Μετάβαση στο περιεχόμενο

Χοσέ Φρανσίσκο Σασία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χοσέ Σασία

Ο Σασία το 1965
Προσωπικές πληροφορίες
Πλήρες όνομαΧοσέ Φρανσίσκο Σασία Λούγο
Ημερ. γέννησης27 Δεκεμβρίου 1933
Τόπος γέννησηςΤρέιντα ι Τρες, Ουρουγουάη
Ημερ. θανάτου30 Αυγούστου 1996
Τόπος θανάτουΜοντεβιδέο, Ουρουγουάη
Ύψος1,81 μ.
ΘέσηΕπιθετικός
Επαγγελματική καριέρα*
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1952–1959Ντεφενσόρ
1960Μπόκα Τζούνιορς13(3)
1961–1965Πενιαρόλ
1965Ροσάριο Σεντράλ26(6)
1966–1967 Ντεφενσόρ
1968Νασιονάλ
1969Ρασίνγκ Μοντεβιδέο
1969Ολίμπια
1970Ντεφενσόρ
Εθνική ομάδα
ΠερίοδοςΟμάδαΣυμμ.(Γκ.)
1956–1966Εθνική Ουρουγουάης43(12)
Προπονητική καριέρα
ΠερίοδοςΟμάδα
1971Ράμπλα Τζούνιορς
1972Ρασίνγκ Μοντεβιδέο
1972–1975Δεπορτίβο Γκαλίσια
ΚΑ Σέρρο
Σοσιεδάδ Ντεπορτίβα Άουκας
1976–1978Λίβερπουλ Μοντεβιδέο
Προγκρέσο
Ολίμπια
Εθνική Παραγουάης
1979–1980Άρης Θεσσαλονίκης
1980Εθνικός Πειραιώς
* Οι συμμετοχές και τα γκολ στις προηγούμενες ομάδες υπολογίζονται μόνο για τα εγχώρια πρωταθλήματα. † Συμμετοχές (Γκολ).

Ο Χοσέ Φρανσίσκο Σασία Λούγο (ισπανικά: José Francisco Sasía Lugo), γνωστός ως Πέπε Σασία (Τρέιντα ι Τρες, 27 Δεκεμβρίου 1933 – Μοντεβιδέο, 30 Αυγούστου 1996),[1] ήταν Ουρουγουανός ποδοσφαιριστής και προπονητής ποδοσφαίρου.

Ποδοσφαιρική καριέρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Σασία γεννήθηκε στην κωμόπολη Τρέιντα ι Τρες της βορειοανατολικής Ουρουγουάης σε μια ταπεινή οικογένεια βασκικής καταγωγής που έφτασε στην Ουρουγουάη στις αρχές του 20ου αιώνα. Ως μεγαλύτερος γιος, βαπτίστηκε με τα ονόματα, Φρανσίσκο (από τον παππού του Φρανσίσκο Σερβάνδο Σασίας) και Χοσέ (από τον θείο του Ιπόλιτο Χοσές Σοσίας). Διακρίνονταν για τη σωματική του δύναμη και την εκτελεστική του δεινότητα.

Ως πιτσιρικάς αγωνίστηκε στις ερασιτεχνικές Άιρες Πούρος, Ολίμπια και την Ιπιράνγκα. Μέχρι που έφτασε στο τμήματα υποδομών της Ντεφενσόρ, με προπονητές τους Δον Πέδρο Χιλ και Ενρίκιε Δουαγόν. Σε ηλικία 15 ετών πραγματοποίησε το ντεμπούτο του, για να αναδειχθεί αήττητος Πρωταθλητής στο σχετικό πρωτάθλημα Νέων, το 1949. Έμεινε εκτός γηπέδων για δυο χρόνια λόγω τραυματισμών και επέστρεψε δριμύτερος, αγωνιζόμενος στην Ντεφενσόρ μέχρι το 1959.

Το 1960 μεταγράφηκε στη αργεντίνικη Μπόκα Τζούνιορς αλλά επέστρεψε την επόμενη χρονιά στην Ουρουγουάη και στην Πενιαρόλ, με τα χρώματα της οποίας μεγαλούργησε κατακτώντας τρεις φορές το Πρωτάθλημα Ουρουγουάης (1961, 1962 και 1964) και το Κόπα Λιμπερταδόρες του 1961 (αυτό ήταν το 2ο συνεχόμενο που κατέκτησε η Πενιαρόλ από την έναρξη του θεσμού το 1960). Μάλιστα στον επαναληπτικό τελικό σκόραρε το καθοριστικό γκολ στο Σάο Πάολο, για το 1–1 με την Παλμέιρας, που χρησίμευσε για την κατάκτηση του τίτλου στις 11 Αυγούστου 1961.[2] Παράλληλα κατέκτησε και το πρώτο Διηπειρωτικό Κύπελλο με την Πενιαρόλ, το 1961, στους τριπλούς αγώνες εναντίον της Μπενφίκα (νίκη με 1–0 υπέρ των Πορτογάλων στο 1ο ματς, τελικό σκορ 5–0 υπέρ των Ουρουγουανών στο 2o ματς, με τον "Πέπε" να σημειώνει ένα τέρμα[3] και 2–1 ξανά υπέρ της Πενιαρόλ στο 3o και καθοριστικό ματς, με το Σασία να πετυχαίνει και τα δυο τέρματα των νικητών.[4]

Το 1965 μετακόμισε ξανά στην Αργεντινή, για λογαριασμό της Ροσάριο Σεντράλ και επέστρεψε στη χώρα του ένα χρόνο αργότερα, για να υπερασπιστεί ξανά τον σύλλογο που τον έκανε γνωστό στον κόσμο του ποδοσφαίρου, την Ντεφενσόρ, στη οποία παρέμεινε μέχρι το 1967.

Το 1968, πήρε μεταγραφή για τη Νασιονάλ, και από κει, το 1969, στη Ρασίνγκ Μοντεβιδέο, και στη συνέχεια στην Παραγουανή Ολίμπια, τερματίζοντας τελικά την καριέρα του στο σύλλογο όπου ξεκίνησε, στην Ντεφενσόρ, το 1970.

Υπήρξε διεθνής με την εθνική ομάδα της Ουρουγουάης και κατέγραψε 44 συμμετοχές και 12 γκολ. Με την Εθνική Ουρουγουάης κατέκτησε τον τίτλο του Κόπα Αμέρικα το 1959 στο Εκουαδόρ και μετείχε στα παγκόσμια Κύπελλα ποδοσφαίρου του 1962 και 1966. Πραγματοποίησε το διεθνές ντεμπούτο του στις 24 Ιουνίου 1956, για τον θεσμό του Τάσα ντο Ατλάντικου, στο Στάδιο Μαρακανά του Ρίο ντε Τζανέιρο εναντίον της Βραζιλίας.[5] Το τελευταίο του παιχνίδι με τη "σελέστε" ήταν στις 19 Ιουλίου 1966 εναντίον της μεξικανικής ομάδας για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου 1966, στο Στάδιο Γουέμπλεϊ της Αγγλίας.

Προπονητική καριέρα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας ασχολήθηκε με την προπονητική (αν και χωρίς να κατέχει πτυχίο προπονητού) και κάθισε στους πάγκους της Ράμπλα Τζούνιορς, της Ρασίνγκ Μοντεβιδέο, της βενεζουελανή Deportivo Galicia (1972–75), της ΚΑ Σέρρο, της Σοσιεδάδ Ντεπορτίβα Άουκας του Εκουαδόρ.

Στη Βενεζουέλα, παρακολούθησε σπουδές προπονητών ποδοσφαίρου που οργανώθηκε από το Εθνικό Ινστιτούτο Αθλητισμού, αποφοιτώντας ως πτυχιούχος προπονητής στις 19 Δεκεμβρίου 1975.

Το 1976 ανέλαβε τη Λίβερπουλ του Μοντεβιδέο τερματίζει τρίτος στο πρωτάθλημα εκείνης της χρονιάς και τέταρτος την επόμενη.

Συνέχισε στην Εστουδιάντες δε Μέριδα στη Βενεζουέλα, στην Προγκρέσο στην Ουρουγάη και μετέπειτα στην Ολίμπια στην Παραγουάη. Παράλληλα διετέλεσε για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα προπονητής της Εθνικής Παραγουάης και της Τιβουρόνες Ρόχος δε Βερακρούς (1979) στο Μεξικό.

Το καλοκαίρι του 1979, πέρασε τον Ατλαντικό και υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Η ομάδα πραγματοποίησε μια ονειρική χρονιά,[6] αποκλείοντας στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ την ιταλική Περούτζα και την πορτογαλική Μπενφίκα, προτού αποκλειστεί τελικά από την γαλλική Σαιντ-Ετιέν του Μισέλ Πλατινί. Ταυτόχρονα πρωταγωνίστησε στο πρωτάθλημα αλλά μετά από μια ανέλπιστη ισοπαλία σε ένα κρίσιμο τοπικό ντέρμπυ με τον Ηρακλή ο Σασία απολύθηκε στις 24 Μαρτίου 1980. Ο Σασία δέχτηκε ψύχραιμα την απόλυσή του λέγοντας: «Όταν κάτι δεν πάει καλά σε μια ομάδα, αυτός που φεύγει είναι ο προπονητής. Δεν γίνεται να φύγουν οι 22 αλλά ο ένας».[7] Συνέχισε τη σεζόν 1979–80 στο ελληνικό πρωτάθλημα, στον πάγκο του Εθνικού Πειραιώς με απολογισμό 1 νίκη, 1 ισοπαλία και 5 ήττες.[8]

Απεβίωσε στις 30 Αυγούστου 1996 στο Μοντεβιδέο, από καρδιακή ανακοπή.

Σήμερα οι εγγονοί του Ροδρίγο Καβρέρα Σασία και Λεάνδρο Καβρέρα Σασία είναι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές.

Πενιαρόλ

Ολίμπια

Εθνική Ουρουγουάης

Εξωτερικές σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]