Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Το θέατρο Felsenreitschule, «χωμένο» μέσα σε κοιλότητα λατομείου μέσα στον βράχο Μένχσμπεργκ, είναι βασικός χώρος για τις παραστάσεις του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ.

Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ (γερμ. Salzburger Festspiele) είναι σημαντική και γνωστή διοργάνωση εκδηλώσεων μουσικής και θεάτρου, που θεσμοθετήθηκε το 1920. Λαβαίνει χώρα κάθε καλοκαίρι και διαρκεί 5 εβδομάδες, από τα τέλη Ιουλίου. Διεξάγεται στην πόλη Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας, τη γενέτειρα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Οι όπερες του Μότσαρτ είναι μόνιμο μέρος του φεστιβάλ, ενώ κάθε χρόνο υπάρχει παράσταση του έργου του Χόφμανσταλ Γιέντερμαν (= «ο καθένας»).[1] Από το 1967 διεξάγεται και ένα ετήσιο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, που διοργανώνεται από έναν διαφορετικό οργανισμό κάθε Μεγάλη Εβδομάδα.

Προπολεμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φεστιβάλ μουσικής διεξάγονταν στο Σάλτσμπουργκ σε ακανόνιστα διαστήματα από το 1877 με διοργανωτή το Διεθνές Ίδρυμα Μοτσαρτέουμ, μέχρι το 1910. Για το 1914 ήταν σχεδιασμένο ένα φεστιβάλ, αλλά ματαιώθηκε εξαιτίας της ενάρξεως του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Το 1917 οι Φρήντριχ Γκεμάχερ και Χάινριχ Ντάμις ίδρυσαν τον οργανισμό Salzburger Festspielhaus-Gemeinde ώστε να καθιερώσουν ένα ετήσιο φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής, με έμφαση και πάλι στο έργο του Μότσαρτ.[2] Μετά τη λήξη του πολέμου το 1918, στην υπόθεση του φεστιβάλ πρωταγωνίστησαν οι εξής πέντε, που σήμερα θεωρούνται οι ιδρυτές του[3]: Ο ποιητής και δραματουργός Ούγκο φον Χόφμανσταλ, ο συνθέτης Ρίχαρντ Στράους, ο σκηνογράφος Άλφρεντ Ρόλερ, ο διευθυντής ορχήστρας Φραντς Σαλκ και ο σκηνοθέτης Μαξ Ράινχαρντ, επιμελητής τότε του Deutsches Theater στο Βερολίνο, που είχε «ανεβάσει» την πρώτη παράσταση του έργου του Χόφμανσταλ Γιέντερμαν στο Βερολίνο το 1911.

Σύμφωνα με τα πολιτικά κείμενα του Χόφμανσταλ, το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, ως αντιστάθμιση της πρωσικής ασυμβίβαστης κοσμοθεωρίας, θα έπρεπε να τονίζει τις από αιώνων αρχές των Αψβούργων σχετικώς με τις εθνοτικές ομάδες, τις μειονότητες, τους πολιτισμούς και τις γλώσσες, που συνόψισε στο «ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν».[4][5] Το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ εγκαινιάσθηκε επίσημα στις 22 Αυγούστου 1920 με την παράσταση του Γιέντερμαν στα σκαλοπάτια του Καθεδρικού Ναού του Σάλτσμπουργκ, με πρωταγωνιστή τον Αλεξάντερ Μόισι. Η αρχή αυτή έχει καταστεί παράδοση και το έργο παίζεται σε κάθε Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ στην πλατεία του Καθεδρικού Ναού. Η πρώτη παράσταση όπερας σταπλαίσια του Φεστιβάλ έγινε το 1922 με τον Ντον Τζοβάννι του Μότσαρτ και τον Ρίχαρντ Στράους να διευθύνει την ορχήστρα. Οι τραγουδιστές προέρχονταν κυρίως από τη Κρατική Όπερα της Βιέννης, όπως ο Ρίχαρντ Τάουμπερ στον ρόλο του Ντον Οττάβιο.

Η πρώτη αίθουσα του Φεστιβάλ ανεγέρθηκε το 1925 στους πρώην σταύλους της Αρχιεπισκοπής του Σάλτσμπουργκ, στους βόρειους πρόποδες του λόφου Μένχσμπεργκ, με βάση σχέδια του Κλέμενς Χόλτσμαϊστερ. Εγκαινιάσθηκε με παράσταση του θεατρικού έργου Τουραντώ του Κάρλο Γκότσι. Εκείνο το έτος το Φεστιβάλ είχε ήδη αναπτύξει ένα πρόγραμμα μεγάλης κλίμακας, μέρος του οποίου αναμεταδιδόταν ζωντανά από το αυστριακό ραδιόφωνο. Το 1926 η γειτονική πρώην επισκοπική Felsenreitschule (σχολή ιππασίας), μετατράπηκε σε ομώνυμο θέατρο, που εγκαινιάσθηκε με παράσταση του Υπηρέτη δύο αφεντάδων. Τον 21ο αιώνα η αρχική αίθουσα, που ήταν κατάλληλη μόνο για συναυλίες, αναδομήθηκε ως μια Τρίτη αίθουσα για πλήρεις παραστάσεις όπερας όσο και για συναυλίες, ξανανοίγοντας το 2006 με την ονομασία Haus für Mozart (= «Σπίτι για τον Μότσαρτ»).

Από το 1934 μέχρι το 1937 διάσημοι μαέστροι όπως οι Αρτούρο Τοσκανίνι και Μπρούνο Βάλτερ διεύθυναν συναυλίες. Το 1936 το Φεστιβάλ φιλοξένησε μία παράσταση από την Οικογένεια Τραπ, της οποίας η ιστορία έγινε αργότερα η ταινία μιούζικαλ Η Μελωδία της Ευτυχίας (η οποία έχει μια σκηνή με την οικογένεια Τραπ να τραγουδά στη Felsenreitschule).

Το θεατρικό έργο Γιέντερμαν του Χόφμανσταλ παίζεται παραδοσιακά κάθε χρονιά στο Φεστιβάλ — εδώ στιγμιότυπο από την παράσταση του 2014.

Η δημοφιλία του Φεστιβάλ μειώθηκε ως συνέπεια του Anschluss, της προσαρτήσεως δηλαδή της Αυστρίας από τη Ναζιστική Γερμανία το 1938. Ο Τοσκανίνι παραιτήθηκε σε ένδειξη διαμαρτυρίας, καλλιτέχνες εβραϊκής καταγωγής όπως οι Ράινχαρντ και Γκέοργκ Σόλτι έπρεπε να μεταναστεύσουν και το έργο Γιέντερμαν έπρεπε να βγει από το πρόγραμμα. Ωστόσο το Φεστιβάλ εξακολούθησε να λαβαίνει χώρα μέχρι και το 1943, και ξανάρχισε ήδη από το 1945.

Μεταπολεμική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Φεστιβάλ ξανακέρδισε αργά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο την εξέχουσα θέση του ως θερινό φεστιβάλ όπερας, ιδίως για όπερες του Μότσαρτ, με τον κορυφαίο μεάστρο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν να γίνεται καλλιτεχνικός διευθυντής του το 1956. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1960, εγκαινιάσθηκε το νέο μεγάλο θέατρο όπερας Großes Festspielhaus (= «Μεγάλη αίθουσα του φεστιβάλ»), σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Κλέμενς Χόλτσμαϊστερ. Καθώς το Φεστιβάλ κέρδιζε σε φήμη και κύρος ως εκδήλωση όπερας, θεάτρου και συναυλιών κλασικής μουσικής, το μουσικό του ρεπερτόριο επικεντρώθηκε στον Μότσαρτ και στον Στράους, αλλά εκτελούνταν και έργα άλλων μεγάλων μουσουργών, όπως ο Φάλσταφ του Βέρντι και ο Φιντέλιο του Μπετόβεν.

Μετά τον θάνατο του Κάραγιαν το 1989, υπήρξε ένας δραστικός «εκμοντερνισμός», όσο και επέκταση, υπό τον νέο διευθυντή Ζεράρ Μορτιέ, τον οποίο διαδέχθηκε ο Πέτερ Ρούτσιτσκα με την έναρξη του νέου αιώνα (2001).

Οι Πλάθιντο Ντομίνγκο, Φραντσέσκο Μέλι, Άννα Νετρέμπκο και Ντιάνα Χάλερ στη νέα παραγωγή του Τροβατόρε στο Φεστιβάλ του 2014

Το 2006 επικεφαλής του Φεστιβάλ ήταν οι Γιούργκεν Φλιμ και Μάρκους Χίντερχόυζερ. Εκείνο το έτος η πόλη εόρταζε τα 250 χρόνια από τη γέννηση του Μότσαρτ και παρουσιάσθηκαν και τα 22 οπερατικά έργα του, μαζί και δύο ημιτελείς όπερές του.[6] Και τα 22 έργα απαθανατίσθηκαν σε εικόνα και κυκλοφόρησαν σε DVD τον Νοέμβριο του 2006. Στο Φεστιβάλ του 2006 εγκαινιάσθηκε και το Haus für Mozart (= «Σπίτι για τον Μότσαρτ»).

Το 2010 παρουσιάσθηκε σε παγκόσμια πρεμιέρα η όπερα Διόνυσος του Βόλφγκανγκ Ριμ, που «συνέρραψε» δικό του λιμπρέτο από στίχους του έργου του Νίτσε Οι διθύραμβοι του Διόνυσου. Το 2011 ο Αλεξάντερ Περέιρα αντικατέστησε τον Φλιμ, όταν ο τελευταίος απεχώρησε προκειμένου να αναλάβει διευθυντής της Κρατικής Όπερας του Βερολίνου. Στόχος του Περέιρα για το Φεστιβάλ ήταν να παρουσιάζονται μόνο νέες παραγωγές.[7] Τον διαδέχθηκε για λίγο στο τέλος του 2014 ο υπεύθυνος του θεατρικού προγράμματος του Φεστιβάλ Σβεν-Έρικ Μπέχτολφ (Sven-Eric Bechtolf) και επέβαλε περικοπές στον προϋπολογισμό.[8] Το πρόγραμμα της όπερας για το 2015 περιελάμβανε έτσι μόνο τρεις νέες παραγωγές: τους Γάμους του Φίγκαρο (σε σκηνοθεσία του ίδιου του Μπέχτολφ), τον Φιντέλιο, καθώς και το σπανίως παρουσιαζόμενο έργο του Βόλφγκανγκ Ριμ Die Eroberung von Mexico (= «Η κατάκτηση του Μεξικού») σε σκηνοθεσία Πέτερ Κονβίτσνυ.[9] Το 2018 η Λύντια Στέιερ έγινε η πρώτη γυναίκα στην ιστορία που σκηνοθέτησε τον Μαγεμένο αυλό.[10]

Το 2016 ο Μάρκους Χίντερχόουζερ (M. Hinterhäuser) έγινε ο Intendant του Φεστιβάλ[11] και με επέκταση του συμβολαίου του το 2024 αναμένεται να παραμείνει στη θέση αυτή μέχρι το 2031.[12][13]

Η είσοδος της Μεγάλης Αίθουσας του Φεστιβάλ στην Πλατεία Χέρμπερτ φον Κάραγιαν του Σάλτσμπουργκ

Το 2017 το Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ ανεκοίνωσε έσοδα από πωλήσεις εισιτηρίων περίπου 27 εκατομμύρια ευρώ, και άμεση και έμμεση ετήσια δημιουργία αξίας στην πόλη ίση με 183 εκατομμύρια ευρώ. Το Φεστιβάλ εξασφαλίζει έτσι τη μειωμένη ανεργία στο Σάλτσμπουργκ με περίπου 2.800 θέσεις εργασίας πλήρους απασχολήσεως. Μέσα από την επίδραση σε άλλους τομείς της οικονομίας, άμεση και έμμεση, παρέχει στο δημόσιο και τον δήμο περίπου 77 εκατομμύρια ευρώ κάθε έτος σε φόρους και εισφορές.[14]

Το «Φεστιβάλ της Πεντηκοστής»

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από το θερινό και το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, υπάρχει και το Φεστιβάλ της Πεντηκοστής (γερμ. Pfingstfestspiele Salzburg), που διεξάγεται κάθε έτος το Σαββατοκύριακο της Pentecost, στα τέλη Μαΐου ή στις αρχές Ιουνίου, και διοργανώνεται από το ίδρυμα του Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ από το 1998. Οι εκδηλώσεις του γίνονται στο Großes Festspielhaus και στο Haus für Mozart. Αρχικώς είχε θεσπισθεί το 1973 από τον φον Κάραγιαν ως ένα συμπλήρωμα στο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ, με την επωνυμία «Συναυλίες της Πεντηκοστής του Σάλτσμπουργκ (Pfingstkonzerte Salzburg). Με την ανάληψη της διοργανώσεως από τον φορέα του θερινού φεστιβάλ, οι συναυλίες συμπληρώθηκαν με μια παράσταση όπερας και εστιάσαν στη μουσική μπαρόκ και τη μουσική της κλασικής εποχής, που παραδοσιακά δεν αντιπροσωπεύονται στο πρόγραμμα του θερινού Φεστιβάλ. Από το 2012 καλλιτεχνική διευθύντρια του Φεστιβάλ της Πεντηκοστής είναι η Ιταλίδα μεσόφωνος Τσετσίλια Μπάρτολι, που ερμηνεύει και ρόλο στην εκάστοτε παράσταση της όπερας. Η όπερα του Φεστιβάλ της Πεντηκοστής συχνά επαναλαμβάνεται μερικές εβδομάδες αργότερα στο θερινό Φεστιβάλ, γεγονός που έγινε ο κανόνας την εποχή της Μπάρτολι.


  1. «Jedermann 2024 • Salzburg Festival». 4 Δεκεμβρίου 2024. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Δεκεμβρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2025. CS1 maint: BOT: original-url status unknown (link)
  2. Eisen, Cliff· Keefe, Simon P., επιμ. (2006). The Cambridge Mozart Encyclopedia. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 443. ISBN 978-0-52185-659-1. 
  3. Lütteken, Laurenz (2014). Richard Strauss: Musik der Moderne (στα Γερμανικά). Reclam. σελ. 138. ISBN 978-3-15-010973-1. 
  4. William M. Johnston: Zur Kulturgeschichte Österreichs und Ungarns 1890-1938, 2015, ISBN 978-3-205-79378-6, σελ. 46
  5. Thomas Thiel: «Hugo von Hofmannsthal im Ersten Weltkrieg – Requiem auf eine zerbrechliche Idee», Frankfurter Allgemeine Zeitung, 18 Απριλίου 2014
  6. (18 July 2006). Mozart 22. Δελτίο τύπου.
  7. Gurewitsch, Matthew (Μάιος 2012). «New to Salzburg». Opera News (Νέα Υόρκη). http://www.operanews.com/Opera_News_Magazine/2012/5/Features/New_to_Salzburg.html. Ανακτήθηκε στις 1 October 2018. 
  8. «Nach Pereira: Salzburger Festspiele auf Konsolidierungskurs» (στα Γερμανικά). ORF. 8 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2018. 
  9. «Opening of the Salzburg Festival». Deutsche Welle. 17 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 1 Οκτωβρίου 2018. 
  10. Hanssen, Frederik (28 July 2018). «Die Zauberflöte in Salzburg / Im Königreich der Fastnacht» (στα γερμανικά). Der Tagesspiegel. https://www.tagesspiegel.de/kultur/die-zauberfloete-in-salzburg-im-koenigreich-der-fastnacht/22858190.html. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2019. 
  11. «Hinterhäuser bleibt Intendant der Salzburger Festspiele». NMZ. 5 Απριλίου 2024. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2024. 
  12. Salzburg Festival (5 April 2024). Markus Hinterhäuser Remains Artistic Director of the Salzburg Festival. Δελτίο τύπου.
  13. «Photo Service 2024 • Salzburg Festival 2022 • Produktionsfotos • Fotos». Salzburg Festival. 3 Δεκεμβρίου 2024. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 3 Δεκεμβρίου 2024. Ανακτήθηκε στις 4 Μαρτίου 2025. CS1 maint: BOT: original-url status unknown (link)
  14. «Report Salzburg Festival: Economic engine, excellence infusion for the location». Wirtschaftskammer Salzburg. 28 June 2017. https://www.salzburgerfestspiele.at/Portals/0/web_media/datenfakten/2017_WKS_Report_SalzburgFestival.pdf. Ανακτήθηκε στις 16 May 2018. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]