Υπομονή (φυτό)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Σλουμπεργκέρα
Υπομονή
Υπομονή
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Κλάδος: Αγγειόσπερμα
Κλάδος: Ευδικότυλα (Eudicots)
Κλάδος: Core eudicots
Τάξη: Καρυοφυλλώδη (Caryophyllales)
Οικογένεια: Κακτοειδή (Cactaceae)
Υποοικογένεια: Κακτοειδή (Cactoideae)
Γένος: Σλουμπεργκέρα (Schlumbergera)
Lem.
Είδη

Σ. του Κάουτσκι (S. kautskyi) (Horobin & McMillan) N.P.Taylor
Σ. η μικροσφαιρική (S. microsphaerica) (K.Schum.) Hoevel
Σ. η οπουντιοειδής (S. opuntioides) (Loefgr. & Dusén) D.R.Hunt
Σ. η ορσιχιανή (S. orssichiana) Barthlott & McMillan
Σ. η ρουσελιανή (S. russelliana) (Hook.) Britton & Rose
Schlumbergera truncata (Haw.) Moran

Η υπομονή (Σλουμπεργκέρα - Schlumbergera ή Ζυγόκακτος - Zygocactus) είναι ένα από τα έξι γνωστά γένη κακτοειδών, που φυτρώνουν πάνω σε δέντρα. Πήρε το όνομά της από το Γάλλο συλλέκτη φυτών Φρεντερίκ Σλουμπερζέ (Frédéric Schlumberger). Φυτρώνει σε υψόμετρο 1.000-1.700 μέτρων.[1] Είναι ένα από τα πλέον διαδεδομένα παχύφυτα. Ονομάζεται αλλιώς και επίφυλλο, ή κάκτος των Χριστουγέννων, γιατί ανθίζει εκείνη την εποχή. Παρ´όλα αυτά, μπορεί να τη βρει κανείς στην αγορά, σχεδόν ολόκληρο το χρόνο. Χρειάζεται αρκετό φως και χώμα με καλή στράγγιση, ενώ δεν αντέχει στις χαμηλές θερμοκρασίες και στον παγωμένο άνεμο. Κάθε μήνα πρέπει να τής χορηγείται υγρό λίπασμα για κάκτους.[2]

Περιγραφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της είναι η μεγάλη ποικιλία των χρωμάτων της (κόκκινο, λευκό, ροζ,[1][2] μωβ, πορτοκαλί). Τα κοτσάνια της είναι πράσινα, πλατιά και επίπεδα και μοιάζουν με μικρά παραγεμισμένα φύλλα, κολλημένα μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα τα κοτσάνια αυτά είναι τροποποιημένα κλαδιά, που ονομάζονται κλαδώσεις. Οι κλαδώσεις αυτές είναι κατασκευασμένες, έτσι ώστε να συνεισφέρουν στη διαδικασία της φωτοσύνθεσης. Είναι επίπεδες, για να έχουν μεγαλύτερη επιφάνεια και παχιές για να μπορούν να αποθηκεύουν όσο το δυνατόν περισσότερο νερό. Τα άνθη ξεπροβάλλουν από τα κενά στις άκρες των κοτσανιών. Σε αντίθεση με ό,τι ισχύει για τα περισσότερα κακτοειδή, η υπομονή δεν διαθέτει φύλλα και αγκάθια.

Είδη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι σημερινές ποικιλίες είναι πολλές, όμως οι περισσότερες είναι υβρίδια των ειδών Schlumbergera truncata και Schlumbergera russelliana.[1]

Εχθροί και ασθένειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπομονή προσβάλλεται δύσκολα από παράσιτα ή ασθένειες. Οι δύο κυριότεροι εχθροί της είναι η μελίγκρα, που επιτίθεται στους βλαστούς, τα μπουμπούκια και τα άνθη και ο ψευδόκοκκος (βαμβακάδα), που επιτίθεται στις υπόγειες ρίζες. Οι βλαστοί και οι ρίζες μπορεί να σαπίσουν από ασθένειες, συμπεριλαμβανομένων λοιμώξεων, ειδών Fusarium, Phytophthora και Pythium, που προέρχονται από μύκητες και άλλους παρόμοιους οργανισμούς. Σε περίπτωση προσβολής από αυτές τις ασθένειες, ή επιθέσεων των εντόμων αυτών, χρησιμοποιούνται εγκεκριμένες χημικές ουσίες και ενώσεις.

Η μελίγκρα, ο ψευδόκοκκος και άλλα ασπόνδυλα, μπορεί να μεταδώσουν ιούς. Τα συμπτώματα ποικίλλουν ανάλογα με το είδος. Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα είναι η απώλεια του σθένους του βλαστού. Οι ιώσεις αυτές δεν θεραπεύονται και γι' αυτό συνιστάται καταστροφή των προσβεβλημένων φυτών.[3]

Καταγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υπομονή προέρχεται από το τροπικό δάσος του όρους Όργκαν βόρεια του Ρίο ντε Τζανέιρο, στη νοτιοανατολική Βραζιλία. Εκεί, αποκαλείται "Flor de maio" (λουλούδι του Μαΐου). Πρωτοφυτεύθηκαν στην Ευρώπη (Αγγλία) πριν 150 περίπου χρόνια.

Κάκτος των Χριστουγέννων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λόγω της έλλειψης πεύκων και ελάτων, που διακοσμούν παραδοσιακά τις ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές χώρες τα Χριστούγεννα, σε πολλά μέρη του πλανήτη, όπως η Αφρική, η Αυστραλία και η Λατινική Αμερική, το φυτό της υπομονής παίρνει τη θέση τους, και στολίζεται με παρόμοιο τρόπο. Για το λόγο αυτό, ονομάζεται και κάκτος των Χριστουγέννων, καθώς οι κάτοικοι των περιοχών αυτών, το έχουν ενσωματώσει στη γιορτή αυτή.[1]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 2,0 2,1 ^ Υπομονή ή κάκτος των Χριστουγέννων ή επίφυλλο Fytosymvoules.com
  2. ^ McMillan & Horobin 1995, σελ. 74–77