Δικυάνιο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Δικυάνιο
Γενικά
Όνομα IUPAC αιθανοδινιτρίλιο
Άλλες ονομασίες Δικυάνιο
Νιτρίδιο τού άνθρακα
Kυανογόνο
Χημικά αναγνωριστικά
Χημικός τύπος (CN)2
Μοριακή μάζα 52.03 g mol−1
Σύντομος
συντακτικός τύπος
NCCN
Αριθμός CAS 460-19-5
Αριθμός RTECS GT1925000
Αριθμός UN 1026
PubChem CID 9999
ChemSpider ID 9605
Φυσικές ιδιότητες
Σημείο τήξης -28 °C, 245 K, -18 °F
Σημείο βρασμού -21 °C, 252 K, -6 °F
Πυκνότητα 950 mg mL−1 (στους −21 °C)
Διαλυτότητα
στο νερό
4.5 L L−1 (στους 20 °C)
Διαλυτότητα
σε άλλους διαλύτες
Αιθανόλη, Διαιθυλαιθέρας
Χημικές ιδιότητες
Εκτός αν σημειώνεται διαφορετικά, τα δεδομένα αφορούν υλικά υπό κανονικές συνθήκες περιβάλλοντος (25°C, 100 kPa).

Το δικυάνιο είναι η ανόργανη χημική ένωση με τον τύπο . Είναι ένα τοξικό, άχρωμο αέριο με μία διαπεραστική οσμή. Η ένωση ανήκει στην κατηγορία των ψευδοαλογόνων. Το δικυάνιο παράγει τη δεύτερη πιο γνωστή θερμή φλόγα όταν καίγεται με οξυγόνο, η οποία αγγίζει τη θερμοκρασία των 4.525 (8.177 ).

Παρασκευή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Το δικυάνιο παράγεται κυρίως από κυανιούχες ενώσεις. Μία από τις μεθόδους παραγωγής περιλαμβάνει θερμική διάσπαση κυανιούχου υδραργύρου ως εξής:

  • Μία άλλη μέθοδος παρασκευής περιλαμβάνει την ανάμειξη διαλειμάτων αλάτων του δισθενούς χαλκού με κυανιούχες ενώσεις, από την οποία σχηματίζεται μία ασταθής ένωση μονοσθενούς χαλκού η οποία σε κυανιούχο μονοσθενή χαλκό και δικυάνιο:

Συντακτικός τύπος Δικυανίου

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το δικυάνιο συντέθηκε πρώτη φορά το 1815 από τον Ζοζέφ Λουί Γκαι-Λυσάκ (Josheph Louis Gay-Lussac), ο οποίος προσδιόρισε το μοριακό του τύπο και το ονόμασε.

Η ονομασία "Κυανογόνο", την οποία και του προσέδωσε αρχικά, προέρχεται από τη λέξη "κυανός" και τη λέξη "γεννώ", επειδή αρχικά απομονώθηκε από το Σουηδό χημικό Καρλ Βίλχελμ Σέελε (Carl Wilhelm Scheele) από τη χρωστική "πρωσικό μπλε" (κυανούν του Βερολίνου).