Πραγματικότητα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Πραγματικότητα είναι η κατάσταση των πραγμάτων όπως αυτά υπάρχουν και όχι όπως τα φανταζόμαστε ή θα μπορούσαν να είναι.[1] Στην πιο διευρυμένη του έννοια ο όρος πραγματικότητα περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν είτε αυτά είναι παρατηρήσιμα είτε όχι.

Η σύγχρονη Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία χρησιμοποιεί 4 έννοιες ώστε να ξεχωρίζει τι αποτελεί μέρος της πραγματικότητας, δηλαδή τι αποτελεί πραγματικό φαινόμενο.

  1. Φαινομενολογική πραγματικότητα
  2. Αλήθεια
  3. Γεγονός
  4. Αξίωμα

Φαινομενολογική πραγματικότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναφέρεται στην αντίληψη του κόσμου από ένα και μόνο άτομο. Η φόρμα αυτή της πραγματικότητας βασίζεται καθαρά στην προσωπική αντίληψη του ατόμου από πολύ απλά πράγματα, όπως σχήματα, χρώματα κτλ. μέχρι σύνθετες έννοιες. Οι φαινομενολογικές πραγματικότητες πολλών ανθρώπων μπορούν να μοιάζουν ή να συμπίπτουν ή να είναι εντελώς διαφορετικές. Παράδειγμα: Η εντύπωση ότι η Γη είναι επίπεδη.

Αλήθεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αλήθεια

Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου τότε δημιουργείται μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την αίσθηση που δημιουργεί. Όταν αυτό συμβαίνει για ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων τότε αναπτύσσεται η έννοια της αλήθειας, δηλαδή η κοινή σύμβαση ότι ένα φαινόμενο το αντιλαμβάνονται όλοι όμοια. Παράδειγμα: Δύο διαφορετικά σύνολα μπορούν να έχουν διαφορετικές κοινές αλήθειες. Οι μεν να λένε ότι ο ουρανός είναι γαλάζιος και οι δε ότι ο ουρανός είναι μπλε.

Γεγονός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Γεγονός

Γεγονός αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο δεν μπορεί να κριθεί υποκειμενικά και έχει έναν οικουμενικό χαρακτήρα. Παράδειγμα: Ο Ήλιος είναι το κέντρο του Ηλιακού μας συστήματος.

Αξίωμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αξίωμα

Αξίωμα είναι μια αυτο-αποδεικνυούμενη πραγματικότητα. Αποτελεί την βάση πάνω στην οποία περαιτέρω υποθέσεις γίνονται. Παράδειγμα: 1 + 1 = 2. Αφού 1 + 1 = 2 τότε 1 + 1 + 1 = 2 + 1.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ''Compact Oxford English Dictionary of Current English'', Oxford University Press, 2005. ("reality • noun (pl. realities) 1 the state of things as they actually exist, as opposed to an idealistic or notional idea of them. 2 a thing that is actually experienced or seen. 3 the quality of being lifelike. 4 the state or quality of having existence or substance.")

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]