Τζων Νέβιλ, 1ος μαρκήσιος του Μόνταγκιου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζων Νέβιλ, 1ος μαρκήσιος του Μόνταγκιου
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
John Neville, 1st Marquess of Montagu (Αγγλικά)
Γέννηση1431
Αγγλία
Θάνατος14  Απριλίου 1471[1][2][3]
Μάχη του Μπάρνετ
Αιτία θανάτουπεσών σε μάχη
Τόπος ταφήςαββαείο του Μπίσαμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταστρατιωτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςIsabel Ingaldesthorpe (από 1457)[4]
ΤέκναΤζώρτζ Νέβιλ, 1ος δούκας του Μπέντφορντ
Lady Anne Neville[5]
Lady Elizabeth Neville[5]
Lady Margaret Neville[5]
Lady Lucy Neville[5]
Lady Isabella Neville[5]
ΓονείςΡιχάρδος Νέβιλ, 5ος κόμης του Σόλσμπερι[6] και Αλίκη Μόνταγκιου, 5η κόμισσα του Σόλσμπερι[6]
ΑδέλφιαΡιχάρδος Νέβιλ, 16ος κόμης του Γουόρικ[6]
Τζώρτζ Νέβιλ
Αλίκη Νέβιλ[6]
Σεσίλ Νέβιλ, δούκισσα του Γουόρικ[6]
Αικατερίνη Νέβιλ, βαρόνη του Χέιστινγκς[6]
Eleanor Neville[6]
Lady Margaret Neville[6]
Οικογένειαοίκος του Νέβιλ
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Λόρδων του Ηνωμένου Βασιλείου
ΒραβεύσειςΤάγμα της Περικνημίδας
Θυρεός

Ο Τζων Νέβιλ, 1ος μαρκήσιος του Μόνταγκιου (1431 - 14 Απριλίου 1471) Άγγλος μεγιστάνας του 15ου αιώνα και Κόμης του Νορθάμπερλαντ (1464 - 1470) ήταν τρίτος γιος του Ριχάρδου Νέβιλ, 5ου κόμη του Σόλσμπερι και της Αλίκης Μόνταγκιου, 5ης κόμισσας του Σόλσμπερι και ένας από τους μικρότερους αδελφούς του Ριχάρδου Νέβιλ, 16ου κόμη του Γουόρικ, του "Παραγωγού βασιλέων".[7] Από τις αρχές της δεκαετίας του 1450 ήταν πρωταγωνιστής στις συγκρούσεις των Νέβιλ με τους αντιπάλους τους στα βόρεια ιδιαίτερα τους Πέρσι, ο ίδιος ήταν προσωπικά υπεύθυνος για τη βία απέναντι στους αντιπάλους του όταν τα αδέλφια του τους νίκησαν και τους αιχμαλώτισαν.

Η κεντρική κυβέρνηση πέρασε κρίση, ο Ερρίκος ΣΤ΄ της Αγγλίας ήταν ένας αδύναμος βασιλιάς με διανοητικές διαταραχές, ο θείος του Τζων Ριχάρδος της Υόρκης το εκμεταλλεύτηκε για να μετατρέψει την Αγγλία σε προτεκτοράτο του, σε δυο χρόνια ο δούκας της Υόρκης εξεγέρθηκε εναντίον του βασιλιά με την υποστήριξη των Νέβιλ. Ο Τζων Νέβιλ πολέμησε με τον πατέρα του και τον αδελφό του Γουόρικ στην πρώτη μάχη του Σαιν Άλμπαν στην οποία ήταν οι νικητές. Μετά από λίγα χρόνια ο Οίκος της Υόρκης εξεγέρθηκε ξανά εναντίον του βασιλιά, ο Τζων Νέβιλ πολέμησε τον Σεπτέμβριο του 1459 στη μάχη του Μπλορ Χιθ με τον πατέρα του και τον αδελφό του Τόμας Νέβιλ, ο ίδιος και ο Τόμας συνελήφθησαν και πέρασαν έναν χρόνο αιχμάλωτοι. Μετά την απελευθέρωση τους (1460) συμμετείχαν στη διακυβέρνηση της Υόρκης, ο πατέρας του και ο Τόμας έπεσαν στη μάχη του Γουέικφιλντ (1460) και τον Φεβρουάριο του 1461 ο Τζων πήρε δώρο την ηγεμονία του Μόνταγκιου. Ο Τζων Νέβιλ συνελήφθη ξανά και ελευθερώθηκε όταν ο μεγαλύτερος γιος του δούκα της Υόρκης νίκησε οριστικά τους Λάνκαστερ και ανέβηκε στον θρόνο τον Μάρτιο του 1461 ως Εδουάρδος Δ΄ της Αγγλίας. Ο αδελφός του Ριχάρδος ανέλαβε σύντομα το μεγαλύτερο μέρος της βασιλικής εξουσίας στον βορά, την ίδια περίοδο οι οπαδοί των Λάνκαστερ προσπάθησαν να αντισταθούν στον νέο βασιλιά. Ο Γουόρικ που ανέλαβε την κεντρική κυβέρνηση ανέθεσε στον Μόνταγκιου να υποτάξει οριστικά τους τελευταίους οπαδούς των Λάνκαστερ, μετά τις μεγάλες νίκες του Μόνταγκιου που μεγάλωσαν σημαντικά τη φήμη της οικογένειας δημιουργήθηκε η κομητεία του Νορθάμπερλαντ. Οι σχέσεις του αδελφού του στη συνέχεια με τον βασιλεία πέρασαν σε κρίση, οι νέες εξεγέρσεις κατέληξαν στην αιχμαλωσία του Εδουάρδου Δ΄ από τον Γουόρικ τον Ιούλιο του 1469, ο Μόνταγκιου προσπάθησε να τους συμφιλιώσει και ζήτησε από τον αδελφό του να ελευθερώσει τον βασιλιά. Ο Ριχάρδος δραπέτευσε σε εξορία στη Γαλλία τον Μάρτιο του 1470 μαζί με τον γαμπρό του και δυσαρεστημένο αδελφό του βασιλιά Γεώργιο Πλανταγενέτη, 1ο δούκα του Κλάρενς.

Μετά την εξορία του Γουόρικ στη Γαλλία ο Εδουάρδος Δ΄ αφαίρεσε την κομητεία του Νορθάμπερλαντ από τη μαρκησία του Μόνταγκιου, ο Τζων Νέβιλ δυσαρεστήθηκε και διαμαρτυρήθηκε έντονα. Ο αδελφός του Ριχάρδος Νέβιλ με τον Γεώργιο Πλανταγενέτη επέστρεψαν από τη Γαλλία και υποκίνησαν σε εξέγερση τους κατοίκους του βορρά, ο βασιλιάς διέταξε τον Μόνταγκιου να τους εξοντώσει αλλά εκείνος με έναν μικρό στρατό στράφηκε αυτή τη φορά εναντίον του Εδουάρδου Δ΄ και τον συνέλαβε στην ακτή του Μπάκιγχαμ. Ο Εδουάρδος Δ΄ και ο μικρότερος αδελφός του Ριχάρδος του Γκλόστερ δραπέτευσαν εξορία στη Βουργουνδία. Ο Γουόρικ συμμάχησε με τον Ερρίκο ΣΤ΄ και τη σύζυγο του Μαργαρίτα του Ανζού που αποκαταστάθηκαν στον θρόνο αλλά πολύ λίγο, ο Εδουάρδος και ο Ριχάρδος επέστρεψαν στο Γιορκσάιρ και βάδισαν νότια, ο Μόνταγκιου συναντήθηκε με τον αδελφό του στο Κόβεντρι και αντιμετώπισαν τους Υορκιστές στη μάχη του Μπάρνετ. Ο Τζων Νέβιλ έπεσε στη μάχη ενώ ο αδελφός του Ριχάρδος σκοτώθηκε αμέσως μετά, με τη μεγάλη νίκη ο Εδουάρδος Δ΄ αποκαταστάθηκε πανηγυρικά στον θρόνο και ο Οίκος των Λάνκαστερ ξεκληρίστηκε.

Νέβιλ και Πέρσι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παιδική ηλικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζων Νέβιλ μεγάλωσε στα βόρεια της Αγγλίας, στα ανατολικά και δυτικά σύνορα με τη Σκωτία που ήταν υπό τον έλεγχο αντίστοιχα του Μπέργουικ και του Καρλάιλ.[8] Οι πρώτες του δραστηριότητες ήταν διπλωματικές αποστολές με τους Σκωτσέζους, μαρτυρείται σε διατάγματα την τριετία 1449 - 1451.[9] Ο Τζων ήταν ένας από τους τρεις άντρες που είχαν προορισμό να παραστούν στο Κοινοβούλιο και να φυλάξουν τα βόρεια σύνορα με τη Σκωτία όπως φαίνεται σε επιστολή στις 3 Φεβρουαρίου 1449.[10] Στέφτηκε ιππότης στις 5 Ιανουαρίου 1453 από τον Ερρίκο ΣΤ΄ μαζί με τον Εδμόνδο του Ρίτσμοντ, τον Τζάσπερ Τυδώρ, τον αδελφό του Τόμας Νέβιλ, τον Γουίλιαμ Ερμπέρ, τον Ρογήρο Λέουκνορ και τον Γουίλιαμ Κατίσμπυ.[11]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κάστρο του Μίντλεχαμ

Ο Σερ Τζων Νέβιλ ανήκε σε κλάδο της οικογένειας με έδρα το κάστρο του Μίντλεχαμ στη Γιορκσάιρ αντί για το Γουέστμορλαντ, ο ίδιος σαν "άκληρος μικρότερος γιος" ήταν υπεύθυνος για τις διαμάχες των Νέβιλ με τους Πέρσι.[12] Η πρώτη έκρηξη βίας από τον ίδιο παρατηρήθηκε στις 1 Μαΐου 1453 όταν ο βασιλιάς έδωσε άδεια να παντρευτεί ο αδελφός του Τόμας τη Ματθίλδη Στάνχοουπ. Τα νέα από το γεγονός έφτασαν στον βορρά το επόμενο δεκαπενθήμερο, τη δωδέκατη μέρα ένας από τους μικρότερους γιους του κόμη του Νορθάμπερλαντ, ο Τόμας Πέρσι λόρδος του Έγκρεμοντ συγκρότησε στρατό.[13] Ο Τζων Νέβιλ έκανε επιδρομή στο κάστρο του Τοφλιφ που ανήκε στους Πέρσι με στόχο να συλλάβει τον Έγκρεμοντ αλλά μετά την αποτυχία απείλησε την κύρια κατοικία των Πέρσι.[14]

Ο Τζων και ο λόρδος του Έγκρεμοντ κλήθηκαν από το βασιλικό συμβούλιο να δώσουν εξηγήσεις αλλά δεν εμφανίστηκε κανένας από τους δυο.[15] Οι συγκρούσεις ανάμεσα στους δυο άντρες συνεχίστηκαν το καλοκαίρι του 1453, το βασιλικό συμβούλιο έστειλε στις 27 Ιουλίου γράμματα στους κόμητες του Νορθάμπερλαντ και του Σόλσμπερι να συμμορφώσουν για τους γιους τους, ακολούθησαν περισσότερα γράμματα στους ίδιους.[16] Οι τοπικοί ευγενείς στο Κνάρεσμπορουγκ λόγω της μεγάλης αντιδημοτικότητας του βασιλικού απεσταλμένου Γουίλιαμ Πλάμπτον συμμάχησαν με τον Τζων Νέβιλ με αποτέλεσμα οι Νέβιλ όταν επαναστάτησαν τον Ιανουάριο του 1454 να τους χτυπήσουν σκληρά.[17] Ο Τζων Νέβιλ με τους αδελφούς του παγίδευσαν τον Έγκρεμοντ στις 24 Αυγούστου 1453 μετά την επιστροφή του από το κάστρο του Τάττερσαλ.[18] Την επόμενη χρονιά ο Τζων και η αδελφή του λεηλάτησαν ξανά τη βίλα του Έγκρεμοντ στο Κάτον "σπάζοντας τα παράθυρα και τα κεραμίδια".[19][20] Ο πατέρας του και οι αδελφοί του Ριχάρδος και Τόμας αντιμετώπισαν τον Νορθάμπερλαντ και τους γιους του στις 20 Οκτωβρίου 1453 στο Τοφλιφ, κατόπιν έκλεισαν ειρήνη.[21] Η διαμάχη συνεχίστηκε το μεγαλύτερο μέρος της επόμενης χρονιάς και σταμάτησε με τη μάχη που έγινε στις 31 Οκτωβρίου 1454 κοντά στη Γιορκ στη βίλα του Σόλσμπερι στο Στάμφορντ Μπρίτζ.[22] Ο Τζων και ο Τόμας Νέβιλ τους αντιμετώπισαν αποτελεσματικά, νίκησαν και συνέλαβαν τον Έγκρεμοντ και τον Ριχάρδο Πέρσι.[23]

Γάμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζων Νέβιλ παντρεύτηκε στις 25 Απριλίου 1457 την Ισαβέλλα Ίνγκολντθορπε (1441 - 1476) του Μπάροουζ Γκρίν και του Σάουστον στο Κεϊμπριτζσάιρ, ο αρχιεπίσκοπος Τόμας Μπικυρτσιερ τέλεσε τον γάμο στον Καθεδρικό ναό του Καντέρμπερι. Η Ισαβέλλα δεν ήταν μονάχα διάδοχος του πατέρα της Εδμόνδου Ίνγκολντθορπε που είχε πεθάνει στις 2 Σεπτεμβρίου 1456 αλλά και του μητρικού θείου της Τζων Τίπτοφτ, του κόμη του Γούστερ, με τον γάμο ο Τζων έγινε κόμης του Γούστερ.[24][25] Τα "γράμματα του Πάστον" που δημοσιοποιήθηκαν στις 1 Μαΐου 1457 αναφέρουν "ο μικρότερος αδελφός του κόμη του Γουόρικ παντρεύτηκε την κόρη του Εδμόνδου Ίνγκολντθορπε και ο γαμπρός κληρονόμησε το Γούστερ".[26] Η κληρονομιά του Τζων ήταν αρκετά ισχυρή για τη θέση του, οι γονείς του επιπλέον του παραχώρησαν επτά νέα αρχοντικά.[27][28] Ο γάμος του Τζων Νέβιλ έφερε έντονη αντίδραση από τη βασίλισσα Μαργαρίτα του Ανζού, η νύφη αν και είχε συμπληρώσει τα 14 χρόνια βρισκόταν στη συνοδεία της, επέβαλε στον Τζων πρόστιμο 1000 λίρες σε 10 δόσεις.[29]

Η πρώτη μάχη του Σαιν Άλμπαν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι πύλες του κάστρου του Τσέστερ που ο Τζων και ο αδελφός του αιχμαλωτίστηκαν έναν χρόνο

Τον Αύγουστο του 1453 ο βασιλιάς αχρηστεύτηκε και ο Ριχάρδος της Υόρκης διορίστηκε κηδεμόνας του βασιλείου.[30][31] Τα Χριστούγεννα του 1454 ο Ερρίκος ΣΤ΄ ανέκαμψε από την ασθένεια του και πήρε πίσω τις εξουσίες από τον δούκα της Υόρκης.[32] Ο βασιλιάς συγκάλεσε στα μέσα Απριλίου 1455 το συμβούλιο στην αίθουσα του Ουεστμίνστερ και αποφάσισε να δημιουργήσει ένα μεγαλύτερο βασιλικό συμβούλιο στο Λέστερ, ο Ριχάρδος της Υόρκης και οι αδελφοί Νέβιλ φοβήθηκαν ότι ο Ερρίκος Μπωφόρ, 3ος δούκας του Σόμερσετ θα τους κατηγορήσει. Ο Τζων Νέβιλ συγκέντρωσε στρατό με στόχο να εμποδίσει τους βασιλικούς να φτάσουν στο Λέστερ, τους συνάντησε στο Σαιν Άλμπαν.[33] Η σύγκρουση ήταν μικρή αλλά οι νεκροί από τη μεριά των αντιπάλων τρανταχτοί, σκοτώθηκαν ο Σόμερσετ, ο κόμης του Νορθάμπερλαντ και ο λόρδος Κλίφορντ.[34] Ο Σόμερσετ είχε γίνει στόχος από τον δούκα της Υόρκης για τον οποίο πολλοί πιστεύουν ότι αργότερα σκοτώθηκε σκόπιμα από τους αδελφούς Νέβιλ.[35] Ο Τζων Νέβιλ μετά τη μάχη σε ρόλο θριαμβευτή αφαίρεσε από τον Σερ Γουίλιαμ Ζκιπίτ τα αξιώματα του που κρατήθηκαν από τον δούκα.[36] Οι ισχυρισμοί του ήταν ότι ο Γουίλιαμ Ζκιπίτ δεν συμμετείχε στη νικηφόρα μάχη, τα αξιώματα του μοιράστηκαν ανάμεσα στον ίδιο και τον δούκα της Υόρκης.[37]

Τον Δεκέμβριο του 1456 ο νέος δούκας του Σόμερσετ προσπάθησε να αιφνιδιάσει τον Τζων Νέβιλ στο Τσίπσαιντ του Λονδίνου, την ίδια απόπειρα είχε κάνει τον προηγούμενο μήνα στον αδελφό του Γουόρικ.[38] Οι ιστορικοί σημειώνουν ότι η σύγκρουση ήταν βέβαιη αλλά τη σταμάτησε ο δήμαρχος του Λονδίνου.[39] Οι Νέβιλ είχαν εξουδετερώσει τους Πέρσι και ο Σόμερσετ δεσμεύτηκε στις 23 Μαρτίου 1458 να τιμωρήσει τον Τόμας και τον Τζων για τη συμπεριφορά τους.[40] Ο Τζων συνέχισε ωστόσο να δέχεται ρόλους από την κυβέρνηση, στις 14 Μαΐου βρέθηκε σε αποστολή 22 πρεσβευτών για να διαπραγματευτεί ειρήνη με τη Βουργουνδία και δυο μήνες αργότερα διερεύνησε τον φόνο ενός βασιλικού σερβιτόρου.[41] Διορίστηκε "Στιούαρτ της τιμής του Πόντεκραφτ" (1459).[42]

Οπαδός της Υόρκης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πόλεμος των Ρόδων[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι συνομιλίες για ειρήνη ανάμεσα στον βασιλιά και τους γιους των λόρδων που έπεσαν στην πρώτη μάχη του Σαιν Άλμπαν με τους αδελφούς Νέβιλ και τον δούκα της Υόρκης συνεχίστηκαν.[43] Ο Σόλσμπερι βάδισε νότια στα μέσα Σεπτεμβρίου 1459 από το κάστρο του Μίντλεχαμ με το νοικοκυριό του, τους οπαδούς του και μια δύναμη 5.000 ανδρών με σκοπό να συναντήσει τον δούκα της Υόρκης στην κατοικία του στο κάστρο του Λάντλοου, μαζί του ήταν ο Τζων και ο Τόμας.[44] Οι δυνάμεις του Σόλσμπερι συναντήθηκαν με έναν αρκετά μεγαλύτερο στρατό υπό την ηγεσία την ηγεσία του λόρδου Αούντλει στις 23 Σεπτεμβρίου στο Μπλόρ Χιρ κοντά στο Μουκλεστον του Στράτφορντσαιρ.[45][46] Ο Σόλσμπερι ήταν νικητής παρά την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων του, ο λόρδος του Αούντλει έπεσε στη μάχη αλλά οι δυο γιοι του Σόλσμπερι Τζων, Τόμας και ο οπαδός του Τζέιμς Χάρρινγκτον συνελήφθησαν.[47][48][49][50] Οι πιθανές εξηγήσεις είναι ότι προσπάθησαν να δραπετεύσουν από τους Λάνκαστερ την επόμενη μέρα ή τραυματίστηκαν στη μάχη και αποφάσισαν να φύγουν.[51][52][53] Η σύλληψη τους έγινε στη γέφυρα του Άκτον κοντά στο Τσεσάιρ και αιχμαλωτίστηκαν στο κάστρο του Τσέστερ.[54]

Ο Τζων Νέβιλ δεν ελευθερώθηκε πριν τον Ιούλιο του 1460 γι'αυτό δεν βρέθηκε στη μάχη του Λύνφορντ Μπριτζ που ο στρατός της Υόρκης ηττήθηκε με αποτέλεσμα ο πατέρας του και ο αδελφός του να πάνε εξορία στο Καλαί. Βρισκόταν ακόμα στο Κοινοβούλιο του Ντέβιλ τον Οκτώβριο του 1459 και αποκαταστάθηκε τον Αύγουστο του επόμενου χρόνου.[55][56][57] Ελευθερώθηκε τον Ιούλιο και παρέμενε στο Λονδίνο μέχρι την εποχή που επέστρεψε ο δούκας της Υόρκης και διεκδίκησε τον θρόνο.[58] Ο δούκας της Υόρκης διόρισε τον Τζων βασιλικό Καγκελάριο σε μια μεγαλοπρεπή τελετή στον Καθεδρικό ναό του Αγίου Παύλου στις 1 Νοεμβρίου 1460.[59][60] Ο πατέρας του και ο αδελφός του έφτασαν με στρατό από το Καλαί αλλά στη μάχη του Γουέικφιλντ έξω από το κάστρο του Σαντάλ γνώρισαν μεγάλη συντριβή.[61] Ο Τόμας Νέβιλ και και ο Ριχάρδος της Υόρκης έπεσαν στη μάχη ενώ ο Ριχάρδος Νέβιλ συνελήφθη και εκτελέστηκε την επόμενη μέρα.[62] Ο Τζων Νέβιλ ήταν υπολοχαγός στο κάστρο του Καλαί και ο αδελφός του Γουόρικ ήταν καπετάνιος.[63] Μετά τον θάνατο του πατέρα του και του Ριχάρδου της Υόρκης οι δυο αδελφοί του ο Γουόρικ και ο αρχιεπίσκοπος Τζων Νέβιλ λόγω έλλειψης κηδεμόνα έγιναν αρχηγοί της κυβέρνησης.

Έναρξη του πολέμου στον βορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη μάχη του Σαιν Άλμπαν από τον Ράμσεϊ

Ο Τζων Νέβιλ σύμφωνα με τα "Χρονικά του Μπένετ" πήρε τη μαρκησία του Μοντάγκου από το Κοινοβούλιο τον Ιανουάριο του 1461.[64] Διεκδίκησε για λογαριασμό της συζύγου του νόμο από το Κοινοβούλιο με τον οποίο θα μπορούν οι γυναίκες να πάρουν αξιώματα σε ηλικία 14 ετών.[65] Τον Φεβρουάριο έγινε μέλος του Τάγματος της Περικνημίδας, στις 21 Μαρτίου 1462 ανέλαβε τη θέση του πατέρα του στο κάστρο του Ουίνδσορ.[66] Ο στρατός της βασίλισσας Μαργαρίτας βάδισε νότια τον Φεβρουάριο του 1461.[67] O Γουόρικ, ο Μοντάγκου και ο επιθετικός τους στρατός προχώρησαν για να βρουν τον στρατό της βασίλισσας στον Μεγάλο Βόρειο Δρόμο.[68] Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν στη δεύτερη μάχη του Σαιν Άλμπαν στις 17 Φεβρουαρίου λίγο έξω από την πόλη, ο στρατός του Γουόρικ ήταν ολιγάριθμος και ο Τζων κράτησε το μεγαλύτερο τμήμα του μέχρι που η βασιλεία ανακτήθηκε από τους Λάνκαστερ.[69][70] Ο Μοντάγκου διοικούσε την αριστερή πτέρυγα του στρατού της Υόρκης που διαιρέθηκε σε υποομάδες με τοξότες, οι περισσότεροι ήταν στο Μπέρναρντς Χιθ στα ανατολικά της εμπροσθοφυλακής του Γουόρικ.[71][72] Ακολούθησε αιματηρή μάχη στην οποία ο στρατός των Νέβιλ ηττήθηκε και ο κόμης δραπέτευσε.[73][74] Ο Μοντάγκου συνελήφθη και μεταφέρθηκε στο κάστρο της Γιορκ αλλά γλύτωσε την εκτέλεση ίσως επειδή ο απεσταλμένος του Μιλάνου έγραψε "έναν αδελφός του λόρδου μου του Σόμερσετ είναι αιχμάλωτος στο Καλαί."[75][76]

Ο Μοντάγκου λόγω του ότι βρισκόταν φυλακισμένος δεν συμμετείχε στις 29 Μαρτίου 1461 στη μάχη του Τάουτον την πιο αιματηρή μάχη του Πολέμου των Ρόδων που ανέβασε τον Οίκο της Υόρκης στον θρόνο.[77] Οι Υορκιστές τον απελευθέρωσαν την επόμενη μέρα μετά τη νίκη τους και ο Εδουάρδος Δ΄ της Αγγλίας μπήκε θριαμβευτικά στη Γιορκ.[78] Ο Μοντάγκου και ο Γουόρικ δεν βρέθηκαν στη στέψη του Εδουάρδου Δ΄ επειδή ο νέος βασιλιάς τους ανέθεσε να προστατεύσουν τα βόρεια σύνορα και να εξοντώσουν τους τελευταίους οπαδούς των Λάνκαστερ.[79] Ο Τζον Τζιλλίνγκαμ (γεν. 1940) σημειώνει ότι "η οριστική υποταγή των Λάνκαστερ ανατέθηκε στους Νέβιλ".[80] Ο Τζων Νέβιλ συγκέντρωσε στις 10 Μαΐου 1461 στρατό για να αντιμετωπίσει τους Λάνκαστερ και τον βασιλιά της Σκωτίας.[81] Η πρώτη πράξη του Μοντάγκου ήταν η πολιορκία του Καρλάιλ με άμεση επέμβαση, το Καρλάιλ και τα προάστια του κάηκαν.[82] Τον Ιούνιο πολιορκήθηκαν από δυνάμεις των Λάνκαστερ και των Σκωτσέζων αλλά ο στρατός των Νέβιλ σκότωσε 6000 Σκωτσέζους και τον αδελφό του λόρδου Κλίφορντ πριν έρθει ο Γουόρικ.[83][84][85][86][87] Ο επόμενος στόχος του Μοντάγκου ήταν η κατάληψη των κάστρων στα σύνορα με τη Νορθουμβρία. Το κάστρο του Άλνουικ είχε κυκλική οχύρωση με πρόσθετους πύργους με έναν εξωτερικό συμπαγή τοίχο και μια πύλη - οικία. Το κάστρο του Μπάμπουργκ έδρα των κομήτων της Νορθουμβρίας βρισκόταν σε ψηλή κορυφογραμμή, είχε τρεις πύργους και εξοπλισμένες πύλες. Το κάστρο του Ντάνστανμπουργκ ήταν σε επικίνδυνο σημείο με γκρεμό στη μια πλευρά.[88] Ο Μοντάγκου κατέλαβε το κάστρο του Μπάμπουργκ το πιο σημαντικό από τα κάστρα λόγω της απόστασης από το Λονδίνο και της σημασίας που είχε για την άμυνα με τη Σκωτία.[89] Η φρουρά παραδόθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1461 αφού από την υπερβολική πείνα είχαν αρχίσει να "τρώνε τα άλογα τους".[90]

Βασιλικές επιχορηγήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Μοντάγκου και ο Γουόρικ σε άρμα με συνοδεία έξι αλόγων μετέφεραν τα οστά του πατέρα τους στις 14 - 15 Φεβρουαρίου 1463 από το κάστρο του Πόντεφρακτ στο οικογενειακό μαυσωλείο στο αβαείο του Μπισάμ.[91][92] Διορίστηκε Φύλακας των Ανατολικών Μαρς την ίδια εποχή που ο αδελφός του ήταν Φύλακας των Δυτικών Μαρς.[93] Την ίδια χρονιά έκανε εκστρατεία στο κάστρο του Νόρχαμ που το πολιορκούσαν οι Σκωτσέζοι 18 μέρες, το ανακατέλαβε στις 26 Ιουλίου και ακολούθησε λεηλασία σε Σκωτσέζικες περιοχές που σταμάτησαν μονάχα όταν οι προμήθειες τους εξαντλήθηκαν.[94]

Ο Τζων Νέβιλ δέχτηκε εν τω μεταξύ τις πρώτες βασιλικές παροχές με ορυχεία χρυσού στο Ντέβον και την Κορνουάλη που του έφεραν ισόβια έσοδα 110 λίρες ετησίως.[95] Ακολούθησαν νέα έσοδα από τη Γιορκ και το Κίνγκστον απόν Χαλ και βίλες που ανήκαν στον υποκόμη Μπομόντ οπαδό των Λάνκαστερ.[96] Τον Ιούνιο του 1461 δέχτηκε την κομητεία του Έντουαρντ Τίπτοφτ του διαδόχου του Τζων Τίπτοφτ και τα εδάφη του λόρδου Κλίφορντ που είχε πεθάνει την προηγούμενη νύχτα πριν τη μάχη του Τάουτον.[97] Ο ιστορικός Πόλαρντ (γεν. 1941) αναφέρει ειρωνικά ότι ο Νέβιλ "κέρδισε από την περιουσία του".[98] Ο Τζων Νέβιλ διορίστηκε (1462) "Στιούαρτ του νοικοκυριού του Παλατινάτου του Ντάραμ" και δέχτηκε άλλες 90 λίρες ετησίως.[99] Ο μισθός του από τα έσοδα ήταν διπλάσιος από αυτόν που έπαιρναν οι "μη βασιλικοί ευγενείς" από τον επίσκοπο και η θέση του περιγράφεται "μοναδική".[100]

Υποταγή των Λάνκαστερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πεδίο της μάχης του Χέτζλει Μουρ που ο Τζων Νέβιλ συνέτριψε τους τελευταίους Λάνκαστερ (1464)

Οι Νέβιλ παρά τις επιτυχίες των Λάνκαστερ μετά τη μάχη του Τάουτον συγκεντρώθηκαν και ανακατέλαβαν τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1464 τα κάστρα του Μπάμπουργκ, του Χέξαμ, του Λάνγκλει και του Νόρχαμ, κατόπιν απείλησαν το Νιούκασλ το σπουδαιότερο κέντρο των Υορκιστών. Οι οπαδοί των Λάνκαστερ όπως οι Κλίφορντ επέστρεψαν στα εδάφη τους και ανέκτησαν τα κάστρα στο Σκίπτον χωρίς στρατιωτική υποστήριξη ή βασιλική βοήθεια.[101] Απέκτησαν σύντομα τον έλεγχο στα σύνορα με τη Σκωτία αν και όπως αναφέρει ο ιστορικός Τσάρλι Ρος είχαν ελάχιστη υποστήριξη από τους τοπικούς ευγενείς.[102] Η κρίσιμη κατάσταση ανάγκασε τον Μοντάγκου να ταξιδεύσει στο Λονδίνο και ζήτησε στις 29 του μήνα από τον βασιλιά τον αποκλεισμό του από το τάγμα της Περικνημίδας.[103] Περιγράφεται σαν βασιλικός αρχιστράτηγος στον βορά, ένας επιθετικός διοικητής με μεγάλη αυτοπεποίθηση.[104][105] Οι Λάνκαστερ στις αρχές του 1464 είχαν ολόκληρο το Ανατολικό Μαρς και οι διαπραγματεύσεις με τους Σκωτσέζους μεταφέρθηκαν από το Νιούκασλ στη Γιορκ.[106] Ο Μοντάγκου συνόδευσε την αποστολή σε εχθρική περιοχή, στο δρόμο του για το Νόρχαμ μόλις γλύτωσε μια παγίδα κοντά στο Νιούκαλς από μια μικρή δύναμη 80 τοξοτών υπό τη συνοδεία του Χάμφρεϊ Νέβιλ και άλλαξε πορεία.[107] Η αποστολή των Σκωτσέζων στο Νόρχαμ καθυστέρησε και στο ταξίδι της επιστροφής ο δούκας του Σόμερσετ με τους λόρδους Ρόος και Χάνγκερφορντ, τον Σερ Ριχάρδο Τούρνσταλλ, τον Σερ Τόμας Φίντερν και τους υπόλοιπους 5.000 άντρες του Λάνκαστερ προσπάθησαν να παγιδεύσουν τον Τζων στις 25 Απριλίου 1464 στη μάχη του Χέτζλει Μουρ.[108] Η έφοδος απέτυχε και ο Σερ Ραλφ Πέρσι έπεσε στη μάχη.[109]

Ο Τζων Νέβιλ έμεινε στο Νιούκασλ στις 14 Μαΐου περιμένοντας τη Σκωτσέζικη αποστολή, με τους λόρδους του Γκρέιστοκ και του Ουίλομπι και άλλους οπαδούς του αποφάσισε να παγιδεύσει τους Λάνκαστερ.[110][111] Την επόμενη μέρα επιτέθηκε στο στρατόπεδο των επαναστατών στη νότια πλευρά του ποταμού του διαβολικού νερού.[112][113] Οι ενισχύσεις που πήρε από τον αδελφό του αρχιεπίσκοπο της Υόρκης έφτασαν τους 10.000 άντρες.[114] Ο Μοντάγκου έκανε αιφνίδια επίθεση, οι Λάνκαστερ διαλύθηκαν και δραπέτευσαν από τη γέφυρα.[115][116] Οι αντίπαλοι λόρδοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν όλοι με διαταγή του Μοντάγκου και παρουσία του, ακολούθησαν αμέτρητοι αποκεφαλισμοί οι περισσότεροι από την αρχή του πολέμου.[117][118]

Βασιλικές παροχές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κόμης του Νορθάμπερλαντ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα κάστρα του Χέξαμ, του Λάανγκλει και του Μπάιγουελλ υποτάχθηκαν τον Μάιο του 1464 στον Μοντάγκου, στις 27 Μαΐου οκτώ μέρες αργότερα δημιουργήθηκε η κομητεία του Νορθάμπερλαντ και ο Χένρι Πέρσι φυλακίστηκε στον Πύργο.[119] Η κομητεία του έδωσε έσοδα 700 με 1000 λίρες τον χρόνο.[120] Η μεγάλη ανταμοιβή δόθηκε στον Μοντάγκου σύμφωνα με την Κόρα Λ. Σκοφιλντ για τις "μεγάλες νίκες του χωρίς την ανάμειξη του βασιλιά".[121] Το καλοκαίρι ανακατέλαβε τα κάστρα του Ντάνστανμπουργκ, του Άλνουικ και του Μπάμπουργκ στη Νορθουμβρία που είχαν χαθεί και έφτασε τους Νέβιλ στο απόγειο της δύναμης τους.[122][123] Ο αδελφός του Τζων Νέβιλ διορίστηκε αρχιεπίσκοπος της Υόρκης σε μεγαλοπρεπή τελετή στην οποία ο ίδιος ο Τζων ήταν θησαυροφύλακας.[124] Η σύζυγος του Ισαβέλλα επέβλεπε στη διάρκεια της γιορτής τις δυο μικρές κόρες του Γουόρικ και τον νεαρό δούκα του Γκλόστερ.[125]

Φύλακας των Ανατολικών Μαρς[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την οριστική καταστολή των Λάνκαστερ ο ρόλος του Μοντάγκιου στράφηκε στη διπλωματία και την διατήρηση της ειρήνης. Τον Ιούνιο του 1465 έκλεισε ειρήνη με τη Σκωτία, έκανε πολλούς γάμους ανάμεσα σε "Άγγλους και Σκωτσέζους υπηκόους" και επέτρεψε στον Αλέξανδρο Στιούαρτ, δούκα του Άλμπανι να επιστρέψει στην πατρίδα του με 50 μάρκα.[126][127][128] Ο Φραγκίσκος Β΄ της Βρετάνης ζήτησε από τον Μοντάγκιου και τον λόρδο του Σκέιλ να το ενισχύσουν τους 3.000 τοξότες της Βρετάνης στον πόλεμο εναντίον του Λουδοβίκου ΙΑ΄ της Γαλλίας.[129][130] Οι δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στον αδελφό του Γουόρικ τον ανάγκασαν να αρνηθεί τη συμμετοχή του.[131] Ο Τζων Νέβιλ δέχτηκε (1465) τα εδάφη των Πέρσι στο Νορθάμπερλαντ.[132] Ανέλαβε στις 25 Μαρτίου της επόμενης χρονιάς την κοντοσταυλία των κάστρων του Κνάρεσμπορουγκ και του Πόντεκραφτ που κρατούσε παλιά ο Γουόρικ και ο πατέρας τους όπως επίσης τα κάστρα του Τίκχιλ, του Σνέιτ και του Ντάνστανμπουργκ.[133] Στις 1 Ιουνίου 1463 με απόφαση του πλήρωσε τις καθυστερημένες οφειλές της κομητείας του Ανατολικού Μαρς, την ίδια μέρα έγινε Στιούαρτ του Δουκάτου του Άλμπανι και τα κέρδη του έφτασαν τις 1000 λίρες.[134][135]

Οι "Φύλακες" στα τέλη του 14ου αιώνα είχαν προορισμό τη φύλαξη των συνόρων, ο μισθός τους ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ των βασιλικών υπαλλήλων αλλά είχαν υψηλό κόστος στη συγκρότηση στρατού και την άμυνα, οι στρατοί τους περιγράφονται "ιδιωτικοί στρατοί με έξοδα του Στέμματος".[136] Τον 15ο αιώνα οι "Φύλακες των Δυτικών Μαρς" είχαν μεγαλύτερη αξία και εξαιρέθηκαν από το "Καταστατικό του Λίμπερι" (1468).[137][138] Ο Μοντάγκιου είχε δικαίωμα να συγκροτήσει στρατό τόσο σε καιρό πολέμου όσο και ειρήνης.[139] Η απειλή του Χάμφρεϊ Νέβιλ ήταν πάντοτε υπαρκτή και σε πολλές περιπτώσεις όπως το 1467 ο Μπέβερλι του έστειλε στρατό για την άμυνα.[140]

Η επανάσταση του Γουόρικ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1467 συνόδευσε τον αδελφό του στο Καντέρμπερι μαζί με τη σύζυγο του Ισαβέλλα με σκοπό να συμμαχήσει με τους απεσταλμένους του Γάλλου βασιλιά.[141] Την ίδια εποχή κυκλοφόρησαν οι πρώτες φήμες ότι ο Γουόρικ συμμάχησε με τον Οίκο του Λάνκαστερ επειδή δυσαρεστήθηκε έντονα με τον απρόσμενο γάμο του Εδουάρδου Δ΄ με την Ελισάβετ Γούντβιλ. Ο Γουόρικ οργάνωσε την επανάσταση του Ρόμπιν του Ρέντεσνταλ (1469) εναντίον του βασιλιά στη Γιορκσάιρ και τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς ο δυσαρεστημένος αδελφός του βασιλιά Γεώργιος Πλανταγενέτης, 1ος δούκας του Κλάρενς παντρεύτηκε την κόρη του Γουόρικ Ισαβέλλα Νέβιλ, δούκισσα του Κλάρενς και συνόδευσε τον πεθερό του στο Καλαί.[142][143] Ο Τζων Νέβιλ αντέδρασε έντονα στις δολοπλοκίες του αδελφού του και προτίμησε να παραμείνει πιστός στον Εδουάρδο Δ΄.[144][145]

Ο Χένρι Πέρσι έδωσε στις 27 Οκτωβρίου 1469 όρκο πίστης στον βασιλιά και ελευθερώθηκε από τον Πύργο του Λονδίνου.[146] Την επόμενη χρονιά ο Μοντάγκιου κλήθηκε να καταστείλει άλλη μια επανάσταση του Ρόμπιν του Ρέντεσνταλ με υποκινητή τον Γουόρικ αλλά σύμφωνα με τους ιστορικούς "ήταν τόσο ελαστικός που τους επέτρεψε να ανασυγκροτηθούν".[147][148][149] Ο Μοντάγκιου κλήθηκε αμέσως μετά να καταστείλει την επανάσταση του Ρόμπιν του Χολντερνες αλλά ο βασιλιάς του ζήτησε ταυτόχρονα να επιστρέψει την κομητεία του Νορθάμπερλαντ στον Πέρσι.[150] Οι επαναστάτες του Χολντερνες βάδισαν νότια και νίκησαν τον βασιλικό στρατό στις 26 Ιουλίου 1469 στη μάχη του Έντζεκοτ Μουρ.[151] Ο Εδουάρδος Δ΄ παραδέχτηκε ότι ο Μοντάγκιου δεν συμμετείχε στην εξέγερση του αδελφού του και ήταν ο μόνος Νέβιλ που τον συνόδευσε όταν επέστρεψε στο Λονδίνο.[152] Ο Εδουάρδος Δ΄ διέταξε στις 27 Μαρτίου 1470 την αποκατάσταση του Χένρι Πέρσι στην οικογενειακή του κομητεία, προβίβασε τον Τζων Νέβιλ σε μαρκήσιο του Μοντάγκιου και έγινε ανώτερος σε ιεραρχία από τον αδελφό του.[153][154][155] Οι ιστορικοί σημειώνουν ότι οι νέοι τίτλοι του Μοντάγκιου ήταν πολύ υποβαθμισμένοι σε σχέση με πριν και ο βασιλιάς φοβόταν πολύ ότι ο Τζων δεν θα τους δεχτεί.[156][157] Ο Μοντάγκιου αποζημιώθηκε από την απώλεια του Νορθάμπελαντ με τη νεκρή κομητεία των Πέρσι ενώ ο γιος του Τζώρτζ έγινε δούκας του Μπέντφορντ.[158] Οι εκτάσεις έφεραν στον Μοντάγκιου έσοδα 600 λίρες ετησίως και έγινε ένας ισχυρός βαρόνος που κάλυψε το κενό στον βορά.[159][160]

Οπαδός των Λάνκαστερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποστασία του Μοντάγκιου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Τζων Νέβιλ δεν έμεινε καθόλου ευχαριστημένος από τους νέους τίτλους και όπως περιγράφουν πολλοί ιστορικοί και τα Χρονικά του Γουάαρκγουορθ ο βασιλιάς ήταν υπεύθυνος που τον έκανε εχθρό του.[161] Ο Μοντάγκιου βρέθηκε στα σύνορα με τη Σκωτία τον Ιανουάριο του 1470, νέα επανάσταση ξέσπασε στο Λινκολνσάιρ και ο Εδουάρδος Δ΄ βάδισε βόρεια να την καταστείλει, στη συνέχεια πήγε στο Ντόνκαστερ για να συναντήσει τον Μοντάγκιου και τον Νορθάμπερλαντ.[162][163] Ο Γουόρικ και ο Κλάρενς δραπέτευσαν το καλοκαίρι του 1470 στο Καλαί λόγω του ρόλου τους στην εξέγερση, οι φίλοι και οι συγγενείς του Γουόρικ καλούσαν τον λαό σε ανοιχτή εξέγερση.[164] Ο νέος κόμης του Νορθάμπερλαντ δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει και ο Εδουάρδος Δ΄ αποφάσισε να τους συναντήσει, οι σύγχρονοι ιστορικοί σημειώνει ότι υποκινήθηκαν από τον Γουόρικ και τον Κλάρενς στο Καλαί.[165] Η Φύλαξη του Ανατολικού Μαρς αφαιρέθηκε από τον Μοντάγκιου και δόθηκε στον Πέρσι στις 24 Ιουνίου 1470, ο βασιλιάς βρισκόταν βόρεια και ο Πέρσι τον ενημέρωσε ότι ο Γουόρικ και ο Κλάρενς είχαν στρατοπεδεύσει στο Ντάρτμουθ.[166] Ο Εδουάρδος Δ΄ πήγε στο Ντόνκαστερ και περίμενε τον Μοντάγκιου να τον ενισχύσει αλλά στις 29 Σεπτεμβρίου 1470 ο Τζων Νέβιλ δήλωσε υποστήριξη στον αδελφό του.[167] Η αποστασία του Μοντάγκιου στάθηκε καθοριστική για τη συντριβή του βασιλιά που με λίγους οπαδούς του δραπέτευσε στις 2 Οκτωβρίου στον επίσκοπο του Λιν στη Βουργουνδία.[168]

Επάνοδος Ερρίκου ΣΤ΄[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ερρίκος ΣΤ΄ επανήλθε στον θρόνο από τον Γουόρικ στις 3 Οκτωβρίου μετά την εκδίωξη του Εδουάρδου Δ΄ στην εξορία, ο Μοντάγκιου πήρε πίσω τα εδάφη του Γούστερ που εκτελέστηκε και του λόρδου του Κλίφορντ. Διορίστηκε ξανά στις 22 Οκτωβρίου 1470 Φύλακας των Ανατολικών Μαρς παίρνοντας κανονικά τον επίσημο μισθό του.[169] Ο Τζων Νέβιλ δεν κέρδισε αυτά που περίμενε, όχι μονάχα δεν πήρε την κομητεία του Νορθάμπερλαντ αλλά έχασε επιπλέον εδάφη από τη μαρκησία του που επέστρεψαν στον κόμη του Ντέβον.[170] Δεν είχε ενεργό ρόλο στη νέα κυβέρνηση και δεν βρέθηκε στο βασιλικό συμβούλιο όταν διορίστηκε Καγκελάριος στο βασιλικό νοικοκυριό.[171] Έμεινε διοικητής των βασιλικών δυνάμεων στον βορά, πήρε τη βίλα του Γρουέσλ στις 21 Μαρτίου 1471 αλλά δεν κέρδισε τα υπόλοιπα εδάφη των Πέρσι.[172][173] Η αξιοπιστία του είχε πληγεί σημαντικά από τους οπαδούς του Λάνκαστερ που επέστρεψαν και τον κατηγόρησαν έντονα για την στήριξη του στον Εδουάρδο Δ΄, ο Ιταλός ιστορικός Πολύδωρος Βιργκίλ (1470 - 1555) αναφέρει ότι το Κοινοβούλιο τον κάλεσε να απολογηθεί τον Νοέμβριο του 1470.[174] Ο Μοντάγκιου έπρεπε να πληρώσει χρήματα για να πετύχει τη βασιλική συγχώρεση, μετά από μια μεγάλη ομιλία κατάφερε να τους πείσει ότι υποστήριξε τον Εδουάρδο Δ΄ από φόβο, όχι από πίστη.[175]

Ο Μοντάγκιου διορίστηκε από τους Λάνκαστερ υπεύθυνος για την άμυνα του βορρά, συγκέντρωσε στρατό την ίδια εποχή που ο Εδουάρδος ήταν έτοιμος να ανακαταλάβει τον θρόνο με τη βοήθεια του δούκα της Βουργουνδίας.[176][177][178] Ο Εδουάρδος Δ΄ στρατοπέδευσε στις 14 Μαρτίου 1471 στο Ράβενσπουρ στην ακτή του Γιορκσάιρ με προορισμό την Ανατολική Αγγλία αλλά το θεώρησε ανασφαλές.[179] Ο Μοντάγκιου βρισκόταν στο κάστρο του Πόντεκραφτ όταν περνούσε ο Εδουάρδος, ο στρατός που συγκέντρωσε από τον τοπικό πληθυσμό έφτασε τους 6000 - 7000 άντρες.[180][181][182] Ο Μοντάγκιου ήρθε στο Κόβεντρι τον Απρίλιο του 1471 με τον αδελφό του Γουόρικ την εποχή που ο Κλάρενς αποστάτησε και επέστρεψε στον αδελφό του.[183][184]

Θάνατος σε μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μάχη του Μπάρνετ σε έγγραφο του 15ου αιώνα

Οι αδελφοί Νέβιλ, ο δούκας του Έξετερ, ο κόμης της Οξφόρδης και ο υποκόμης Μπομόντ πλησίασαν το Λονδίνο με στρατό.[185] Ο Εδουάρδος Δ΄ έφτασε στο Λονδίνο στις 11 Απριλίου και συνάντησε τους αδελφούς Νέβιλ στο χωριό Μπάρνετ λίγα μίλια βόρεια. Ο στρατός του Εδουάρδου ήταν μάλλον μικρότερος γύρω στους 9.000 άντρες αλλά οπωσδήποτε δεν ξεπερνούσε τις 14.000.[186][187][188] Η μάχη έγινε σε μεγάλη "αναστάτωση" και οι οι δυο στρατοί πολέμησαν στην ομίχλη.[189] Ο Μοντάγκιου έπεισε τον Γουόρικ να πολεμήσει στη μάχη του Μπάρνετ πεζός για να δείξει ότι ρισκάρει τη ζωή του σαν απλός στρατιώτης.[190] Ο Τζων Νέβιλ είχε στη διοίκηση του το κέντρο του στρατού του αδελφού του και έλεγχε το τμήμα του στρατού του Εδουάρδου που βάδιζε από το Μπάρνετ στο Σαιν Άλμπαν.[191] Τα Χρονικά του Γουάρκγουορθ καταγράφουν ότι ο στρατός του Γουόρικ είχε 20.000 άντρες, η μάχη ξεκίνησε στις 4 και έληξε στις 10 το πρωί. Οι χρονικογράφοι της εποχής περιγράφουν το μεγάλο θάρρος του Μοντάγκιου στη μάχη : ο Φιλίπ ντε Κομύν τον χαρακτηρίζει "πολύ θαρραλέο ιππότη" και ο Τζων ντε Γουαρίν ότι "έκοβε τα κεφάλια και τα χέρια των εχθρών του σαν ρομαντικός ήρωας".[192][193]

Ο κόμης της Οξφόρδης είχε στον έλεγχο του τη δεξιά πτέρυγα των Νέβιλ διέλυσε την αντίπαλη γραμμή των Υορκιστών υπό τον Γουίλιαμ, λόρδο του Χέιστινγκς από την αρχή της μάχης, οι άντρες του καταδίωξαν τους αντιπάλους τους μακριά από το πεδίο.[194] Την περίοδο που ο κόμης της Οξφόρδης απουσίαζε η γραμμή της μάχης μετατοπίστηκε ενενήντα μοίρες με αποτέλεσμα με την επιστροφή του έπεσε στον στρατό του Μοντάγκιου αντί για τον στρατό του Εδουάρδου. Ο κόμης της Οξφόρδης δεν μπόρεσε λόγω της ομίχλης να αναγνωρίσει τη μεγάλη αλλαγή, νόμιζε ότι ο κόμης πήγε στη Γιορκ και λόγω της ομίχλης συσχέτισε τα σύμβολα του Μοντάγκιου με τα σύμβολα του Εδουάρδου με αποτέλεσμα να επιτεθεί σε λάθος στρατό.[195][196] Οι σύγχρονοι ιστορικοί τονίζουν ότι ο κόμης της Οξφόρδης ήταν έμπειρος σε μάχες με την ομίχλη και ήταν πολύ δύσκολο να πέσει σε τέτοιο σφάλμα.[197] Ο Τζων Νέβιλ έπεσε στη μάχη πριν τον αδελφό του, τα Χρονικά του Άρριβαλ σημειώνουν ότι ο Μοντάγκιου σκοτώθηκε μέσα στη μάχη ενώ ο Γουόρικ λίγο αργότερα.[198][199][200]

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τη σύζυγο του Ισαβέλλα Ινγκάλντσθορπ ο Τζων Νέβιλ απέκτησε :

  • Τζώρτζ Νέβιλ, 1ος δούκας του Μπέντφορντ [201][202] Ο Τζώρτζ πέθανε χωρίς απογόνους και το δουκάτο του είχε κατασχεθεί (1478).[203]
  • Άννα Νέβιλ, παντρεύτηκε τον Σερ Γουίλιαμ Στόνορ στο Οξφορντσάιρ.[204]
  • Ελισάβετ Νέβιλ, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Τόμας Σκρόυπι, 6ο βαρόνο του Σκρόυπι που στάθηκε πιστός οπαδός των Υορκιστών σε όλη του τη ζωή. Παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Σερ Χένρι Γουέντγουορθ του Νέττλεστιντ.[205][206]
  • Μαργαρίτα Νέβιλ, παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Σερ Τζων Μόρτιμερ (πέθανε πριν τις 12 Νοεμβρίου 1504) γιο του Σερ Ούγου Μόρτιμερ και της Ελεονώρας Κορνουάλ, παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο τον Τσαρλς Μπράντον, 1ο δούκα του Σάφοκ και σε τρίτο γάμο τον Ροβέρτο Ντοουνες, ευγενή.[207][208][209][210]
  • Λούκι Νέβιλ παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Σερ Τόμας Φιτζγουίλιαμ και σε δεύτερο γάμο τον Σερ Άντονι.[211]
  • Ισαβέλλα Νέβιλ παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο τον Σερ Τόμας Χάντλστον και σε δεύτερο γάμο τον Σερ Γουίλιαμ Σμιθ στο Στράτφορντσαιρ.[212][213]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. I2757. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  2. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/John-Neville-earl-of-Northumberland-Lord-Montagu. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage. p23.htm#i227. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. p23.htm#i227. Ανακτήθηκε στις 7  Αυγούστου 2020.
  5. 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Darryl Roger Lundy: (Αγγλικά) The Peerage.
  6. 6,00 6,01 6,02 6,03 6,04 6,05 6,06 6,07 6,08 6,09 «Kindred Britain»
  7. Horrox 2004b.
  8. Tuck 1985, p. 44.
  9. Griffiths 1981, p. 403.
  10. Nicolas 1837, p. 65.
  11. Griffiths 1981, p. 699.
  12. Wolffe 1981, p. 268.
  13. Pollard 1990, p. 256.
  14. Storey 1966, p. 129.
  15. Nicolas 1837, p. xlii.
  16. Nicolas 1837, p. xlvii.
  17. Wilcock 2004, p. 60.
  18. Griffiths 1968, p. 597.
  19. Pollard 1990, p. 256.
  20. Griffiths 1968, p. 603.
  21. Storey 1966, p. 132.
  22. Wolffe 1981, p. 274.
  23. Storey 1966, p. 149.
  24. Hicks 1998, p. 130.
  25. Pollard 2007, p. 34.
  26. Davis 2004, p. 172.
  27. Hicks 1991a, p. 293.
  28. Hicks 1991a, p. 292.
  29. Hicks 1998, pp. 130–31.
  30. Wagner 2001, p. 113.
  31. Watts 2004.
  32. Hicks 2010, p. 107.
  33. Carpenter 1997, pp. 134–35.
  34. Horrox 2004b.
  35. Armstrong 1960, p. 46.
  36. Lander 1976, p. 210 n. 34.
  37. Horrox 2004b.
  38. Goodwin 2011, p. 93.
  39. Griffiths 1981, p. 800.
  40. Griffiths 1968, p. 628.
  41. Hicks 1998, p. 150.
  42. Somerville 1953, p. 514.
  43. Pollard 2004.
  44. Hicks 2010, p. 143.
  45. Gillingham 1990, p. 103.
  46. Simons 1966, p. 38.
  47. Carpenter 1997, p. 145.
  48. Harriss 2006, p. 639.
  49. Hipshon 2011, p. 41.
  50. Pollard 1990, p. 272.
  51. Pollard 1990, p. 272.
  52. Simons 1966, p. 53.
  53. Hicks 1998, p. 163.
  54. Clayton 1980, p. 118.
  55. Wolffe 1981, p. 320 & n. 33.
  56. Ross 1981, p. 320.
  57. Nicolas 1837, p. 306.
  58. Hicks 1998, p. 211.
  59. Kendall 1957, p. 73.
  60. Pollard 2007, p. 44.
  61. Watts 2004.
  62. Horrox 2004b.
  63. Scofield 1923, p. 112 n. 1.
  64. Benet 1972, p. 69.
  65. Wedgwood 1936, p. 269.
  66. St. John Hope 1901, p. 68.
  67. Cron 1999, p. 598.
  68. Pollard 2007, pp. 46–47.
  69. Sadler 2011, p. 69.
  70. Kendall 1957, p. 84.
  71. Haigh 1997, p. 48.
  72. Haigh 1996, p. 132.
  73. Ross 1986, p. 51.
  74. Carpenter 1997, p. 148.
  75. Hinds 1912, p. 51.
  76. Burley, Elliot & Watson 2013, p. 79.
  77. Goodwin 2011, p. 1.
  78. Davis 2004, p. 165.
  79. Scofield 1923, pp. 186–67.
  80. Gillingham 1990, p. 136.
  81. Booth 1997, p. 77.
  82. Pollard 1990, p. 229.
  83. Summerson 1996, p. 90.
  84. Ross 1974, p. 60.
  85. Gillingham 1990, p. 138.
  86. Summerson 1996, p. 89.
  87. Hicks 1998, p. 238.
  88. Sadler 2006, p. 349.
  89. Jacob 1993, p. 529.
  90. N. C. H. C. 1893, p. 45.
  91. Hicks 1980, p. 25.
  92. Pollard 2007, p. 53.
  93. Horrox 2004b.
  94. Gillingham 1990, p. 147.
  95. Nicolas 1837, p. 19.
  96. Ross 1974, p. 72.
  97. Ross 1974, p. 156 n.
  98. Pollard 1990, p. 287.
  99. Pollard 1990, p. 123.
  100. Pollard 1990, p. 162.
  101. Gillingham 1990, p. 151.
  102. Gillingham 1990, p. 142.
  103. Hicks 1998, p. 245.
  104. Carpenter 1997, p. 161.
  105. Storey 1966, p. 158.
  106. Scofield 1923, p. 329.
  107. Goodman 1990, p. 63.
  108. Pollard 2007, p. 54.
  109. Hicks 1998, p. 246.
  110. Haigh 1997, p. 80.
  111. Thornley 1920, p. 25.
  112. Haigh 1997, p. 124.
  113. Sadler 2011, p. 127.
  114. N. C. H. C. 1896, p. 155.
  115. Sadler 2006, p. 365.
  116. Goodman 1990, p. 64.
  117. Haigh 1997, p. 85.
  118. Santiuste 2011, p. 79.
  119. Castor 2004, p. 228.
  120. Lander 1981, p. 229.
  121. Scofield 1923, p. 334.
  122. Sadler 2006, p. 374.
  123. Sadler 2011, p. 163.
  124. Scofield 1923, p. 334.
  125. Hicks 2011, p. 60.
  126. Roskell 1956, p. 476.
  127. Hardy 1873, p. 696.
  128. Somerville 1953, p. 236. n.5.
  129. Hicks 1998, p. 262.
  130. Jacob 1993, p. 536.
  131. Scofield 1923, p. 350.
  132. N. C. H. C. 1893, p. 105.
  133. Somerville 1953, p. 517.
  134. Rose 2011, p. 53.
  135. Arnold 1984, p. 136 n.56.
  136. Gillingham 1990, pp. 29–30.
  137. Griffiths 1981, p. 812.
  138. Hicks 2000, p. 395.
  139. Hicks 1991b, p. 22.
  140. R. C. H. M. 1900, p. 142.
  141. Kendall 1957, p. 208.
  142. Hicks 1998, pp. 264–65.
  143. Hicks 1980, pp. 42–45.
  144. Hicks 1998, p. 265.
  145. Hicks 1998, pp. 265–66.
  146. Hardy 1873, p. 699.
  147. Scofield 1923, p. 488.
  148. Haigh 1997, p. 190.
  149. Haigh 1997, p. 197.
  150. Goodman 1990, p. 67.
  151. Ross 1974, p. 145.
  152. Bagley 1948, p. 193.
  153. Santiuste 2011, p. 95.
  154. Davis 2004, p. 433.
  155. Hicks 2010, p. 195.
  156. Gillingham 1990, p. 175.
  157. Pollard 1990, p. 310.
  158. Hicks 1980, p. 59.
  159. Carpenter 1997, p. 176.
  160. Ross 1986, p. 82.
  161. Hicks 2010, p. 202.
  162. Thornley 1920, p. 33.
  163. Hicks 1980, p. 74.
  164. Gillingham 1990, p. 182.
  165. Gillingham 1990, p. 182.
  166. Ross 1974, p. 152.
  167. Goodman 1990, p. 250 n.28.
  168. Ross 1981, p. 18.
  169. Horrox 2004b.
  170. Hicks 1998, p. 297.
  171. Scattergood 1971, p. 199.
  172. Scofield 1923, p. 543.
  173. Hardy 1873, p. 701.
  174. Ross 1974, p. 58.
  175. Scofield 1923, p. 555.
  176. Gillingham 1990, p. 18.
  177. Scofield 1923, p. 560.
  178. Ross 1974, p. 157.
  179. Ross 1974, pp. 161–63.
  180. Horrox 1991, p. 43.
  181. Weiss 1972, p. 506.
  182. Goodman 1990, p. 75.
  183. Pollard 2007, p. 123.
  184. Gillingham 1990, p. 193.
  185. Ross 1974, p. 167.
  186. Horrox 2004a.
  187. J. A. Giles 1845, p. 124.
  188. Pugh 1972, p. 127.
  189. DeVries, France & Rogers 2015, p. 197.
  190. Kendall 1957, p. 319.
  191. Haigh 1997, p. 120.
  192. Gillingham 1990, p. 200.
  193. Santiuste 2011, p. 120.
  194. Horrox 2004b.
  195. Kendall 1977, p. 96.
  196. J. A. Giles 1845, p. 124.
  197. Ross 2011, p. 67.
  198. Ross 1974, p. 168.
  199. J. A. Giles 1845, p. 125.
  200. Jacob 1993, p. 568.
  201. Richardson 2011, pp. 452–54.
  202. Hicks 2004.
  203. Hicks 1991a, p. 96.
  204. Richardson 2011, pp. 452–54.
  205. Richardson 2011, pp. 452–54.
  206. Attreed 1983, p. 1021.
  207. Cokayne 1953, p. 458.
  208. Anonymous 1878, p. 62.
  209. V. C. H. 1924.
  210. Gunn 1988, p. 86.
  211. Richardson 2011, pp. 452–54.
  212. Booth 2003, p. 104.
  213. Horrox 1991, p. 38.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anonymous (1878). The Picards or Pychards of Stradewy, now Tretower, castle, and Scethrog, Brecknockshire [&c.]. London: Golding and Lawrence.
  • Armstrong, C. A. J. (1960). "Politics and the Battle of St. Albans 1455". Historical Research. 33.
  • Arnold, C. (1984). "The Commission of the Peace for the West Riding of Yorkshire 1437–1509". In A J. Pollard. Property and Politics: Essays in Later Medieval English History. Gloucester: Palgrave Macmillan. pp. 116–38.
  • Attreed, L. C. (1983). "An Indenture between Richard Duke of Gloucester and the Scrope Family of Masham and Upsall". Speculum. 58. OCLC 26041360.
  • Bagley, J. J. (1948). Margaret of Anjou: Queen of England (1st ed.). London: Herbert Jenkins Limited. OCLC 186320570.
  • Benet, J. (1972). G. L. Harriss, ed. John Benet's Chronicle for the Years 1400 to 1462. Camden. 24 (Fourth ser. ed.). London: Royal Historical Society. OCLC 2363180.
  • Booth, P. (1997). Landed Society In Cumberland and Westmorland, c.1440-1485- The Politics of The Wars of the Roses (Doctoral thesis). University of Leicester.
  • Booth, P. (2003). "Men Behaving Badly: The West March towards Scotland and the Percy-Neville Feud". In Clark, L. Authority and Subversion. The Fifteenth Century. III. Woodbridge: Boydell Press. pp. 95–116.
  • Burke, B. (1864). The General Armory of England, Scotland, Ireland, and Wales: Comprising a Registry of Armorial Bearings from the Earliest to the Present Time. London: Harrison & sons.
  • Burley, P.; Elliot, M.; Watson, H. (2013). The Battles of St Albans (repr. ed.). Barnsley: Pen and Sword. ISBN 978-1-84415-569-9.
  • Carpenter, C. (1997). The Wars of the Roses. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 9780521318747.
  • Castor, H. (2004). Blood and Roses: The Paston Family in the Fifteenth Century. Chatham: Faber & Faber. ISBN 0571216706.
  • Clayton, D. (1980). The Involvement Of The Gentry In The Political, Administrative And Judicial Affairs Of The County Palatine Of Chester, 1442–85 (Doctoral thesis). University of Liverpool.
  • Cokayne, G. E. (1953). White, G. H., ed. The Complete Peerage of England, Scotland, Ireland, Great Britain, and the United Kingdom Extant, Extinct, or Dormant. 12 (ii). London.
  • Cron, B. M. (1999). "Margaret of Anjou and the Lancastrian March on London, 1461". The Ricardian. 11.
  • Davis, N. (2004). Paston Letters and Papers. II (repr. ed.). Oxford: Early English Texts Society.
  • DeVries, K.; France, J.; Rogers, C. J. (2015). Journal of Medieval Military History. Boydell & Brewer.
  • J. A. Giles, ed. (1845). The Chronicles of the White Rose of York: A Series of Historical Fragments, Proclamations, Letters, and Other Contemporary Documents Relating to the Reign of King Edward the Fourth (repr. ed.). London: J. Bohn.
  • Gillingham, J. (1990). The Wars of the Roses: Peace and Conflict in 15th Century England (London ed.). Weidenfeld & Nicolson.
  • Goodman, Anthony (1990). The Wars of the Roses: Military Activity and English Society, 1452–97. Taylor & Francis.
  • Goodwin, G. (2011). Fatal Colours: Towton, 1461 - England's Most Brutal Battle. London: Orion.
  • Griffiths, R. A. (1968). "Local Rivalries and National Politics- The Percies, the Nevilles, and the Duke of Exeter, 1452–55". Speculum. 43: 597.
  • Griffiths, R. A. (1981). The Reign of Henry VI. Berkeley.
  • Gunn, S. J. (1988). Charles Brandon, Duke of Suffolk, c1484-1545. Oxford. p. 86.
  • Haigh, P. A. (1996). The Battle of Wakefield, 30 December 1460. Stroud: Sutton.
  • Haigh, P. A. (1997). Military Campaigns Of The Wars Of The Roses (repr. ed.). Stroud: Sutton Publishing.
  • Hardy, T. D. (1873). Syllabus (in English) of the documents relating to England and other kingdoms contained in the collection known as "Rymer's Foedera.". London: Longman's, Green & co.
  • Harriss, G. L. (2006). Shaping the Nation: England 1360-1461. The New Oxford History of England (paperback ed.). Oxford: Clarendon Press.
  • Hicks, M. A. (1980). False, Fleeting, Perjur'd Clarence: George, Duke of Clarence 1449-78 (2nd ed.). Gloucester: Alan sutton.
  • Hicks, M. A. (1991a). "What Might Have Been: George Neville, Duke of Bedford 1465–83, His Identity and Significance". Richard III and His Rivals: Magnates and the Rivals in the Wars of the Rose. London.
  • Hicks, M. A. (1991b). "The 1468 Statute of Livery". Historical Research. 64.
  • Hicks, M. A. (1998). Warwick the Kingmaker. Padstowe. ISBN 0631235930.
  • Hicks, M. A. (2000). "Bastard Feudalism, Overmighty Subjects and Idols of the Multitude during the Wars of the Roses". History. 85.
  • Hicks, M. A. (2004). "Henry Holland". Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press.
  • Hicks, M. A. (2010). The Wars of the Roses. Yale. ISBN 9780300114232.
  • Hicks, M. A. (2011). Anne Neville: Queen to Richard III. England's Forgotten Queens. London: History Press. ISBN 978-0-7524-6887-7.
  • Hinds, A. B. (1912). Calendar of State Papers and Manuscripts in the Archives and Collections of Milan 1385-1618. London: H.M.S.O.
  • Hipshon, D. (2011). Richard III and the Death of Chivalry. Stroud: History Press.
  • Horrox, R. (1991). Richard III: A Study of Service. Cambridge: Cambridge University Press.
  • Horrox, R. (2004a). "Edward IV (1442–1483), king of England and lord of Ireland". Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press.
  • Horrox, R. (2004b). "Neville, John, Marquess Montagu (c.1431–1471)". Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press.
  • Jacob, E. F. (1993). The Fifteenth Century, 1399–1485. Oxford University Press.
  • Kendall, P. M. (1957). Warwick the Kingmaker (repr. ed.). Aylesbury: Allen & Unwin.
  • Kendall, P. M. (1977). Richard III (repr. ed.). Aylesbury: Allen & Unwin.
  • Lander, J. R. (1976). "The Crown and the Aristocracy in England, 1450–1509". Albion: A Quarterly Journal Concerned with British Studies. 8.
  • Lander, J. R. (1981). Government and Community: England, 1450-1509. Cambridge, MA.: Harvard University Press.
  • Marcombe, D. (2012). "Politics and Patrimony during the Wars of the Roses: The Probable Sheriff's Seal of Sir John Neville of Liversedge". Yorkshire Archaeological Journal. 84.
  • N. C. H. C. (1893). History of Northumberland. I. Newcastle-upon-Tyne: Northumberland County History Committee.
  • N. C. H. C. (1896). History of Northumberland. III. Newcastle-upon-Tyne: Northumberland County History Committee.
  • Neillands, R. (1992). The Wars of the Roses. London: Cassell.
  • Nicolas, H. (1837). Proceedings and Ordinances of the Privy Council. VII. London.
  • Pollard, A. J. (1990). North-Eastern England During the Wars of the Roses: Lay Society, War, and Politics 1450–1500. Oxford.
  • Pollard, A. J. (2004). "Neville, Richard, fifth earl of Salisbury (1400–1460)". Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press.
  • Pollard, A. J. (2007). Warwick the Kingmaker: Politics, Power and Fame. London.
  • Pugh, T. B. (1972). "Magnates, Knights and Gentry". In Chrimes, S. B.; Ross, C. D.; Griffiths, R. A. Fifteenth-century England, 1399–1509: Studies in Politics and Society. pp. 86–128.
  • R. C. H. M. (1900). Report on the Manuscripts of the Corporation of Beverley. Royal Commission on Historical Manuscripts. London: H.M. Stationery Office.
  • Richardson, D. (2011). Everingham,, K. G., ed. Magna Carta Ancestry: A Study in Colonial and Medieval Families. I (2nd ed.). Salt Lake City. pp. 452–4.
  • Rose, S. (2011). "A Twelfth Century Honour in a Fifteenth Century World: The honour of Pontefract". In L. Clark. The Fifteenth Century: English and Continental Perspectives. The Fifteenth Century. IX. Woodbridge: Boydell and Brewer.
  • Roskell, J. S. (1956). "Sir James Strangeways of West Harlsey and Whorlton". Yorkshire Archaeological Journal. 39. OCLC 827767417.
  • Ross, C. D. (1974). Edward IV. English Monarchs Series. Berkeley: University of California Press. ISBN 978-0-520-02781-7.
  • Ross, C. D. (1981). Richard III. Yale English Monarchs (1st ed.). London: Yale University Press. ISBN 978-0-300-22974-5.
  • Ross, C. D. (1986). The Wars of the Roses: A Concise History (repr. ed.). Singapore: Thames and Hudson. ISBN 978-0-500-27407-1.
  • Ross, J. (2011). The Foremost Man of the Kingdom: John de Vere, Thirteenth Earl of Oxford (1442-1513). Woodbridge: Boydell & Brewer Ltd. ISBN 978-1-78327-005-7.
  • Sadler, J. (2011). Towton: The Battle of Palmsunday Field 1461. Barnsley: Pen & Sword Military. ISBN 978-1-84415-965-9.
  • Sadler, J. (2006). Border Fury: England and Scotland at War 1296-1568. Harlow: Routledge. ISBN 978-1-317-86527-8.
  • Santiuste, D. (2011). Edward IV and the Wars of the Roses. Barnsley: Pen & Sword Military. ISBN 978-1-84884-549-7.
  • Scattergood, V. J. (1971). Politics and Poetry in the Fifteenth Century, 1399-1485. History and Literature (1st ed.). London: Blanford Press.
  • Scofield, C. L. (1923). The Life and Reign of Edward the Fourth: King of England and France and Lord of Ireland. I (1st ed.). London: Longmans, Green.
  • Selden Society (1933). Select Cases in the Exchequer chamber 1377–1461. London: Selden Society.
  • Simons, E. N. (1966). The Reign of Edward IV. London: Barnes & Noble.
  • Somerville, R. (1953). History of the Duchy of Lancaster: 1265-1603. I (1st ed.). London: Chancellor and Council of the Duchy of Lancaster.
  • St. John Hope, W. H. (1901). The Stall Plates of the Knights of the Order of the Garter, 1348-1485. London: A. Constable and Company, Limited.
  • Storey, R. L. (1966). The End of the House of Lancaster. Stroud.
  • Storey, R. L. (1972). "The North of England". In Chrimes, S. B.; Ross, C. D.; Griffiths, R. A. Fifteenth-century England, 1399–1509: Studies in Politics and Society. pp. 86–128.
  • Summerson, H. (1996). "Carlisle and the English West March in the Later Middle Ages". In A. J. Pollard. The North of England in the Age of Richard III. Stroud: Alan Sutton.
  • Tuck, J. A. (1985). "War and Society in the Medieval North". Northern History. 21.
  • Thornley, I. D. (1920). England Under the Yorkists 1460–1485 (1st ed.). London: Longmans.
  • V. C. H. (1924). "Parishes: Martley with Hillhampton". www.britishhistoryonline.ac.uk. A History of the County of Worcester: Vol. IV. Victoria County History. pp. 289–297.
  • Wagner, J. A. (2001). Encyclopedia of the Wars of the Roses.
  • Watts, J. (2004). "Richard of York, third duke of York (1411–1460)". Oxford Dictionary of National Biography (online ed.). Oxford University Press.
  • Wedgwood, J. C. (1936). History of Parliament...: 1439-1509. London: H.M. Stationery Office.
  • Wilcock, R. (2004). "Local Disorder in the Honour of Knaresborough, c. 1438–1461 and The National Context". Northern History. 41.
  • Weiss, M. (1972). "A Power in the North? The Percies in the Fifteenth Century". Historical Journal. 19.
  • Wolffe, B. P. (1981). Henry VI. London.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τζων Νέβιλ, 1ος μαρκήσιος του Μόνταγκιου
Γέννηση: 1431 Θάνατος: 14 Απριλίου 1471
Βασιλικοί τίτλοι
Προκάτοχος
Κενό
Προηγούμενος κάτοχος : Χένρι Πέρσι, 3ος κόμης του Νορθάμπερλαντ
Κόμης του Νορθάμπερλαντ

1464 - 1470
Διάδοχος
Χένρι Πέρσι, 4ος κόμης του Νορθάμπερλαντ
CC-BY-SA
Μετάφραση
Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα John Neville, 1st Marquess of Montagu της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 4.0. (ιστορικό/συντάκτες).