Τσίμπαλο
Το τσίμπαλο ή κύμβαλο ( /ˈsɪmbələm, -ˌlɒm/, [hu] [ˈt͡simbɒlom]) είναι ένα παραδοσιακό μουσικό όργανο χορδόφωνο. Αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών πλακών τοποθετημένων πάνω σε ξύλινο τραπεζοειδή σκελετό. Τα πλήκτρα, συνήθως περισσότερα από εκατό, παίζονται με μικρούς ξύλινους καλύβους[1]. Σχεδιάστηκε και δημιουργήθηκε από τον Γιόζεφ Σούντα το 1874 στη Βουδαπέστη, με βάση τις τροποποιήσεις του στα υπάρχοντα παρόμοια όργανα, που υπήρχαν ήδη στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. [2]
Σήμερα το όργανο παίζεται κυρίως σε Ουγγαρία, Σλοβακία, Μοραβία, Λευκορωσία, Ρουμανία, Μολδαβία και Ουκρανία . [2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το σύγχρονο ουγγρικό κύμβαλο σχεδιάστηκε και δημιουργήθηκε από τον Γιόζεφ Σούντα το 1874 στη Βουδαπέστη με βάση τις τροποποιήσεις του σε υπάρχοντα λαϊκά σαντούρια[2]. Παρουσίασε ένα πρώιμο πρωτότυπο με κάποιες βελτιώσεις στην Παγκόσμια Έκθεση της Βιέννης το 1873 κερδίζοντας επαίνους από το κοινό και τραβώντας την προσοχή υψηλού επιπέδου Ούγγρων πολιτικών όπως ο Γιόζεφ Ζίτσι, ο Γκιούλα Αντράσι και ο βασιλιάς Φραγκισκος Ιωσήφ Α' της Αυστρίας[3].
Στη συνέχεια συνέχισε να εργάζεται για να τροποποιήσει και να βελτιώσει το σχέδιό του. Επέκτεινε το μήκος των χορδών και επανασχεδίασε τη θέση των γεφυρών για να βελτιώσει τον τόνο και το μουσικό εύρος[4]. Βελτίωσε το κουδούνισμα των χορδών και πρόσθεσε ένα μεταλλικό στήριγμα μέσα στο όργανο, που αύξανε τη σταθερότητά του[2]. Τέσσερα αποσπώμενα πόδια προστέθηκαν για να υποστηρίξουν αυτό το πολύ μεγαλύτερο όργανο. Οι λαογραφικοί προκάτοχοί του παίζονταν συνήθως πάνω σε τραπέζι.[2]
Ο Σούντα ξεκίνησε την παραγωγή το 1874 κατασκευάζοντάς τα όργανα σε ένα κατάστημα πιάνων, που βρισκόταν στην οδό Χάγιος, απέναντι από την Όπερα της Βουδαπέστης στην Πέστη[5]. Άρχισε επίσης να αναπτύσσει μια μέθοδο παιξίματος και σχολή για να διαδώσει το νέο του όργανο, στρατολογώντας τελικά τον Γκέζα Άλαγκα, έναν εξέχοντα μουσικό και παιδαγωγό, για να εκδώσει βιβλία μεθοδολογίας. [6] [2] Εξέχοντες Ούγγροι μουσικοί, όπως ο Φραντς Λιστ, ενδιαφέρθηκαν όλο και περισσότερο για το όργανο και τις δυνατότητές του. Το όργανο έγινε γρήγορα δημοφιλές μεταξύ της μπουρζουαζίας καθώς και των Ρομά μουσικών και μέχρι το 1906 ο Σούντα είχε παραγάγει πάνω από δέκα χιλιάδες όργανα.[2]
Ο Βάλτερ Ζεβ Φέλντμαν άρχισε να εισάγει το όργανο στην εβραϊκή λαϊκή μουσική και τα παράγωγά της στη δεκαετία του '70. [7]

Χαρακτηριστικά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα όργανα ορχήστρας από τον Σούντα και μετά είναι πλήρως χρωματικά. Το σύστημα συντονισμού Σούντα καθιέρωσε ένα τυπικό εύρος τόνου τεσσάρων οκτάβων συν μια μεγάλη 3η, εκτεινόμενο από ντο σε μι′′′ . Το τσίμπαλο συνέχισε την ανάπτυξή του και τα σύγχρονα όργανα ορχήστρας συχνά επεκτείνονται περαιτέρω και έχουν πολλές βελτιώσεις πέρα από το σχέδιο του Σούντα. Αυτά τα όργανα μπορούν τώρα να έχουν ένα εύρος τόνου που εκτείνεται σε πέντε πλήρως χρωματικές οκτάβες λα-λα′'′.
Οι σύγχρονοι κατασκευαστές κυμβάλου δημιουργούν επίσης μικρότερα όργανα, για παράδειγμα φορητά πλήρως χρωματικά τσίμπαλα, τα οποία χρησιμοποιούν το χαρακτηριστικό μοτίβο συντονισμού και τη διάταξη νοτών του Σούντα, αλλά με μειωμένη εμβέλεια στα μπάσα. Οι σύγχρονοι κατασκευαστές συνεχίζουν επίσης να κατασκευάζουν νέα και παραδοσιακά όργανα λαϊκού στυλ.
Μια μικρότερη πιο φορητή έκδοση του συναυλιακού κύμβαλου κατασκευάστηκε στην Ουκρανία από τη δεκαετία του '50 έως τη δεκαετία του '80 με αποσπώμενα πόδια, αλλά μπορούσε να μεταφερθεί πιο εύκολα. Αυτά τα όργανα παράγονταν από το εργοστάσιο Τσερνίχιβ και το εργαστήριο λαϊκών οργάνων Μέλνιτσο-Ποντίλσκ, που παρήγαγε επίσης πολλά είδη άλλων λαϊκών οργάνων. [8]
Συνθέσεις για τσίμπαλο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κλασική και σύγχρονη μουσική
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πολλοί συνθέτες έχουν γράψει για το τσίμπαλο. Ο Ζόλταν Κόνταϊ χρησιμοποίησε εκτενώς το όργανο στην ορχηστρική σουίτα του Háry János, που βοήθησε να γίνει γνωστό το τσίμπαλο εκτός της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Ίγκορ Στραβίνσκι ήταν επίσης ενθουσιώδης[8]. Είχε ένα τσίμπαλο, το οποίο αγόρασε, αφού άκουσε τον Άλανταρ Ρατς να παίζει το όργανο. Συμπεριέλαβε το τσίμπαλο στο μπαλέτο του, Renard (1915–16), το Ragtime για έντεκα όργανα, την αυθεντική (1917) μουσική για το Les Noces και τα Τέσσερα ρωσικά τραγούδια του[9]. Ο Φραντς Λιστ χρησιμοποίησε το τσίμπαλο στο Ungarischer Sturmmarsch (1876) και στην ορχηστρική εκδοχή της ουγγρικής ραψωδίας του Νο. 6. Ο Μπέλα Μπάρτοκ το χρησιμοποίησε στη ραψωδία Νο. 1 για βιολί και ορχήστρα (1928).
Κινηματογράφος και τηλεόραση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τσίμπαλο έχει χρησιμοποιηθεί περιστασιακά σε μουσικές ταινιών, ειδικά για να εισάγει μια "ξένη" αίσθηση. Το τσίμπαλο εμφανίζεται στα Χριστούγεννα στο Κονέκτικατ (1945) σε μια σκηνή στο ουγγρικό εστιατόριο του Felix στο Μανχάταν. Συμμετείχε επίσης στις ταινίες Captain Blood (1935), The Divorce of Lady X (1938) και Sherlock Holmes and the Secret Weapon (1943).
Το τσίμπαλο χρησιμοποιήθηκε στην μουσική της ταινίας Ιστορία ενός εγκλήματος (1967). Ο συνθέτης Καρμάιν Κόπολα έκανε μεγάλη χρήση του τσίμπαλου στο soundtrack του The Black Stallion (1979) για να τονίσει την αραβική κληρονομιά του μεγαλειώδους αλόγου. Ο Μίκλος Ρόζα χρησιμοποίησε το τσίμπαλο στο κύριο θέμα και σε όλη τη μουσική για το θρίλερ επιστημονικής φαντασίας The Power (1968). Ο Τζον Μπάρι το χρησιμοποίησε στο θέμα του τίτλου για την ταινία Απόρρητος Φάκελος Ίπκρες (1965), καθώς και στο κύριο θέμα της τηλεοπτικής σειράς Οι Αντίζηλοι (1971). Και στα δύο παραδείγματα ο ερμηνευτής ήταν ο Τζον Λιτς. Ο Τζέιμς Χόρνερ χρησιμοποίησε το όργανο στο "Stealing the Enterprise" από το Σταρ Τρεκ 3: Αναζητώντας τον Σποκ (1984). Επιπλέον, ο Τζον Γουίλιαμς έχει κάνει λιγότερο εμφανή χρήση του οργάνου σε μουσικές ταινιών όπως Ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού (1981). Ο Χάουαρντ Σορ χρησιμοποίησε το τσίμπαλο επίσης για να εκφράσει την ύπουλη φύση του Γκόλουμ στην ταινία του Πίτερ Τζάκσον Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Οι Δύο Πύργοι (2002). Το τσίμπαλο εμφανίζεται επίσης σε περίοπτη θέση στη μουσική του Χανς Ζίμμερ για τον Σέρλοκ Χολμς (2009). Ο Αλεξάντρ Ντεσπλά χρησιμοποιεί τσίμπαλο σε έργα όπως Το Αστέρι του Βορρά (2007), Η απίστευτη ιστορία του Μπέντζαμιν Μπάτον (2008) και Ξενοδοχείο Grand Budapest (2014).
Στην τηλεόραση, ο συνθέτης Λάλο Σίφριν χρησιμοποίησε το τσίμπαλο σε πολλές μουσικές που έγραψε για την τηλεοπτική σειρά Επικίνδυνες Αποστολές, από τις οποίες πολλά στοιχεία ανακυκλώνονταν τακτικά σε όλη τη διάρκεια της σειράς.
Ροκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τσίμπαλο χρησιμοποιήθηκε από τον Άλαν Πάρσονς στα άλμπουμ του "I Robot" και Tales of Mystery and Imagination . Το πειραματικό ροκ συγκρότημα Mr. Bungle έκανε χρήση του κύμβαλου στα άλμπουμ Disco Volante και California . Το αμερικανικό προγκρέσιβ συγκρότημα δωματίου Cordis χρησιμοποιεί ηλεκτρικό και ακουστικό τσίμπαλο ως κεντρικό στοιχείο στη μουσική του. Το ρουμανικό ροκ συγκρότημα Spitalul de Urgență έχει χρησιμοποιήσει συχνά τσίμπαλο. Ο Νεοϋορκέζος πολυοργανίστας Ρομπ Μπέργκερ χρησιμοποίησε ένα τσίμπαλο στο άλμπουμ L' Entredeux (2008) της Μαριάν Ντισάρ. Το εναλλακτικό ροκ συγκρότημα Garbage ενσωμάτωσε το τσίμπαλο στο κομμάτι του "The Trick Is to Keep Breathing" από το άλμπουμ του 1998 Version 2.0[10]. Οι Portishead είναι από καιρό επιτυχημένοι πρωτοπόροι του τσίμπαλου στο πρωτοποριακό έργο τους από το σχηματισμό τους το 1991.
Σχολές ερμηνείας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λευκορωσία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στη Λευκορωσία ιδρύθηκε το 1948 ένα σχολείο τσιμπάλι από τον Γ. Ζίνοβιτς. Το λευκορωσικό τσιμπάλι διαφέρει από το ορχηστρικό κύμβαλο ως προς τη χροιά και το μέγεθος: είναι μικρότερο και παράγει έναν πιο γλυκό, πιο απαλό τόνο. Τα χέρια και τα δάχτυλα χρησιμοποιούνται για την ύγρανση των χορδών.
Κροατία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τσιμπάλ (ή τσιμπούλε) σήμερα είναι ένα σπάνιο όργανο που απαντάται σε λαϊκές ομάδες σε περιοχές της βόρειας Κροατίας κοντά στα ουγγρικά σύνορα.
Μοραβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το όργανο χρησιμοποιείται κυρίως στην ιστορική περιοχή της Μοραβίας ως βάση για μουσικά σύνολα παραδοσιακής μουσικής της Μοραβίας[11].
Γαλλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Λουίτζι Γκατζέρο διδάσκει από το 2004 στο Ωδείο του Στρασβούργου και στην Ανώτατη Ακαδημία Μουσικής του Στρασβούργου. Η διδασκαλία του επικεντρώνεται στο κλασικό και στο σύγχρονο ρεπερτόριο για κύμβαλο.
Ουγγαρία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από το κύριο κέντρο τσίμπαλου στη Βουδαπέστη, υπάρχει μια σχολή στο Ντέμπρετσεν.
Μολδαβία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1952, ξεκίνησαν μαθήματα τσίμπαλου στο ωδείο του Κισινάου στη Μολδαβία .
Ρουμανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μια σχολή ιδρύθηκε στο Βουκουρέστι. Ο Τόνι Γιορντάτσε, ένας Ρουμάνος Ρομά λαουτάρς, ήταν ο πιο διάσημος Ρουμάνος παίκτης τσίμπαλου.
Σλοβακία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το τσιμπάλ είναι ένα πολύ δημοφιλές όργανο που απαντάται σε όλες τις περιφέρειες της Σλοβακίας, καθώς και στις μικτές νότιες περιοχές της Σλοβακίας/Ουγγαρίας και μεταξύ των λαϊκών συνόλων Ρομά. [11]
Σλοβενία
Χρησιμοποιήθηκε ιστορικά στην περιοχή Πρεκμούριε. Το τσίμπαλο παίζεται παραδοσιακά σε μουσικά σχήματα συνοδευόμενο από δύο βιολιά, μια βιόλα, βιολοντσέλο και ένα κοντραμπάσο.
Ουκρανία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ουκρανία, το ορχηστρικό τσίμπαλο χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά επίσημα στην Ορχήστρα Ουκρανικών Λαϊκών Οργάνων το 1922. Με τον καιρό αντικαταστάθηκε από 2 μικρότερου μεγέθους όργανα για να διευκολυνθεί η μεταφορά. Έγινε δημοφιλές στην Ανατολική Ουκρανία στα μεταπολεμικά χρόνια. Εγχειρίδια για το τσιμπάλι εκδόθηκαν το 1966. Μαθήματα για το όργανο υπάρχουν στα ωδεία του Λβιβ, του Κιέβου και του Χάρκοβου.
Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τσίμπαλο ακούγεται σε ηχογραφήσεις στις αρχές του 20ού αιώνα της Μαρίκας Παπαγκίκα στις ΗΠΑ, το οποίο παίζει ο σύζυγός της, Κώστας (Γκας) Παπαγκίκας[12], στο στούντιο της Columbia μαζί με τον Αθανάσιο Μακεδόνα στο βιολί και τον Μάρκο Σιφνιό στο τσέλο.
Στην Αθήνα, ξεκίνησε σχολή εκμάθησης τσίμπαλου το 2004 από τον μουσικό Μάριο Παπαδέα. Ερμηνευτής του κύμβαλου είναι και ο μουσικός Κλέαρχος Κορκόβελος, μέλος της Μπάντα Γιοβανίκα, μαθητής του μουσικού και οργανοποιού Αλέξανδρου Γκαραβέλη (1914-2001)[13].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Banda Iovanica». bandaiovanica.aptaliko.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ 2,0 2,1 2,2 2,3 2,4 2,5 2,6 Gifford, Paul M. (2001). The hammered dulcimer : a history. Scarecrow Press. σελίδες 115–6. ISBN 978-1-4616-7290-6.
- ↑ Schunda, V. József (1906). A czimbalom: Története (στα Ουγγρικά). Budapest: Buschmann. σελίδες 18–9.
- ↑ Schunda, V. József (1906). A czimbalom: Története (στα Ουγγρικά). Budapest: Buschmann. σελ. 17.
- ↑ Baran, Taras (1999). The Cimbalom World. Lviv: Svit. σελ. 21. ISBN 5-7773-0425-7.
- ↑ Schunda, V. József (1906). A czimbalom: Története (στα Ουγγρικά). Budapest: Buschmann. σελίδες 21–2.
- ↑ Feldman, Walter (2016). Klezmer: music, history and memory. New York, NY: Oxford University Press. σελ. 101. ISBN 978-0-19-024451-4.
The reintroduction of the cimbalom into klezmer music was the work of the present writer in the 1970s.
- ↑ 8,0 8,1 Leach, John (1972). «The Cimbalom». Music & Letters 53 (2): 134–142. doi: . ISSN 0027-4224. https://www.jstor.org/stable/733612.
- ↑ «Igor Stravinsky». Ανακτήθηκε στις 5 Σεπτεμβρίου 2009.
- ↑ Massey, Howard (1 Οκτωβρίου 1998). Talking Tech and Trash. Musician (magazine).
- ↑ 11,0 11,1 Johnston, Jesse A. (2010). «The Cimbál (Cimbalom) and Folk Music in Moravian Slovakia and Valachia». Journal of the American Musical Instrument Society 36: 78–117. http://deepblue.lib.umich.edu/handle/2027.42/87955.
- ↑ «Μαρίκα Παπαγκίκα: μια σπουδαία φωνή που εκτιμήθηκε έστω και αργά | LiFO». www.lifo.gr. 2 Αυγούστου 2018. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025.
- ↑ «Banda Iovanica - Κλέαρχος Κορκόβελος». bandaiovanica.aptaliko.gr. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2025.