Fiat 126

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Fiat 126
Fiat 126 του 1976 - 1979 στη Νάπολη το 1980
Σύνοψη
Κατασκευαστής Fiat
Εναλλακτική ονομασίαZastava 126 (Γιουγκοσλαβία)
Steyr Puch Fiat 126 (Αυστρία)
Fiat 126 Maluch (Πολωνία)
FSM Niki (Αυστραλία)
Παραγωγή1972 — 1979 στην Ιταλία
1973 — 2000 στην Πολωνία, ως FSM Polski Fiat 126p
ΣυναρμολόγησηCassino, Ιταλία (αρχικά)
Desio και Termini Imerese, Ιταλία
Tychy, Πολωνία
ΣχεδιαστήςPio Manzù (αρχικό πρωτότυπο)
Sergio Sartorelli (Centro Stile Fiat)
Αμάξωμα και σασί
ΚατηγορίαΑυτοκίνητο πόλης
Αμάξωμα2-πορτο fastback
126 BIS : 3-πορτο hatchback
ΔιαμόρφωσηΚινητήρας πίσω, πίσω κίνηση
Σχετική εξέλιξηFiat 133
SEAT 133
Zastava 126
Σύστημα κίνησης
Κινητήρας594 cm³
652 cm³
704 cm³
Όλοι 2-κύλινδροι σε σειρά (I2) βενζίνης
Μετάδοση4-τάχυτο μηχανικό κιβώτιο
Χωρητικότητα καυσίμου21 λίτρα
Διαστάσεις
Μεταξόνιο1.840 χιλιοστά
Μήκος3.054 χιλιοστά
Πλάτος1.378 χιλιοστά
Ύψος1.302 χιλιοστά
Κενό Βάρος580 - 619 κιλά
Χρονολόγιο
Προηγούμενο μοντέλοFiat 500 (1957 — 1975)
Επόμενο μοντέλοFiat Cinquecento (1991 — 1998)

Το Fiat 126 ήταν ένα αυτοκίνητο πόλης της κατηγορίας Α, που παρήχθη από την ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Fiat, μεταξύ του 1972 και του 1979 στην Ιταλία, και μεταξύ του 1973 και του 2000 στην Πολωνία με την ονομασία Polski Fiat 126p. Αντικατέστησε το κλασικό Fiat 500 (το γνωστό στην Ελλάδα ως «πεντακοσαράκι») και αντικαταστάθηκε στα τέλη του 1991 από το Fiat Cinquecento. Συνολικά κατασκευάστηκαν 4.673.655 αντίτυπα σειράς Fiat 126 στα 28 χρόνια παραγωγής του.

Βασικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σαλόνι ενός Fiat 126 του 1976.

Η αισθητική και το γενικότερο δομικό υπόβαθρο του τελικού Fiat 126 βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στο πρωτότυπο αυτοκίνητο (concept car) «City Taxi» («αστικό ταξί»), που είχε δημιουργηθεί από τον Pio Manzù (πραγματικό όνομα : Pio Manzoni) το 1968,[1][2] ο οποίος σχεδίασε τότε και το λίγο μεγαλύτερο Fiat 127, το οποίο και κυκλοφόρησε στην αγορά τον Απρίλιο του 1971. Αν και το πρωτότυπο «City Taxi» δεν έφτασε ποτέ στην παραγωγή, ωστόσο αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό τη βάση για το 126. Οι τελικές πινελιές στο ντιζάιν του 126 παραγωγής, διαμορφώθηκαν από τον Sergio Sartorelli, που μεταγενέστερα σχεδίασε και το μικρομεσαίο Fiat Ritmo του 1978 - 1988.

Το μοντέλο παραγωγής 126 παρουσιάστηκε στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο τον Οκτώβριο του 1972, ως ο επίσημος αντικαταστάτης του δημοφιλέστατου Fiat 500 του 1957 - 1975, και μάλιστα διατήρησε τα περισσότερα μηχανικά μέρη από αυτό. Ο γνωστός 2-κύλινδρος αερόψυκτος κινητήρας του 500, μεταφέρθηκε αυτούσιος από την ισχυρότερη έκδοση 500 R, έχοντας έτσι κυβισμό 594 cm³ και ισχύ 23 hp στις 4.800 στροφές το λεπτό, με την μέγιστη ταχύτητα στα 106 km/h. Επιπρόσθετα, διατηρήθηκε η διάταξη «κινητήρας πίσω, πίσω κίνηση», κοινώς «όλα πίσω», όπως είχε συμβεί και με τα Fiat 500 και Fiat 600. Ιστορικά, το 126 έμελλε να είναι και το τελευταίο μοντέλο της Fiat με τη διάταξη «όλα πίσω». Το κιβώτιο ταχυτήτων ήταν 4-τάχυτο μηχανικό, με την πρώτη ασυγχρόνιστη.

Η έκδοση Fiat 126 BIS, με την ηλιοροφή ανοιχτή.

Το αμάξωμα, ωστόσο, του 126 ήταν εντελώς νέο και έμοιαζε έντονα με μινιατούρα του Fiat 127, που είχε κυκλοφορήσει στην αγορά μόλις 1,5 έτος νωρίτερα, ενώ σε αντίθεση με την ηλιοροφή του Fiat 500, που μάλιστα εκτεινόταν σε ολόκληρο το μήκος της οροφής, το Fiat 126 δεν διέθετε ηλιοροφή, μολονότι τελικώς η μεταγενέστερη έκδοση Fiat 126 BIS του 1987 - 1991 προσέφερε μια ηλιοροφή, αν και μικρότερου μεγέθους από την αντίστοιχη στο 500. Όπως και το Fiat 500 του 1957 - 1975, το 126 ήταν επίσης μικροσκοπικό, έχοντας μάλιστα το ίδιο ακριβώς μεταξόνιο με το 500 (1,84 μέτρα), αν και το συνολικό μήκος του είχε αυξηθεί λίγο, στα 3.054 χιλιοστά, ενώ στο 500 ήταν κάτω από τα 3 μέτρα (2,97 μέτρα).

Η μπροστινή ανάρτηση, η μπαταρία και η ρεζέρβα, περιόριζαν τον χώρο αποσκευών στο μπροστινό μέρος του 126 (εδώ ένα αριστεροτίμονο του 1973) στα μόλις 100 λίτρα.

Από την άλλη όμως, υπήρξε μια μικρή αύξηση στο πλάτος του 126, βελτιώνοντας έτσι την άνεση των επιβατών στο εσωτερικό, ενώ το σαλόνι και το ταμπλό ήταν εντελώς καινούρια. Επιπλέον, είχε υπάρξει και μέριμνα για την παθητική ασφάλεια, με ζώνες ασφαλείας, ζώνη ελεγχόμενης παραμόρφωσης στο μπροστινό μέρος του σασί και τοποθέτηση της δεξαμενής καυσίμου μακριά από το πίσω άκρο και ακριβώς κάτω από τα πίσω καθίσματα, μειώνοντας έτσι δραστικά τον κίνδυνο ανάφλεξης σε τυχόν πρόσκρουση. Να σημειωθεί ότι στον προκάτοχο 500 το ντεπόζιτο ήταν στον χώρο αποσκευών στο μπροστινό μέρος του αμαξώματος, έχοντας έτσι υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης πυρκαγιάς μετά από μετωπική πρόσκρουση. Για την ιστορία, ωστόσο, η συνηθέστερη διάταξη σε όλα σχεδόν τα αυτοκίνητα έως και τις αρχές της δεκαετίας του 1970 (και σε αρκετά μοντέλα για κάποιες δεκαετίες ακόμα), ήταν με το ντεπόζιτο καυσίμων στο πίσω άκρο του αυτοκινήτου, μπροστά από τον πίσω προφυλακτήρα, με αποτέλεσμα τον εξαιρετικά υψηλό κίνδυνο εκδήλωσης φωτιάς μετά από οπίσθια πρόσκρουση.

Βελτιώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ταμπλό ενός Polski Fiat 126p.

Τον Οκτώβριο του 1976, στο Σαλόνι Αυτοκινήτου του Τορίνο, παρουσιάστηκε το 126 Personal, που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο. Έφερε αφαιρούμενο πίσω κάθισμα και πλαστικούς μαύρους προφυλακτήρες (αντί για μεταλλικούς), οι οποίοι άρχισαν να διαδίδονται και στις άλλες εκδόσεις στα επόμενα χρόνια. Τον Ιούλιο του 1977, ο κυβισμός του αρχικού κινητήρα αυξήθηκε από 594 cm³ σε 652 cm³ και η ισχύς του από 23 hp σε 24 hp, με αύξηση της μέγιστης ταχύτητας από τα 106 km/h στα 110 km/h, ενώ τον Δεκέμβριο του 1977 σταμάτησε οριστικά η παραγωγή του κινητήρα των 594 cm³.

Η παραγωγή του 126 στην Ιταλία έληξε στις 8 Ιουλίου 1979, αφού είχαν κατασκευαστεί 1.352.912 αντίτυπα, αλλά συνεχίστηκε στην Πολωνία από την FSM, όπου και παρήχθη από τις 6 Ιουνίου 1973 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2000, ως Polski Fiat 126p, υπό καθεστώς επίσημης άδειας από την Fiat. Τυπικά, η εξαγωγή του συνεχίστηκε στη Δυτική Ευρώπη έως το 1991 που εισήχθη ο διάδοχος Fiat Cinquecento, αν και το 126 διατέθηκε έως τότε σε περιορισμένα αντίτυπα, λόγω μεγάλης πτώσης του ενδιαφέροντος των υποψήφιων αγοραστών για το 126 στα κράτη αυτά. Μία εκδοχή του, επίσης, κατασκευάστηκε και στην πρώην Γιουγκοσλαβία, ως Zastava 126.

Τον Δεκέμβριο του 1984, το 126p έλαβε ένα έντονο λίφτινγκ, με τους πλαστικούς μαύρους προφυλακτήρες να καθιερώνονται ως στάνταρ, ενώ απέκτησε και ένα νέο ταμπλό και μετονομάστηκε σε Fiat 126p FL (FL = Face Lift).

Fiat 126 BIS του 1987 - 1991, με την 3η πίσω πόρτα, παρά την τοποθέτηση του κινητήρα στο πίσω μέρος.
Δεξιοτίμονο Fiat 126 BIS στην Αυστραλία (με ηλιοροφή), όπου διατέθηκε τοπικά ως FSM Niki.

Το 1987, έγινε μια ακόμα ανανέωση, με νέας σχεδίασης προφυλακτήρες, ενώ τοποθετήθηκε ένας καινούριος κινητήρας, επίσης 2-κύλινδρος, αλλά με κυβισμό 704 cm³ και με αύξηση της ισχύος του από 24 hp σε 25 hp, και μάλιστα για πρώτη φορά ήταν υδρόψυκτος, αντί για αερόψυκτος. Ο νέος αυτός κινητήρας ήταν πολωνικής κατασκευής και προσέφερε καλύτερες επιδόσεις στο μοντέλο, με την τελική ταχύτητα να φτάνει τα 116 km/h. Όπως προαναφέρθηκε, αυτή η νέα έκδοση κυκλοφόρησε ως Fiat 126 BIS και προσέφερε μια ηλιοροφή, ενώ η ίδια έκδοση, επίσης, έγινε κανονικό hatchback με τρίτη πίσω πόρτα, παρά την τοποθέτηση του κινητήρα στο πίσω μέρος. Επίσης, έφερε νέους εξωτερικούς καθρέφτες (αν και του συνοδηγού ήταν αρχικά έξτρα), νέα πίσω φώτα, στάνταρ (αντί για έξτρα, είχε εισαχθεί το 1979) πίσω φως ομίχλης, το οποίο και φαίνεται στη διπλανή φωτογραφία, καθώς και ελαστικά 135/70/R13 που τότε προσέδωσαν καλύτερο χειρισμό και κράτημα / οδική συμπεριφορά στο αυτοκίνητο. Διατηρήθηκε στην παραγωγή έως το 1991 και μάλιστα ήταν το τελευταίο 126 που διατέθηκε στις χώρες της Δυτικής και της Νότιας Ευρώπης, όπου ήταν και η μοναδική έκδοση στα κράτη αυτά, ενώ στα τέλη του 1991 αποσύρθηκε οριστικά από τις αντιπροσωπείες των τελευταίων χωρών όπου είχε απομείνει και αντικαταστάθηκε από το Fiat Cinquecento. Αντιθέτως, η προηγούμενη έκδοση του 126 συνέχισε να παράγεται αποκλειστικά για την αγορά της Πολωνίας, όπου διατέθηκε όμως επίσης και το 126 BIS.

Είναι ιστορικά ενδιαφέρον ότι το 126 BIS έφερε πολλά μηχανικά μέρη που μεταφέρθηκαν και στον διάδοχο Fiat Cinquecento. Μάλιστα το 126 BIS πωλήθηκε και στην Αυστραλία, μεταξύ του 1989 και του 1992, υπό την τοπική ονομασία FSM Niki, και στο διάστημα αυτό ήταν το φθηνότερο αυτοκίνητο στην αγορά της χώρας αυτής. Στα επόμενα χρόνια, έως και την αντικατάσταση το 1991, η μοναδική αλλαγή στα 126 δυτικών προδιαγραφών ήταν η προσθήκη αυτοκόλλητων ταινιών στα πλαϊνά κάποιων 126 BIS το διάστημα 1989 - 1991, μοντέλα που κυκλοφόρησαν με την ονομασία Fiat 126 Up.

Τον Σεπτέμβριο του 1994, έλαβε χώρα ακόμα μία ανανέωση για το 126p, το οποίο υιοθέτησε τότε και κάποια ακόμα μηχανικά μέρη από το Fiat Cinquecento και μετονομάστηκε σε Fiat 126p EL. Τον Ιανουάριο του 1997, εισήχθη το Fiat 126p ELX, που έφερε καταλύτη, προκειμένου να εκπληρώσει τις προδιαγραφές καυσαερίων Euro 1.

Εμπορική πορεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ταμπλό ενός Polski Fiat 126p ELX του 1997 - 2000. Με την ανανέωση του 1994, όλα τα 126p απέκτησαν το ταμπλό και το τιμόνι του Fiat Cinquecento.

Παρά την έξυπνη διαφημιστική προώθησή του, το 126 δεν υπήρξε ποτέ τόσο δημοφιλές όσο το κλασικό Fiat 500 στην Ιταλία και στις άλλες χώρες της Νότιας και της Δυτικής Ευρώπης, καθώς οι υποψήφιοι αγοραστές αυτών των χωρών επιζητούσαν πλέον μεγαλύτερου μεγέθους αυτοκίνητα πόλης από το 500, αλλά και διότι τα μοντέλα με τον κινητήρα πίσω είχαν αρχίσει πλέον να θεωρούνται εντελώς αναχρονιστικά. Ωστόσο, το 126 παρέμεινε έως και τη δεκαετία του 1990 εξαιρετικά δημοφιλές στις χώρες του πρώην Ανατολικού Μπλοκ, όπου εκτιμήθηκε ιδιαίτερα για την αξιοπιστία του και την εντυπωσιακή οικονομία καυσίμων. Η δημοτικότητά του στην Ανατολική Ευρώπη οφειλόταν στο ότι τα περισσότερα 126 κατασκευάστηκαν στην Πολωνία, ως Polski Fiat 126p, όπως προαναφέρθηκε, και μάλιστα στη χώρα αυτή είχε τόσο μεγάλη απήχηση και ζήτηση που συνήθως ο χρόνος αναμονής από την παραγγελία έως την απόκτηση έφτανε τα 2 έτη.[3] Η παραγωγή του στην Πολωνία ξεκίνησε στις 6 Ιουνίου 1973 και έληξε στις 22 Σεπτεμβρίου 2000. Για την ιστορία, τα τελευταία 126p (όσα παρήχθησαν το τρίτο τρίμηνο του 2000) έφεραν, ως έκδοση, την ονομασία «Happy End».

Συνολικά κατασκευάστηκαν 4.673.655 αντίτυπα σειράς 126, από τα οποία: 1.352.912 αντίτυπα του 126 στην Ιταλία, συν 3.318.674 αντίτυπα του 126p στην Πολωνία και 2.069 αντίτυπα στην Αυστρία από την Steyr-Puch, ενώ παρήχθη και ένας άγνωστος αριθμός αντιτύπων Zastava 126 στην πρώην Γιουγκοσλαβία.

Αντικατάσταση του 126[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και η παραγωγή της πολωνικής εκδοχής έφτασε έως το 2000, ο διάδοχος του Fiat 126 είχε εισαχθεί ήδη από το 1991 και ήταν το Fiat Cinquecento. Η αισθητική του ήταν ριζικά πιο σύγχρονη από αυτήν του 126, ενώ τόσο ο κινητήρας, όσο και η μετάδοση της κίνησης στο νέο μοντέλο ήταν πλέον μπροστά, κοινώς η διάταξη «όλα εμπρός», σε αντίθεση με το «όλα πίσω» των Fiat 500 και 126. Παράλληλα και οι εξωτερικές διαστάσεις του Cinquecento είχαν αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με αυτές των προκατόχων του.

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Pio Manzù «City Taxi»». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2013. 
  2. «1968 Fiat City Taxi». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 13 Ιουνίου 2013. Ανακτήθηκε στις 22 Μαρτίου 2013. 
  3. Zakrzewski, Adam (2010). pp.72-83.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Alessandro Sannia, Il grande libro delle piccole Fiat, Giorgio Nada Editore, 2008, ISBN 978-88-7911-439-4.
  • Ferdinand Simoneit (Ed) (23 November 1977). «Mehr Hubraum und Drehmoment fuer den Fiat 126». Auto, Motor und Sport 24: 20.
  • Aleksander Sowa, Fiat 126p history.
  • Klimecki, Zbigniew; Podolak, Roman (1982). Polski FIAT 126P: technika jazdy, obsługa i usprawnienia (in Polish). Wydawnictwa Komunikacji i Łączności. ISBN 978-83-206-0092-6.
  • Sowa, Aleksander (2008). Fiat 126p Mały Wielki Samochód (in Polish). Złot Myśli. ISBN 978-83-7582-550-3.
  • Zakrzewski, Adam (2010) (in Polish). Auto-moto PRL: władcy dróg i poboczy, Demart, Warsaw, ISBN 978-83-7427-484-5.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]