Sui iuris
Sui iuris, επίσης γραμμένη sui juris, είναι μια λατινική φράση που κυριολεκτικά σημαίνει "από το δικό σου δικαίωμα".[1] Χρησιμοποιείται τόσο στο Κανονικό δίκαιο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας[2] όσο και στο αστικό δίκαιο.[3] Ο όρος εκκλησία sui iuris χρησιμοποιείται στον Κώδικας Κανόνων των Ανατολικών Εκκλησιών (CCEO) για να υποδηλώνει τις αυτόνομες εκκλησίες στην ρωμαιοκαθολική κοινωνία. Η Ρ/Καθολική Εκκλησία αποτελείται από 24 εκκλησίες, συμπεριλαμβανομένης της Λατινικής Εκκλησίας και των 23 Ανατολικών Καθολικών εκκλησιών.
Ετυμολογία και ορθογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λατινική sui iuris (οι επιμέρους λέξεις που σημαίνουν «εαυτός» και «νόμος») αντιστοιχεί στο ελληνικό «αὐτόνομος», από το οποίο προέρχεται η αγγλική λέξη autonomy.[4]
Η ορθογραφία στα κλασικά λατινικά είναι sui iuris και στα μεσαιωνικά λατινικά sui juris. Το αγγλικό δίκαιο παίρνει τον όρο από τα Μεσαιωνικά Λατινικά, και έτσι γράφεται sui juris.
Αστικό δίκαιο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο αστικό δίκαιο, η φράση sui juris υποδηλώνει δικαιοπρακτική ικανότητα και αναφέρεται σε έναν ενήλικα που έχει την ικανότητα να διαχειρίζεται τις δικές του υποθέσεις. Αντιτίθεται στον όρο alieni juris, που σημαίνει κάποιον όπως ανήλικο ή άτομο με νοητική υστέρηση που είναι νομικά ανίκανο και βρίσκεται υπό τον έλεγχο άλλου. Υποδηλώνει επίσης ένα άτομο ικανό να μηνύσει και/ή να μηνυθεί σε δικαστική διαδικασία στο όνομά του (suo nomine[5]) χωρίς την ανάγκη ενός ad litem, δηλαδή ενός δικαστικά διορισμένου εκπροσώπου, που ενεργεί για λογαριασμό ενός εναγομένου, ο οποίος θεωρείται ανίκανος να εκπροσωπήσει τον εαυτό του.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Collins English Dictionary». HarperCollins Publishers. 2003. Ανακτήθηκε στις 5 Νοεμβρίου 2012.
sui juris [ˈsuːaɪ ˈdʒʊərɪs] adj (Law) (usually postpositive) Law of full age and not under disability; legally competent to manage one's own affairs; independent [from Latin, literally: of one's own right]
- ↑ Faris, J.D. (2002). «The Latin Church Sui Iuris». Jurist 62: 280. https://archive.org/details/sim_jurist_2002_62_2/page/n51.
- ↑ Garner, Bryan A. (1995). A dictionary of modern legal usage (2nd έκδοση). Oxford University Press. σελίδες 851–852. ISBN 0-19-507769-5.
- ↑ Sweet, Charles (1882). A Dictionary of English Law: Containing Definitions of the Technical Terms in Modern Use, and a Concise Statement of the Rules of Law Affecting the Principal Subjects, with Historical and Etymological Notes (στα Αγγλικά). H. Sweet.
- ↑ Black's Law Dictionary 1891 1st edition p. 1137