Χρήστης:Philologus/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Από τη βυζαντινή στη νεότερη αισθητική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για τον εξοικειωμένο με τη νεότερη και τη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία, η χρήση του όρου «τέχνη» σε σχέση με την εικαστική παραγωγή του Βυζαντίου χρειάζεται ορισμένες διευκρινίσεις προς αποφυγή αναχρονισμών. Κατ' αρχάς η βυζαντινή τέχνη δεν είναι αυτοαναφορική ή «καθαρή» και τα έργα της δεν φτιάχτηκαν απλώς για να τα θαυμάζουν. Η Βυζαντινή τέχνη είναι χρηστική και «στρατευμένη»[1], και οι πρακτικές εφαρμογές της καλύπτουν ευρύ φάσμα λατρευτικών, κοινωνικοπολιτικών και ιδιωτικών αναγκών. Η επιδίωξη καλλιτεχνικής αρτιότητας στα βυζαντινά εικαστικά έργα δεν ήταν απλό παιχνίδι με τις φόρμες που αποσκοπούσε στην αισθητική απόλαυση˙ οι «ζωγραφιές που καταγοητεύουν τα μάτια» θεωρούνταν ανήθικες και απαγορεύτηκαν από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο[2]. Η καλλιτεχνική αρτιότητα των έργων ήταν προορισμένη να τα καταστήσει αποτελεσματικά στη χρηστική λειτουργία που υπηρετούσαν.


Η διαφορά της λατρευτικής εικόνας από τον θρησκευτικό πίνακα»[3]

Χρυσό νόμισμα (σόλιδος) του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Β΄ με τον Χριστό στον εμπροσθότυπο και τον ίδιο τον αυτοκράτορα στον οπισθότυοπο, 705-711

Όσο παραπλανητική είναι μια καθαρά αισθητική θεώρηση που υποβαθμίζει τον λειτουργικό χαρακτήρα της βυζαντινής τέχνης, άλλο τόσο μονομερής είναι και η στενά θεολογική προσέγγισή της που αγνοεί το πλήθος των επικοινωνιακών λειτουργιών της έξω από τα στενά όρια της θρησκείας. Στην εκτίμηση αυτή οδηγεί όχι μόνο το πλήθος εικαστικών έργων που παράγονταν με κοσμικά θέματα (σκηνές φύσης, ζώα, κλασικές μυθολογικές σκηνές συμπεριλαμβανομένων αυτών με ερωτικό περιεχόμενο, σκηνές αγροτικής ζωής κ.ά.) ή σε κοσμικά περιβάλλοντα (αυτοκρατορικά ανάκτορα, ιδιωτικές επαύλεις, χειρόγραφα λογοτεχνικού ή πρακτικού επιστημονικού περιεχομένου, ενδύματα, κοσμήματα κ.ά.) στη Βυζαντινή αυτοκρατορία[4] – και θα σώζονταν πολύ περισσότερα τέτοια αν τύγχαναν της ίδιας προστασίας που έτυχαν τα θρησκευτικά μνημεία διαχρονικά˙ στην εκτίμηση αυτή οδηγεί και η συνύφανση του κοσμικού με το θρησκευτικό στοιχείο ακόμα και στα υποτιθέμενα προπύργια καθενός από τους δύο τομείς. Ναοί και θρησκευτικά χειρόγραφα είναι γεμάτα από απεικονίσεις αυτοκρατόρων, ανώτατων αξιωματούχων και μελών της Αυλής σε συνάφεια με ιερές μορφές ή χαρακτηριστικά που παραπέμπουν σε αυτές. Νομίσματα, από την άλλη πλευρά, φέρουν συχνά απεικονίσεις ιερών μορφών αρχίζοντας με τους σόλιδους του Ιουστινιανού Β΄, όπου χαράχθηκε για πρώτη φορά το πρόσωπο του Χριστού[5]. Στην πραγματικότητα, η κοσμική πλευρά της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι αδιαχώριστη από τη θρησκευτική της.

Πρόσληψη στα νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ήδη από την εποχή του Λιουτπράνδου της Κρεμόνας (10ος αι.), που επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη ως διπλωματικός απεσταλμένος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, καλλιεργήθηκαν στη Δύση αρνητικά στερεότυπα για το Βυζάντιο. Την αποστροφή της Δύσης προς το Βυζάντιο παγίωσαν τους επόμενους αιώνες ο θαυμασμός της ιταλικής Αναγέννησης για την αρχαιότητα και του γαλλικού Διαφωτισμού για τον οορθολογισμό. «Άχρηστη συλλογή ρητορειών και θαυμάτων» και «όνειδος για το ανθρώπινο πνεύμα» ήταν το Βυζάντιο για τον Βολταίρο[6]. Η τέχνη του, ειδικότερα, θεωρήθηκε αποκρουστική: Με «μούμιες» έμοιαζαν οι «ασκητικές και με γεροντικά χαρακτηριστικά προσώπου μορφές» της βυζαντινής τέχνης για τον θεωρητικό την τέχνης Friedrich Theodor Vischer[7] και «απίστευτο πείσμα στη συνεχή επανάληψη απαρχαιωμένων μοτίβων» διέκρινε τη βυζαντινή τέχνη και λογοτεχνία κατά τον ιστορικό της αναγεννησιακής τέχνης Jacob Burckhardt [8].

Ακόμα πιο σκληρές επικρίσεις για το Βυζάντιο και την τέχνη του διατυπώθηκαν από την φιλικά διακείμενη προς τον Διαφωτισμό ελληνική διανόηση στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. «Μακροτάτη σειρά μωρών και αισχρών βιαιοτήτων» και «στηλογραφία επονείδιστο της εσχάτης αθλιότητος και εξουθενώσεως των Ελλήνων» χαρακτήριζε τη βυζαντινή ιστορία το 1846 ο ίδιος ο πρώτος πρόεδρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας, Υπουργός Παιδείας και Φαναριώτης Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός[9]. Ο καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου Μιχαήλ Ποτλής, που επίσης διετέλεσε Υπουργός Παιδείας, υποστήριζε το 1859: «Εκτός ολίγων εξαιρέσεων, νους στείρος και άγονος, μάθησις ως επί το πολύ ατελής, συνήθως δε επιπόλαιος, επί πάσι δε, έλλειψις κρίσεως, μεθόδου και καλλιτεχνίας είναι ο εν γένει χαρακτήρ των Βυζαντινών».

Στην Ελλάδα το κλίμα άρχισε να αλλάζει με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884). Ακολούθησαν η σύσταση θέσης ειδικού Εφόρου Χριστιανικών Μνημείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (1910) και η ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα (1930).


 "˙"

Λοιπά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατὰ τὸν Ἅγ. Γερμανὸ Κωνσταντινουπόλεως «Ἐκκλησία ἐστὶ ἐπίγειος οὐρανὸς ἐν ᾖ ὁ ἐπουράνιος Θεὸς ἐνοικεῖ καὶ ἐμπεριπατεῖ» (P.G. τόμ. 98, σ. 384).

Βυζαντινός ρυθμός Βυζαντινή αρχιτεκτονική

Πρότυπο:Βυζαντινά Μνημεία στη Θεσσαλονίκη

Κατηγορία:Λήμματα Επιχείρησης Αρχαιολογία τάξης Έναρξης

Κεντόριπα Centuripae

Κιέριον Cierium

Αντίφελλος, αρχαία πόλη της Λυκίας

Πολυρρήνια

Αλλαρία

Έτεννα

Αίνεια Aeneia

Κάμειρος

Υρτακίνη

Rossano Gospels, 6ος αι.
Rossano Gospels, 6ος αι.
Ελεφεντόδοντο
Τοιχογραφία
Ροτόντα
Angelo Gabriele, affresco del VIII secolo dalla navata centrale della chiesa di Santa Maria Antiqua a Roma.
Giovanni II e sua moglie Piroska. Mosaico all'interno della Basilica di Santa Sofia (Istanbul)
Ausschnitt aus Entschlafen Mutter Mariä (ca. 1265) Fresko in Sopoćani (Serbien), dem Hauptwerk spätbyzantinischer Freskomalerei
Ausschnitt Engel am Grab Christi (ca. 1235) Fresko in Mileševa (Serbien)
Владимирская икона (начало XII века, Константинополь)
Τετράρχες
Virgin and Child. Wall painting from the early catacombs, Rome, 4th century.



[[1]]

[[2]]

[[3]]

[Belting]

Χρονολόγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Battle of ToursAl-AndalusOtto I, Holy Roman EmperorAlfred the GreatCharlemagneArdo
Dates


O «Όρκος της Φανερωμένης»
Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους, ας δώσωμεν, πιστοί, τον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων! Άνευ παραχωρήσεων! Άνευ συμβιβασμών! Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες: την Ένωσιν, και μόνον την Ένωσιν.

Μακάριος Γ΄, λόγος στον Ναό της Φανερωμένης στη Λευκωσία, 28 Αυγούστου 1954[10]


O «Όρκος της Φανερωμένης»
Υπό τους ιερούς αυτούς θόλους, ας δώσωμεν, πιστοί, τον όρκον: Θα παραμείνωμεν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικόν αίτημα. Άνευ υποχωρήσεων! Άνευ παραχωρήσεων! Άνευ συμβιβασμών! Θα περιφρονήσωμεν την βίαν και την τυραννίαν. Με θάρρος θα υψώσωμεν το ηθικόν παράστημά μας, εν και μόνον επιδιώκοντες, εις εν και μόνον αποβλέποντες: την Ένωσιν, και μόνον την Ένωσιν.

Από λόγο του Μακαρίου Γ΄ στον Ναό της Φανερωμένης στη Λευκωσία, 28 Αυγούστου 1954[11]

Πρόχειρο

Γέρμη/Gönen

  1. Δ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, "Οικουμενικότητα και βυζαντινή τέχνη: Μια ανάγνωση", στο: Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005.
  2. «Τὰς οὖν τὴν ὅρασιν καταγοητευούσας γραφάς, εἴτε ἐν πίναξιν, εἴτε ἄλλως πως ἀνατεθειμένας, καὶ τὸν νοῦν διαφθειρούσας, καὶ κινούσας πρὸς τὰ τῶν αἰσχρῶν ἡδονῶν ὑπεκκαύματα, οὐδαμῶς ἀπὸ τοῦ νῦν οἱῳδήποτε τρόπῳ προστάσσομεν» (Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος, Κανόνας 100)˙ πρβλ. R. Cormack, Byzantine Art, Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 82.
  3. R. Guardini, Kultbild und Andachtsbild, Würzburg 1939˙ Δ.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, "Οικουμενικότητα και βυζαντινή τέχνη: Μια ανάγνωση", στο: Το Βυζάντιο ως οικουμένη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 16, Αθήνα 2005.
  4. T. Mathews, Byzantium: From Antiquity to the Renaissance, New Haven and London 1998, σσ. 73-95 (κεφάλαιο «The Secular Domestic World».
  5. R. Cormack, Byzantine Art, Oxford History of Art, Oxford 2000, σ. 80.
  6. Ν. Πανσελήνου, Βυζαντινή ζωγραφική: Η βυζαντινή κοινωνία και οι εικόνες της, 9η έκδ., Αθήνα 2010, σ. 13.
  7. Π.Α. Μιχελής, Αισθητική θεώρηση της βυζαντινής τέχνης, 7η έκδ., Αθήνα 2006, σσ. 3-4.
  8. J. Burckhardt, The age of Constantine the Great, Angelov 2003, σ. 10]
  9. Κ.Θ. Δημαράς, Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα 1989, σ. 117.
  10. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ιστορία χαμένων ευκαιριών (Κυπριακό, 1950-1963), τ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1982, σ. 49.
  11. Ε. Αβέρωφ-Τοσίτσας, Ιστορία χαμένων ευκαιριών (Κυπριακό, 1950-1963), τ. Α΄, 2η έκδ., Αθήνα 1982, σ. 49.