Ρωμιοσύνη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ρωμιοσύνη είναι ο όρος που αναφέρεται στο σύγχρονο ελληνικό έθνος. Καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα στην βαθιά διχασμένη μετεμφυλιακή Ελλάδα, κυρίως την δεκαετία 1960. [1]

Εμφανίζεται για πρώτη φορά στο κείμενο «Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη» το 1786,[2] ενώ το 1883 ο Γεώργιος Σουρής εκδίδει στην Σύρο την σατυρική εβδομαδιαία εφημερίδα "Ο Ρωμηός". Στο νεοελληνικό κράτος, για τον Ρωμιό και τη Ρωμιοσύνη υπάρχουν δύο βασικά βιβλία, η «Πονεμένη Ρωμιοσύνη» (1963) του Φώτη Κόντογλου, από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας και «Ρωμιοσύνη» (1975) του π. Ιωάννη Ρωμανίδη, από την Καππαδοκία.[1] Σύμφωνα με τον συγγραφέα Φώτη Κόντογλου, η λέξη "Ρωμιός" δημιουργήθηκε στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου[3] και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ευρέως κατά την Τουρκοκρατία.[3]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Ρωμιοσύνη προέρχεται από τον Ρωμιό που είναι η δημοτική μορφή της αρχικής μεσαιωνικής λέξης Ρωμαίος και αναφερόταν σε όσους προέρχονταν από την ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όπου μέχρι το 19ο αιώνα ήταν ισοδύναμη με την έννοια του Ορθόδοξου Χριστιανού και σε πιο ύστερα χρόνια και του Ελληνόφωνου. Ο όρος χρησιμοποιούνταν αρχικά από την οθωμανική διοίκηση για να περιγράψει όλους όσους βρίσκονταν υπό τη διοίκηση των ορθόδοξων πατριαρχείων και εκκλησιών στην οθωμανική επικράτεια.[4] Όλοι αυτοί υπόκεινταν στον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης.[5] Όλοι οι Ορθόδοξοι (ελληνόγλωσσοι, αρβανιτόφωνοι, σλαβόφωνοι, βλαχόφωνοι, αραβόφωνοι, τουρκόφωνοι), ονομάζονται Ρωμιοί και συγκροτούν το «Ρουμ μιλλέτ» αλλά ύστερα ο όρος επικράτησε κυρίως για τους ελληνόφωνους. Αντίστοιχα μιλέτ ή μιλέτια έχουν και οι Μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και οι Αρμένιοι. Προϋπόθεση για να είσαι υπήκοος στην αυτοκρατορία ήταν να είσαι μέλος σε ένα από τα εθνικοθρησκευτικά μιλέτια. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα Έλληνες και μη-Έλληνες των Βαλκανίων, ειδικά μεταξύ του αστικού πληθυσμού, αυτοαποκαλούνταν "Ρωμιοί", ενώ στην ύπαιθρο χρησιμοποιούσαν τον όρο "Χριστιανοί". Για τα μέλη της Ορθόδοξης κοινότητας, σε αστικά και αγροτικά περιβάλλοντα, η μετοχή στη θρησκευτική κοινότητα θεωρούνταν σημαντικότερη από την εθνότητα και σπάνια γινόταν χρήση εθνωνυμίων.[6]

Νεότερη εποχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, γραμμένο περί το 1945-47 και τυπωμένο το 1954, κυκλοφόρησε το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, Ρωμιοσύνη (στην ποιητική συλλογή Αγρυπνία), όπου αποτυπώνεται η περιπέτεια που έζησε η Ελλάδα την εποχή εκείνη.[7] [8] Το 1966, η Ρωμιοσύνη εκδίδεται αυτοτελώς και το ίδιο έτος μελοποιείται από τον Μίκη Θεοδωράκη όπου ο λαός βιώνει βαθιά τα μηνύματά του, το αγκαλιάζει και το κάνει «κτήμα ες αεί».

Το μελοποιημένο ποίημα και οι έννοιες που εμπεριέχει τραγουδιέται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και του ελληνισμού εμπεριέχοντας, πλέον, το μήνυμα της εθνικής ενότητας.[1]

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 «Ορθόδοξος και Ρωμιός Δυο ταυτόσημες λέξεις». ΡΟΜΦΑΙΑ. 9 Ιουνίου 2023. 
  2. Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, "Ελληνορωμαίικα", Φιλογένεια, τόμ. ΙΣΤ', τχ 2, σ. 6, 7. Παραπέμπει στο Μπάρμπα Παντζελιός, Το τραγούδι του Δασκαλογιάννη. Εισαγωγή-σχόλια Βασ. Λαούρδα, Ηράκλειο Κρήτης 1947.
  3. 3,0 3,1 Κόντογλου, Φώτης. Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη. 
  4. Ozil 2013, σελ. 9
  5. Karakasidou 1997, σελ. 79
  6. Detrez 2008, σελ. 36
  7. «3». Γιάννης Ρίτσος - Λέσχη Αθανάτων. Ελευθεροτυπία. σελ. 114. 
  8. Χρύσα Προκοπάκη (2014). «Κατοχή - Αντίσταση - Διώξεις». Γιάννης Ρίτσος. Καθημερινή. σελ. 27. ISBN 978-960-475-980-4.