Φοροδιαφυγή
Η φοροδιαφυγή (αγγλικά: tax evasion) αποτελεί σοβαρό έγκλημα - απάτη σε βάρος του κράτους. Γενικά αποκαλείται η καθ' οποιονδήποτε τρόπο απόκρυψη φορολογητέας ύλης ενός φορολογούμενου φυσικού ή νομικού προσώπου από τις φορολογικές Αρχές.
Η φοροδιαφυγή εκτός από ποινικό αδίκημα που μπορεί να σημειωθεί κατά παράβαση ή καταστρατήγηση του φορολογικού νόμου, θεωρείται και έντονα αντικοινωνική συμπεριφορά δεδομένου ότι το συνολικό ποσό αυτής θα κληθεί τελικά να επωμισθεί, με πρόσθετα κυβερνητικά μέτρα, το σύνολο των φορολογουμένων.
Είδη φοροδιαφυγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η φοροδιαφυγή μπορεί να εμφανιστεί με πολλούς τρόπους και τεχνάσματα όπως π.χ.:
1) Αποκρύπτοντας εισοδήματα από διάφορες πηγές με σκοπό την πληρωμή χαμηλότερου φόρου.
2) Εμφανίζοντας υπερβολικές ή πλαστές δαπάνες ώστε να επωφεληθεί από εκπτώσεις φόρου.[1]
3) Δημιουργώντας πλασματικές εταιρείες.
4) Καταστρατήγηση ευνοϊκής νομοθεσίας ειδικών σκοπών. κ.ά.
Η φοροδιαφυγή εντοπίζεται εύκολα σε εισοδήματα που προέρχονται από μισθωτές υπηρεσίες ή εκμετάλλευση ακινήτων, λόγω της ευκολίας διασταύρωσης στοιχείων (δηλαδή σύγκριση εσόδου από τον ένα συμβαλλόμενο και δαπάνης από το άλλο), ενώ είναι δύσκολο να εντοπισθούν σε πηγές όπως από ελεύθερα επαγγέλματα. Στις εμπορικές επιχειρήσεις συνήθως η φοροδιαφυγή αντιμετωπίζεται με επιτόπου ελέγχους, αλλά και διασταυρώσεις. Στις περιπτώσεις που είναι δύσκολη η διασταύρωση, υπολογίζεται ένα τεκμαρτό εισόδημα, ενώ κατά καιρούς αναπροσαρμόζονται τα τεκμήρια διαβίωσης.
Η φοροδιαφυγή ανέρχεται στην Ελλάδα σε 30 δις ευρώ ετησίως, κάνοντας την πρωταθλήτρια στην παραοικονομία, και η μείωση της κατά 20 δις ευρώ θα μπορούσε να μειώσει τους φόρους που καταβάλλουν οι φορολογούμενοι κατά ποσοστό 30%[2].
«Η παραοικονομία στην Ευρώπη 2013»[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Άμεση σύγκριση των εθνικών παραοικονομιών ανά κεφαλή μπορεί να γίνει μόνο αν ληφθούν υπ' όψη ανεπεξέργαστα εθνικά δεδομένα της παραοικονομίας και οι πληθυσμοί. Είναι διαθέσιμα από «The Shadow Economy in Europe 2013», σελ. 22-23, Friedrich Schneider, Πανεπιστήμιο του Linz, και από την EUROSTAT, αντίστοιχα. Ως αποτέλεσμα, σε ορισμένες εθνικές οικονομίες, όπως στις σκανδιναβικές χώρες, η παραοικονομία τους φαίνεται να είναι χαμηλή σε σχέση με το σύνολο του ΑΕΠ, αν και ο απόλυτος αριθμός είναι πολύ ψηλός. Προφανώς, το εξαιρετικά υψηλό ΑΕΠ της χώρας καλύπτει την ψηλή παραοικονομία. Από την άλλη πλευρά, σε χώρες όπου το ΑΕΠ είναι πολύ χαμηλό, όπως στην Πορτογαλία και η στην Ελλάδα, η παραοικονομία υπερεκτιμάται. Ο χάρτης της Ευρωπαϊκής παραοικονομίας 2013 σαφώς δείχνει ότι η παραοικονομία ανά κεφαλή γενικά είναι ψηλή σε βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες.
Από την ίδρυση της ενιαίας αγοράς (Μάαστριχτ 1993), η συνολική παραοικονομία αυξανότανε συστηματικά έως περίπου 1,9 τρισεκατομμύρια € στο πλαίσιο της προετοιμασίας του ευρώ[3], κινούμενη από τον κινητήρα της ευρωπαϊκής παραοικονομίας, τη Γερμανία, η οποία από τότε παράγει περίπου 350 δις € ετησίως.
Ως εκ τούτου, η χρηματοπιστωτική οικονομία της ΕΕ έχει παράλληλα αναπτύξει ένα αποτελεσματικό τραπεζικό σύστημα φορολογικών παράδεισων για την προστασία της αναπτυσσόμενης παραοικονομία της. Σύμφωνα με το Financial Privacy Index (FSI 2013)[4] επί του παρόντος η Γερμανία και ορισμένες γειτονικές χώρες, κυμαίνονται μεταξύ των κορυφαίων χωρών φορολογικού παραδείσου του κόσμου.
Επισημάνσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Επισημαίνεται ότι, λόγω της σοβαρότητας του αδικήματος, όλα τα κράτη θεσπίζουν ειδικές και βαρειές κυρώσεις για την αποτροπή του. Αυτές συνήθως έχουν τριπλό χαρακτήρα δηλαδή πρόσθετη φορολογία υπό μορφή προστίμου, διοικητικές δεσμεύσεις π.χ. αποκλεισμό συμμετοχής σε εμπορικές πράξεις όπως δημοπρασίες δημοσίου, μη έκδοση διαβατηρίου κ.ά. καθώς και ποινικές όπως κράτηση, φυλάκιση με ότι επακόλουθα μπορεί να επιφέρουν, π.χ. σε πιστοποιητικά, βεβαιώσεις κ.λπ..
Ειδικότερα στην Ελλάδα με το νέο φορολογικό νόμο Ν.3943/2011[6] που δημοσιεύτηκε στο ΦΕΚ 66Α/31-03-2011 η φοροδιαφυγή θεσπίστηκε ως διαρκές έγκλημα και συνεπώς ως «συνεχές αυτόφωρο», που ανάλογα του ύψους του οφειλόμενου φόρου χαρακτηρίζεται ακόμα και κακούργημα επισύροντας κάθειρξη από 5 μέχρι 20 έτη.
Συγκεκριμένα ο παραπάνω νόμος προσδιορίζει το αδίκημα της φοροδιαφυγής στις ακόλουθες περιπτώσεις:[7]
α) το αδίκημα της μη καταβολής βεβαιωμένων χρεών προς το Δημόσιο,
β) το αδίκημα της παράλειψης υποβολής, ή ανακριβούς υποβολής φορολογικής δήλωσης,
γ) το αδίκημα της μη απόδοσης ΦΠΑ ή άλλων παρακρατούμενων φόρων και
δ) το αδίκημα της έκδοσης ή λήψης πλαστών ή εικονικών ή νοθευμένων φορολογικών στοιχείων.
Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δείτε Επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
- ↑ «Έξαρση... πλαστών τιμολογίων».
- ↑ «Έκθεση ΟΟΣΑ: Βασιλεύει η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Αυγούστου 2011. Ανακτήθηκε στις 22 Αυγούστου 2011.
- ↑ http://de.statista.com/statistik/daten/studie/20063/umfrage/entwicklung-des-umfangs-der-schattenwirtschaft-seit-1995/
- ↑ «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 8 Νοεμβρίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Μαρτίου 2015.
- ↑ Schneider, Friedrich (2013). The Shadow Economy in Europe. University of Linz.
- ↑ Ν.3943/2011 Εθνικό τυπογραφείο
- ↑ «Πολιτική παιδεία Α' Λυκείου κεφάλαιο 7.6 σελ.93» (PDF).[νεκρός σύνδεσμος]
Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
|