Ταπητουργία στη Σπάρτη (Σπάρταλα) Μικράς Ασίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η ταπητουργία στη Μικρά Ασία έχει μια μακραίωνη παράδοση, συνυφασμένη ιδιαίτερα με το νομαδικό τρόπο ζωής των τουρκικών φύλων που την κατοίκησαν σταδιακά από τον 11ο αιώνα μ.Χ. Καθώς τα φύλα αυτά απέκτησαν πιο μόνιμο χώρο κατοικίας, διαμορφώθηκαν τοπικά χαρακτηριστικά στα χαλιά και τα κιλίμια, που μας επιτρέπουν σήμερα να τα κατηγοριοποιούμε με βάση το τοπωνύμιο (π.χ. χαλιά του Ουσάκ/Uşak carpet, της Περγάμου/ Bergama Carpet, του Ικονίου/Konya κ.ο.κ.). Η Σπάρτη της Πισιδίας (Ισπάρτα) ήταν από τις τελευταίες περιοχές που ανέπτυξαν ταπητουργική παράδοση, στην οποία πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι της πόλης, τόσο στην οργάνωση της παραγωγής όσο και στην παροχή εργασίας. Η ταπητουργία της Σπάρτης αναπτύχθηκε ιδιαίτερα σε συνάρτηση με την εμπορική ζήτηση του τέλους του 19ου αιώνα και με τη δραστηριότητα της εταιρίας Oriental Carpets Manufacturers, με την οποία συνεργάστηκαν οι πρωτοπόροι κατασκευαστές χαλιού της Σπάρτης, όπως ο Πρόδρομος Γρηγοριάδης και ο Ιορδάνης Στύλογλου, o Σωκράτης και o Δαμιανός Καχραμάνογλου, o Φιλιππος Ε. Καχραμάνογλου, o Μηνάς Κεχαγιόγλου, οι Θοδωρής και Ιωάννης Παπάζογλου, ο Αθανασιος Πεσματζόγλου, ο Νικόλαος Σουτσόγλου κά. Β.Η.[1]

Ιστορία και πρωτεργάτες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανίθετα με άλλες περιοχές της Μικράς Ασίας, όπου η ταπητουργική παράδοση ήταν μακραίωνη και οφειλόταν κυρίως στα τουρκικά φύλα που εγκαταστάθηκαν στις διάφορες περιοχές με την έλευση των Σελτζούκων στις αρχές του 11ου αιώνα, η εξέλιξη της ταπητουργικής παραγωγής στη Σπάρτη (Ισπάρτα) της Πισιδίας ήταν ένα επίτευγμα του τέλους του 19ου αιώνα και οφειλόταν κυρίως στην εμπορική και επιχειρηματική δεινότητα των Ελληνορθοδόξων κατοίκων της Σπάρτης, κάποιοι από τους οποίους είχαν την ευκαιρία να σπουδάσουν στη Σμύρνη και σε άλλα κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και της Ευρώπης και να έρθουν σε επαφή με τεχνολογικές εξελίξεις αλλά και με το εμπορικό κλίμα της εποχής [2]. Σύμφωνα με την παράδοση των ελληνορθοδόξων, ο πρώτος τάπητας στη Σπάρτη φέρεται να υφάνθηκε από την Κατίνα Στύλογλου, σε σχέδιο του αδελφού της, Ιορδάνη Στύλογλου, στα τέλη της δεκαετίας του 1880 [3]. Την τέχνη της υφαντικής η Κατίνα μάλλον την είχε μάθει από την Πολυτίμη Κιουρτσόγλου. Η Κατίνα Στύλογλου ήταν σύζυγος του γιατρού Πρόδρομου Γρηγοριάδη από την Καισάρεια, περιοχή με μεγάλη ταπητουργική παράδοση. Ο Γρηγοριάδης ασχολήθηκε ενεργά με την οργάνωση της ταπητουργικής παραγωγής στην πατρίδα της συζύγου του και, σε συνεργασία με τα αδέλφια της, Ιορδάνη και Δαμιανό, προχώρησαν σε τεχνολογικές καινοτομίες, στην καθετοποίηση της παραγωγής αλλά και σε εξασφάλιση της απορρόφησης των προϊόντων μέσω ενός καλά οργανωμένου εμπορικού δικτύου. Έτσι, τα χαλιά της Σπάρτης έφτασαν γρήγορα στην Ευρώπη όπου, εξαιτίας της σχετικά χαμηλής τους τιμής, βρήκαν άμεσα το αγοραστικό τους κοινό στην αναπτυσσόμενη μεσοαστική αλλά και στη μικροαστική τάξη. Υπάρχει, ωστόσο, και η εκδοχή ότι η καθιέρωση της ταπητουργίας στη Σπάρτη είχε ως εμπνευστή έναν οθωμανό αξιωματούχο που καταγόταν από εκεί. Δεν αποκλείεται οι δύο εκδοχές να αλληλοσυμπληρώνονται και να μαρτυρούν μια γενική τάση της εποχής για οργανωμένη παραγωγή και για μια συνεργασία μουσουλμανικού και χριστιανικού στοιχείου.

Οργάνωση παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση της παραγωγής στη Σπάρτη είναι ενδεικτική για την εκβιομηχάνιση της ταπητουργίας στη Μικρά Ασία. Αρκετοί Σπαρταλήδες ταπητουργοί προσπάθησαν αρχικά να παρακάμψουν τους εμπορικούς οίκους της Σμύρνης, είδαν όμως σύντομα ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Τελικά συνήψαν συμφωνία με την Oriental Carpets Manufacturers, η οποία αγόραζε μονοπωλιακά τα παραγόμενα χαλιά, ενώ παρείχε συχνά και πρώτες ύλες (π.χ. έτοιμα βαμμένα νήματα) ή και τεχνικούς για τη βελτιστοποίηση των προϊόντων και των διαδικασιών.[4] Η παραγωγή ήταν κατά βάση οικοτεχνική και το κύριο εργατικό δυναμικό αποτελούνταν από γυναίκες ή ακόμη και κορίτσια από την ηλικία των 8 ετών, όπως ήταν η συνήθης πρακτική σε όλα τα κέντρα ταπητουργίας της εποχής. Άλλωστε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η παιδική εργασία ήταν αποδεκτή και διαδεδομένη, ενώ τα όρια ενηλικίωσης των ανθρώπων ως φορολογικών οντοτήτων ήταν πολύ χαμηλότερα από τα σημερινά. Η αμοιβή οριζόταν ανά ποσότητα "κόμβων" που παραδίνονταν (σε αντίθεση με τα κεντρικά εργοστάσια της Oriental Carpets, όπου υπήρχε και αμοιβή βάσει οκταώρου κατά τα πρότυπα των μεγάλων εργοστασίων της δύσης)[5]. Το βέβαιο είναι ότι οι αμοιβές των υφαντριών στη Σπάρτη ήταν πολύ χαμηλότερες, περίπου κατά το ήμισυ, από αυτές σε άλλα παραδοσιακά ταπητουργικά κέντρα, όπως στο Ουσάκ, όπως προκύπτει άλλωστε από τα αρχεία της ίδιας της εταιρίας Oriental Carpets Manufacturers. Ο λόγος μάλλον ήταν ότι οι ταπητουργοί της Σπάρτης ήθελαν με τον τρόπο αυτό να χτυπήσουν τον ανταγωνισμό, δημιουργώντας ένα νέο μεγάλο ταπητουργικό κέντρο, με προοπτική σταδιακά να αυξήσουν τις τιμές τους αλλά και τις αμοιβές προς το εργατικό προσωπικό. Ο αριθμός των αργαλειών στη Σπάρτη είναι αμφιλεγόμενος, αφού άλλες πηγές μιλούν για 600 αργαλειούς κι άλλες για 4.000.[6] Ο τελευταίος αριθμός είναι μάλλον υπερβολικός. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ταπητουργία είχε ραγδαία εξέλιξη και αύξηση, αν σκεφτεί κανείς ότι ξεκίνησε μόλις στις αρχές της δεκαετίας του 1890 και διήρκεσε, στην οργανωμένη τουλάχιστον μορφή της, ως το 1922, όταν εκδιώχθηκαν οι Ελληνορθόδοξοι.

Χαρακτηριστικά των χαλιών της Σπάρτης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα χαλιά τύπου Σπάρτης χαρακτηρίζονταν για τη σταθερή τους ποιότητα, γεγονός που ενίσχυε την εμπορική τους αξία. Καθώς πολλά απο αυτά ανήκαν στον τύπο του μουσουλμανικού χαλιού προσευχής, κυριαρχούσαν τα τριγωνικά μοτίβα που θυμίζουν κόγχη προσευχής (μιχράμπ). Ο τύπος του χαλιού Σπάρτα, που ο Καχραμάνος το θεωρει τυποποιημένο δημιούργημα του 19ου αιώνα, είναι χαλί υφασμένο με νηματα δίκλωνα και λιγότερους κόμπους, ενώ τα σχέδιά του είναι τα τα γνωστά μικρασιατικά με κάποια ιδιαίτερη προτίμηση στα σχέδια των χαλιών τύπου "Ουσακ" με κεντρικό μενταγιόν, διακοσμημένες γωνίες και χρώματα ζωντανά και χαρούμενα. Όπως και αλλού, τα παλαιότερα φυσικά χρώματα αντικαταστάθηκαν από χημικές βαφές, ενώ η αποκλειστική χρήση μαλλιού προβάτου έδωσε τη θέση της σε έναν συνδυασμό: για το υφάδι χρησιμοποιούσαν μαλλί, ενώ για τo στημόνι βαμβάκι ή λινάρι.

Τεχνολογική καινοτομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παραγωγή των χαλιών στη Σπάρτη ακολούθησε τεχνολογικές λύσεις της εποχής, όπως η αντικατάσταση φυτικών βαφών από χημικές, οι οποίες ήταν φτηνότερες. Οι ανιλίνες που χρησιμοποιήθηκαν στην αρχή αποδείχθηκαν ασταθείς, σύντομα όμως η χημεία προόδευσε και οι νέες συνθετικές βαφές παρείχαν σταθερά και τυποποιημένα χρώματα, που εγγυώνταν την επανάληψη ενός σχεδίου με το ίδιο αισθητικό αποτέλεσμα. Η αποτύπωση των σχεδίων σε μιλιμετρέ χαρτί(millimetré),τεχνική την οποία ανέπτυξε και εξέλιξε και δίδαξε στην Σπάρτη ο Ιορδάνης Στύλογλου, επέτρεπε στις εργάτριες να λαμβάνουν τα σχέδια με μεγάλες λεπτομέρειες και να τα αναπαράγουν στον αργαλειό. Με την καινοτομία αυτή εξασφαλίζεται η ακρίβεια της απόδοσης αλλά και η χρήση νέων πρωτότυπων σχεδίων, χρωμάτων που γνώριζαν ζήτηση στο εξωτερικό. [7].

Εμπορικό δίκτυο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι ταπητουργοί της Σπάρτης επιχείρησαν να παρακάμψουν τη μεσολάβηση των εμπόρων της Σμύρνης και να συναλλαγούν κατ’ ευθείαν με την Αγγλία μέσω των οθωμανικών προξενικών αρχών, αλλά τα αποτελέσματα της προσπάθειάς τους ήταν απογοητευτικά. Τελικά αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με τους εμπορικούς οίκους της Σμύρνης, οι οποίοι προέρχονταν από οικογένειες λεβαντίνων που είχαν πρόσβαση στις ευρωπαϊκές αγορές. Από το 1908, όταν οι εμπορικοί οίκοι της Σμύρνης συγκρότησαν την “Oriental Carpet Manufacturers” και μέχρι την έκρηξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1914, η ταπητουργική παραγωγή γνώρισε τη μεγαλύτερή της ανάπτυξη. Με την έκρηξη του πολέμου, όμως, διαταράχθηκε το εμπορικό δίκτυο και η Oriental Carpets Manufacturers άρχισε να κλυδωνίζεται έντονα. Την ίδια χρονιά η Σπάρτη επλήγη από καταστροφικό σεισμό, γεγονός που επίσης επηρέασε αρνητικά την παραγωγή. Με το τέλος του πολέμου όμως οι Σπαρταλήδες ταπητουργοί ιδρύουν τους δικούς τους εμπορικούς οίκους στη Σμύρνη και φαίνεται να ανταγωνίζονται τους πρώην "εργοδότες" ή έστω παραγγελιοδότες τους, δηλαδή την Oriental Carpets. Ωστόσο η ελληνική κατοχή της Σμύρνης επιδείνωσε εκ νέου την κατάσταση, καθώς οι χερσαίες επιχειρήσεις στις οποίες σύντομα επιδόθηκε ο ελληνικός στρατός οδήγησαν σε ταραχές και όξυνση των αντιθέσεων. Το τελικό χτύπημα έδωσαν αρχικά ο εκτοπισμός του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού της Σπάρτης το 1921 και στη συνέχεια η αποχώρηση του υπόλοιπου ορθόδοξου πληθυσμού της Σπάρτης για την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1922 [8].

Η ταπητουργία μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο ελληορθόδοξος πληθυσμός της Σπάρτης άρχισε να υφίσταται διώξεις από το 1915, όταν μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού οδηγήθηκε στα "τάγματα εργαασίας", τα περίφημα Αμελέ Ταμπουρού, όπως άλλωστε συνέβη και σε πολλές άλλες πόλεις και περιοχές της ενδοχώρας της Μικράς Ασίας. Το 1922 τα γυναικόπαιδα ανγκάστηκαν επίσης να φύγουν υπό στρατιωτική απειλή. Μέσω του λιμανιού της Αττάλειας περαιώθηκαν στο Βόλο και στον Πειραιά και άρχισε η διασπορά τους σε διάφορα σημεία της Ελλάδας. Ο κυριότερος όγκος των Σπαρταλήδων και των λοιπών Πισιδών εγκαταστάθηκε στους Ποδαράδες, δημιουργώντας τον πυρήνα της σημερινής Νέας Ιωνίας. Η επιλογή της περιοχής δεν ήταν τυχαία, καθώς την περιοχή διέρρεε το ρέμα το Ποδονίφτη, γεγονός που την καθιστούσε κατάλληλη για ταπητουργικές και υφαντουργικές δραστηριότητες. Πράγματι, οι πρώτοι εγκατασταθέντες, δανειζόμενοι κεφάλαια από την Εθνική Τράπεζα ή και με άλλους πόρους, έστησαν αργαλειούς σε μικρές βιοτεχνικές μονάδες. Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων, άλλωστε, δημιούργησε άμεσα τις προϋποθέσεις για τη βιοτεχνική και βιομηχανική ανάπτυξη, αφού αγόρασε μεγάλα τεμάχια γης τα οποία σχεδόν χάρισε σε επιχειρηματίες, προκειμένου αυτοί εντός τριετίας να αρχίσουν να παράγουν.[9] Μερικοί από τους γνωστούς ταπητουργούς ήταν ο Ιορδάνης Στύλογλου, οι Δουρμούσογλου, οι Μποσταντζόγλου και άλλοι. Η ταπητουργική δραστηριότητα σύντομα άνθισε παίρνοντας χαρακτήρα βιομηχανικό, με περίπου 1200 εργάτριες που εργάζονταν εντός των βιομηχανικών μονάδων και άλλες που εξακολουθούσαν να παίρνουν εργασία σto σπίτι.[10] Αρκετοί από τους ταπητουργούς άρχισαν παράλληλα να ασκούν και υφαντουργική δραστηριότητα, ασχολούμενοι αρχικά με την εριουργία και στη συνέχεια και με τη βαμβακουργία ακόμη και με τη μεταξουργία. Η παράλληλη αυτή δραστηριότητα βοήθησε όσους την ασκούσαν να παραμείνουν στο βιομηχανικό στίβο και μετά το 1929, όταν το αμερικανικό "κραχ" προκάλεσε ραγδαία πτώση της ζήτησης των χαλιών, δεδομένου ότι το 90% περίπου της παραγωγής προοριζόταν για το εξωτερικό. Την ίδια περίοδο αρκετοί Μικρασιάτες βιοτέχνες και βιομήχανοι άρχισαν να συνεταιρίζονται, προκειμένου να εξασφαλίσουν κεφάλαια για την επέκταση των δραστηριοτήτων τους: τα μικρά εργοστάσια εξελίχθηκαν σε μεγαλύτερες μονάδες, όπως συνέβη με τη "Στερλίνα" των Στύλογλου, που συνεταιρίστηκαν με τους Εφραίμογλου και Αθανάσογλου στην εριουργία "Τρία Άλφα" που επιβιώνει ως τις μέρες μας, ή με την υφαντουργία "Μουταλάσκη", που ξεκίνησε από τους Τσαλίκογλου και εξελίχθηκε μετά το συνεταιρισμό με τους Σινιόσογλου. Το 1924 ιδρύθηκε μάλιστα ο πρώτος ταπητουργικός συνεταιρισμός με την επωνυμία "Ταπητουργικός Συνεταιρισμός Σπάρτης Πισιδίας Π.Ε." με στόχο την προαγωγή της ταπητουργίας και την επίτευξη καλύτερων όρων χρηματοδότησης από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων αλλά και από τραπεζικούς φορείς. Δύο άλλες μεγάλες ταπητουργίες, η Ελληνική Ταπητουργία και η Ανατολική Ταπητουργία ιδρύθηκαν έξω από τη βιομηχανική ζώνη της Ελευθερούπολης (Νέα Ιωνία-Περισσό), ενώ την ίδια περίοδο είχε αρχίσει η ταχεία ανάπτυξη της Ελληνικής Εριουργίας που είχε ιδρυθεί το 1918, λίγο πριν την έλευση των προσφύγων. Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου, η ταπητουργική δραστηριότητα συνεχίστηκε στη Σπάρτη από τους Τούρκους κατοίκους, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Μάλιστα η Σπάρτη εξελίχθηκε, παράλληλα με τη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, σε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα πλύσης χαλιών, που αποτελούσε σημαντικό στάδιο του φινιρίσματός τους, σύμφωνα τουλάχιστον με τη μελέτη του παγκόσμιου εμπορίου στα μέσα του 20ού αιώνα.[11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βογιατζόγλου , Μικρά Ασία, Η Άγνωστη Πισιδία, Η Καθημερίνη Επτά Ημέρες 16,3,1997.(11)
  2. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922), Αθήνα: Εστία, 2000.
  3. Παπαδάκη, Ι.-Α., «Ο σπαρταλής Ιορδάνης Στύλογλου (1875-1948). Συμβολή στην ανάπτυξη της ταπητουργίας στην Σπάρτη της Μικράς Ασίας»,Δελτίο της Εταιρείας Μελέτης τηςΚαθ’ ημάς Ανατολής 2 (2006), 161-175.
  4. Quataert, D., “Carpet making”, in Quataert, D., Ottoman Manufacturing in the Age of the Industrial Revolution, Cambridge: Cambridge University Press, 1993, 134-160.
  5. Τρακάκης, Γ., Η βιομηχανία εν Σμύρνη και εν τη ελληνική Μικρασία, επιμ. Χρ. Σολδάτος, Αθήνα: Τροχαλία, 1994.
  6. Quataert, D., "Ottoman manufacturing in the 19th century", in Quataert, D.,Manufacturing in the Ottoman Empire and Turkey, 1500-1950, σελ. 109. O Quataert υποστηρίζει ότι στο γύρισμα του αιώνα οι αργαλιοό της Σπάρτης ήταν 800
  7. Παπαδάκη, Ι.-Α., «Ο σπαρταλής Ιορδάνης Στύλογλου (1875-1948). Συμβολή στην ανάπτυξη της ταπητουργίας στην Σπάρτη της Μικράς Ασίας»,Δελτίο της Εταιρείας Μελέτης τηςΚαθ’ ημάς Ανατολής 2 (2006), 161-175.
  8. Ιστικοπούλου, Λ., Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922), Αθήνα: Εστία, 2000.
  9. Σαπουντζάκης, Χ., Χριστοδούλου, Λ., Νέα Ιωνία: Ποδαράδες,. Το ταπητουργικό κέντρο της Ελλάδας, Ελευθεροτυπία, 20 Οκτωβρίου 2013
  10. Όλγα Βογιατζόγλου, «Η βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία - Παράμετρος εγκατάστασης», στο συλλογικό τόμο Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα, ό.π., σσ. 150-156
  11. Bureau of Foreign and Domestic Commerce, World Trade in Commodities, United States 1949, vol. 7, parts 9-24.

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βογιατζόγλου, Β.Η (16 Μαρτίου 1997). Επτά Ημέρες, επιμ. Μικρά Ασία, Η Άγνωστη Πισιδία. Η Καθημερινή. 
  • Βογιατζόγλου, Όλγα. Ο ξεριζωμός και η άλλη πατρίδα,σσ. 150-156, επιμ. «Η βιομηχανική εγκατάσταση στη Νέα Ιωνία - Παράμετρος εγκατάστασης». Συλλογικός τόμος:. 
  • Bureau of Foreign and Domestic Commerce (1949). World Trade in Commodities,vol.7, parts 9-24. United States. 
  • Demirel, Sevket (1970). Tapis d'Isparta/ Isparta Halilari. Isparta: Isparta Ticaret ve Sanayi Odasi. 
  • Ercetin, Nuri (2015). Bir Zamanlar Isparta. Istanbul: Nuri Ercetin. 
  • Ιστικοπούλου, Λ. (2000). Η ελληνική ταπητουργία και η ταπητουργός στη Μικρά Ασία (1860-1922). Αθηνα: Εστία. 
  • Παπαδάκη, Ι.Α. (2006). «Ο σπαρταλής Ιορδάνης Στύλογλου (1875-1948). Συμβολή στην ανάπτυξη της ταπητουργίας στην Σπάρτη της ΜικράςΑσίας». Δελτίο της Εταιρείας Μελέτης τηςΚαθ’ ημάς Ανατολής 2, 161-175. 
  • Quataert, D. (1994). «Manufacturing in the Ottoman Empire and Turkey, 1500-1950». Στο: Quataert, D. Ottoman manufacturing in the 19th century. Suny Press.