Υποκορισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο υποκορισμός είναι μια μορφολογική λειτουργία της γλώσσας με την οποία οι άνθρωποι εκφράζουν είτε την φυσική είτε τη συναισθηματική σμίκρυνση της σημασίας μιας λέξης.

Με τον όρο υποκοριστικά ονομάζουμε παράγωγες πάντα λέξεις με ιδιαίτερες καταλήξεις σε αντίθεση με τα χαϊδευτικά τα οποία προέρχονται από παραλλαγές συντμήσεων των ονομάτων.

Ο υποκορισμός χρησιμοποιείται ήδη από την Αρχαία ελληνική γλώσσα και συναντάται επίσης σε αρκετές σύγχρονες γλώσσες, κυρίως της Μεσογείου.[1][2]

Ετυμολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. «Ἐπίτομον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τῆς "Πρωΐας"». Ἐπίτομον Ἐγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν τῆς "Πρωΐας". Αθήνα: ΠΡΩΪΑ. 1932. 
  2. Μπαμπινιώτης, Γιώργος (2005). ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (Β΄ έκδοση). ΚΕΝΤΡΟ ΛΕΞΙΚΟΛΟΓΙΑΣ. ISBN 960-86190-1-7.  (Β΄ Ανατύπωση)