί"). Με τον καιρό, το νομισματοκοπείο έδωσε στο επίθετο moneta της θεάς την πρόσθετη χροιά τού «σχετιζόμενου με το χρήμα», η οποία έγινε η πηγή της βενετικής λέξης moneda, της αγγλικής money, κ.ά.

  1. Crawford 1974, σελ. 491.
  2. 2,0 2,1 Purcell 2012.
  3. 3,00 3,01 3,02 3,03 3,04 3,05 3,06 3,07 3,08 3,09 3,10 3,11 3,12 3,13 Crawford 1974.
  4. Burnett 1977.
  5. Crawford 1974, σελ. 617.
  6. 6,0 6,1 Crawford 1974, σελ. 328.
  7. Crawford 1974, σελ. 602
  8. Crawford 1974, σελ. 42.
  9. Crawford 1974, σελ. 175.
  10. Crawford 1974, σελ. 728.
  11. Crawford 1974, σελ. 729.
  12. Crawford 1974, σελ. 729, 730.
  13. Crawford 1974, σελ. 730.
  14. Crawford 1974, σελ. 731.
  15. Crawford 1974, σελ. 737.
  16. Crawford 1974, σελ. 599.
  • Burnett, Andrew (1977). «Authority to Coin in the Late Republic and Early Empire». The Numismatic Chronicle 17: 37–63. https://www.jstor.org/stable/42666582. 
  • Crawford, Michael (1974). Roman Republican Coinage. Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-07492-6. OCLC 450398085. 
  • Purcell, N (2012). «vigintisexviri, vigintiviri». The Oxford classical dictionary (4th έκδοση). Oxford: Oxford University Press, σελ. 1551. doi:10.1093/acrefore/9780199381135.013.6807. ISBN 978-0-19-954556-8. OCLC 959667246. https://oxfordre.com/classics/view/10.1093/acrefore/9780199381135.001.0001/acrefore-9780199381135-e-6807.