Τιτουλάριος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Ο τιτουλάριος ή παλιότερα «ό ἐπί ψιλῷ ὀνόματι» (αγγικά: titular, γαλλικά: titulaire) είναι αυτός που έχει μόνο τον τίτλο, έχει τίτλο χωρίς ενεργό αντικείμενο ή τίτλο από τον οποίο δεν απορρέει ουσιαστική εξουσία. Τον συναντάμε σε τίτλους ευγενείας και εκκλησιαστικούς. Η χρήση του όρου στους εκκλησιαστικούς τίτλους έχει την έννοια του «επίτιμου», δηλαδή έχει δοθεί ο τίτλος σαν επιβράβευση. Για παράδειγμα το Οικουμενικό Πατριαρχείο στις επισκοπές (π.χ. στη Μικρά Ασία) που δεν έχουν πια χριστιανούς, ονομάζει τιτουλάριο επίσκοπο, όπως οι μητροπολίτες Διοκλείας και Ιεραπόλεως και οι αρχιεπίσκοποι Ασπένδου και Τελμησσού. Στους τίτλους ευγενείας είναι κληρονομικός (από διαδοχή).

Ο Σκαρλάτος Δ. Βυζάντιος, στο Γαλλοελληνικό λεξικό τον αντίστοιχο γαλλικό όρο titulaire, τον μεταφράζει στα ελληνικά ως, «ὁ ἒχων μόνον τόν τίτλον, ἐπί ψιλῷ ὀνόματι, τιτουλάριος».[1][2] Ο όρος «τιτουλάριος» έχει λατινική προέλευση, ενώ ο όρος «ψιλός» αρχαιοελληνική και εκτός των άλλων σημαίνει «γυμνός από κάτι, ακάλυπτος γενικότερα, στερημένος από κάτι, δίχως κάτι που συνηθίζεται να συνοδεύει, σκέτος»[3][4]

Σήμερα τέτοιους τίτλους φέρουν μονάρχες για εδάφη που κάποτε ήταν υπό την ηγεμονία τους. Για παράδειγμα, ο σημερινός βασιλιάς της Ισπανίας Φίλιππος ΣΤ΄ φέρει τον τίτλο «(τιτουλάριος) αρχιδούκας των Αθηνών και των Νέων Πατρών». Από το 1311, που οι Καταλανοί κυρίευσαν το δουκάτο των Αθηνών, ο βασιλιάς της Ισπανίας απέκτησε τον τίτλο του αρχιδούκα των Αθηνών. Όμως το 1388 ο Φλωρεντίνος Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι κατέλαβε την Αθήνα και έδιωξε του Καταλανούς, έτσι ο βασιλιάς της Ισπανίας έγινε τιτουλάριος αρχιδούκας των Αθηνών.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου, 1846, «Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν». Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου Ανδρέου Κορομηλά. Σελ. 607
  2. Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου, 1892, «Λεξικόν Ελληνογαλλικόν και Γαλλοελληνικόν», Μέρος Α΄. Εκδοθέν υπό Ανδρέου Κορομηλά, Εν Αθήναις: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου. Σελ. 398
  3. «ψιλός - Αρχαία ελληνικά (grc)» από el.wiktionary.org.
  4. Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου, 1895 «Λεξικόν της ελληνικής γλώσσης». Εν Αθήναις: Εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου. Σελ. 1569.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]