Χρήστης:Παναγιώτης Μπότσης/Making of Ναυάγιο των Αντικυθήρων

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το άρθρο είναι υπό διαμόρφωση. Παρακαλώ να μην το επεξεργαστεί κανείς έως την ολοκλήρωσή του.

Ως Ναυάγιο των Αντικυθήρων είναι γνωστή η βυθισμένη ρωμαϊκή ορκάς (φορτηγό πλοίο της αρχαιότητας) που ανακαλύφθηκε το 1900 στη θαλάσσια περιοχή των Αντικυθήρων. Έως τώρα έχουν διεξαχθεί δύο μεγάλες επιχειρήσεις ανέλκυσης του φορτίου - η πρώτη το 1900-1 με τους Συμιακούς σφουγγαράδες που το εντόπισαν, η δεύτερη το 1976 με το Γάλλο εξερευνητή Ζακ-Υβ Κουστώ.

Οι θησαυροί που έχουν ανελκυστεί (πιθανολογούνται ακόμα περισσότεροι κρυμμένοι στο βυθό), καθιστούν το Ναυάγιο των Αντικυθήρων ως το πλουσιότερο που έχει βρεθεί στον ελλαδικό χώρο. Περιλαμβάνουν αριστουργήματα της αρχαίας ελληνικής τέχνης και τεχνολογίας, όπως τα αγάλματα του Εφήβου και του Φιλοσόφου, καθώς και τον περίφημο Μηχανισμό, μια συσκευή αστρονομικής παρατήρησης, της οποίας η ακριβής λειτουργία δεν έχει ακόμα αποκρυπτογραφηθεί πλήρως. Αυτό έχει οδηγήσει τους ειδικούς στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δρομολόγιο μεταφοράς λαφύρων από το Αιγαίο προς την ιταλική χερσόνησο, πιθανότατα τη Ρώμη. Ως αιτία του ναυαγίου πιθανολογείται η κακοκαιρία ή/και η κακή φόρτωση, ενώ ο ακριβής χρόνος υπολογίζεται μεταξύ 75-50 π.Χ.

Ανακάλυψη και επιχειρήσεις ανέλκυσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1900, τα καΐκια Ευτέρπη και Καλλιόπη από τη Σύμη έδεσαν στον όρμο Ποταμού Αντικυθήρων για να προστατευθούν από την κακοκαιρία. Επρόκειτο για μια ομάδα υπό τον «εκκινητή» (χρηματοδότη) Φώτιο Λενδιακό με προορισμό την Τυνησία, όπου κάθε καλοκαίρι συνέρεαν Έλληνες βουτηχτές σε αναζήτηση σπόγγων.

Οι άνδρες ξεκίνησαν να βουτούν για μεζέδες στη θέση Πινακάκια, όταν ο Ηλίας «Λυκοπάντης» Σταδιάτης ανέφερε έντρομος πως είδε γυναίκες και άλογα στο βυθό. Αρχικά οι σύντροφοί του νόμισαν ότι είχε παραισθήσεις, κάτι συνηθισμένο για τους δύτες της εποχής, αφού τα σκάφανδρα τους καθιστούσαν ευάλωτους στη δηλητηρίαση από διοξείδιο του άνθρακα. Παρ' όλα αυτά, ο καπετάνιος Δημήτρης «Τράμπας» Κοντός αποφάσισε να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την αλήθεια. Καταδύθηκε, λοιπόν, στο σημείο και επέστρεψε με ένα χάλκινο χέρι, για να τον ακολουθήσουν στη συνέχεια και οι υπόλοιποι άνδρες, ανασύροντας μικρά αντικείμενα ως αναμνηστικά.

Πρώτη επιχείρηση (1900-1)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν (φθινόπωρο πια) τα καΐκια επέστρεψαν από την Αφρική στη Σύμη, τα νέα κυκλοφόρησαν στην τοπική κοινωνία και ο δήμαρχος του νησιού ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση, κάτι όχι τόσο αυτονόητο όσο ακούγεται σήμερα, αφού το νησί ήταν οθωμανικό έδαφος. Κατά καλή τύχη, σε θέσεις-κλειδιά βρίσκονταν δύο Κυθήριοι, ο Υπουργός Θρησκευμάτων (Παιδείας στη σημερινή ορολογία) Σπυρίδων Στάης και ο έφορος του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου Βαλέριος Στάης - κινήθηκαν λοιπόν χωρίς καθυστέρηση οι διαδικασίες για την ανέλκυση.

Η εργασία κράτησε συνολικά έξι μήνες (με μικρά διαλείμματα) και υλοποιήθηκε από τα πληρώματα που είχαν ανακαλύψει το ναυάγιο. Επικεφαλής ήταν ο Φώτιος Λενδιακός, καπετάνιος ο Δημήτρης Κοντός και κολαουζιέρης ο Μερκούρης Καραγιάννης. Από τους δύτες, διασώζονται έξι ονόματα: Ηλίας Σταδιάτης-Λυκοπάντης, Κυριάκος Μοντιάδης, Γεώργιος Μοντιάδης, Ιωάννης Πιλλίου-Ροδίτης, Γεώργιος Κρητικός-Νεοφώτιστος, Βασίλειος Κατσαράς. Συμμετείχαν επίσης υποστηρικτικά τα πολεμικά πλοία Μυκάλη, Σύρος και Αιγιάλεια του Βασιλικού Ναυτικού.

Λόγω της απειρίας (στην ουσία ήταν η πρώτη συστηματική επιχείρηση ενάλιας αρχαιολογίας παγκοσμίως), των καιρικών συνθηκών και των περιορισμένων τεχνικών μέσων της εποχής, η ανέλκυση των ευρημάτων ήταν πολύ δύσκολη. Οι δύτες μπορούσαν να καταδύονται το πολύ δύο πεντάλεπτα κάθε μέρα - ακόμα κι έτσι, ο Κρητικός-Νεοφώτιστος πέθανε επί τόπου και δύο ακόμα παρέλυσαν. Τα ευρήματα μεταφέρονταν αμέσως στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας για μελέτη και συντήρηση.

Φαίνεται πως οι αρχές δεν υποψιάζονταν τον πλούτο του ναυαγίου - αυτό δείχνει η αρχική δέσμευσή τους προς το Λενδιακό ότι θα αμειβόταν με ποσοστό επί των πιθανών ευρημάτων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της εγγονής του Σεβαστής Καρδαλίνου, η οποία βασίζεται στην αλληλογραφία μελών της οικογένειας, έγινε ένα συμβόλαιο ότι θα του έδιναν τη μισή αξία του θησαυρού σε χρήματα, προκειμένου να μπορέσει να σταθεί οικονομικά (...) Κατά τη διάρκεια όμως της ανέλκυσης των ευρημάτων, έκλεισαν τον παππού μου για τρεις μέρες μέσα σε μια καμπίνα σε μια προσπάθεια να τον πείσουν να σκίσει τη γραπτή αυτή συμφωνία. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υποκύψει στις πιέσεις και τελικά έλαβε μόνο 6.000 λίρες (...) Τα χρήματα δεν του έφτασαν γιατί τάιζε τόσες οικογένειες τους έξι αυτούς μήνες στα Αντικύθηρα και καταστράφηκε οικονομικά.

Δεύτερη επιχείρηση (1976)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη Μεταπολίτευση, το ελληνικό κράτος κάλεσε το Ζακ-Υβ Κουστώ να γυρίσει μια σειρά ντοκιμαντέρ για την τουριστική προβολή της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κουστώ ζήτησε να ερευνήσει το Ναυάγιο των Αντικυθήρων.

Έτσι ξεκίνησε η δεύτερη επιχείρηση ανέλκυσης το 1976, η οποία υλοποιήθηκε από τους δύτες του Καλυψώ (το διάσημο σκάφος του Γάλλου ωκεανογράφου) σε συνεργασία με Έλληνες αυτοδύτες της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Σε αυτήν χρησιμοποιήθηκαν όλες οι νέες τεχνολογίες της εποχής - εξοπλισμός αυτόνομης κατάδυσης, θάλαμος αποσυμπίεσης, συσκευές υποθαλάσσιας έρευνας, καθώς και η πατέντα suceuse (σε ακριβή μετάφραση ρουφήχτρα), ένα σύστημα σωλήνων που μετέφερε τα ευρήματα στο κατάστρωμα του πλοίου με τη χρήση πεπιεσμένου αέρα. Επιπλέον, η έρευνα ήταν περισσότερο επικεντρωμένη σε στοιχεία που είχαν υποδείξει οι αρχαιολόγοι, ώστε να συμπληρωθούν τα κενά που είχαν προκύψει από την πρώτη επιχείρηση.

Ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το βυθισμένο πλοίο είναι μια ορκάς χωρητικότητας περίπου 300 τόνων, τυπικό δείγμα των βαρέων ιστιοφόρων που χρησιμοποιούνταν κατά το 2ο-1ο αι. π.Χ. στο εμπόριο μεταξύ της ιταλικής χερσονήσου, του κυρίως ελλαδικού χώρου και της Μικράς Ασίας. Τα δρομολόγια αυτών των πλοίων ξεκινούσαν συνήθως την άνοιξη και αφού περιέπλεαν τα κυριότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου πουλώντας και αγοράζοντας εμπορεύματα, επέστρεφαν το φθινόπωρο στη βάση τους.

Το συγκεκριμένο πλοίο ήταν ναυπηγημένο με τη συνήθη μέθοδο «πρώτα το περίβλημα και μετά ο σκελετός». Η ξυλεία του κήτους προέρχεται από φτελιά, τα ξυλόκαρφα (γόμφοι-καβίλιες) από βελανιδιά και τα καρφιά κυρίως από χαλκό. Για λόγους στεγανότητας, το τμήμα του κύτους κάτω από την ίσαλο γραμμή περιβαλλόταν από λεπτές πλάκες μολύβδου. Πιθανότατα διέθετε και υποδομή για τη μεταφορά ιδιωτών (αμιγώς επιβατηγά πλοία δεν υπήρχαν), όπως δείχνει η ύπαρξη ενός χώρου στεγασμένου με κεραμίδια.

Ακολουθεί πίνακας με τα κυριότερα ευρήματα που έχουν ανελκυστεί:

Εύρημα Σύντομη περιγραφή
Μηχανισμός των Αντικυθήρων
πιθ. β΄ μισό 2ου αι. π.Χ.
Μηχανισμός από χάλκινα γρανάζια, ανασύρθηκε με τη μορφή συγκολλημένων θραυσμάτων και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους στην ιστορία της τεχνολογίας. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν αστρολάβος, σύμφωνα όμως με τις νεότερες έρευνες, υπολόγιζε το έτος, τις φάσεις του φεγγαριού, τις εκλείψεις και τις χρονιές των Πανελληνίων Αγώνων στα περισσότερα συστήματα μέτρησης χρόνου της εποχής. Η πολυπλοκότητα παραπέμπει σε μαθητή του Αρχιμήδη ή του Ιππάρχου του Ροδίου, χωρίς πάντως επαρκείς αποδείξεις. Έχει χαρακτηριστεί ως ο πρώτος φορητός υπολογιστής.
Έφηβος των Αντικυθήρων
340-330 π.Χ.
Χάλκινο άγαλμα, το οποίο παριστά γυμνό όρθιο άνδρα. Στο αριστερό χέρι εφερε σπαθί. Το δεξί χέρι είναι προτατεμένο και κρατά κάποιο αντικείμενο που δε διασώθηκε. Κατά τις δύο επικρατέστερες απόψεις, ταυτίζεται είτε με τον Περσέα που επιδεικνύει την κομμένη κεφαλή της Μέδουσας, είτε με τον Πάρη που κρατά το Μήλον της Έριδος. Πιθανά έργο γλύπτη της αργειο-σικυώνιας σχολής, ίσως του Κλέωνα από τη Σικυώνα.
Φιλόσοφος των Αντικυθήρων
τέλη 3ου αιώνα π.Χ.
Χάλκινο άγαλμα, από το οποίο έχουν βρεθεί η κεφαλή, τα χέρια, τα πόδια και τμήματα της ενδυμασίας. Αποδίδει με ρεαλισμό και ζωντάνια έναν ηλικιωμένο άνδρα, του οποίου η ατημέλητη εμφάνιση παραπέμπει σε κυνικό φιλόσοφο, ίσως τον Αντισθένη ή το Βίωνα το Βορυσθενίτη. Άλλα ευρήματα του ναυαγίου υποδεικνύουν ότι ανήκε σε σύμπλεγμα που απεικόνιζε τέσσερις φιλοσόφους.
Μαρμάρινα γλυπτά
ελληνιστική περίοδος
Διάφορα γλυπτά από παριανό μάρμαρο - ως επί το πλείστον παραλλαγές παλαιότερων έργων, αλλά και πρωτότυπες δημιουργίες όπως οι Ομηρικοί Ήρωες. Τα τμήματα των αγαλμάτων που είχαν σφηνωθεί στο βυθό, παρέμειναν άθικτα. Αντίθετα, ό,τι προεξείχε, αλλοιώθηκε από τους μικροργανισμούς της θάλασσας.
Γυάλινα σκεύη
ελληνιστική περίοδος
Διάφορα κομψοτεχνήματα από γυαλί, κυρίως μικρά αγγεία. Η περίτεχνη διακόσμηση μαρτυρά ότι δεν επρόκειτο για χρηστικά αντικείμενα του πληρώματος και των πιθανών επιβατών, αλλά για μικρά έργα τέχνης που ανήκαν στο κυρίως φορτίο. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν στην κατασκευή, παραπέμπουν στα εργαστήρια της Αλεξάνδρειας και της Παλαιστίνης, απ' όπου εξάγονταν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Νομίσματα
3ος-1ος αι. π.Χ.
36 αργυρά κιστοφορικά τετράδραχμα μεγάλης αξίας (περ. 13 γραμμάρια καθαρό ασήμι έκαστο), κομμένα τέλη 2ου-αρχές 1ου αι. π.Χ. σε Πέργαμο και Έφεσο, καθώς και 40 χάλκινα κέρματα κοπής μεταξύ 3ου-1ου π.Χ. από πόλεις της Σικελίας και Μικράς Ασίας. Η ύπαρξη τύπου που πρωτοκόπηκε το 76 π.Χ., όπως και η απουσία νομισμάτων με ονόματα Ρωμαίων επάρχων της Μ. Ασίας (κόβονταν μαζικά μετά το 59 π.Χ.), υποδεικνύουν το χρόνο του ναυαγίου.
Οξυπύθμενοι αμφορείς
α΄ μισό 1ου αι. π.Χ.
Αμφορείς με μυτερό κάτω μέρος (οξυπύθμενοι), ώστε κάθε σειρά να σφηνώνει στα κενά που άφηνε η από κάτω και να αποφεύγεται η μετατόπιση φορτίου. Έχουν ανελκυστεί 23 τεμάχια με προέλευση το Ανατολικό Αιγαίο (Ρόδος, Κως, Έφεσος) και την Αδριατική. Πιστεύεται ότι με τους πρώτους μεταφέρονταν προϊόντα προς εμπορία, όπως κρασί, λάδι και αλίπαστα τρόφιμα, ενώ οι δεύτεροι ανήκαν στο μόνιμο εξοπλισμό του πλοίου και κάλυπταν τις ανάγκες του πληρώματος.

Θεωρίες για το ναυάγιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προέλευση και πιθανοί παραλήπτες του φορτίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βάσει της αξίας των ευρημάτων και των διαφορετικών χρονικών περιόδων απ' τις οποίες προέρχονται, ο κύριος όγκος του φορτίου δεν μπορεί να είναι παρά λάφυρα που αποστέλλονταν στην Ιταλία, ίσως στην ίδια την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας. Η διακόσμηση των δημοσίων κτηρίων της Αιώνιας Πόλης με θησαυρούς της κλασικής και ελληνιστικής γλυπτικής, οι οποίοι αρπάζονταν από τις ελληνικές πόλεις-κράτη, δεν οφειλόταν απλά στις αισθητικές προτιμήσεις των Ρωμαίων - αποτελούσε επίδειξη ισχύος για τη νέα υπερδύναμη της Μεσογείου. Το δε γεγονός ότι τόσο μεγάλος πλούτος ήταν συγκεντρωμένος σε ένα μόνο πλοίο, δείχνει ότι οι Ρωμαίοι συγκέντρωναν επί μακρόν τα πολυτιμότερα λάφυρα σε ένα μεγάλο λιμάνι του Αιγαίου (αυτό απ' όπου ξεκίνησε ή πέρασε το πλοίο), ώστε κατόπιν να τα στείλουν μαζικά και με αυξημένα μέτρα ασφαλείας. Ως πιθανότερες αφετηρίες έχουν προταθεί μεταξύ άλλων η Πέργαμος, η Έφεσος, η Μίλητος, η Δήλος, ο Πειραιάς και η Κόρινθος, με τις πρώτες να συγκεντρώνουν περισσότερες πιθανότητες, αφού από εκεί προέρχονται τα χάλκινα νομίσματα που βρέθηκαν (τα «ψιλά» της εποχής, δεν είχαν αξία μακριά από την πόλη που τα έκοβε).

Από την άλλη, εντύπωση προκαλεί η απουσία κάποιας αναφοράς σχετικής με το ναυάγιο στη γραμματεία εκείνης της εποχής, αφού η απώλεια ενός πλοίου γεμάτου θησαυρούς δεν θα περνούσε απαρατήρητη. Αυτό έχει οδηγήσει μερίδα ιστορικών στην υπόθεση πως επρόκειτο για ιδιωτικό φορτίο: Εκτός από το επίσημο κράτος και τους επικεφαλής των εκστρατειών που νόμιμα παρακρατούσαν μέρος της λείας, τα ελληνικά έργα τέχνης ήταν επίσης περιζήτητα από τους πατρικίους για τη διακόσμηση των εξοχικών επαύλεών τους. Ίσως, λοιπόν, κάποιος έμπορος εντόπισε έργα που είχαν αφαιρεθεί (νόμιμα ή παράνομα) από την επίσημη διανομή και τα έστελνε υπό συνθήκες εχεμύθειας σε πολύ πλούσιους πελάτες ή μεταπωλητές. Σε αυτήν την περίπτωση, πιθανότερος τόπος φόρτωσης θα ήταν η Δήλος, το μεγαλύτερο «πλυντήριο χρήματος» της αρχαιότητας.

Χρόνος και αιτία του ναυαγίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ραδιοχρονολόγηση της ξυλείας έδειξε ότι το πλοίο είχε ναυπηγηθεί κατά τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., σίγουρα όμως το ναυάγιο έλαβε χώρα αρκετές δεκαετίες αργότερα, σε χρόνο που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί με απόλυτη ακρίβεια.

Διάφοροι μελετητές πίστεψαν αρχικά ότι επρόκειτο για ένα πλοίο που, όπως αναφέρει ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς, είχε χάσει το 86 π.Χ. ο Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας, ενώ επέστρεφε θριαμβευτής από την Αθήνα στη Ρώμη. Η μεταγενέστερη ανακάλυψη του «πλοίου του Σύλλα» στα ανοιχτά της τυνησιακής πόλης Αλ Μαντίγια (κατά σύμπτωση και πάλι από Έλληνες σφουγγαράδες), η ανεύρεση από την ομάδα του Κουστώ νομισμάτων που πρωτοκόπηκαν μετά το θάνατο του Ρωμαίου στρατηγού, καθώς και η ραδιοχρονολόγηση των αμφορέων, υποδεικνύουν ότι τελικά το ναυάγιο έλαβε χώρα στο β' τέταρτο του 1ου αι. π.Χ. με πιθανότερο κάποιο έτος κοντά στο 60 π.Χ.

Πιθανότερες αιτίες της βύθισης είναι η κακοκαιρία και η εσφαλμένη φόρτωση. Η πειρατεία δεν είναι ισχυρό ενδεχόμενο - εάν συνέβη πριν το 67 π.Χ., οι πειρατές θα είχαν φροντίσει να διασώσουν το φορτίο, ενώ μετά το 67 π.Χ. και την εκστρατεία του Πομπήιου (βλ. Γαβίνειος Νόμος) δεν υπήρχαν πειρατές στην περιοχή.

Τα κυριότερα ευρήματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]