Χρένο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Armoracia rusticana)
Χρένο (Armoracia rusticana)
Άνθη και φύλλα του χρένου.
Άνθη και φύλλα του χρένου.
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Magnoliophyta)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Τάξη: Κραμβώδη (Brassicales)
Οικογένεια: Σταυρανθών (Brassicaceae)
Γένος: Αρμορακία (Armoracia)
Είδος: A. rusticana
Διώνυμο
Αρμορακία η αγροτική (Armoracia rusticana)
Philipp Gottfried Gaertner (G.Gaertn.), Bernhard Meyer (B.Mey.) &
Johannes Scherbius (Scherb.)

Το χρένο ή η Αρμορακία η αγροτική (Armoracia rusticana, συν. Cochlearia armoracia) είναι ποώδες, πολυετές φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών (Brassicaceae) (η οποία επίσης περιλαμβάνει τα φυτά της μουστάρδας, γουασάμπι (γιαπωνέζικο χρένο), του μπρόκολου και του λάχανου). Το φυτό είναι πιθανόν να προέρχεται από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη και τη Δυτική Ασία και αργότερα μετανάστευσε στη Ν.Αμερική. Είναι πλέον δημοφιλές σε ολόκληρο τον κόσμο. Φτάνει έως και τα 1,5 μέτρα σε ύψος και καλλιεργείται κυρίως για τη μεγάλη, λευκή, κωνική του ρίζα. Η συγκομιδή της ρίζας γίνεται την άνοιξη και το φθινόπωρο.

Η ακέραια ρίζα του χρένου δεν έχει σχεδόν καθόλου άρωμα. Όταν ωστόσο κοπεί ή τριφτεί, τα ένζυμα από τα πρόσφατα τεμαχισμένα φυτικά κύτταρα, καταρρέουν sinigrin (μια γλυκοζινολική) για την παραγωγή ισοθειοκυανικού αλλυλίου (allyl isothiocyanate), (έλαιο μουστάρδας), που ερεθίζει τις βλεννογόνους μεμβράνες των κόλπων και τα μάτια. Ο τριμμένος πολτός πρέπει να χρησιμοποιείται αμέσως ή να διατηρείται για καλύτερη γεύση, στο ξύδι. Άπαξ και εκτεθεί στον αέρα ή τη θερμότητα, αρχίζει να χάνει την πικάντικη γεύση του, σκουραίνει και με την πάροδο του χρόνου, γίνεται δυσάρεστα πικρό.

Φύλλωμα χρένου.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το χρένο, πιθανώς αυτόχθονο στην εύκρατη Ανατολική Ευρώπη, όπου το σλαβικό του όνομα chren φάνηκε στον Augustin Pyramus de Candolle πιο πρωτόγονο από οποιοδήποτε άλλο δυτικό συνώνυμο. Το χρένο καλλιεργείται από την αρχαιότητα.[1] Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, το μαντείο των Δελφών είπε στον Απόλλωνα, ότι το χρένο αξίζει το βάρος του σε χρυσό.[2] Το χρένο ήταν γνωστό στην Αίγυπτο το 1500 π.Χ.. Ο Διοσκουρίδης κατατάσσει το χρένο ισάξιο με το Περσικό σινάπι (Persicon sinapi) (Διοσκ. 2.186) ή Sinapi persicum (Διοσκ 2.168),[3] το οποίο στη Φυσική Ιστορία του Πλίνιου, αναφέρεται ως Persicon napy[4] Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος (Cato the Elder) αναφέρει το φυτό, στις πραγματείες του για τη γεωργία και μια τοιχογραφία στην Πομπηία, δείχνει το φυτό. Το χρένο είναι ίσως το φυτό που αναφέρεται από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (Pliny the Elder) στο έργο του Φυσική Ιστορία, με το όνομα "Amoracia" και το συνέστηνε για τις φαρμακευτικές του ιδιότητες και ενδεχομένως, το "άγριο ράπανο" των Ελλήνων. Οι πρώτοι βοτανολόγοι στην Αναγέννηση ο Pietro Andrea Mattioli και ο John Gerard το κατέδειξαν κάτω από το Raphanus.[5] Αν και στη σύγχρονη ταξινόμηση του Λινναίου το γένος Armoracia εφαρμόστηκε για πρώτη φορά σε αυτό από τον Heinrich Bernhard Ruppius. Στο έργο του Flora Jenensis του 1745, ο Λινναίος το αποκάλεσε Coclearia Armoracia.

Τόσο η ρίζα όσο και τα φύλλα κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα χρησιμοποιούνταν ως φάρμακο και η ρίζα χρησιμοποιήθηκε ως καρύκευμα για κρέατα στη Γερμανία, τη Σκανδιναβία και τη Βρετανία. Εισήχθη στη Βόρεια Αμερική κατά τη διάρκεια της ευρωπαϊκής αποίκησης[6] τόσο ο Τζώρτζ Ουάσιγκτον όσο και ο Τόμας Τζέφερσον το αναφέρουν στις εκθέσεις κηπουρικής.[7]

Ο ορνιθολόγος Ουΐλλιαμ Τέρνερ αναφέρει στο "Βόταν" του (1551-1568), το χρένο ως "Κόκκινο λάχανο", αλλά όχι ως καρύκευμα. Στο The Herball, or Generall Historie of Plantes (1597)), ο John Gerard το περιγράφει με το όνομα raphanus rusticanus, δηλώνοντας ότι απαντάται άγριο σε διάφορα μέρη της Αγγλίας. Αφού αναφέρεται σε φαρμακευτικές χρήσεις του, λέει: «»Το χρένο, ψεκασμένο με λίγο ξύδι σε αυτό, χρησιμοποιείται συνήθως από τους Γερμανούς ως σάλτσα για να τρώνε το ψάρι και παρόμοια σαν το κρέας, όπως κάνουμε εμείς με τη μουστάρδα.[8]»

Η λέξη χρένο βεβαιώνεται στα αγγλικά από τη δεκαετία του 1590. Στα Αγγλικά το χρένο αποκαλείται "horseradish" ("χορς ράντις" κυριολ. αλογοράπανο), συνδυάζει τη λέξη άλογο (που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως επίθετο που σημαίνει "ισχυρό, μεγάλο ή χοντρό") και τη λέξη ραπανάκι.[9] Παρά το όνομα, αυτό το φυτό είναι δηλητηριώδες για τα άλογα.

Καλλιέργεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σάλτσα χρένου σε βάζο.

Το χρένο είναι ένα πολυετές φυτό στις ζώνες ανθεκτικότητας 2-9 και μπορεί να καλλιεργηθεί ως ετήσιο φυτό στις άλλες ζώνες, αν και δεν έχει την ίδια επιτυχία όπως στις ζώνες με τόσο μεγάλη καλλιεργητική περίοδο και χειμερινές θερμοκρασίες αρκετά κρύες ώστε να εξασφαλίζουν τον λήθαργο του φυτού. Μετά τον πρώτο φθινοπωρινό παγετό που σκοτώνει τα φύλλα, η ρίζα σκάπτεται και διαιρείται. Η κύρια ρίζα συλλέγεται και ένα ή περισσότερα μεγάλα παρακλάδια της κύριας ρίζας μεταφυτεύονται να παραγάγουν τη συγκομιδή του επόμενου έτους. Το χρένο που μένει στον κήπο ανενόχλητο, εξαπλώνεται δια των βλαστών του υπογείως και μπορεί να γίνει είδος εισβολέας. Οι άνω του εδάφους, εναπομείνασες παλαιές ρίζες, γίνονται ξυλώδεις και δεν είναι πλέον χρήσιμες μετά στην μαγειρική, αν και τα παλαιότερα φυτά δύνανται να σκαφτούν ώστε επαναδιαιρούμενα να ξεκινήσουν νέα φυτά.[6][10] Τα φύλλα στην αρχή της εποχής τους, μπορεί να είναι εντελώς διαφορετικά, ασύμμετρα αιχμηρά, πριν αρχίσουν να αναπτύσσονται τα ώριμα, τυπικά, επίπεδα, πλατιά φύλλα.

Εχθροί και ασθένειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ευρέως εισηγμένες εξ ατυχήματος, οι προνύμφες του Pieris rapae, "cabbageworms" ("λαχανοσκώληκες"), η μικρή λευκή πεταλούδα, είναι μια κοινή παρασιτική κάμπια του χρένου. Οι ενήλικες, είναι λευκές πεταλούδες με μαύρες κηλίδες στα μπροστινά τους φτερά, που συνήθως κατά τη διάρκεια της ημέρας, ίπτανται πέριξ των φυτών. Οι κάμπιες είναι βελούδινο-πράσινες με αχνές κίτρινες ρίγες να διατρέχουν κατά μήκος κάτω από το πίσω μέρος και τις πλευρές. Οι πλήρως μεγαλωμένες κάμπιες είναι περίπου 25 χιλ. (1 ίντσα) σε μήκος. Κινούνται αργά όταν σπρώχνονται. Διαχειμάζουν σε πράσινους θαλάμους χρυσαλλίδων. Οι ενήλικες αρχίζουν να εμφανίζονται στους κήπους μετά το τελευταίο παγετό και είναι ένα πρόβλημα για το υπόλοιπο της καλλιεργητικής περιόδου. Υπάρχουν τρεις με πέντε επικαλυπτόμενες γενεές ανά έτος. Οι ώριμες κάμπιες μασάνε μεγάλες τραχιές οπές επί των φύλλων, αφήνοντας τις μεγάλες φλέβες ανέπαφες. Το μάζεμα με το χέρι είναι μια αποτελεσματική στρατηγική ελέγχου στους σπιτικούς κήπους.[11]

Μαγειρικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ισοθειοκυανικό αλλύλιο είναι το πικάντικο συστατικό στη φρέσκια σάλτσα χρένου.

Οι μάγειροι χρησιμοποιούν τους όρους "χρένο" ή "παρασκευασμένο χρένο" όταν αναφέρονται στη τριμμένη ρίζα του φυτού χρένο, το οποίο αναμιγνύεται με το ξύδι. Το έτοιμο χρένο είναι από λευκό έως υπόλευκου-μπεζ χρώματος. Θα διατηρηθεί για μήνες στο ψυγείο, αλλά τελικά θα σκουρύνει, δείχνοντας ότι χάνει τη γεύση του και ότι πρέπει να αντικατασταθεί. Τα φύλλα του φυτού, ενώ είναι βρώσιμα, συνήθως δεν τρώγονται και αναφέρονται ως "χόρτα χρένου" και τα οποία έχουν μια γεύση από τη ρίζα.

  • ΠΡΟΣΟΧΗ: Μην παίρνετε μεγάλες ποσότητες χρένου μονομιάς. Διακόψτε τη λήψη του, σε περίπτωση που προκύψει διάρροια ή νυχτερινή εφίδρωση.[12]

Σάλτσα χρένου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τεύτλο χρένου που έχει την Πιστοποίηση Κόσερ O-U.

Η σάλτσα χρένου που γίνεται από τριμμένη ρίζα χρένου και ξύδι είναι ένα δημοφιλές καρύκευμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και την Πολωνία. Στο Ηνωμένο Βασίλειο συνήθως σερβίρεται με ψητό βοδινό κρέας, συχνά ως μέρος του παραδοσιακού κυριακάτικου ψητού, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ένα αριθμό από άλλα πιάτα επίσης, συμπεριλαμβανομένων των σάντουιτς ή σαλατών. Μια παραλλαγή της σάλτσας χρένου, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να αντικαταστήσει το ξύδι με άλλα προϊόντα, όπως χυμό λεμονιού ή κιτρικό οξύ, είναι γνωστή στη Γερμανία ως Tafelmeerrettich. Επίσης δημοφιλές στο Ηνωμένο Βασίλειο είναι η μουστάρδα Tewkesbury (Tewkesbury mustard), ένα μείγμα μουστάρδας και τριμμένου χρένου που κατάγεται στους μεσαιωνικούς χρόνους και αναφέρεται από τον Σαίξπηρ (ο Φάλσταφ λέει: "το πνεύμα του είναι τόσο παχύ όσο η μουστάρδα Tewkesbury στον Ερρίκο 4ο, Μέρος II (Henry IV, Part II).[13]) Μια πολύ παρόμοια μουστάρδα, που ονομάζεται Krensenf ή Meerrettichsenf, είναι δημοφιλής στην Αυστρία και τμήματα της Ανατολικής Γερμανίας.

Στις ΗΠΑ, ο όρος "σάλτσα χρένου" αναφέρεται στο τριμμένο χρένο σε συνδυασμό με τη μαγιονέζα ή τη σάλτσα σαλάτας. Παρασκευασμένο χρένο είναι ένα κοινό συστατικό στο κοκτέιλ Bloody Mary και στη σάλτσα κοκτέιλ και χρησιμοποιείται ως σάλτσα ή άλειμμα του σάντουιτς. Η κρέμα χρένου είναι ένα μείγμα από χρένο και ξινής κρέμας και σερβίρεται μαζί με χυμό για ένα προνομιακό δείπνο με παϊδάκια.

Η χαρακτηριστική πικάντικη γεύση του χρένου είναι από την ένωση ισοθειοκυανικού αλλυλίου. Μετά την σύνθλιψη της σάρκας του χρένο, το ένζυμο μυροζινάση (myrosinase) απελευθερώνεται και δρα επί του γλυκοζινολικών (glucosinolates) sinigrin και gluconasturtiin, οι οποίες είναι πρόδρομες ουσίες στο ισοθειοκυανικό αλλύλιο. Το ισοθειοκυανικό αλλύλιο εξυπηρετεί το φυτό ως μια φυσική άμυνα κατά των φυτοφάγων ζώων. Αφού το ισοθειοκυανικό αλλύλιο είναι επιβλαβές για το ίδιο το φυτό, αυτό αποθηκεύεται στην αβλαβή μορφή της γλυκοζινολικής, χωριστά από το ένζυμο μυροζινάση (myrosinase enzyme). Όταν το ζώο μασά το φυτό, απελευθερώνεται το ισοθειοκυανικό αλλύλιο, απωθώντας το ζώο.[14] Το ισοθειοκυανικό αλλύλιο είναι μια ασταθής ένωση, αποικοδόμησης κατά τη διάρκεια της ημέρας στους 37°C.[15] Λόγω αυτής της αστάθειας, οι σάλτσες χρένου στερούνται την πικάντικη γεύση των φρεσκοτριμμένων ριζών.

Λαχανικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήματα ριζών χρένου.

Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη το χρένο ονομάζεται khren (σε διάφορες ορθογραφίες, όπως kren) σε πολλές σλαβικές γλώσσες, στην Αυστρία, σε ορισμένα μέρη της Γερμανίας (όπου το άλλο γερμανικό όνομα Meerrettich δεν χρησιμοποιείται), στη Βορειοανατολική Ιταλία και στα Γίντις (כריין μεταγλωττισμένο ως khren).

Υπάρχουν δύο ποικιλίες του khreyn. Το "κόκκινο" khreyn αναμιγνύεται με το κόκκινο τεύτλο (παντζάρι) και το "λευκό" khreyn δεν περιέχει τεύτλο. Είναι δημοφιλές στην Ουκρανία (κάτω από το όνομα του хрін, khrin, στην Πολωνία (κάτω από το όνομα του chrzan), στη Λιθουανία krienai στην Τσεχική Δημοκρατία křen, στη Ρωσία хрен, khren, στην Ουγγαρία torma, στη Ρουμανία hrean, στη Λιθουανία krienai, στη Βουλγαρία хрян, khryan και στη Σλοβακία (με το όνομα του chren). Έχοντας το αυτό στο τραπέζι, είναι μέρος της παράδοσης του Χριστιανικού Πάσχα και του Εβραϊκού Πάσχα, στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη.

  • Σε ορισμένα μέρη της νότιας Γερμανίας, όπως στη Φρανκονία (Franconia), Το "Kren" είναι ένα βασικό συστατικό του παραδοσιακού γαμήλιο δείπνου. Σερβίρεται με μαγειρεμένο βοδινό και ένα βούτηγμα (dip) που γίνεται από το lingonberry (είδος μούρου) για να ισορροπήσει την ελαφρά καψάδα του Kren.
  • Στην Πολωνία, μια ποικιλία από κόκκινα τεύτλα ονομάζεται ćwikła z chrzanem ή απλά ćwikła.
  • Στην Ευρωπαϊκή Εβραϊκή μαγειρική των Ασκενάζι, το χρένο των τεύτλων συνήθως σερβίρεται με ψάρι gefilte.
  • Στη Τρανσυλβανία, τα κόκκινα παντζάρια με χρένο χρησιμοποιούνται επίσης ως μια σαλάτα που σερβίρεται το Πάσχα με πιάτα αρνιού που ονομάζονται "cu sfecla hrean" και σε άλλες περιοχές της Ρουμανίας.
  • Στη Σερβία, Το ρεν (ren) είναι ένα ουσιώδες καρύκευμα με το μαγειρεμένο κρέας και το φρέσκο ​​ψητό γουρουνόπουλο.
  • Στην Κροατία, το τριμμένο χρένο (Κροατικά: Hren) συχνά τρώγεται με βραστό ζαμπόν ή βοδινό.
  • Στη Σλοβενία, καθώς και στις παρακείμενες ιταλικές περιοχές της Friuli Venezia Giulia και στην κοντινή ιταλική περιφέρεια του Βένετο, το χρένο (συχνά τριμμένο και αναμεμειγμένο με ξινή κρέμα γάλακτος, ξύδι, βραστά αυγά ή μήλα), είναι επίσης ένα παραδοσιακό Πασχαλινό πιάτο.
  • Δυτικότερα στις ιταλικές περιοχές της Λομβαρδίας, Εμίλια-Ρομάνια και Πιεμόντε, το χρένο ονομάζεται "barbaforte" ("δυνατή γενειάδα") και είναι ένα παραδοσιακό συνοδευτικό για το bollito misto (φαγητό κατσαρόλας της Βορ.Ιταλίας) ενώ στις βόρειο-ανατολικές περιοχές όπως to Trentino-Alto Adige/Άντιτζε, Βένετο και Φριούλι Βενέτσια Τζούλια, εξακολουθεί να ονομάζεται "kren" ή "cren". Στη νότια περιοχή της Basilicata είναι γνωστό ως "rafano" και χρησιμοποιείται για την παρασκευή του λεγόμενου "rafanata", ένα κύριο πιάτο από χρένο, αυγά, τυρί και λουκάνικα.[16]
  • Το χρένο χρησιμοποιείται επίσης ως κύριο συστατικό στις σούπες. Στην πολωνική περιοχή της Σιλεσίας, η σούπα από χρένο είναι ένα συνηθισμένο Πασχαλινό πιάτο.[17]

Η σχέση με το γουασάμπι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ιαπωνικό καρύκευμα γουασάμπι, αν και παρασκευάζεται παραδοσιακά από το φυτό γουασάμπι, τώρα συνήθως γίνεται με χρένο, λόγω της σπανιότητας του φυτού γουασάμπι.[18] Το ιαπωνικό βοτανικό όνομα για το χρένο είναι σέιγιο γουασάμπι (セイヨウワサビ, 西洋山葵) ή "Δυτικό γουασάμπι". Αμφότερα τα φυτά είναι μέλη της οικογένειας Brassicaceae.

Θρεπτικές και βιοϊατρικές χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σταυρανθή λαχανικά (χρένο, μπρόκολο, λαχανάκια Βρυξελλών, λάχανο κ.ά.), περισσότερο από ό,τι οποιαδήποτε άλλα λαχανικά, έχουν δείξει ότι έχουν ισχυρές αντικαρκινικές ιδιότητες. Ειδικότερα, τα σταυρανθή λαχανικά παράγουν γλυκοσινολικά. Αυτές οι θειούχες ενώσεις είναι αυτές που δίνουν στα σταυρανθή λαχανικά την πικρή τους γεύση. Οι ερευνητές έχουν βρει ότι αυτές οι ενώσεις, στα εργαστήρια για τους αρουραίους, καταπολεμούν διάφορες μορφές καρκίνου. Μελέτες σε ανθρώπους έχουν δείξει ανάμεικτα αποτελέσματα, αλλά σε γενικές γραμμές, οι άνθρωποι που τρώνε μια μεγάλη ποικιλία από τα σταυρανθή λαχανικά έχουν μειωμένο κίνδυνο καρκίνου του μαστού, του παχέος εντέρου, του προστάτη και του καρκίνου του πνεύμονα.[19]

Οι ενώσεις που έχουν βρεθεί στο χρένο, έχουν μελετηθεί ευρέως για μια πληθώρα από οφέλη στην υγεία.[20][21] Το χρένο περιέχει πτητικά έλαια, ιδίως έλαιο μουστάρδας, το οποίο έχει αντιβακτηριακές ιδιότητες, λόγω της παρουσίας του ισοθειοκυανικού αλλυλίου.[14] [22] Φρέσκο, το φυτό περιέχει επίσης κατά μέσο όρο 79,31 χλστγρ. βιταμίνης C ανά 100 g ακατέργαστου χρένου.[23]

Το ένζυμο υπεροξειδάση του χρένου (horseradish peroxidase (HRP)), που βρίσκεται στο φυτό, χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη μοριακή βιολογία και βιοχημεία.[24]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. J.W.Courter and A.M. Rhodes, "Historical notes on horseradish" Economic Botany 12.2 April=May1969pp156ff
  2. Murray, Michael T.· Lara Pizzorno· Joseph E. Pizzorno (2005). The Encyclopedia of Healing Foods. New York: Atria Books. ISBN 978-0743480529. 
  3. Early Modern translators of Dioscurides offered various names.
  4. Pliny on Thlaspi or Persicon napy H.N. i. 37.113.
  5. Courter, J. W.; Rhodes, A. M. (April–June 1969). «Historical notes on horseradish». Economic Botany 23 (2): 156–164. doi:10.1007/BF02860621. 
  6. 6,0 6,1 Pleasant, Barbara (Oct–November 2003). «Horseradish». Mother Earth News. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2007-09-27. https://web.archive.org/web/20070927230321/http://www.motherearthnews.com/Organic-Gardening/2003-10-01/Horseradish.aspx. Ανακτήθηκε στις 2007-07-01. 
  7. Ann Leighton, American Gardens in the Eighteenth Century: 'For Use or Delight' , 1976, p.431.
  8. Phillips, Henry (1822). History of Cultivated Vegetables. H. Colburn and Co. σελ. 255. ISBN 1-4369-9965-0. 
  9. Harper, Douglas. «Online Etymology Dictionary: horseradish». Ανακτήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 2012. 
  10. «How To Grow Horseradish». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Ιουνίου 2007. Ανακτήθηκε στις 1 Ιουλίου 2007. 
  11. Suzanne Wold-Burkness and Jeff Hahn. «Caterpillar Pests of Cole Crops in Home Gardens». University of Minnesota. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2 Οκτωβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2007. 
  12. John Lust (1974). «Horseradish». The Herb Book. Bantam Double-day Dell Publishing Group. Inc. σελ. 233. ISBN 0-553-26770-1. 
  13. «Henry IV, Part II, Scene 4». opensourceshakespeare.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 16 Ιουλίου 2011. Ανακτήθηκε στις 10 Μαΐου 2008. 
  14. 14,0 14,1 Rosemary A. Cole "Isothiocyanates, nitriles and thiocyanates as products of autolysis of glucosinolates in Cruciferae" Phytochemutry, 1976. Vol. 15, pp. 759-762. doi:10.1016/S0031-9422(00)94437-6
  15. Yoshio Ohta, Kenichi Takatani, Shunro Kawakishi "Decomposition Rate of Allyl Isothiocyanate in Aqueous Solution" Bioscience Biotechnology and Biochemistry 1995, , volume 59, pp. 102-103. doi:10.1271/bbb.59.102
  16. Zanini De Vita, Oretta (2009). Encyclopedia of Pasta. University of California Press. σελ. 122. ISBN 978-0-520-25522-7. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουνίου 2014. [νεκρός σύνδεσμος]
  17. «Horseradish Soup Recipe Updated with Photographs – Polish Easter Food». Culture.polishsite.us. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 8 Ιουλίου 2012. 
  18. Arnaud, Celia Henry (2010). «Wasabi:In condiments, horseradish stands in for the real thing». Chemical & Engineering News (American Chemical Society) 88 (12): 48. doi:10.1021/cen-v088n012.p048. http://cen.acs.org/articles/88/i12/Wasabi.html. Ανακτήθηκε στις 11 November 2012. 
  19. Julie Christensen (2015). «Nutricion». Gardening Channel. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2015. 
  20. Lin, C. M.; Preston, J.F.; Wei, C. I. (June 2000). «Antibacterial mechanism of allyl isothiocyanate». Journal of Food Protection 63 (6): 727–734. PMID 10852565. https://archive.org/details/sim_journal-of-food-protection_2000-06_63_6/page/727. 
  21. Albrecht U., Goos K.-H., Schneider B."A randomised, double-blind, placebo-controlled trial of a herbal medicinal product containing Tropaeoli majoris herba (Nasturtium) and Armoraciae rusticanae radix (Horseradish) for the prophylactic treatment of patients with chronically recurrent lower urinary tract infections." Current Medical Research and Opinion. 23 (10) (pp 2415-2422), 2007.
  22. Rinzler, Carol Ann: "Book of Herbs and Spices", Wordsworth Editions, Ware, England, 1997 (pages 82–83), ISBN 1-85326-390-7
  23. Rinzler, Carol Ann: "Book of Herbs and Spices", Wordsworth Editions, Ware, England, 1997 (pages 82–83), ISBN 1-85326-390-7
  24. K. Wedelsbäck Bladha & K. M. Olssonb "Introduction and use of horseradish (Armoracia rusticana) as food and medicine from antiquity to the present: Emphasis on the nordic countries". Journal of Herbs, Spices and Medicinal Plants. 17 (3) (pp 197-213), 2011.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]