Χανς Κνάπερτσμπους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χανς Κνάπερτσμπους
Ο Χανς Κνάπερτσμπους
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hans Knappertsbusch (Γερμανικά)
Γέννηση12  Μαρτίου 1888[1][2][3]
Έλμπερφελντ[4]
Θάνατος25  Οκτωβρίου 1965[1][2][3]
Μόναχο[5]
Τόπος ταφήςBogenhausener Friedhof
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[6][7]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Βόννης
Κολλέγιο για τη Μουσική και το Χορό της Κολωνίας
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιευθυντής ορχήστρας
διδάσκων πανεπιστημίου
ΕργοδότηςΚρατική Όπερα της Βιέννης (1936–1945)
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμααρχιμουσικός εκκλησιαστικής μουσικής (1910–1912)
ΒραβεύσειςΒαυαρικό Τάγμα Αξίας
Επίτιμος πολίτης του Μονάχου
Αυστριακή διάκριση για την επιστήμη και τη τέχνη (1963)
d:Q1535113
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χανς Κνάπερτσμπους (γερμανικά: Hans Knappertsbusch, 12 Μαρτίου 188825 Οκτωβρίου 1965) ήταν Γερμανός διευθυντής ορχήστρας, γνωστός κυρίως για τις διευθύνσεις έργων των Ρίχαρντ Βάγκνερ, Άντον Μπρούκνερ και Ρίχαρντ Στράους, αλλά και ως μοναδικού ύφους δημόσια προσωπικότητα με εξίσου μοναδικό στιλ στη διεύθυνση ορχήστρας. Μέχρι σήμερα οι ερμηνείες του Πάρσιφαλ υπό τη διεύθυνση του Κνάπερτσμπους, αλλά και άλλων βαγνερικών έργων, θεωρούνται από πολλούς ως ανάμεσα στις καλύτερες του 20ού αιώνα.

Ο Κνάπερτσμπους γεννήθηκε στο Έλμπερφελντ, σήμερα ενσωματωμένο στην πόλη του Βούπερταλ. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βόννης και διεύθυνση ορχήστρας στο Ωδείο της Κολωνίας υπό τον Φριτς Στάινμπαχ. Μερικά καλοκαίρια βοήθησε τον Ζίγκφριντ Βάγκνερ και τον Χανς Ρίχτερ στο Μπαϊρόιτ. Στην αρχή της σταδιοδρομίας του διεύθυνε ορχήστρες στη γενέτειρά του (1913-1918), στη Λειψία (1918-1919) και στο Ντεσάου (1919-1922). Μόλις ο Μπρούνο Βάλτερ έφυγε από το Μόναχο το 1922, ο Κνάπερτσμπους τον διαδέχθηκε ως γενικός μουσικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας της Βαυαρίας (και αργότερα και της Κρατικής Όπερας της Βαυαρίας), με ισόβιο συμβόλαιο.

Τον Απρίλιο του 1933, ο Κνάπερτσμπους, μαζί με τον Ρίχαρντ Στράους και άλλους επιφανείς Γερμανούς μουσικούς, υπέγραψαν και δημοσίευσαν μία σύντομη δήλωση στην εφημερίδα Münchner Neueste Nachrichten, υπό τον τίτλο «Protest der Richard-Wagner-Stadt München», αντιδρώντας στη διάλεξη του Τόμας Μαν Leiden und Größe Richard Wagners («Πάθη και μεγαλείο του Ρίχαρντ Βάγκνερ»), που ήταν μία επικριτική (αλλά σε τελευταία ανάλυση εκδηλωτική θαυμασμού) διάλεξη για τον συνθέτη. Οι υπογράφοντες, που γενικώς είχαν συντηρητικές απόψεις, θεώρησαν το κείμενο, το οποίο ήταν ουσιαστικά μια ψυχαναλυτική πραγματεία για τον Βάγκνερ, υποτιμητικό και αισχρό. Οι αντιδράσεις τους, μαζί με τις μετέπειτα απαιτήσεις του Ναζιστικού Κόμματος για «όρκο αφοσίωσης» από όλους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες, προκάλεσαν την απόφαση του Τόμας Μαν να μην επιστρέψει στη Γερμανία μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο Κνάπερτσμπους ήταν ένας πολύ μορφωμένος συντηρητικός εθνικιστής και δεν έγινε ποτέ μέλος του Ναζιστικού Κόμματος, μια ιδιότητα την οποία αρνήθηκε όταν του προσφέρθηκε. Δεν συμπαθούσε τους ναζιστές, τους οποίους (όπως και αρκετοί συντηρητικοί Γερμανοί αριστοκράτες) θεωρούσε αγενείς, αμόρφωτους και απολίτιστους. Επιπλέον, εξαιτίας του χαρακτήρα του, εκφραζόταν «έξω από τα δόντια» για αυτούς, προκαλώντας σε κάποιες περιπτώσεις την οργή τους. Σε μία από αυτές, το συμβόλαιό του με τα ιδρύματα του Μονάχου ανακλήθηκε[8] και του απαγορεύθηκε προσωρινά να εργάζεται στη Γερμανία. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Χίτλερ αναμίχθηκε στην απόφαση να απολυθεί.[9] Ωστόσο, επειδή υπήρχε έλλειψη κορυφαίων μαέστρων στη Γερμανία την εποχή εκείνη, η απαγόρευση ανακλήθηκε μετά από λίγο. Κατά τη διάρκεια του Γ΄ Ράιχ ο Κνάπερτσμπους συνέχισε να προκαλεί με ξεκάθαρες προσβολές προς τους αξιωματούχους του καθεστώτος. Μόνο η εξαιρετική διεθνής του φήμη και η μεγάλη δημοφιλία του στο γερμανικό κοινό, ιδίως του Μονάχου, τον έσωσαν από χειρότερη αντιμετώπιση. Το 1936 ο σερ Τόμας Μπίτσαμ τον προσεκάλεσε να διευθύνει στο Κόβεντ Γκάρντεν, αλλά δεν του δόθηκε άδεια να εγκαταλείψει τη Γερμανία.[10] Μετά πήγε στη Βιέννη για να διευθύνει στην Κρατική όπερα της Βιέννης, αψηφώντας τη ναζιστική πολιτική που δεν επέτρεπε σε Γερμανούς καλλιτέχνες να εργάζονται στην Αυστρία. Ωστόσο έγινε ένας από τους πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες στο Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και συνέχισε να εμφανίζεται σε αμφότερες τις αυστριακές πόλεις και μετά την Προσάρτηση της Αυστρίας από τη Ναζιστική Γερμανία το 1938. Επίσης στις 27 Ιανουαρίου 1938 έφθασε στην Αθήνα ως προσκεκλημένος του Ωδείου Αθηνών και διεύθυνε στο θέατρο «Ολύμπια» της οδού Ακαδημίας την εισαγωγή από τον Egmont και την 7η Συμφωνία του Μπετόβεν, μία συμφωνία του Μότσαρτ και τον Δον Ζουάν του Ρ. Στράους.[11]

Το 1944 ο Κνάπερτσμπους συμπεριλήφθηκε (όπως και ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν) στον «Κατάλογο των ταλαντούχων» («Gottbegnadeten Liste», κατά λέξη «κατάλογος των ευνοημένων από τον Θεό»), οι οποίοι εξαιρούνταν από στρατιωτική υπηρεσία. Παρά την αντιπάθειά του προς το ναζιστικό καθεστώς, ο μαέστρος δεν σκέφθηκε ποτέ να εγκαταλείψει την πατρίδα του, όντας βαθιά ριζωμένος στη ζωή και τον πολιτισμό της.

Μετά το τέλος του πολέμου ο Κνάπερτσμπους επέστρεψε στο Μόναχο, όπου έζησε και εργάσθηκε την υπόλοιπη ζωή του. Συνέχισε να διευθύνει ως καλεσμένος μαέστρος στη Βιέννη και στο Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ.[12] Διεύθυνε τις πρώτες παραστάσεις του Δαχτυλιδιού των Νιμπελούνγκεν στην επανέναρξη του Φεστιβάλ του Μπαϊρόιτ το 1951, από τις οποίες σώζεται ηχογράφηση μόνο του Götterdämmerung. Επίσης, Πάρσιφαλ εκείνου του έτους, στον οποίο η Μάρθα Μεντλ πρωτοεμφανίσθηκε στο Μπαϊρόιτ, παραμένει μία από τις δύο ή τρεις κορυφαίες ηχογραφήσεις του ρόλου της Κούντρυ, τον οποίο ερμήνευσε. Ο Κνάπερτσμπους υπήρξε ένας από τους ευνοούμενους μαέστρους της Φιλαρμονικής της Βιέννης, διευθύνοντάς την στη Βιέννη, στο Σάλτσμπουργκ και σε περιοδείες στο εξωτερικό, αν και γενικώς σπανίως περιόδευε έξω από τις γερμανόφωνες χώρες.

Ο Κνάπερτσμπους έγινε διάσημος για τις εκτελέσεις των έργων του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, του Άντον Μπρούκνερ, του Γιοχάνες Μπραμς και του Ρίχαρντ Βάγκνερ, αλλά η μεγαλύτερη κληρονομιά του έγκειται στην αξιοπρόσεκτη μεταχείριση των έργων του Ρίχαρντ Βάγκνερ, τα οποία αγαπούσε περισσότερο από όλα. Θεωρείται ευρύτατα ως ένας από τους κορυφαίους διευθυντές έργων του όλων των εποχών.

Από τεχνικής πλευράς, ο Κνάπερτσμπους ήταν γνωστός για την πολύ αργή, αλλά έντονη διεύθυνση ορχήστρας, δίνοντας έμφαση στην ομορφιά, στο βάρος και στην αξιοπρέπεια του έργου, έναντι της ζωηράδας.[13] Η προσωπικότητά του ήταν μετριοπαθής και ταυτόχρονα επιβλητική και υπερευαίσθητη. Διάσημος για την ικανότητά του να διευθύνει με τις ελάχιστες κινήσεις των χεριών του, μεταδίδοντας τις προθέσεις του με απλές ματιές και λιγοστές εκφράσεις του προσώπου. Μία από τις γνωστές ιδιορρυθμίες του ήταν η έντονη αντιπάθειά του για τις πρόβες, τις οποίες απέφευγε όποτε μπορούσε: προτιμούσε να επαφίεται περισσότερο στο ένστικτό του και στον αυθορμητισμό του. Επίσης, δεν ενδιαφερόταν πολύ για ηχογραφήσεις στο στούντιο, και για τον λόγο αυτόν λίγοι είναι οι σχετικοί δίσκοι του. Ωστόσο, πολυάριθμες ζωντανές ηχογραφήσεις εκτελέσεων υπό τον Κνάπερτσμπους είναι διαθέσιμες.

Τόσο οι μουσικοί που διεύθυνε, όσο και το κοινό, έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον Κνάπερτσμπους, ιδίως στο Μόναχο, όπου οι κάτοικοι τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά «Κνα», και αναδείχθηκε σε ένα είδος ευρύτατα αναγνωρίσιμης πολιτιστικής προσωπικότητας. Από την άλλη, ο οξύθυμος χαρακτήρας του φαινόταν στις πρόβες, όποτε δεν μπορούσε να τις αποφύγει, και τότε μπορούσε να γίνει ασυνήθιστα αγενής στο προσωπικό, ιδίως προς τους τραγουδιστές και τις τραγουδίστριες, με γνωστότερο περιστατικό το θρυλικό ξέσπασμά του κατά της Μπίργκιτ Νίλσον.[14]

Ο Κνάπερτσμπους πέθανε στο Μόναχο το 1965, σε ηλικία 77 ετών. Πολλές από τις ηχογραφήσεις του, μερικές στερεοφωνικές, έχουν επανεκδοθεί σε CD. Οι ηχογραφήσεις του Πάρσιφαλ από το 1951 και το 1962 θεωρούνται κορυφαίες.[15]


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13896052h. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Hans Knappertsbusch». (Αγγλικά) Encyclopædia Britannica Online. biography/Hans-Knappertsbusch.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb13896052h. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. CONOR.SI. 8642403.
  8. Norman Lebrecht: The Maestro Myth, σελ. 103
  9. John L. Holmes: «Conductors: a record collectors' guide», Gollancz, 1988, σελ. 143
  10. Holmes, όπ.. σελ. 143
  11. Η Καθημερινή, 27 Ιανουαρίου 1938. Αναδημοσίευση στη στήλη «80 χρόνια πριν...», Η Καθημερινή, 27 Ιανουαρίου 2018, σελ. 2.
  12. «Obituary for Hans Knappertsbusch». The Musical Times 106 (1474): 971. 1965. 
  13. Classical Artist Biographies, All Media Guide, 2009 (στο Answers.com, 10 Δεκεμ. 2009).
  14. Dieter David Scholz: Mythos Primadonna, εκδ. Parthas, Βερολίνο 1999, σσ. 174–175.
  15. Greenfield, Edward (1965). «Review of 1962 Philips recording of Parsifal». The Musical Times 106 (1465): 210. 

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Rudolf Betz & Walter Panofsky: Knappertsbusch, Verlag Donau Kurier, Ingolstadt 1958
  • David Patmore: «Kna: Giant, general and gentleman», International Classical Record Collector, τόμ. 4 (φθινόπωρο 1998)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]