Ψιλοπώγων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ψιλοπώγων
Το είδος Psilopogon pyrolophus
Το είδος Psilopogon pyrolophus
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Δρυοκολαπτόμορφα (Piciformes)
Οικογένεια: Μεγαλαιμίδες (Megalaimidae)
Γένος: Ψιλοπώγων
(Psilopogon)
S. Müller, 1836

Συνώνυμα

Megalaima, G.R. Gray, 1842

Ο ψιλοπώγων (επιστημονική-λατινική ονομασία Psilopogon) είναι γένος πουλιών που ανήκει στην τάξη του δρυοκολάπτη, τα δρυοκολαπτόμορφα. Η ονομασία του προέρχεται από τις αρχαίες ελληνικές λέξεις ψιλός, που σημαίνει «γυμνός», και «πώγων», που σημαίνει «γενειάδα».[1]

Ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το αρχικό είδος με βάση το οποίο ορίσθηκε το γένος («type species») είναι το P. pyrolophus, του οποίου ένα αρσενικό που είχε συλλεχθεί στη Σουμάτρα περιέγραψε επιστημονικώς ο Γερμανός ορνιθολόγος Σάλομον Μύλερ το 1835.[2][3]

Τον 19ο και τον 20ό αιώνα περίπου 19 διαφορετικές ονομασίες προτάθηκαν για το γένος με βάση δείγματα σε συλλογές σε μουσεία φυσικής ιστορίας. Ανάμεσα σε αυτές επικρατέστερες ήταν οι Megalaima του Τζωρτζ Ρόμπερτ Γκρέυ (1849) και Mezobucco του Τζωρτζ Έρνεστ Σέλεϋ (1889).[4] Σύγχρονες μοριακές φυλογενετικές έρευνες (του DNA ή του RNA) των πτηνών αυτών της Ασίας απεκάλυψαν ότι τα είδη του Megalaima σχηματίζουν έναν κλάδο, που περιλαμβάνει και το P. pyrolophus. Τα είδη που μέχρι τότε ταξινομούνταν στο γένος Megalaima επαναταξινομήθηκαν έτσι στο γένος Psilopogon, που πλέον περιλαμβάνει τα εξής 32 είδη[5]:


  • P. pyrolophusΜαλαϊκή Χερσόνησος και Σουμάτρα
  • P. haemacephalus («ψιλοπώγων ο αιματοκέφαλος», Statius Müller, 1776)[6] – από το Πακιστάν έως τις Φιλιππίνες και την Ινδονησία
  • P. virens (Boddaert, 1783) – βόρεια Ινδία, Νεπάλ, Μπουτάν, Μπανγκλαντές και τοποθεσίες στη Νοτιοανατολική Ασία, μέχρι το Λάος
  • P. viridis (Boddaert, 1783)[7]Δυτικά Γκατ και γύρω λόφοι
  • P. zeylanicus (Gmelin, 1788) – Δυτικά Γκατ και λοφώδεις περιοχές της νότιας Ινδίας
  • P. rubricapillus (Gmelin, 1788) – Σρι Λάνκα
  • P. asiaticus (Latham, 1790) – Ινδική υποήπειρος και Νοτιοανατολική Ασία
  • P. lineatus (Vieillot, 1816) – Δυτική Βεγγάλη και Μπανγκλαντές
  • P. flavifrons (Cuvier, 1816) – Σρι Λάνκα
  • P. javensis (Horsfield, 1821) – Ιάβα και Μπαλί
  • P. australis (Horsfield, 1821) – Ιάβα και Μπαλί
  • P. armillaris (Temminck, 1821) – Ιάβα και Μπαλί
  • P. chrysopogon (Temminck, 1824) – Μπρουνέι, Ινδονησία, Μαλαισία, Ταϊλάνδη, Βόρνεο και Σουμάτρα
  • P. mystacophanos (Temminck, 1824) – Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ινδονησία, Μπρουνέι
  • P. duvaucelii (Lesson, 1830) – Μαλαϊκή Χερσόνησος, Σουμάτρα και Βόρνεο
  • P. faiostrictus (Temminck, 1831) – νότια Κίνα, Καμπότζη, Λάος, Ταϊλάνδη, Βιετνάμ
  • P. corvinus (Temminck, 1831) – δυτική Ιάβα
  • P. henricii (Temminck, 1831) – Μπρουνέι, Ινδονησία, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη
  • P. oorti (Müller, 1836) – Σουμάτρα και Μαλαϊκή Χερσόνησος
  • P. rafflesii (Lesson, 1839) – Μπρουνέι, Ινδονησία, Μαλαισία, Μιανμάρ, Σιγκαπούρη και Ταϊλάνδη
  • P. franklinii (Blyth, 1842) – Νεπάλ, Ινδία, Μπουτάν, Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Μαλαισία, Λάος, Βιετνάμ και ηπειρωτική Κίνα
  • P. cyanotis (Blyth, 1847) – από βορειοανατολική Ινδία και Μπανγκλαντές έως Ταϊλάνδη
  • P. malabaricus (Blyth, 1847) – Δυτικά Γκατ
  • P. nuchalis (Gould, 1863) – Ταϊβάν
  • P. lagrandieri (Verreaux, 1868) – Καμπότζη, Λάος και Βιετνάμ
  • P. faber (R. Swinhoe, 1870) – νότια Κίνα
  • P. incognitus (Hume, 1874) – Μιανμάρ, Ταϊλάνδη, Καμπότζη, Λάος και Βιετνάμ
  • P. pulcherrimus (Sharpe, 1888) – Ινδονησία και Μαλαισία
  • P. monticola (Sharpe, 1889) – Βόρνεο
  • P. eximius (Sharpe, 1892) – Ινδονησία και Μαλαισία, Βόρνεο
  • P. auricularis (Robinson & Kloss, 1919) – νότιο Λάος και Βιετνάμ
  • P. annamensis (Robinson & Kloss, 1919) – Λάος, Βιετνάμ και Καμπότζη
  • P. chersonesus (Chasen & Kloss, 1927) – Ταϊλάνδη


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Jobling, J.A. (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird Names. Λονδίνο: Christopher Helm. σελ. 321. CiteSeerX 10.1.1.695.7104Ελεύθερα προσβάσιμο. ISBN 978-1-4081-2501-4. 
  2. Müller, S. (1835). «Aanteekeningen over de natuurlijke gesteldheid van een gedeelte der westkust en binnenlanden van Sumatra, met bijvoeging van eenige waarnemingen en beschrijvingen van verscheid dieren». Tijdschrift voor Natuurlijke Geschiedenis en Physiologie 2: 315-355. https://books.google.com/books?id=XERnAAAAcAAJ&pg=PA339. 
  3. Müller, S. (1837). Berigten over Sumatra, met eene kaart van een gedeelte van hetzelve, voornamelijk aantoonende de wegen en rivieren, welke uit de Padangsche binnenlanden naar de oostkust afloopen. 18. Amsterdam: Beijerinck. 
  4. Ripley, S.D. (1945). «The barbets». The Auk 62 (4): 542-563. doi:10.2307/4079804. https://sora.unm.edu/sites/default/files/journals/auk/v062n04/p0542-p0563.pdf. 
  5. Moyle, R.G. (2004). «Phylogenetics of barbets (Aves: Piciformes) based on nuclear and mitochondrial DNA sequence data». Molecular Phylogenetics and Evolution 30 (1): 187-200. doi:10.1016/S1055-7903(03)00179-9. PMID 15022769. 
  6. Statius Müller, P.L. (1776). «Der Blutskopf. Bucco haemacephalus». Des Ritters Carl von Linné Königlich Schwedischen Leibarztes &c. &c. vollständigen Natursystems. Supplements- und Register-Band über alle sechs Theile oder Classen des Thierreichs. Νυρεμβέργη: Gabriel Nicolaus Raspe. σελ. 88. 
  7. Boddaert, P. (1783). «870. Barbu verd, Buff. XIII». Table des Planches Enluminées d'histoire naturelle de M. D'Aubenton: avec les denominations de M.M. de Buffon, Brisson, Edwards, Linnaeus et Latham, precedé d'une notice des principaux ouvrages zoologiques enluminés. Ουτρέχτη. σελ. 53. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]