Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τσαντόρ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κορίτσια που φυτεύουν δέντρα στη Μασχάντ

Ένα τσαντόρ ( περσικά, ουρντού چادر) είναι ένα εξωτερικό ένδυμα ή ανοιχτός μανδύας, που φοριέται από πολλές γυναίκες στις χώρες του Ιράν, του Αφγανιστάν, του Αζερμπαϊτζάν, του Πακιστάν και σε μικρότερο βαθμό στο Τατζικιστάν, καθώς και σε σιιτικές κοινότητες στο Ιράκ, το Μπαχρέιν, τον Λίβανο, την Ινδία και το Κατίφ στη Σαουδική Αραβία σε δημόσιους χώρους ή εξωτερικούς χώρους.

Το τσαντόρ είναι ένα ολόσωμο ημικύκλιο ύφασμα ανοιχτό προς τα κάτω. Το ένδυμα τραβιέται πάνω από το κεφάλι και κρατιέται κλειστό στο μπροστινό μέρος. Το τσαντόρ δεν έχει ανοίγματα για τα χέρια, κουμπιά ή κουμπώματα. Μπορεί επίσης να κρατηθεί κλειστό κάτω από τα μπράτσα. Η λέξη στα κλασικά περσικά θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί σε σχέση με σχεδόν οποιοδήποτε ύφασμα, μαντίλα ή ακόμα και σκηνές[1]. Αυτός ο ορισμός διατηρείται κυρίως στις ανατολικές περσικές τατζίκικες και νταρί παραλλαγές [2][3], συμπεριλαμβανομένων χαλαρά φορεμένων εσαρπών, που θα ήταν ακατάλληλο να αποκαλούνται τσαντόρ στα περσικά.

Πριν από την Ιρανική Επανάσταση του 1978-1979, τα μαύρα τσαντόρ προορίζονταν για κηδείες και περιόδους πένθους. Τα πολύχρωμα υφάσματα με σχέδια ήταν ο κανόνας για καθημερινή χρήση. Επί του παρόντος, η πλειοψηφία των Ιρανών γυναικών που φορούν το τσαντόρ χρησιμοποιούν τη μαύρη εκδοχή έξω και χρησιμοποιούν ανοιχτόχρωμα τσαντόρ για χρήση σε εσωτερικούς χώρους.

Ιστορικό υπόβαθρο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαία και πρώιμα ισλαμικά χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μάλεκ Τζαχάν Χανούμ, αντιβασίλισσα της δυναστείας των Κατζάρων στο Ιράν το 1848

Η προέλευση του πέπλου εντοπίζεται στην αρχαία Μεσοποταμία, όπου «οι γυναίκες και οι κόρες υψηλόβαθμων ανδρών ευγενών έπρεπε να καλύπτονται»[4]. Το πέπλο υποδείκνυε την τάξη.

Μια από τις πρώτες αναπαραστάσεις ενός τσαντόρ βρίσκεται στα γλυπτά του Δασκύλιου, κοντά στο Εργίλι, και στη «σαρκοφάγο του Σατράπη» από την Περσική Ανατολία.[5]

Οι Bruhn/Tilke δείχνουν ένα σχέδιο, που λέγεται ότι αντιγράφηκε από ανάγλυφο των Αχαιμενιδών του 5ου αιώνα π.Χ., ενός ατόμου με το κάτω μέρος του προσώπου κρυμμένο από ένα μακρύ ύφασμα τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι[6]. Κάποιοι ισχυρίστηκαν λανθασμένα ότι πρόκειται για γυναίκα, αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για Μήδο στρατιώτη[7]. Οι γυναίκες των Αχαιμενιδών στην τέχνη ήταν σχεδόν πάντα ακάλυπτες. Ένα από τα πρώτα γραπτά τεκμήρια του τσαντόρ μπορεί να βρεθεί σε γραφές Παχλαβί από τον 6ο αιώνα ως γυναικείο φόρεμα κεφαλής, που φορούσαν Ζωροάστρισσες.

Είναι πιθανό ότι το έθιμο του καλύμματος συνεχίστηκε κατά την περίοδο των Σελευκιδών, των Πάρθων και των Σασσανιδών. Το πέπλο δεν περιοριζόταν σε ευγενείς γυναίκες, αλλά το χρησιμοποιούσαν και οι Πέρσες βασιλιάδες.

Κατά την ισλαμική εποχή, το τσαντόρ διατήρησε την έννοια του στολισμού σε κάποιο βαθμό στο Ιράν, αλλά με την πάροδο του χρόνου, πήρε την έννοια του Ισλάμ και της ισλαμικής χιτζάμπ, που ήταν μια από τις αντιλήψεις του Κορανίου [8] και του Ισλάμ, που θεωρούνταν περιορισμός των γυναικών.

Σε ορισμένα τεχνουργήματα που έχουν απομείνει από την αχαιμενιδική περίοδο, όπως ένα ανάγλυφο στο Εργίλι (στη βορειοδυτική Ανατολία), ένα σχέδιο υφάσματος στο Πάζιρικ και ορισμένες ελληνοϊρανικές σφραγίδες, μπορούν να παρατηρηθούν καλύμματα, που μοιάζουν με σύγχρονα τσαντόρ. Μερικά αγάλματα της περιόδου των Πάρθων απεικονίζουν γυναίκες με καλύμματα παρόμοια με τσαντόρ, τοποθετημένα πάνω από μια μαντίλα. Η Ζία Πουρ αναφέρεται επίσης στα καλύμματα κεφαλής των γυναικών σε εικόνες, που απεικονίζονται σε αργυρή επίστρωση των Σασσανιδών ως τσαντόρ.[9]

Κατά την ισλαμική περίοδο, το τσαντόρ αντιπροσώπευε απλώς έναν τύπο ρούχων προσαρμοσμένο για να συμμορφώνεται με τους ισλαμικούς κώδικες ενδυμασίας και δεν είχε ποτέ ομοιόμορφη λειτουργία, σχήμα, ραφή, μέγεθος ή ακόμη και χρώμα. Με βάση λογοτεχνικά στοιχεία, τόσο στο προ- και μετα-ισλαμικό Ιράν, το τσαντόρ χρησιμοποιήθηκε τόσο ως κάλυμμα για το πρόσωπο ή το κεφάλι όσο και ως ένδυμα για ολόκληρο το σώμα.

Στην τελευταία του σημασία, το τσαντόρ έχει βρει διάφορα συνώνυμα στα αραβικά, ένα από τα οποία είναι το "χίμπρα". Αυτός ο όρος αναφερόταν στο γυναικείο κάλυμμα κατά την περίοδο των Ομεγιαδών και θεωρούνταν τύπος μουλάγια. Μουλάγια ήταν το κοινό κάλυμμα για τις γυναίκες έξω από το σπίτι στην πρώιμη περίοδο των Αββασιδών (132–656 AH), το οποίο κάλυπτε ολόκληρο το σώμα. Σε μια από τις εικόνες από ένα αντίγραφο του "αλ-Μακαμάτ" του Αλ-Χαρίρι, φαίνονται γυναίκες να φορούν καλύμματα παρόμοια με το σημερινό τσαντόρ σε συγκεντρώσεις κηρύγματος και δικαιοσύνης, που χρονολογούνται όχι αργότερα από τα μέσα του 6ου αιώνα.

Η κατανόησή μας για την ακριβή περιγραφή αυτού του καλύμματος, ανεξάρτητα από το όνομά του, σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με πιο πρόσφατες περιόδους, ιδιαίτερα από την εποχή των Σαφαβιδών και της Οθωμανικής περιόδου και μετά. Συνεπώς, οι γυναίκες δεν έβλεπαν το τσαντόρ αποκλειστικά ως πέπλο ή κάλυμμα. Έπαιξαν σημαντικό ρόλο αισθητικά ζητήματα, ειδικά στην επιλογή υφασμάτων και διακοσμήσεων. Η επίδραση της οικονομικής θέσης και της κοινωνικής τάξης των γυναικών ήταν εμφανής στον καθορισμό του υφάσματος και των διακοσμήσεων του τσαντόρ.

Οι ελίτ γυναίκες στη Φες, σε αντίθεση με τις συνηθισμένες γυναίκες στο Μαρόκο, στόλιζαν τις άκρες του τσαντόρ τους με λευκό μετάξι ή άλλα χρώματα κατά την Οθωμανική περίοδο, στερεώνοντάς τα με μεγάλα χρυσά ή ασημένια δαχτυλίδια στο στήθος. Κατά την περίοδο των Κατζάρων, τα τσαντόρ των ελίτ γυναικών ήταν συχνά από μετάξι, ενώ οι λιγότερο εύπορες γυναίκες χρησιμοποιούσαν ύφασμα "νταμπίτ" για τα τσαντόρ τους. Οι ελίτ γυναίκες κεντούσαν τα μαύρα τσαντόρ τους με χρυσή κλωστή και έβαζαν ασημένια ή επάργυρα περιγράμματα, τα οποία σταδιακά έδιναν τη θέση τους σε κόκκινα περιγράμματα σε χρώματα όπως το μπλε, το καφέ και το λευκό, με πλάτος δύο δάχτυλα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα τσαντόρ «αμπάγια», τα οποία είχαν μεγάλη αξία και εισήχθησαν από τη Βαγδάτη, είχαν μεγάλη ζήτηση μεταξύ αυτών των γυναικών.[9]

Στρατιωτικοί διοικητές των ιρανικών Ενόπλων Δυνάμεων, κυβερνητικοί αξιωματούχοι και οι γυναίκες τους, που τιμούν την κατάργηση του πέπλου το 1936

Ο ηγεμόνας των Παχλαβί του 20ού αιώνα, Ρεζά Σαχ, απαγόρευσε το τσαντόρ και κάθε χιτζάμπ κατά τη διάρκεια του κασφέ χιτζάμπ το 1936, ως ασυμβίβαστα με τις εκσυγχρονιστικές του φιλοδοξίες[10]. Η αστυνομία συλλάμβανε γυναίκες, που φορούσαν το πέπλο, και το αφαιρούσε με τη βία. Αυτή η πολιτική εξόργισε τους Δωδεκατιστές σιίτες κληρικούς και τους απλούς άνδρες και γυναίκες, στους οποίους «η εμφάνιση δημόσια χωρίς την κάλυψή τους ισοδυναμούσε με γυμνό». Ωστόσο, «αυτή η κίνηση χαιρετίστηκε από δυτικούς και άνδρες και γυναίκες ανώτερων τάξεων, που την είδαν με φιλελεύθερους όρους ως ένα πρώτο βήμα για τη χορήγηση δικαιωμάτων στις γυναίκες».[11]

Τελικά, οι κανόνες του ενδυματολογικού κώδικα χαλάρωσαν και μετά την παραίτηση του Ρεζά Σαχ το 1941, το υποχρεωτικό στοιχείο της πολιτικής της αποκάλυψης εγκαταλείφθηκε, αν και η πολιτική παρέμεινε ανέπαφη καθ' όλη τη διάρκεια της εποχής των Παχλαβί. Σύμφωνα με τον Μιρ Χοσεϊνί, «μεταξύ 1941 και 1979, η χρήση χιτζάμπ δεν αποτελούσε πλέον αδίκημα, αλλά ήταν ένα πραγματικό εμπόδιο για ανέλιξη στην κοινωνική κλίμακα, ένα δείγμα καθυστέρησης και τάξης. Η μαντήλα, πόσο μάλλον το τσαντόρ, έθιγε τις πιθανότητες ανέλιξης στην εργασία και την κοινωνία όχι μόνο των εργαζόμενων γυναικών, αλλά και των ανδρών, οι οποίοι όλο και περισσότερο αναμενόταν να εμφανίζονται με τις συζύγους τους σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Τα μοντέρνα ξενοδοχεία και εστιατόρια αρνούνταν μερικές φορές ακόμη και να δεχτούν γυναίκες με τσαντόρ, τα σχολεία και τα πανεπιστήμια αποθάρρυναν ενεργά το τσαντόρ, αν και η μαντίλα ήταν ανεκτή. Ήταν σύνηθες να βλέπεις κορίτσια από παραδοσιακές οικογένειες, που έπρεπε να φεύγουν από το σπίτι με το τσαντόρ, να φτάνουν στο σχολείο χωρίς αυτό και να το ξαναφορούν στο δρόμο για το σπίτι».

— Φάντουα Ελ Γκουίντι, Veil: Modesty, Privacy, and Resistance, Oxford/New York: Berg, σσ. 174–175

Ιρανική Επανάσταση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την Ιρανική Επανάσταση, εισήχθη η υποχρεωτική χιτζάμπ, η οποία έφερε ην αντίθεση των γυναικών κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων για την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας στην Τεχεράνη, το 1979 .

Τον Απρίλιο του 1980, κατά τη διάρκεια της Ιρανικής Πολιτιστικής Επανάστασης, αποφασίστηκε ότι θα ήταν υποχρεωτικό για τις γυναίκες στα κυβερνητικά γραφεία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα να φορούν πέπλο[12]. Το 1983, ξέσπασε μια διαμάχη σχετικά με το πέπλο και η δημόσια σύγκρουση είχε ως κίνητρο τον ορισμό του καλύμματος και την κλίμακά του (το λεγόμενο ζήτημα "κακής χιτζάμπ"), όπου μερικές φορές ακολούθησαν ακόμη και συγκρούσεις εναντίον όσων θεωρούνταν ότι φορούσαν ακατάλληλα ρούχα[12]. Η κυβέρνηση ένιωσε υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση. Έτσι, στις 26 Ιουλίου 1984, ο εισαγγελέας της Τεχεράνης εξέδωσε μια δήλωση και ανακοίνωσε ότι υποτίθεται ότι θα τηρείται αυστηρότερος ενδυματολογικός κώδικας σε δημόσιους χώρους όπως ιδρύματα, θέατρα, κλαμπ, ξενοδοχεία, μοτέλ και εστιατόρια, ενώ στα άλλα μέρη θα πρέπει να ακολουθείται το πρότυπο της συντριπτικής πλειοψηφίας των ανθρώπων[12]. Το πιο αυστηρό πέπλο συνεπάγεται τόσο τσαντόρ όσο και πιο χαλαρή μαντίλα τύπου χιμάρ, μαζί με πανωφόρι.

Γυναίκες στο Σιράζ του Ιράν, 2019, με τσαντόρ

Πριν από την Ιρανική Επανάσταση του 1978-1979, τα μαύρα τσαντόρ τα φορούσαν πολλές γυναίκες και κορίτσια για διαφορετικούς σκοπούς. Τα ελαφριά, εμπριμέ υφάσματα ήταν ο κανόνας για καθημερινή χρήση. Επί του παρόντος, η πλειοψηφία των γυναικών, που φορούν το τσαντόρ, δατηρεί τη χρήση ανοιχτόχρωμων τσαντόρ για μες στο σπίτι ή για προσευχές. Οι περισσότερες γυναίκες, που εξακολουθούν να βγαίνουν έξω σε αστικές περιοχές με ανοιχτόχρωμο τσαντόρ, είναι ηλικιωμένες γυναίκες αγροτικής καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Σάχη του Ιράν, τέτοια παραδοσιακά ρούχα απορρίφθηκαν σε μεγάλο βαθμό από τις πλουσιότερες αστικές γυναίκες της ανώτερης τάξης υπέρ της νεωτερικότητας για τα δυτικά ρούχα, αν και οι γυναίκες σε μικρές πόλεις και χωριά συνέχισαν να φορούν το τσαντόρ. Παραδοσιακά, ένα ανοιχτόχρωμο ή εμπριμέ τσαντόρ φοριόταν με μαντίλα (ρουζάρι), μπλούζα (πιραχάν) και μακριά φούστα (νταμάν), ή αλλιώς μια μπλούζα και φούστα ή φόρεμα πάνω από παντελόνι (σαλβάρ), και αυτά τα στυλ συνεχίζουν να τα φορούν πολλές γυναίκες της υπαίθρου του Ιράν, ιδιαίτερα γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας.

Από την άλλη πλευρά, στο Ιράν, το τσαντόρ δεν απαιτεί τη χρήση πέπλου. Μέσα στο σπίτι, ιδιαίτερα για τις αστικές γυναίκες, τόσο το τσαντόρ όσο και το πέπλο έχουν απορριφθεί, και εκεί οι γυναίκες και οι έφηβες φορούσαν πιο δροσερά και ελαφρύτερα ρούχα. Ενώ στη σύγχρονη εποχή, οι γυναίκες της υπαίθρου συνεχίζουν να φορούν ένα ελαφρύ τσαντόρ μέσα στο σπίτι πάνω από τα ρούχα τους κατά τις καθημερινές τους δραστηριότητες. Το τσαντόρ φοριέται από ορισμένες Ιρανές, ανεξάρτητα από το αν είναι Σουνίτισσες ή Σιίτισσες, αλλά θεωρείται παραδοσιακό στις Ιρανές: άλλου υπόβαθρου φορούν το τσαντόρ ή άλλες παραδοσιακές μορφές ενδυμασίας. Για παράδειγμα, οι Αράβισσες Ιρανές στο Δυτικό και στο Νότιο Ιράν διατηρούν αμπάγια πάνω από το κεφάλι τους, η οποία είναι παρόμοια με την αμπάγια που φοριέται στο Ιράκ, το Κουβέιτ και το Μπαχρέιν.

Η επιλογή του χρώματος του τσαντόρ επηρεάστηκε από τα γούστα των γυναικών, τα οποία επίσης επηρεάστηκαν από την ηλικία και την κοινωνική τους θέση. Για παράδειγμα, οι Αιγύπτιες κατά τα έτη 1833-1835 ΜΚΕ φορούσαν μαύρα μεταξωτά τσαντόρ, ενώ οι κόρες τους φορούσαν λευκά. Στην Τουρκία, μετά τις μεταρρυθμίσεις, παρά την επικράτηση των τσαντόρ σε διάφορα χρώματα, οι νεότερες γυναίκες προτιμούσαν τις αποχρώσεις του τιρκουάζ, του νεφρίτη και του μωβ.

Στο κατζαρικό Ιράν, οι ελίτ γυναίκες προτιμούσαν συχνά τα μαύρα ή σκούρα μοβ και μπλε τσαντόρ. Σήμερα, ενώ στις πόλεις —ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες— το χρώμα των γυναικείων τσαντόρ που φοριούνται έξω από το σπίτι είναι κυρίως μαύρο, σε αγροτικές περιοχές και πόλεις με παραδοσιακά πολιτιστικά σύμβολα, εξακολουθούν να παρατηρούνται πολύχρωμα τσαντόρ. Τα γυναικεία τσαντόρ προσευχής, τόσο στις αστικές όσο και στις αγροτικές περιοχές, είναι γενικά πιο ανοιχτόχρωμα και συχνά λευκά.[9]

Η περσική λέξη εισήλθε στη Νότια Ασία και εμφανίστηκε στην ινδουστανική γλώσσα ως cādar ( चादर, τσαντάρ, τσουντάρ και τσουντέρ)[13]. Ωστόσο, ένα ινδικό και πακιστανικό cādar μπορεί να μοιάζει περισσότερο με ντουπάτα[14][15]. Η ινδουστανική λέξη μπορεί επίσης να αναφέρεται σε άλλους τύπους υφασμάτων, όπως σεντόνια[16][17]. Υπάρχουν επίσης μικρές εβραϊκές ομάδες Χαρεντί, στις οποίες οι γυναίκες φορούν μαύρους μανδύες από το κεφάλι μέχρι τα νύχια, παρόμοιους με το τσαντόρ, όπως οι εξτρεμιστές Λεβ Ταχόρ.[18]

  1. «Etymology of Chador». Cooljugator (στα Αγγλικά). Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2025. 
  2. «Search Engine». Afghan Dari Dictionary. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2022. 
  3. «чодар | Таджикский Словарь». Tajik-Russian Dictionary. Ανακτήθηκε στις 2 Απριλίου 2022. 
  4. El Guindi, Fadwa (1999), Veil: Modesty, Privacy, and Resistance, Oxford/New York: Berg, σελ. 16.
  5. CLOTHING ii. Στην μηδική και αχαιμενιδική περίοδο από την Encyclopædia Iranica
  6. Bruhn, Wolfgang, and Tilke, Max (1955), Kostümwerk, Tübingen: Ernst Wasmuth, σελ. 13, τμχ 10.
  7. «Iran mistakenly promotes hijab with ancient bas-relief of veiled men». The Observers - France 24 (στα Αγγλικά). 13 Απριλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2021. 
  8. «˹O Prophet!˺ Tell the believing men to lower their gaze and guard their chastity. That is purer for them. Surely Allah is All-Aware of what they do. And tell the believing women to lower their gaze and guard their chastity, and not to reveal their adornments except what normally appears. Let them draw their veils over their chests, and not reveal their ˹hidden˺ adornments except to their husbands, their fathers, their fathers-in-law, their sons, their stepsons, their brothers, their brothers' sons or sisters' sons, their fellow women, those ˹bondwomen˺ in their possession, male attendants with no desire, or children who are still unaware of women's nakedness. Let them not stomp their feet, drawing attention to their hidden adornments. Turn to Allah in repentance all together, O believers, so that you may be successful.
    — Surah An-Nur 24:30-31»
    .
     
  9. 9,0 9,1 9,2 «چادر - ویکی فقه». fa.wikifeqh.ir. Ανακτήθηκε στις 24 Σεπτεμβρίου 2024. "چادر - ویکی فقه". fa.wikifeqh.ir. Retrieved 2024-09-24.
  10. mshabani (10 Δεκεμβρίου 2015). «More veils lift as topic loses political punch in Iran». 
  11. El Guindi, Fadwa (1999), Veil: Modesty, Privacy, and Resistance, Oxford/New York: Berg, σελ. 174.
  12. 12,0 12,1 12,2 Ramezani, Reza (2010). Hijab dar Iran az Enqelab-e Eslami ta payan Jang-e Tahmili [Hijab in Iran from the Islamic Revolution to the end of the Imposed war] (Persian), Faslnamah-e Takhassusi-ye Banuvan-e Shi’ah [Quarterly Journal of Shiite Women], Qom: Muassasah-e Shi’ah Shinasi, ISSN 1735-4730
  13. «Chudder». American Heritage Dictionary (in: The Free Dictionary). A cotton shawl traditionally worn in India by men and women 
  14. Habib, Kiran· Khan, Foqia Sadiq (2008). Women and Human Security in South Asia: The Cases of Bangladesh and Pakistan. University Press. σελ. 108. the woman was sent back on the horse with gifts and a chaddar / dupatta, signifying that a woman's honour has remained intact 
  15. Leitner, Gottlieb William (1880). A Detailed Analysis of Abdul Ghafur's Dictionary of the Terms Used by Criminal Tribes in the Panjab. Punjab Government Civil Secretariat Press. σελ. 5. “Chándá kar le” for “Take off the sheet or chaddar or dupatta” 
  16. Platts, John T. (1884). «A Dictionary of Urdu, Classical Hindi, and English». Digital Dictionaries of South Asia. σελ. 416. ćādar, s.f. A sheet; a table-cloth; a covering; a coverlet; a calico mantle or wrapper (of one fold, which reaches from the head to the ankles) 
  17. «चादर». Collins Hindi-English Dictionary. A sheet is a large rectangular piece of cloth that you sleep on or cover yourself with in a bed. 
  18. «Israeli court rules Central American ultra-Orthodox sect is a 'dangerous cult'». The Times of Israel.