Φράξια Κόκκινος Στρατός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φράξια Κόκκινος Στρατός
Μεταγενέστερο έμβλημα της RAF
Περίοδος δράσης1970–1998
ΙδεολογίαΚομμουνισμός
Μαοϊσμός
Μαρξισμός-Λενινισμός
Περιοχή δράσης Δυτική Γερμανία (έως το 1990)
Γερμανία (από το 1990)
Σύμμαχοι Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας (έως το 1990)
Αντίπαλοι Δυτική Γερμανία (έως το 1990)
Γερμανία (από το 1990)
Μάχες και πόλεμοιΠολιορκία πρεσβείας Δυτικής Γερμανίας, Γερμανικό Φθινόπωρο

Η Φράξια Κόκκινος Στρατός (γερμ. Rote Armee Fraktion, συντμ. RAF), γνωστή στα ΜΜΕ και ως Ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ, ήταν ακροαριστερή οργάνωση που διεξήγαγε αντάρτικο πόλεων και έδρασε στη Δυτική Γερμανία. Ιδρύθηκε από τους Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader), Γκούντρουν Έσλιν (Gudrun Ensslin), Χορστ Μάλερ (Horst Mahler), Ουλρίκε Μάινχοφ (Ulrike Meinhof), Ίρμγκαρντ Μέλερ (Irmgard Möller) και άλλους το 1970. Η οργάνωση με ανακοίνωσή της τερμάτισε τη δράση της τον Μάρτιο του 1998, ενώ ήδη από το 1992 ήταν ουσιαστικά ανενεργή.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση προήλθε σαν αντίδραση στην πολιτική κατάπνιξης και εξουδετέρωσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς από το γερμανικό κράτος, υιοθέτησε αρχές του λεγόμενου αντάρτικου των πόλεων και κήρυξε τον ένοπλο αγώνα για την εξουδετέρωση του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού κρατικού μηχανισμού στη Δυτική Γερμανία.

Σχηματισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ιδρυτικές φυσιογνωμίες της οργάνωσης είναι ο Αντρέας Μπάαντερ (1943-1977), η φίλη του Γκούντρουν Ένσλιν (1940-1977) και η δημοσιογράφος Ουλρίκε Μάινχοφ (1934-1976).

Ο Μπάαντερ και η Έσλιν είχαν τιμωρηθεί με τριετή φυλάκιση, μαζί με τους Τόρβαλντ Προλ και Χορστ Ζένλαϊν για τον εμπρησμό των πολυκαταστημάτων Σνάιντερ και Κάουφχοφ στην Φρανκφούρτη στις 2 Απριλίου του 1968. Ύστερα από τρεις ημέρες η αστυνομία συνέλαβε τους εμπρηστές. Όλοι τους ήταν οπαδοί της "εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης". "Η σημερινή μορφή πάλης των φοιτητών δεν έφερε καμία αλλαγή. Γι' αυτό και εμείς κάναμε το πρώτο βήμα από τη διαμαρτυρία στην αντίσταση", δήλωσαν οι εμπρηστές, εξηγώντας ότι μετά το θάνατο του φοιτητή Μπένο Όνεζοργκ στις 2 Ιουνίου του 1967, στους κύκλους της "εξωκοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης" γινόταν συζήτηση για ανάληψη δράσης κατά του κράτους. "Διαπιστώθηκε", συνέχισαν, "ότι ο θάνατος των 322 στο πολυκατάστημα των Βρυξελλών, που πυρπολήθηκε στις 22 Μαΐου του 1967, συγκινεί περισσότερο τους Δυτικογερμανούς από το θάνατο χιλιάδων ανθρώπων στο Βιετνάμ. Κάτι πρέπει να γίνει". Ο Αντρέας Μπάαντερ, 25 χρόνων, δημοσιογράφος, η Γκούντρουν Ένσλιν, 28 χρόνων, φοιτήτρια των Γερμανικών Σπουδών, ο Τόρβαλντ Προλ, 27 χρόνων, σκηνοθέτης και φοιτητής, και ο Χορστ Ζένλαϊν, 26 χρόνων, ηθοποιός, καταδικάστηκαν τον επόμενο χρόνο σε μικρές ποινές φυλάκισης[1]. Ασκώντας έφεση απελευθερώθηκαν, αλλά όταν η έφεσή τους δεν έγινε δεκτή διέφυγαν στη Γαλλία. Μετά από λίγους μήνες επέστρεψαν στη Γερμανία όπου ο Μπάαντερ συνελήφθη και φυλακίστηκε τον Απρίλιο του 1969.

Η Ουλρίκε Μάινχοφ

Στις 14 Μαΐου του 1970 ο Αντρέας Μπάαντερ οδηγήθηκε από τις φυλακές του Δυτικού Βερολίνου στο Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών. Εκεί τον περίμενε η φίλη, συνάδελφος και συναγωνίστριά του, Ουλρίκε Μάινχοφ. Άρχισαν να συζητούν τις λεπτομέρειες και το υλικό του βιβλίου που σκόπευαν να συγγράψουν, όταν γύρω στις 11:00 όρμησαν στο Ινστιτούτο δύο ένοπλοι κουκουλοφόροι. Ο υπεύθυνος κοινωνικών υποθέσεων του Ινστιτούτου, που προσπάθησε να τους εμποδίσει, γαζώθηκε από τις σφαίρες και τραυματίστηκε σοβαρά ενώ ελαφρότερα τραυματίστηκαν οι δύο δικαστικοί υπάλληλοι που συνόδευαν τον Μπάαντερ. Μαζί με δύο γυναίκες, που περίμεναν στο εσωτερικό του κτιρίου, οι δύο ένοπλοι κατευθύνθηκαν προς το σπουδαστήριο, ρίχνοντας ταυτόχρονα δακρυγόνα. Στη σύγχυση που επικράτησε ο Μπάαντερ και η Μάινχοφ βρήκαν την ευκαιρία και πήδηξαν από το παράθυρο και λίγο αργότερα τους ακολούθησαν οι τέσσερις συντελεστές της απόδρασης. Η αστυνομία εξαπέλυσε ανθρωποκυνηγητό σε ολόκληρη την πόλη, οι έρευνες όμως αποδεικνύονταν μάταιες. Δίνοντας πλέον το στίγμα του φορέα ένοπλης πάλης κατά του κράτους, ο Μπάαντερ, η Μάινχοφ και η φίλη τους Γκούντρουν Ένσλιν, όλοι προερχόμενοι από κύκλους της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και της Σοσιαλιστικής Φοιτητικής Ένωσης, διέφυγαν στο εξωτερικό με προορισμό τα παλαιστινιακά στρατόπεδα εκπαίδευσης στην Ιορδανία.

Ο Μπάαντερ εκεί επιβλήθηκε ως ο «φυσικός» αρχηγός της οργάνωσης και επιστρέφοντας, ανακοίνωσαν το σχηματισμό της οργάνωσης την οποία ονόμασαν Φράξια Κόκκινος Στρατός (γερμανικά Rote Armee Fraktion, συντμ. RAF) ως απομίμηση του Ιαπωνικού Κόκκινου Στρατού ή μάλλον ως φόρος τιμής στον Κόκκινο Στρατό.

Η ομάδα, γνωστή τα αμέσως επόμενα χρόνια ως "ομάδα Μπάαντερ-Μάινχοφ" εντοπίστηκε και πάλι στη Γερμανία, στις 29 Σεπτεμβρίου όταν λήστευσε τρεις τράπεζες στο Δυτικό Βερολίνο, για τη "χρηματοδότηση του ένοπλου αγώνα". Στις 8 Οκτωβρίου, η αστυνομία του Δυτικού Βερολίνου πληροφορήθηκε με ανώνυμο τηλεφώνημα ότι στην οδό Κνέζεμπεκ 89 επρόκειτο να συναντηθούν το απόγευμα ο Μπάαντερ, η Ένσλιν και ο γνωστός στις αρχές συνήγορος των αριστεριστών, δικηγόρος Χορστ Μάλερ. Η αστυνομία έστησε ενέδρα και συνέλαβε την Μπριγκίτε Άσντονκ και την Ίνγκριντ Σούμπερτ, η οποία καταζητείτο μετά την απόδραση του Μπάαντερ. Ύστερα από λίγη ώρα ένας άνδρας χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Στους αστυνομικούς έδωσε το όνομα Λιντάου. Όταν του έβγαλαν την περούκα, ο Μάλερ αρκέστηκε σε ένα ειρωνικό χαμόγελο και παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, λέγοντας σαρκαστικά: "Συγχαρητήρια, κύριοι". Ο Μάλερ, η Σούμπερτ και μία τρίτη κοπέλα, η Ιρένε Γκέργκενς δικάστηκαν την άνοιξη του 1971 με την κατηγορία της συμμετοχής στην απόδραση του Αντρέας Μπάαντερ, στην οποία συμμετείχε και ο Γκέοργκ Φόιχτ, γνωστό μετέπειτα στέλεχος της Φράξιας Κόκκινος Στρατός[2].

Δράση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1970-1971 διάφορες ένοπλες ενέργειες (ληστείες τραπεζών, κλοπή σφραγίδων από δημόσια κτίρια, επιθέσεις σε εγκαταστάσεις της αστυνομίας) αποδίδονται στη "συμμορία Μπάαντερ-Μάινχοφ", που παρουσιάζεται έτσι σαν το "κέντρο" της ένοπλης ακροαριστεράς. Ενώ το 1972 η ΡΑΦ κάνει βομβιστική επίθεση στο γενικό αρχηγείο των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής στη Φραγκφούρτη όπου ένας συνταγματάρχης σκοτώνεται. Ακολουθούν και άλλες εγκληματικές ενέργειες που στοιχίζουν τη ζωή σε μέλη της οργάνωσης και σε ανθρώπους κρατικών υπηρεσιών (συνολικά 69, από τους οποίους οι 28 ήταν μέλη της οργάνωσης).

Σύλληψη και θάνατος των μελών της πρώτης γενιάς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ουσιαστικά η δράση της πρώτης γενιάς της ΡΑΦ έληξε με τη σύλληψη και το θάνατο των ηγετών της (Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε) στη φυλακή του Σταμχάιμ το 1977. Οι συνθήκες απομόνωσης στις οποίες κρατούνταν είχαν προκαλέσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, αλλά, παρά τις σχετικές κατηγορίες, δεν παρουσιάστηκαν στοιχεία που να επιβεβαιώνουν ότι ήταν απάνθρωπες. Τους επισκέφθηκε και ο Γάλλος φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ. Ο θάνατός τους έδωσε λαβή για πολλές θεωρίες. Σύμφωνα με τις αρχές αποδόθηκε σε αυτοκτονία, όμως άλλες πηγές υπέθεσαν σκόπιμη εκγληματική ενέργεια από το κράτος και τις γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Χαρακτηριστική είναι η μορφή της Ούλρικε Μάινχοφ. Συνελήφθη στις 15 Ιουνίου 1972 και καταδικάστηκε στις 29 Νοεμβρίου 1974 σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για την βομβιστική επίθεση στο κεντρικό κτίριο του εκδοτικού οίκου Axel Springer (Αμβούργο, 1972). Στις 21 Μαΐου 1975 κατηγορήθηκε στη δίκη του Σταμχάιμ για τετραπλή ανθρωποκτονία. Πριν όμως καταδικαστεί, βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της στις 9 Μαΐου 1976. Η απόδοση του θανάτου της σε αυτοκτονία αμφισβητείται από μερικούς έως και σήμερα, αλλά δεν έχει ως τώρα παρουσιαστεί κανένα στοιχείο που να ανατρέπει την επίσημη εκδοχή. Διεθνής επιτροπή από επιστήμονες και δημοσιογράφους προσπάθησε να διαλευκάνει τις συνθήκες του θανάτου της, όμως το γερμανικό κράτος δεν της αναγνώρισε δικαίωμα έρευνας. Η επιτροπή, στηριζόμενη στα επίσημα έγγραφα κατέληξε ότι η Μάινχοφ είχε πεθάνει πριν απαγχονιστεί, το πόρισμά της είναι όμως αμφισβητούμενο.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Αρχίζει η δράση του Α. Μπάαντερ, Ιστορικό Λεύκωμα 1968, σελ. 104, Καθημερινή (1998)
  2. Η απόδραση του Αντρέας Μπάαντερ, Ιστορικό Λεύκωμα 1970, σελ. 112-113, Καθημερινή (1998)

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]