Panopticon

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Morals reformed— health preserved — industry invigorated — instruction diffused — public burthens lightened — Economy seated, as it were, upon a rock — the gordian knot of the poor law not cut, but untied — all by a simple idea in Architecture!

(Τζέρεμι Μπένθαμ (Jeremy Bentham), Panopticon. In Miran Bozovic (ed.), The Panopticon Writings, London: Verso, 1995, 29-95.)


Το Πανοπτικό είναι τύπος κτιρίου-φυλακής που σχεδιάστηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Τζέρεμι Μπένθαμ το 1785. Η ιδέα του σχεδιασμού επιτρέπει την συνεχή επίβλεψη (-opticon) όλων ( pan-) των κρατουμένων.

Η αρχή του διαχωρισμού του χώρου σε ατομικά κελιά εφαρμόζεται για πρώτη φορά στη φυλακή του Ghent το 1775. Η πρώτη, ωστόσο, ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική έκφραση των πειθαρχικών μεθόδων και τακτικών είναι το Πανοπτικό του Τζέρεμι Μπένθαμ[1], το οποίο παρουσιάστηκε στο κοινό το 1791.

Το Πανοπτικό μπορεί να χρησιμοποιηθεί «[…] χωρίς εξαίρεση, σε όλες τις εγκαταστάσεις στις οποίες ένας αριθμός ανθρώπων θα τεθεί υπό επιτήρηση σε έναν χώρο όχι πολύ μεγάλο για να καλυφθεί από κτήρια. Όσο διαφορετικός ή αντίθετος και να είναι ο σκοπός: είτε για να τιμωρηθούν οι αδιόρθωτοι, να φυλαχθούν οι άφρονες, να αναμορφωθούν οι φαύλοι, να επιβεβαιωθούν οι ύποπτοι, να εργαστούν οι άεργοι, να διατηρηθούν οι αβοήθητοι, να τύχουν περίθαλψης οι άρρωστοι, είτε για να διδαχθούν οι πρόθυμοι σε κάθε κλάδο της βιομηχανίας, ή να εκπαιδευτεί η ανερχομένη γενιά στο δρόμο της εκπαίδευσης: με μια λέξη, είτε να εφαρμοστεί στους αιώνιους φυλακισμένους στο δωμάτιο του θανάτου είτε στους προφυλακισμένους που περιμένουν τη δίκη είτε σε αναμορφωτήρια είτε σε κάτεργα είτε σε βιοτεχνίες είτε σε τρελοκομεία, είτε σε νοσοκομεία είτε σε σχολεία»[2].

Περιγραφή του κτιρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μία πολύ απλή (φαινομενικά) αρχιτεκτονική λύση δίνει την απάντηση στο ζήτημα της επιτήρησης. Πρόκειται για ένα κυλινδρικό οικοδόμημα, στην περιφέρεια του οποίου τοποθετούνται τα κελιά των τροφίμων (των ασθενών, των εργατών, των μαθητών και οποιουδήποτε άλλου επιτηρούμενου ατόμου), ενώ στο κέντρο του βρίσκεται ο πύργος των επιτηρητών, ο οποίος διαθέτει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς τα κελιά. Τα κελιά, ωστόσο, δε μοιάζουν με τα παραδοσιακά μπουντρούμια. Διαθέτουν δύο παράθυρα, ένα εσωτερικό και ένα εξωτερικό. Το εσωτερικό αντιστοιχεί σε ένα από τα παράθυρα του πύργου ενώ το εξωτερικό αφήνει το φως να διαπεράσει το κελί. Παράλληλα, ο κεντρικός πύργος ελέγχου διαθέτει, πέρα από τα σκίαστρα στα παράθυρα, και διαχωριστικά στο εσωτερικό του τέτοια, ώστε να μην προδίδουν την παρουσία του επιτηρητή. Με άλλα λόγια, Το κελί διακρίνεται από πλήρη διαφάνεια ενώ ο πύργος ελέγχου από πλήρη συσκότιση. Ο επιτηρούμενος δε γνωρίζει πότε επιτηρείται.

Ο κρατούμενος στο Πανοπτικό είναι πάντα «…αντικείμενο μιας πληροφόρησης αλλά ποτέ υποκείμενο μιας επικοινωνίας»[3]. Καταρχάς, είναι μόνιμα ορατός και τοποθετημένος ακριβώς απέναντι από τον επιτηρητή, κάτι που επιτρέπει την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώρισή του. Ταυτόχρονα, η αξονική τοποθέτηση του κελιού σε συνδυασμό με τους πλάγιους τοίχους του εμποδίζουν κάθε πλάγια ορατότητα από το εσωτερικό του. «Από την άποψη του φύλακα, το πλήθος αντικαθίσταται από μια πολλαπλότητα αριθμήσιμη και ελέγξιμη· από την άποψη των κρατουμένων, από μια μοναξιά εγκάθειρκτη και επιτηρούμενη»[4].

Η λογική του σχεδιασμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αδιαφάνεια του πύργου ελέγχου έχει, όμως, άλλο σκοπό. Ο ίδιος ο Μπένθαμ υποστήριζε πως η εξουσία πρέπει να είναι ορατή και ανεξέλεγκτη[4] και το Πανοπτικό λειτουργεί ακριβώς έτσι. Ο κρατούμενος, αν και βλέπει διαρκώς το σημείο απ’ όπου παρακολουθείται, δεν μπορεί ποτέ να ξέρει αν πραγματικά συμβαίνει αυτό και πότε. Πρέπει, όμως, να είναι σίγουρος πως παρακολουθείται κάθε στιγμή. Ο κρατούμενος γίνεται με αυτόν τον τρόπο η βάση της ίδιας του της καθυπόταξης, επωμίζεται ο ίδιος τους καταναγκασμούς της εξουσίας και τους προσαρμόζει αυθόρμητα στον εαυτό του. Μέσα στο Πανοπτικό τα αποτελέσματα της επιτήρησης μονιμοποιούνται, είτε αυτή ασκείται συνεχώς είτε όχι. «…η τελειότητα της εξουσίας να τείνει στο να καθιστά περιττή τη συγκεκριμένη άσκησή της», γράφει ο Φουκώ. «…το αρχιτεκτονικό τούτο συγκρότημα να είναι μια μηχανή για την εγκαθίδρυση και τη στήριξη ενός είδους εξουσίας ανεξάρτητης από εκείνον που την ασκεί• κοντολογίς, οι κρατούμενοι να παγιδεύονται και να υφίστανται μιαν εξουσία της οποίας οι ίδιοι είναι οι φορείς»[4].

Το ακριβές σχέδιο του Μπένθαμ δεν υλοποιήθηκε ποτέ, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η γενική του μορφή δε μελετήθηκε διεξοδικά σε Ευρώπη και Αμερική. Στην πρακτική του εφαρμογή παρουσιάστηκαν πολύ σοβαρά ελαττώματα. Η θεμελιώδης αρχή του, αυτή της διαφάνειας, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί σε μία μεγάλη κλίμακα, αφού το ένα τρίτο των κελιών ήταν χωρίς ήλιο, με συνέπεια να μην υπάρχει καλή οπτική επαφή μεταξύ του κεντρικού πύργου ελέγχου και των κελιών[5]. Επιπλέον, ο εγκλεισμός δεν μπορούσε να γίνεται σε συνθήκες απομόνωσης, κάτι που κρίθηκε απαραίτητο για όλες σχεδόν τις φυλακές από το 19ο αιώνα και μετά.

Η αρχιτεκτονική τομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην τομή του «Πανοπτικού» είναι εμφανής αυτή η χάραξη των κελιών πάνω σε έναν αυστηρό ορθοκανονικό κάνναβο που εκμηδενίζει την ανθρώπινη υπόσταση στο εσωτερικό τους και την υποτάσσει στην απόλυτη όψη του εσωτερικού του κτιρίου. Ο εγκλεισμός πίσω από τα σίδερα του κάθε κελιού επαυξάνεται από την απειλητική εικόνα των κάθετων και οριζόντιων στοιχείων της τομής που σχηματίζουν ένα νέο απροσπέλαστο οπτικό όριο. Τα κάγκελα των κελιών, το σύστημα των κάθετων υποστηλωμάτων και των πατωμάτων περιμετρικά του περιβλήματος δεν αφήνουν κανένα περιθώριο διαφυγής, το ίδιο το κτίριο επιβάλλει την καθυπόταξη στο σύστημα αξιών της κοινωνίας που ο κρατούμενος τόλμησε να αψηφήσει. Το μέγεθος του κάθε θαλάμου κράτησης όπως φαίνεται από το εσωτερικό, σε αντίθεση με τις διαστάσεις του κτιρίου, είναι μηδαμινό∙ το ίδιο και το βάθος των κελιών σε σχέση με τη διάμετρο του κτιρίου.

Μια σύγχρονη εκδοχή του Πανοπτικού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η εξουσιαστική σχέση ανάμεσα στα κελιά και τον «πύργο ελέγχου» είναι ξεκάθαρη καθώς ο «βωμός» της εξουσίας βρίσκεται στο κέντρο, τελείως αποκομμένος από τους φυλακισμένους. Με μοναδική οπτική φυγή από το κάθε κελί προς τον «πύργο», η επιστράτευση του συναισθήματος του τρόμου- κι όχι η ίδια η παρακολούθηση- υποβάλλει συμπεριφορές υπακοής χωρίς να είναι αναγκαία η βίαιη παρέμβαση των Αρχών. Αυτό το τέχνασμα ελέγχου και παρακολούθησης που ελαχιστοποιεί τα περιθώρια ιδιωτικότητας και διαφυγής – που αναπαριστάται διαγραμματικά στο «Πανόπτικον» του Μπένθαμ, έχει υιοθετηθεί στο έπακρο στο σύγχρονο κόσμο. Σε κτίρια κύρους και εξουσίας, είτε κρατικής – κρατικά κτίρια, σωφρονιστικά ιδρύματα, στρατόπεδα, μνημεία- ή ιδιωτικής – κτίρια τραπεζών, πολυεθνικών, πολυκαταστημάτων – αλλά ακόμη και στους δρόμους και τις πλατείες των μεγαλουπόλεων η φουκωική «πανοπτική κοινωνία» καταγράφεται στη σύγχρονη εκδοχή της.


Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η ιδέα του Πανοπτικού ανήκει στον αδελφό του Μπένταμ, Samuel, ο οποίος σκόπευε αρχικά να την εφαρμόσει σε μεγάλα εργαστήρια και βιοτεχνίες. Ο Τζέρεμι Μπένταμ έδωσε μορφή στην ιδέα του αδελφού του, δημιουργώντας παραλλαγές του ίδιου κτηρίου και δημοσιεύοντάς τις στο βιβλίο του Panopticon: or, the Inspection-House το 1787. Το βιβλίο κυκλοφορεί ακόμα από διάφορους εκδοτικούς οίκους.
  2. Τζέρεμι Μπένταμ, σελ 40
  3. Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 265
  4. 4,0 4,1 4,2 Μισέλ Φουκώ, Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής, Εκδόσεις Ράππα, Αθήνα 1989, σελ. 266
  5. Winfried Reebs, Φυλακές και αρχιτεκτονική, Α/μηχανία 1988, σελ. 22

Δικτυακοί τόποι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]