Ελεύθερη αγορά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ελεύθερη αγορά είναι ένα σύστημα της οικονομίας της αγοράς, στο οποίο οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών καθορίζονται ελεύθερα από τη συναίνεση μεταξύ των προμηθευτών και των καταναλωτών και στο οποίο οι νόμοι και οι δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης είναι απαλλαγμένες από οποιαδήποτε παρέμβαση από την κυβέρνηση, το μονοπωλιακό καθορισμό των τιμών, ή άλλη αρχή. Μια ελεύθερη αγορά έρχεται σε αντίθεση με μια ρυθμιζόμενη αγορά, στην οποία η κυβέρνηση παρεμβαίνει στην προσφορά και τη ζήτηση μέσω μεθόδων που δεν υπακούν στους νόμους της αγοράς, όπως οι νόμοι για τη δημιουργία φραγμών εισόδου στην αγορά ή καθορισμού των τιμών. Σε μια οικονομία της ελεύθερης αγοράς, οι τιμές των αγαθών και υπηρεσιών καθορίζονται ελεύθερα από τις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης στις οποίες επιτρέπεται να φτάσουν σε σημείο ισορροπίας χωρίς καμία παρέμβαση από την κυβερνητική πολιτική, και αυτό συνήθως συνεπάγεται στήριξη άκρως σε ανταγωνιστικές αγορές και την ιδιωτική ιδιοκτησία των παραγωγικών επιχειρήσεων.

Αν και συνήθως οι ελεύθερες αγορές συνδέονται στην καθημερινότητα και στη λαϊκή κουλτούρα με τον καπιταλισμό, οι ελεύθερες αγορές επίσης υποστηρίζονται από τους αναρχικούς της ελεύθερης αγοράς, τους σοσιαλιστές της αγοράς, κάποιους υποστηρικτές των συνεταιρισμών και υποστηρικτές της συμμετοχής στα κέρδη[1].

Οικονομικά συστήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οικονομικά laissez-faire (ελευθεριακές)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: laissez-faire

Η αρχή του laissez-faire εκφράζει την προτίμηση για την απουσία εξωαγοραίων (εκτός αγοράς) πιέσεων σε τιμές και μισθούς, πιέσεις που ασκούνται από ενέργειες όπως η μεροληπτική κρατική φορολόγηση, οι επιδοτήσεις ή ενισχύσεις, τα κόμιστρα, οι περιορισμοί ή ο έλεγχος στην καθαρά ιδιωτική συμπεριφορά, ή ακόμα τα κρατικά και τα κατ'ανάθεση μονοπώλια. Στο βιβλίο του «Η καθαρή θεωρία του Κεφαλαίου» (The Pure Theory of Capital), ο Φρίντριχ Χάγιεκ επιχειρηματολόγησε ότι το ζητούμενο είναι η διατήρηση της μοναδικής πληροφορίας που εμπεριέχεται στην ίδια την τιμή[2].

Ο ορισμός του τι συνιστά ελεύθερη αγορά έχει αμφισβητηθεί και καταστεί περίπλοκος εξαιτίας της επίδρασης πολιτικών φιλοσόφων του κολεκτιβισμού και των σοσιαλιστικών ιδεών[3]. Αυτή η αμφισβήτηση ξεκίνησε από την διαφοροποίηση των κλασικών οικονομολόγων, όπως ο Άνταμ Σμιθ, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο και ο Τόμας Ρόμπερτ Μάλθους, από την ηπειρωτική οικονομική επιστήμη, που αναπτύχθηκε κυρίως από τους Ισπανούς σχολαστικούς και τους Γάλλους κλασικούς οικονομολόγους, συμπεριλαμβανομένων των Ρισάρ Καντιγιόν, Αν Ρομπέρ Ζακ Τυργκό, Ζαν-Μπατίστ Σε και Φρεντερίκ Μπαστιά. Ο Άνταμ Σμιθ αποδοκίμασε την υποκειμενική θεωρία της αξίας, και υποστήριξε πως μια άνευ ελέγχου αγορά θα έρεπε προς την δημιουργία μονοπωλίων, καθιστάμενη, ως εκ τούτου, ανελεύθερη.

Κατά την επανάσταση των θεωρητικών της Οριακής Χρησιμότητας, η υποκειμενική θεωρία της αξίας αξιοποιήθηκε εκ νέου[4].

Σοσιαλιστικά οικονομικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Σοσιαλισμός

Από τον 19ο αιώνα υπήρξαν διάφορες μορφές σοσιαλισμού που βασίζονται στην ελεύθερη αγορά ή την διακηρύσσουν. Μεταξύ των πρώτων αξιοσημείωτων σοσιαλιστών υποστηρικτών της ελεύθερης αγοράς συγκαταλέγονται οι Πιερ-Ζοζέφ Προυντόν, Μπέντζαμιν Τάκερ και οι υποστηρικτές της σχολής του Ντέηβιντ Ρικάρντο. Αυτοί οι οικονομολόγοι πίστευαν ότι πραγματικά ελεύθερη αγορά και εθελοντική ανταλλαγή δεν μπορούσαν να υπάρξουν στο πλαίσιο των συνθηκών εκμετάλλευσης του καπιταλισμού.

Αυτές οι προτάσεις ποίκιλλαν από διάφορες μορφές εργατικών συνεταιρισμών που να λειτουργούν σε καθεστώς ελεύθερης οικονομίας, όπως το σύστημα αμοιβαιότητας που προτάθηκε από τον Προυντόν, μέχρι κρατικές επιχειρήσεις που να λειτουργούν σε απορρυθμισμένες και ανοικτές αγορές. Αυτά τα πρότυπα σοσιαλισμού δεν πρέπει να συγχέονται με άλλες μορφές σοσιαλισμού της αγοράς (π.χ. το μοντέλο Λάνγκε), στις οποίες οι δημόσιες επιχειρήσεις συντονίζονται μέσω διαφόρων βαθμών οικονομικού προγραμματισμού, ή όπου οι τιμές των αγαθών καθορίζονται μέσω της τιμολόγησης οριακού κόστους.

Υποστηρικές του σοσιαλισμού της ελεύθερης αγοράς, όπως ο Γιάροσλαβ Βάνεκ, ισχυρίζονται ότι πραγματικά ελεύθερη αγορά δεν είναι δυνατόν να υπάρξει υπό καθεστώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, διότι οι ταξικές διαφορές και οι ανισότητες στο εισόδημα και στην ισχύ που απορρέουν από το καθεστώς αυτό δίνουν τη δυνατότητα στην ιθύνουσα τάξη να στρεβλώσει την αγορά βάσει των συμφερόντων της, είτε υπό μορφή μονοπωλίου και ισχύος της αγοράς, είτε χρησιμοποιώντας τον πλούτο και τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές ώστε να νομοθετήσουν πολιτικές οι οποίες εξυπηρετούν τα προσωπικά τους επιχειρηματικά συμφέροντα[5]. Επιπροσθέτως, ο Βάνεκ αναφέρει ότι οι εργάτες σε μία σοσιαλιστική οικονομία, βασισμένη σε συνεταιριστικές και αυτοδιαχειριζόμενες επιχειρήσεις, θα είχαν ισχυρότερα κίνητρα για να αυξήσουν την παραγωγή, καθώς θα αποκόμιζαν μέρος των κερδών (βάσει της συνολικής απόδοσης της επιχείρησής τους) επιπλέον του μισθού τους.

Οι σοσιαλιστές επισημαίνουν επίσης ότι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς οδηγεί σε σημαντικές ανισότητες ως προς την κατανομή των εισοδημάτων, πράγμα που οδηγεί σε κοινωνική αστάθεια. Ως εκ τούτου απαιτούνται διορθωτικά μέτρα υπό μορφή κοινωνικής πρόνοιας, αναδιανεμητικής φορολογίας και υψηλού διοικητικού κόστους, τα οποία μειώνουν τα κίνητρα για εργασία, προκαλούν ανεντιμότητα και αυξάνουν την πιθανότητα φοροδιαφυγής. Έτσι ο καπιταλισμός της ελεύθερης αγοράς απαιτεί κυβερνητική ρύθμιση των αγορών, ώστε να αποτρέψει την κοινωνική αστάθεια, η οποία όμως αποβαίνει εις βάρος της συνολικής αποτελεσματικότητας της οικονομίας της αγοράς[6].

Γεωιστές Οικονομολόγοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως αναλύεται παραπάνω, κατά τους κλασικούς οικονομολόγους όπως ο Άνταμ Σμιθ, ο όρος «ελεύθερη αγορά» δεν αναφέρεται απαραίτητα σε μια αγορά απαλλαγμένη από κάθε παρέμβαση του κράτους· αντίθετα, ο όρος αναφέρεται περισσότερο σε μια αγορά ελεύθερη από κάθε μορφή οικονομικών προνομίων (οικονομικής προσοδοθηρίας), μονοπωλιακών καταστάσεων και τεχνητών ελλείψεων[3]. Με αυτό εννοείται πως κάθε μορφή οικονομικής προσόδου, δηλαδή κάθε μορφή κέρδους που δημιουργείται λόγω της έλλειψης τέλειου ανταγωνισμού πρέπει να μειωθεί ή να εξαλειφθεί κατά το δυνατό μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού.

Η οικονομική θεωρία μάς λέει ότι οι πρόσοδοι από την εκμετάλλευση γης και άλλες φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές συνιστούν οικονομικά οφέλη που δεν μπορούν να μειωθούν κατά τέτοιο τρόπο [μέσω του τέλειου ανταγωνισμού] εξαιτίας της τέλειας ανελαστικής προσφοράς[7]. Ορισμένοι οικονομικοί διανοητές δίνουν έμφαση στην ανάγκη αυτές οι πρόσοδοι να διαμοιραστούν ως ένα προαπαιτούμενο για μια αγορά που λειτουργεί καλά. Υποδηλώνεται ότι κατά τον τρόπο αυτό θα μειωθεί η ανάγκη για τακτικούς φόρους, οι οποίοι έχουν αρνητικό αποτέλεσμα στον εμπόριο, ενώ ταυτόχρονα θα επέλθει απελευθέρωση γης και πηγών επί των οποίων ασκείται κερδοσκοπική εκμετάλλευση και που τελούν σε καθεστώς μονοπωλίου: δύο στοιχεία που συμβάλλουν στη βελτίωση του ανταγωνισμού και της λειτουργίας των μηχανισμών της ελεύθερης αγοράς. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ υποστήριξε τη θέση αυτή στην ομιλία του με τίτλο «Η Γη Είναι Η Μητέρα Όλων Των Μονοπωλίων[8]».

Ο Αμερικανός οικονομολόγος και κοινωνικός φιλόσοφος Χένρυ Τζωρτζ, ο πλέον γνωστός υπέρμαχος αυτής της θέσης, επεδίωκε να επιτύχει αυτή την κατάσταση μέσω της επιβολής ενός υψηλού φόρου επί της αξίας της γης που θα αντικαθιστά όλους τους υπόλοιπους φόρους[9]. Οι υποστηρικτές αυτής της ιδέας αποκαλούνται συνήθως ως Γεωργιστές (Georgists) ή Γεωιστές (Geoists) και Γεωελευθεριακοί (Geolibertarians).

Ο Λεόν Βαλράς, ένας εκ των ιδρυτών της Νεοκλασικής Οικονομικής Θεωρίας, ο οποίος βοήθησε στη διαμόρφωση της θεωρίας της γενικής ισορροπίας, είχε μια πολύ παρόμοια άποψη. Υποστήριζε ότι κατάσταση ελεύθερου ανταγωνισμού θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο υπό καθεστώς κρατικής ιδιοκτησίας των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών και της γης. Επιπροσθέτως, η φορολογία εισοδήματος θα μπορούσε να εξαλειφθεί εφόσον το κράτος αποκτούσε έσοδα για τη χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών μέσω της ιδιοκτησίας και κατοχής αυτών των πηγών και δραστηριοτήτων[10].

Καπιταλιστικά συστήματα εκτός Laissez-faire[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ισχυρότερα κίνητρα για την βελτιστοποίηση της παραγωγής, τα οποία κατά τον Βάνεκ είναι δυνατό να επιτευχθούν σε μια σοσιαλιστική οικονομία που βασίζεται στη συνεργατικότητα και την αυτοδιαχείριση των επιχειρήσεων, θα ήταν δυνατό να επιτευχθούν σε μια ελεύθερη αγορά εφόσον τον κανόνα αποτελούσαν οι επιχειρήσεις που ελέγχονται από τους εργαζόμενους σε αυτές ανθρώπους, όπως το οραματίστηκαν πολλοί διανοητές μεταξύ των οποίων οι Λουίς Ο. Κέλσο και Τζέημς Σ. Άλμπους.

Έννοιες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προσφορά και ζήτηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ζήτηση για ένα προϊόν (αγαθό ή υπηρεσία), αναφέρεται στην πίεση που δέχεται η αγορά από τους ανθρώπους που προσπαθούν να το αγοράσουν. Οι αγοραστές θέτουν μια μέγιστη τιμή που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν, ενώ οι πωλητές έχουν μια ελάχιστη τιμή στην οποία είναι πρόθυμοι να προσφέρουν το προϊόν τους. Το σημείο στο οποίο συναντώνται οι καμπύλες προσφοράς και ζήτησης είναι η τιμή ισορροπίας μεταξύ της προσφερόμενης και της ζητούμενης ποσότητας του προϊόντος. Οι πωλητές που είναι πρόθυμοι να προσφέρουν τα προϊόντα τους σε χαμηλότερη τιμή από την τιμή ισορροπίας καρπώνονται τη διαφορά ως πλεόνασμα του παραγωγού. Οι αγοραστές που είναι πρόθυμοι να πληρώσουν για τα εμπορεύματα σε τιμή υψηλότερη από την τιμή ισορροπίας καρπώνονται τη διαφορά ως πλεόνασμα του καταναλωτή[11].

Το μοντέλο της προσφοράς και της ζήτησης εφαρμόζεται συχνά στην αγορά εργασίας και συγκεκριμένα στη διαμόρφωση των μισθών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι τυπικοί ρόλοι του προμηθευτή και του καταναλωτή αντιστρέφονται. Οι προμηθευτές είναι τα άτομα που προσπαθούν να πωλήσουν (προσφορά) την εργασία τους στην υψηλότερη δυνατή τιμή. Οι καταναλωτές είναι οι επιχειρήσεις, οι οποίες προσπαθούν να αγοράσουν (ζήτηση) το είδος της εργασίας που χρειάζονται στη χαμηλότερη δυνατή τιμή. Όταν όλο και περισσότεροι άνθρωποι προσφέρουν την εργασία τους στην εν λόγω αγορά ο μισθός μειώνεται και το επίπεδο της απασχόλησης αυξάνεται καθώς η καμπύλη προσφοράς μετακινείται προς τα δεξιά. Το αντίθετο συμβαίνει όταν όλο και λιγότεροι άνθρωποι προσφέρονται να απασχοληθούν στην αγορά εργασίας καθώς η καμπύλη προσφοράς μετατοπίζεται προς τα αριστερά[11].

Στην ελεύθερη αγορά, άτομα και οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στις συναλλαγές επιλέγουν ελεύθερα να εισέρχονται, να εξέρχονται και να συμμετέχουν σε αυτή. Οι τιμές και οι ποσότητες των προϊόντων προσαρμόζονται ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες, προκειμένου να επιτευχθεί ισορροπία και να κατανέμονται ορθά οι πόροι. Ωστόσο, σε πολλές χώρες παγκοσμίως οι κυβερνήσεις επιδιώκουν την παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά, έτσι ώστε να επιτυγχάνονται συγκεκριμένοι κοινωνικοί ή πολιτικοί στόχοι[12]. Για αυτό το λόγο είναι πιθανό οι κυβερνήσεις να προσπαθήσουν να δημιουργήσουν συνθήκες κοινωνικής ισότητας και ισότητας αποτελεσμάτων παρεμβαίνοντας στην αγορά, μέσω δράσεων όπως η επιβολή κατώτατου μισθού (κατώτατη τιμή) ή ο έλεγχος των τιμών (ανώτατη τιμή). Υπάρχουν και άλλοι, λιγότερο γνωστοί, επιδιωκόμενοι στόχοι, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επιχορηγεί τους ιδιοκτήτες της εύφορης γης να μην καλλιεργούν, προκειμένου να αποφευχθεί η μείωση της τιμής ισορροπίας (μετακίνηση προς τα δεξιά της καμπύλης προσφοράς). Αυτό γίνεται με τη δικαιολογία της διατήρησης των κερδών των αγροτών· λόγω της σχετικής ανελαστικότητας της ζήτησης για καλλιέργειες, η αύξηση της προσφοράς θα μείωνε την τιμή (χωρίς ανάλογη αύξηση της ζητούμενης ποσότητας), ασκώντας έτσι πίεση στους αγρότες να εγκαταλείψουν την αγορά[13].

Η κρατική παρέμβαση στην ελεύθερη αγορά μπορεί να εμποδίσει την οικονομική ανάπτυξη, την επιχειρηματικότητα και την υγιή οικονομία διαταράσσοντας τη φυσική κατανομή των πόρων που επιτυγχάνεται μέσω της προσφοράς και της ζήτησης. Ο Μίλτον Φρίντμαν επεσήμανε τις αποτυχίες του κεντρικού σχεδιασμού, του ελέγχου των τιμών και των κρατικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στη Σοβιετική Ένωση και την κομμουνιστική Κίνα[14].

Θεωρία γενικής ισορροπίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η θεωρία γενικής ισορροπίας έχει δείξει, με διαφορετικούς βαθμούς μαθηματικής ακρίβειας στην πάροδο του χρόνου, ότι κάτω από ορισμένες συνθήκες ανταγωνισμού, ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης κυριαρχεί σε αυτή την ιδανική ελεύθερη και ανταγωνιστική αγορά, κατευθύνοντας τις τιμές προς ένα σημείο ισορροπίας που εναρμονίζει τη ζήτηση για τα προϊόντα με την προσφορά[15]. Σε αυτές τις τιμές ισορροπίας, η αγορά κατανέμει τα προϊόντα στους αγοραστές ανάλογα με την προτίμηση (ή την χρησιμότητα) του κάθε αγοραστή για κάθε προϊόν, μέσα στα σχετικά όρια της αγοραστικής δύναμης του εκάστοτε αγοραστή. Αυτό το επακόλουθο περιγράφεται ως αποτελεσματικότητα της αγοράς, ή πιο συγκεκριμένα βέλτιστο κατά Παρέτο.

Η εξισορροπητική συμπεριφορά των ελεύθερων αγορών προϋποθέτει ορισμένες παραδοχές σχετικά με τους παράγοντες, που είναι ευρέως γνωστοί ως «Τέλειος Ανταγωνισμός», οι οποίοι συνεπώς δεν μπορούν να είναι αποτελέσματα της αγοράς που οι ίδιοι δημιουργούν. Ανάμεσα σε αυτές τις παραδοχές βρίσκονται αρκετές που είναι αδύνατο να επιτευχθούν πλήρως σε μια πραγματική αγορά, όπως για παράδειγμα η τέλεια πληροφόρηση, τα ανταλλάξιμα αγαθά και οι υπηρεσίες, και η έλλειψη ισχύος στην αγορά. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τι είδους προσεγγίσεις των συνθηκών αυτών εγγυώνται προσεγγίσεις αποτελεσματικής αγοράς, και ποιες αποτυχίες ανταγωνισμού γεννούν συνολικές αποτυχίες της αγοράς. Αρκετά βραβεία Νόμπελ Οικονομικών έχουν δοθεί για αναλύσεις των αποτυχιών της αγοράς που συμβαίνουν εξαιτίας της ασύμμετρης πληροφόρησης.

Χαμηλά εμπόδια εισόδου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μια ελεύθερη αγορά δεν απαιτεί την ύπαρξη ανταγωνισμού, παρ'όλα αυτά χρειάζεται ένα πλαίσιο που να επιτρέπει νεοεισερχόμενους στην αγορά. Ως εκ τούτου, σε συνθήκες έλλειψης καταναγκαστικών φραγμών (εισόδου), και σε αγορές με χαμηλό κόστος εισόδου θεωρείται ότι ο ανταγωνισμός ευδοκιμεί σε περιβάλλον ελεύθερης αγοράς. Συχνά προτείνει την παρουσία του κινήτρου κέρδους, παρόλο που ούτε το κίνητρο κέρδους, ούτε το ίδιο το κέρδος είναι απαραίτητα για μια ελεύθερη αγορά. Όλες οι σύγχρονες ελεύθερες αγορές περιλαμβάνουν καινοτόμους επιχειρηματίες, μεμονωμένα άτομα και επιχειρήσεις. Τυπικά, μια σύγχρονη ελεύθερη οικονομία θα περιελάμβανε και άλλα χαρακτηριστικά, όπως είναι το χρηματιστήριο και ο τομέας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, αλλά αυτά δεν καθορίζουν την ελεύθερη οικονομία.

Αυθόρμητη τάξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριο λήμμα: Αόρατο Χέρι

Ο Φρίντριχ Χάγιεκ εκλαΐκευσε την κλασική φιλελεύθερη άποψη ότι οι αγορές προωθούν την αυθόρμητη τάξη η οποία οδηγεί σε «καλύτερη κατανομή κοινωνικών πόρων από οποιοδήποτε σχέδιο[16]». Σύμφωνα με αυτή την άποψη, οι οικονομίες της αγοράς χαρακτηρίζονται από τη δημιουργία περίπλοκων συναλλακτικών δικτύων που παράγουν και διανέμουν αγαθά και υπηρεσίες σε ολόκληρη την οικονομία. Τα δίκτυα αυτά δεν είναι προσχεδιασμένα, αλλά προκύπτουν ως συνέπεια των αποκεντροποιημένων ατομικών οικονομικών αποφάσεων. Η ιδέα της αυθόρμητης τάξης αποτελεί την εξέλιξη της ιδέας του αόρατου χεριού την οποία εισήγαγε ο Άνταμ Σμιθ στον «Πλούτο των Εθνών». Ο Σμιθ έγραψε ότι το άτομο που:

Μέσω της προτίμησης της στήριξης της εγχώριας αντί της ξένης βιομηχανίας, σκοπεύει μόνο στη δική του ασφάλεια και κατευθύνοντας αυτή τη βιομηχανία με τέτοιο τρόπο ώστε τα προϊόντα της να αποκτούν τη μέγιστη αξία, σκοπεύει μόνο στο δικό του κέρδος, και σε αυτή, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις, ωθείται από ένα αόρατο χέρι να προωθήσει ένα αποτέλεσμα το οποίο δεν ήταν στις προθέσεις του. Ούτε είναι πάντα χειρότερα για την κοινωνία που δεν ήταν στις προθέσεις του. Επιδιώκοντας το δικό του συμφέρον [ένα άτομο] συχνά προωθεί και το συμφέρον της κοινωνίας πιο αποτελεσματικά από ό,τι όταν προτίθεται να το προωθήσει. Ποτέ δεν έχω δει μεγάλη ωφέλεια να προκύπτει από εκείνους που επιχειρούν στο εμπόριο για το [κοινό] καλό.

- Άνταμ Σμιθ, Ο Πλούτος των Εθνών

Ο Σμιθ επεσήμανε ότι κάποιος δεν τρέφεται επικαλούμενος την αδελφική αγάπη του χασάπη, του γεωργού ή του φούρναρη. Αντίθετα απευθύνεται στο ατομικό τους συμφέρον, και τους πληρώνει για την εργασία τους.

Δεν είναι από τη γενναιοδωρία του χασάπη, του ζυθοποιού ή του φούρναρη, που περιμένουμε το δείπνο μας, αλλά από την μέριμνα τους για το προσωπικό τους συμφέρον. Απευθυνόμαστε, όχι στον ανθρωπισμό τους, αλλά στην φιλαυτία τους, και ποτέ δεν τους μιλάμε για τις δικές μας ανάγκες αλλά για τα δικά τους οφέλη.

- Άνταμ Σμιθ[17]

Οι υποστηρικτές αυτής της άποψης ισχυρίζονται ότι η αυθόρμητη τάξη είναι ανώτερη από οποιαδήποτε ενδεχόμενη προκύπτουσα τάξη που δεν επιτρέπει στα άτομα να κάνουν τις δικές τους επιλογές για το τι να παράγουν, τι να αγοράσουν, τι να πουλήσουν, και σε ποιες τιμές, λόγω του αριθμού και της πολυπλοκότητας των εμπλεκόμενων παραγόντων. Επιπλέον, πιστεύουν ότι κάθε προσπάθεια για την εφαρμογή κεντρικού σχεδιασμού θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη διαταραχή, ή μια λιγότερο αποτελεσματική παραγωγή και διανομή αγαθών και υπηρεσιών.

Οι κριτικοί, όπως ο πολιτικός οικονομολόγος Karl Polanyi, αμφισβητούν το αν μια αγορά αυθόρμητης τάξης μπορεί να υπάρξει, εντελώς απαλλαγμένη από πολιτικές «στρεβλώσεις», υποστηρίζοντας ότι ακόμη και οι φαινομενικά πιο ελεύθερες αγορές απαιτούν ένα κράτος να ασκεί εξουσία καταναγκασμού σε ορισμένους τομείς - για την εκτέλεση των συμβάσεων, που θα διέπουν το σχηματισμό των εργατικών συνδικάτων, για να θέσει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των εταιρειών, για να διαμορφώσει το ποιος έχει το δικαίωμα να ασκήσει τις νόμιμες ενέργειες, να καθορίσει τι συνιστά απαράδεκτη σύγκρουση συμφερόντων, κλπ[18].

Γενικές αρχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ίδρυμα The Heritage Foundation, μια συντηρητική δεξαμενή σκέψης, επιχείρησε να προσδιορίσει τους κυριότερους παράγοντες που χρειάζονται για τον υπολογισμό του βαθμού ελευθερίας της οικονομίας μιας χώρας. Το 1986 εισήγαγε τον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας, ο οποίος βασίζεται σε περίπου πενήντα μεταβλητές. Με αυτόν και άλλους παρόμοιους δείκτες δεν ορίζεται μια ελεύθερη αγορά, αλλά υπολογίζεται ο βαθμός στον οποίο μια σύγχρονη οικονομία είναι ελεύθερη, που σημαίνει συνηθέστερα ελεύθερη από παρεμβάσεις του κράτους. Οι μεταβλητές διακρίνονται στις παρακάτω κύριες ομάδες:

  • Εμπορική πολιτική
  • Δημοσιονομική επιβάρυνση του κράτους
  • Κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία
  • Νομισματική πολιτική
  • Κεφαλαιακές ροές και διεθνείς επενδύσεις
  • Τραπεζικός και χρηματοοικονομικός τομέας
  • Μισθοί και τιμές
  • Ιδιοκτησιακά δικαιώματα
  • Ρυθμίσεις και
  • Άτυπη οικονομική δραστηριότητα

Σε κάθε ομάδα δίδεται μια αριθμητική αξία μεταξύ 1 και 5. Ο αριθμητικός μέσος όρος είναι η αξία του ΔΟΕ στρογγυλεμένη στο εκατοστό. Αρχικώς οι χώρες που παραδοσιακά θεωρούνται καπιταλιστικές έλαβαν υψηλές θέσεις, αλλά σταδιακά η μέθοδος βελτιώθηκε. Ορισμένοι οικονομολόγοι, μεταξύ των οποίων και ο Μίλτον Φρίντμαν και άλλοι υποστηρικτές του laissez-faire καπιταλισμού, έχουν υποστηρίξει ότι υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και οικονομικής ελευθερίας και υπάρχουν μελέτες που το επιβεβαιώνουν[19]. Συζητήσεις γύρω από το θέμα συνεχίζονται ανάμεσα στους μελετητές επί μεθοδολογικών ζητημάτων σε εμπειρικές έρευνες στη σχέση οικονομικής ελευθερίας με την οικονομική ανάπτυξη και επιδιώκουν ακόμα να ανακαλύψουν ποια είναι η σχέση τους, εάν υπάρχει[20][21][22].

Κριτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επικριτές της ελεύθερης αγοράς έχουν υποστηρίξει ότι, σε πραγματικές συνθήκες, έχει αποδειχθεί ότι (η ελεύθερη αγορά) είναι επιρρεπής στην ανάπτυξη μονοπωλίων που καθορίζουν τις τιμές[23]. Η συλλογιστική αυτή έχει οδηγήσει σε κυβερνητική παρέμβαση, π.χ. η αντιμονοπωλιακή νομοθεσία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Δύο εξέχοντες Καναδοί συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση οφείλει κατά καιρούς να παρεμβαίνει ώστε να διασφαλίσει τον ανταγωνισμό σε μεγάλες και σημαντικές βιομηχανίες. Η Ναόμι Κλάιν περιγράφει περίπου αυτό στο έργο της «Το δόγμα του σοκ» και ο John Ralston Saul το καταδεικνύει πιο χιουμοριστικά μέσα από διάφορα παραδείγματα στο «Η Κατάρρευση της Παγκοσμιοποίησης και η Επανίδρυση του Κόσμου[24]». Αν και οι υποστηρικτές της ελεύθερης αγοράς υποστηρίζουν ότι μόνον η ελεύθερη αγορά μπορεί να δημιουργήσει υγιή ανταγωνισμό και ως εκ τούτου περισσότερο επιχειρείν και λογικές τιμές, οι αντίπαλοι λένε ότι η ελεύθερη αγορά στην πιο καθαρή της μορφή μπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο. Σύμφωνα με την Κλάιν και τον Ράλστον, η συγχώνευση μικρότερων εταιριών σε γιγάντιες εταιρίες ή η ιδιωτικοποίηση των κρατικών βιομηχανιών και των εθνικών περιουσιακών στοιχείων συχνά οδηγούν σε μονοπώλια (ή ολιγοπώλια) οπότε απαιτείται κυβερνητική παρέμβαση για να ωθήσει τον ανταγωνισμό και τις λογικές τιμές[24]. Μια άλλη μορφή της ανεπάρκειας της αγοράς είναι η κερδοσκοπία, όπου οι συναλλαγές πραγματοποιούνται με στόχο το κέρδος από βραχυπρόθεσμες διακυμάνσεις, και όχι από την πραγματική αξία των εταιριών ή προϊόντων.

Ο Αμερικανός φιλόσοφος και συγγραφέας Κόρνελ Γουέστ, έχει ονομάσει κοροϊδευτικά ό,τι αντιλαμβάνεται ως δογματικά επιχειρήματα υπέρ των laissez-faire οικονομικών πολιτικών, ως «φονταμενταλισμό της ελεύθερης αγοράς». Ο Γουέστ υποστήριξε ότι μια τέτοια νοοτροπία «ευτελίζει την ανησυχία για το δημόσιο συμφέρον» και «κάνει τους χρηματικά παρακινούμενους και εμμονικούς με τις δημοσκοπήσεις εκλεγμένους αξιωματούχους ευλαβείς προς τους εταιρικούς στόχους του κέρδους - συχνά εις βάρος του κοινού καλού[25]». Ο Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος Μάικλ Τζ. Σάντελ ισχυρίζεται ότι τα τελευταία 30 χρόνια οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν προχωρήσει πέρα ​​από το απλά να έχουν μια οικονομία της αγοράς και έχουν γίνει μια κοινωνία της αγοράς, όπου στην κυριολεξία τα πάντα είναι προς πώληση, συμπεριλαμβανομένων πτυχών της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, όπως η εκπαίδευση, η πρόσβαση στη δικαιοσύνη και η πολιτική επιρροή[26]. Ο οικονομικός ιστορικός Karl Polanyi ήταν ιδιαίτερα επικριτικός στην ιδέα της κοινωνίας της αγοράς στο βιβλίο του «Η Μεγάλη Μετάλλαξη», σημειώνοντας ότι οποιαδήποτε προσπάθεια δημιουργίας της θα υπονόμευε την ανθρώπινη κοινωνία και το κοινό καλό[27].

Οι επικριτές της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς κυμαίνονται από εκείνους που απορρίπτουν τις αγορές εξ ολοκλήρου, υπέρ μιας σχεδιασμένης οικονομίας, όπως αυτή υποστηρίζεται από διάφορους μαρξιστές, έως εκείνους που επιθυμούν να δουν τις αδυναμίες της αγοράς να ρυθμίζονται σε διάφορους βαθμούς ή να συμπληρώνονται από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Οι Κεϋνσιανοί υποστηρίζουν τον ρόλο της κυβέρνησης στην αγορά, όπως για την χρήση της δημοσιονομικής πολιτικής για την τόνωση της οικονομίας όταν δράσεις του ιδιωτικού τομέα οδηγούν σε υπο-βέλτιστα οικονομικά αποτελέσματα, όπως κρίσεις ή υφέσεις. Η Θεωρία του Επιχειρηματικού Κύκλου χρησιμοποιείται από Κεϋνσιανούς για να εξηγήσει ελλείψεις (παγίδες) ρευστότητας, από τις οποίες προκύπτει υποκατανάλωση, ώστε να υποστηρίξουν την παρέμβαση της κυβέρνησης μέσω της δημοσιονομικής πολιτικής.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Bockman, Johanna (2011). Markets in the name of Socialism: The Left-Wing origins of Neoliberalism. Stanford University Press. ISBN 978-0-8047-7566-3. 
  2. The Pure Theory of Capital, F.A. Hayek, 1941
  3. 3,0 3,1 Popper, Karl (1994). The Open Society and Its Enemies. Routledge Classics. ISBN 978-0-415-61021-6. 
  4. Popper, Karl (2002). The Poverty of Historicism. Routledge Classics. ISBN 0415278465. 
  5. "Cooperative Economics: An Interview with Jaroslav Vanek", συνέντευξη στον Albert Perkins. Ανακτήθηκε 17 Μαρτίου 2011: http://www.ru.org/51cooper.html
  6. The Political Economy of Socialism, του Horvat, Branko. 1982. (σελ. 197–198)
  7. Άνταμ Σμιθ, Ο Πλούτος των Εθνών, Βιβλίο Ε, Κεφάλαιο 2, Μέρος 2, Άρθρο I: Taxes upon the Rent of Houses
  8. Βουλή των Κοινοτήτων, Βασιλικό Θέατρο, Εδιμβούργο, 17 Ιουλίου
  9. Backhaus, "Henry George's Ingenious Tax," 453–458.
  10. Bockman, Johanna (2011). Markets in the name of Socialism: The Left-Wing origins of Neoliberalism. Stanford University Press. σελ. 21. ISBN 978-0-8047-7566-3. For Walras, socialism would provide the necessary institutions for free competition and social justice. Socialism, in Walras's view, entailed state ownership of land and natural resources and the abolition of income taxes. As owner of land and natural resources, the state could then lease these resources to many individuals and groups, which would eliminate monopolies and thus enable free competition. The leasing of land and natural resources would also provide enough state revenue to make income taxes unnecessary, allowing a worker to invest his savings and become an owner or capitalist at the same time that he remains a worker. 
  11. 11,0 11,1 Judd, K. L. (1997). «Computational economics and economic theory: Substitutes or complements?». Journal of Economic Dynamics and Control 21 (6): 907–942. doi:10.1016/S0165-1889(97)00010-9. 
  12. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 22 Μαΐου 2014. Ανακτήθηκε στις 11 Οκτωβρίου 2015. 
  13. «Farm Program Pays $1.3 Billion to People Who Don't Farm». Washington Post. 2 Ιουλίου 2006. http://www.washingtonpost.com/wp-dyn/content/article/2006/07/01/AR2006070100962.html. Ανακτήθηκε στις 3 Ιουνίου 2014. 
  14. Ip, Greg and Mark Whitehouse, "How Milton Friedman Changed Economics, Policy and Markets", Wall Street Journal Online (17 Νοεμβρίου 2006).
  15. Theory of Value, του Ζεράρ Ντεμπρί
  16. Hayek cited. Petsoulas, Christina. Hayek's Liberalism and Its Origins: His Idea of Spontaneous Order and the Scottish Enlightenment. Routledge. 2001. p. 2
  17. Smith, Adam (1776). «2». Wealth of Nations (Ο Πλούτος των Εθνών). 1. London: W. Strahan and T. Cadell. 
  18. Winner-Take-All Politics: How Washington Made the Rich Richer – and Turned Its Back on the Middle Class by Jacob S. Hacker and Paul Pierson, Simon & Schuster 2010, σελ. 55
  19. Ayal, Eliezer B. and Karras, Georgios. "Components of Economic Freedom and Growth." Αρχειοθετήθηκε 2008-05-27 στο Wayback Machine. Journal of Developing Areas, Τόμ. 32, Αρ. 3, Άνοιξη 1998, 327–338. Εκδότης: Western Illinois University.
  20. COLE, Julio H. and LAWSON, Robert A. Handling Economic Freedom in Growth Regressions: Suggestions for Clarification. Αρχειοθετήθηκε 2009-03-25 στο Wayback Machine. Econ Journal Watch, Τόμος 4, Αριθμός 1, Ιανουάριος 2007, σελ. 71–78.
  21. DE HAAN, Jacob and STURM, Jan-Egbert. How to Handle Economic Freedom: Reply to Lawson. Αρχειοθετήθηκε 2017-10-11 στο Wayback Machine. Econ Journal Watch, Τόμος 3, Αριθμός 3, Σεπτέμβριος 2006, σελ. 407–411.
  22. DE HAAN, Jacob and STURM, Jan-Egbert. Handling Economic Freedom in Growth Regressions: A Reply to Cole and Lawson. Αρχειοθετήθηκε 2009-03-25 στο Wayback Machine. Econ Journal Watch, Τόμος 4, Αριθμός 1, Ιανουάριος 2007, σελ. 79–82.
  23. Tarbell, Ida (1904). The History of the Standard Oil Company. McClure, Phillips and Co. 
  24. 24,0 24,1 Saul, John The End of Globalism.
  25. "Cornel West: Democracy Matters", The Globalist, 24 Ιανουαρίου 2005. Ανακτήθηκε 9 Οκτωβρίου 2014.
  26. Michael J. Sandel (Ιούνιος 2013). Why we shouldn't trust markets with our civic life. TED. Ανακτήθηκε 11 Ιανουαρίου 2015.
  27. Henry Farrell (18 Ιουλίου 2014). The free market is an impossible utopia. The Washington Post. Ανακτήθηκε 11 Ιανουαρίου 2015.