Φορόραχος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Φορόραχος
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Μειόκαινο 20-13 εκατ.
Αναπαράσταση του Φορούσρακου από τον Κάρολο Κνάιντ
Αναπαράσταση του Φορούσρακου από τον Κάρολο Κνάιντ
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Καριαμόμορφα (Cariaciformes)
Οικογένεια: Φορουσρακίδες (Phorusrhacidae)
Υποοικογένεια: Φορουσρακίνες (Phorusrhacinae)
Γένος: Φορούσρακος (Phorusrhacos)
Ameghino, 1887
Είδος: P. longissimus
Διώνυμο
Phorusrhacos longissimus (Φορούσρακος ο μακρύτατος)

Ο Φορόραχος (Phorusrhacos longissimus) ήταν ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί που έζησε κατά την Μειόκαινη εποχή στη Παταγονία. Συγγενεύει στενά με τα μικρότερα σε μέγεθος καριάμας. Ο Φορόραχος πιθανότατα να ζούσε σε δασότοπους και ανοιχτά λιβάδια.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κρανίο του P. longissimus
Ο φορούσρακος όπως εμφανίζεται στη σειρά Περπατώντας με τα Θηρία

Ο Φορόραχος ήταν ένα πολύ μεγάλο πουλί του τρόμου. Μπορούσε να φτάσει σε ύψος τα 2,5 μέτρα και σε βάρος περίπου τα 130 κιλά[1]. Είχαν τεράστια κρανία, 60 εκ. σε μάκρος, οπλισμένα με ισχυρά, γαμψά ράμφη. Η δομή του ράμφους τους και τα γαμψά νύχια στα δάχτυλα δείχνουν ότι αυτά τα πουλιά ήτα σαρκοφάγα. Οι φορόραχοι δεν μπορούσαν να πετάξουν διότι οι φτερούγες του ήταν ατροφικές[2], όμως τα μακριά τους πόδια δείχνουν πως έτρεχαν γρήγορα με μεγάλες δρασκελιές (όπως η σημερινή στρουθοκάμηλος) ώστε να πιάσουν τα θηράματά τους.

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ανάμεσα στα οστά που βρέθηκαν στο στρώμα του Σχηματισμού στο Σάντα Κρουζ (που σήμερα θεωρείται κατά κύριο λόγο πως χρονολογείται από την μέση Μειόκαινη) ήταν το κομμάτι της κάτω γνάθου που ο Φλορεντίνο Αμέτζινο (Florendino Ameghino) ανακάλυψε στις αρχές του 1887 και την ίδια χρονιά πρώτα περιγράφηκε ως ένα νωδό θηλαστικό που ονομάστηκε Phorusrhacos longissimus[3]. Το γενικό του όνομα προέρχεται από την ελληνική λέξη ~ φόρος, ή αλλιώς φορέας, και το άλλο ελληνικό ~ ράκος, που στα νέα ελληνικά σημαίνει "κουρέλι", πιθανώς σε σχέση με την "τσαλακωμένη" επιφάνεια της σιαγόνας[4]. Η δεύτερη λέξη της επιστημονικής ονομασίας, longissimus, σημαίνει "πολύ μακρύς" στα Λατινικά, πάλι σε σχέση με τις κάτω σιαγόνες.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Papéis Avulsos de Zoologia» (PDF). 
  2. Arredondo, Francisco (2011). Δεινόσαυροι και Προϊστορική Ζωή. Ελλάδα: SUSAETA ΕΛΛΑΣ. σελ. σ. 286. ISBN 978-960-9461-61-0. 
  3. «Phorusrhacos». 
  4. «Phorusrhacos "wrinkle bearer (jaw)": Etymology and Meaning». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016.