Τζον Πιλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
John Peel
Πληροφορίες
Όνομα γέννησηςJohn Robert Parker Ravenscroft, OBE
Γέννηση30  Αυγούστου 1939[1][2][3]
Heswall
Θάνατος25  Οκτωβρίου 2004[4][1][2] ή 26  Οκτωβρίου 2004[5]
Κούζκο
ΚαταγωγήHeswall, Αγγλία
ΙδιότητεςΡαδιοφωνικός Παραγωγός
Δημοσιογράφος
Παρουσία1961 και μετά
Ιστότοπος
BBC minisite

Ο John Robert Parker Ravenscroft, OBE (John Robert Parker Ravenscroft, 30 Αυγούστου 193925 Οκτωβρίου 2004), γνωστός με το επαγγελματικό ψευδώνυμο John Peel, ήταν Άγγλος ραδιοφωνικός παραγωγός, παρουσιαστής και δημοσιογράφος.

Ο John Peel ήταν γνωστός για το εκλεκτικό του γούστο στη μουσική και το ζεστό και έντιμο στυλ που είχε στις εκπομπές του. Απολάμβανε μεγάλο σεβασμό σαν DJ και παρουσιαστής. Ήταν ένας από τους πρώτους ραδιοφωνικούς παραγωγούς που έπαιξε Ρέγκε και Πανκ στο Βρετανικό ραδιόφωνο. Ήταν μεγάλη επιρροή στην εξέλιξη του alternative rock, της Ποπ, του βρετανικού Ηip-hop και της χορευτικής μουσικής. Ήταν ο παλιότερος από τους εν ενεργεία DJs στο BBC Radio 1, αφού είχε ξεκινήσει το 1967 και εργαζόταν μέχρι το θάνατο του, το 2004.

Νεαρή ηλικία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Peel γεννήθηκε στο Heswall, στη χερσόνησο του Wirral, κοντά στο Λίβερπουλ, και μεγάλωσε στο χωριό Burton. Ο πατέρας του ήταν έμπορος μπαμπακιού και ανήκε στην ανώτερη μεσαία τάξη, οπότε ο John πήγε εσώκλειστος στο ιδιωτικό σχολείο Shrewsbury School. Ο διευθυντής του σχολείου, R.H.J. Brooke, τον οποίο ο Peel περιγράφει ως έναν «υπέροχα εκκεντρικό και καταπληκτικά διορατικό» άνθρωπο, έγραψε στην αναφορά του για τον Peel ότι

Ο ενθουσιασμός του John για μουσική που δεν μπορεί να αντέξει κανένας άλλος και η ευχαρίστηση που δείχνει στο να γράφει μεγάλες και ενδελεχείς εκθέσεις ιδεών, μπορεί να τον βοηθήσει να κάνει καριέρα.

Στην αυτοβιογραφία του, η οποία εκδόθηκε μετά το θάνατο του, ο Peel αποκάλυψε ότι όταν ήταν μαθητής στο Shrewsbury, είχε πέσει θύμα σεξουαλικής κακοποίησης από μεγαλύτερους μαθητές. Η απόφαση του να το αποκαλύψει είχε πολύ θερμή υποδοχή από οργανώσεις κατά της κακοποίησης των παιδιών.[6]

Αφού τελείωσε τη στρατιωτική του θητεία το 1959 στο Πυροβολικό ως χειριστής ραντάρ B2, εργάστηκε σε ένα μύλο στο Townhead του Rochdale και κάθε σαββατοκύριακο επέστρεφε σπίτι του στο Heswall με μια μοτοσικλέτα που είχε δανειστεί από την αδερφή του. Τις καθημερινές, στο Rochdale, έμενε σε ένα ξενοδοχείο στη περιοχή Milkstone Road / Drake Street.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1960, ταξίδεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες για να εργαστεί για ένα παραγωγό μπαμπακιού, ο οποίος ήταν εμπορικός συνεργάτης του πατέρα του. Όταν τελείωσε αυτή η συνεργασία, έμεινε στην Αμερική και μέχρι το 1967 έκανε διάφορες δουλειές, μεταξύ άλλων και πλανόδιος ασφαλιστικός πράκτορας. Όταν ήταν στο Ντάλας του Τέξας, έτυχε να μιλήσει στους Τζον Φ. Κέννεντυ και Λύντον Τζόνσον, όταν αυτοί πέρασαν από την πόλη κατά τη διάρκεια της καμπάνιας τους για τις προεδρικές εκλογές. Όταν ο Kennedy δολοφονήθηκε, ο Peel υποδύθηκε ότι ήταν ρεπόρτερ για την εφημερίδα Liverpool Echo προκειμένου να είναι παρών στις διαδικασίες προσαγωγής του Lee Harvey Oswald στη Δικαιοσύνη (μάλιστα φαίνεται και το πρόσωπο του σε τηλεοπτικά αποσπάσματα της συνέντευξης τύπου λίγο πριν δολοφονηθεί ο Oswald). Αργότερα υπέβαλε τηλεφωνικά ένα άρθρο στην Liverpool Echo.

Στο Ντάλας δούλεψε για μια ασφαλιστική εταιρεία η οποία έφτιαχνε προγραμματιστικές κάρτες για ένα πρωτότυπο υπολογιστή IBM 1410 (σε αυτή τη σύμπτωση οφείλεται και η εγγραφή του, στο Who’s Who (UK) ως πρώην προγραμματιστής ηλεκτρονικών υπολογιστών). Εκεί δούλεψε για πρώτη φορά για ραδιοφωνικό σταθμό, τον WRR, αλλά χωρίς μισθό. Έκανε την παρουσίαση της δεύτερης ώρας της εκπομπής Kat's Karavan, κάθε Δευτέρα βράδυ. Όταν η μανία με τους Beatles σάρωσε τις ΗΠΑ, ο Peel έγινε ο επίσημος ανταποκριτής του ραδιοφωνικού σταθμού του Ντάλας KLIF για το συγκρότημα, εξ’ αιτίας της καταγωγής του από το Λίβερπουλ. Αργότερα, εργάστηκε στο σταθμό KOMA της Οκλαχόμα μέχρι το 1965 και μετά μετακόμισε στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνια, όπου εργάστηκε στο σταθμό KMEN, Εκεί, χρησιμοποιώντας το όνομα John Ravencroft, παρουσίαζε την πρωινή εκπομπή του σταθμού.

Δούλευα στο ραδιόφωνο στην Αμερική από το 1961, στην αρχή στο Ντάλας του Τέξας. Μετά έπιασα δουλειά στην Οκλαχόμα ως ειδικός στους Beatles, το ‘64/66. Μετά πήγα στην Καλιφόρνια για ενάμιση χρόνο και τελικά επέστρεψα εδώ (στη Βρετανία) το 1967 και, στην ουσία, ήμουν άνεργος. Δεν είχα τίποτα να με περιμένει στην πατρίδα μου. Ήταν απλά τύχη, ήμουν στο σωστό μέρος τη σωστή στιγμή, ή, όπως μπορούν να ισχυριστούν κάποιοι λάτρεις της μουσικής, στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.

Όταν ήταν στο Ντάλας, παντρεύτηκε την πρώτη του σύζυγο, Shirley Anne Milburn. Ο ίδιος αργότερα περιέγραψε το γάμο αυτό ως «κοινή συμφωνία ειρήνης». Η Milburn του είχε κρύψει το γεγονός ότι ήταν 15 χρονών όταν παντρεύτηκαν και ότι και οι δύο της γονείς είχαν πεθάνει. Το 1967, το ζευγάρι μετακόμισε στη Βρετανία, αλλά ποτέ δεν ήταν ευτυχισμένοι και ήρθαν σε διάσταση. Τελικά πήραν διαζύγιο το 1973 και αργότερα η Milburn αυτοκτόνησε.

Οι αρχές της καριέρας του στη Βρετανία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Peel επέστρεψε στην Αγγλία στις αρχές του 1967 και έπιασε δουλειά στον πειρατικό ραδιοφωνικό σταθμό Wonderful Radio London (ο σταθμός εξέπεμπε από ένα καράβι, το οποίο ήταν ακροβολισμένο στη θάλασσα). Αρχικά του ανατέθηκε το δίωρο από τα μεσάνυχτα έως τις δύο, το οποίο σταδιακά μετατράπηκε στην εκπομπή The Perfumed Garden (κάποιοι νομίζουν ότι πήρε την ονομασία της από ένα ερωτικό βιβλίο που ήταν πολύ δημοφιλές εκείνη την εποχή, αλλά ο Peel ισχυρίζεται ότι δε το διάβασε ποτέ). Στο “Big L” (όπως έλεγαν το σταθμό ενίοτε), ο John αποφάσισε να χρησιμοποιεί το όνομα John Peel και άρχισε να καθιερώνεται ως μια ξεχωριστή ραδιοφωνική προσωπικότητα.

Εκείνη τη περίοδο, ερχόταν το τέλος του καταστροφικού μου γάμου ... η σύζυγός μου ήταν απίστευτα επιθετική και συχνά με χτυπούσε. Ήμουν ευχαριστημένος όταν έμενα στο καράβι, στη θάλασσα, τις δύο από τρεις εβδομάδες. ... Κάποια στιγμή, ο Brian Epstein (μάνατζερ των Beatles) τηλεφώνησε (στον διευθυντή του σταθμού στο Λονδίνο) ... (και τον συνεχάρη για) την απόφαση να τοποθετήσει αυτό το εξαιρετικό πρόγραμμα αργά τη νύχτα και ... τον παρότρυνε να ακούσει την εκπομπή ... όλοι τρόμαξαν, αλλά ήδη το έκανα πολύ καιρό για να το σταματήσουν ... Υπήρχε μια λίστα με τα τραγούδια που έπρεπε να παίξω, και κάποιες διαφημίσεις ... αλλά ... μετά τα μεσάνυχτα, στην ουσία, έκανα ότι ήθελα ... δεν έδινα σημασία στα νέα ή στο δελτίο καιρού ή οτιδήποτε άλλο. Μόνο δύο ώρες με τραγούδια και ποίηση άλλων ανθρώπων, την οποία απάγγειλα πολύ άσχημα.

Με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του άλμπουμ "Sergeant Pepper" των Beatles και την επερχόμενη άνθιση του κύματος “Flower Power” (τα παιδιά των λουλουδιών), η εκπομπή του Peel έκανε γνωστή τη κουλτούρα των hippies του 1967 σε μια γενιά νεαρών ακροατών. Έπαιζε κλασσικά blues (Howlin' Wolf, Lightnin' Hopkins, Elmore James) και folk(Dylan, the Incredible String Band, Donovan) και σταδιακά σύστησε στο κοινό την πρωτοποριακή μουσική συγκροτημάτων από τη δυτική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, όπως οι Love, Doors, Mothers Of Invention, Country Joe and the Fish και Jefferson Airplane, καθώς επίσης και τους βρετανοί σύγχρονους τους όπως οι Pink Floyd και οι Cream. Είχε ιδιαίτερη προτίμηση στους Misunderstood (τους οποίους έπεισε να μετακομίσουν από την Καλιφόρνια στο Λονδίνο), τους T-Rex και Captain Beefheart (τους έκανε το σοφέρ κατά τη διάρκεια της περιοδείας τους το 1969).

Εξίσου σημαντικό στοιχείο με την μουσική ήταν και η παρουσίαση του Peel. Ο τόνος του ήταν προσωπικός, πολλές φορές ομολογητικός, και ο ακροατής ένιωθε ότι συμμετέχει στην εμπειρία. Πολλές φορές ευχόταν στο ακροατήριο υγεία και ειρήνη, αλλά ακουγόταν ειλικρινής και εγκάρδιος και όχι σαν να λέει τις συνηθισμένες εκφράσεις των hippies. Ανάμεσα στα τραγούδια, μιλούσε για διάφορα ενδιαφέροντα θέματα, όπως τι του είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην ξηρά (όταν δεν ήταν στο σταθμό δηλαδή), το UFO Club και το “Technicolor όνειρο των 24 ωρών”, ή τις συλλήψεις των Rolling Stones και του Hohn "Hoppy" Hopkins, για ναρκωτικά. Όλα αυτά ήταν πολύ διαφορετικά από τη μορφή του σταθμού τις υπόλοιπες ώρες της ημέρας.

Οι ακροατές, ενθουσιασμένοι από τη μοναδική ατμόσφαιρα που είχε η εκπομπή του Peel, του έστελναν γράμματα, ποιήματα, ακόμα και δίσκους από τις προσωπικές τους συλλογές. Με αυτό το τρόπο, η εκπομπή έγινε ένα μέσο για αμφίδρομη επικοινωνία. Μέχρι την τελευταία βδομάδα λειτουργίας του Radio London, ο Peel δεχόταν πολύ περισσότερη αλληλογραφία από οποιονδήποτε άλλο DJ του σταθμού.

Αφού έκλεισε ο Radio London, η εκπομπή Perfumed Garden συνέχισε ως μια στήλη που διατηρούσε ο Peel στην ανεξάρτητη εφημερίδα International Times, από το φθινόπωρο του 1967 μέχρι τα μέσα του 1969. Μέσα από τα άρθρα του έδειξε ότι υποστήριζε τα ιδανικά που προωθούσε η κοινότητα της ανεξάρτητης σκηνής (επονομαζόμενη "Underground"), αλλά όχι χωρίς κριτική ματιά. Κάποιοι επιμελείς αναγνώστες έφτιαξαν μια λίστα αλληλογραφίας που διευκόλυνε την επικοινωνία μεταξύ τους και έθεσε τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μικρών project τέχνης, διαδεδομένων εκείνη την εποχή, όπως το περιοδικό ποίησης "Sol". Αργότερα απομακρύνθηκε από τη συγκεκριμένη κοινότητα, όπως προχωρούσε η καριέρα του.

Αργότερα, όταν εργαζόταν στο BBC, προώθησε καλλιτέχνες όπως ο Ron Geesin και ο John Fahey, και έπαιξε για πρώτη φορά στο αέρα μουσική νέων βρετανών συγκροτημάτων όπως οι Family, Fairport Convention, Groundhogs, and Led Zeppelin. Οι εκπομπές του είχαν μεγάλη επιρροή στο στυλ πολλών μετέπειτα ρευμάτων της Ροκ μουσικής. Παρ’ όλο που απομακρύνθηκε σταδιακά από τα ιδανικά των hippies κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, το προσωπικό στυλ των εκπομπών του, που ανέπτυξε στη περίοδο του Perfumed Garden, παρέμεινε και μελλοντικά κέρδισε πολλές γενιές ακροατών.

Ο σταθμός Wonderful Radio London έκλεισε στις 14 Αυγούστου 1967, στις 3μμ, λίγο πριν μπει σε εφαρμογή ο νόμος "Marine Broadcasting Offences Act", ο οποίος απαγόρευε την εργασία βρετανών υπηκόων ως διαφημιστές, δημοσιογράφοι και ραδιοφωνικοί παραγωγοί σε σταθμούς εκτός συνόρων.

Καριέρα στο BBC[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

BBC Radio 1[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν έκλεισε ο Wonderful Radio London, ο Peel προσλήφθηκε στο νέο ποπ σταθμό του BBC, το BBC Radio 1, ο οποίος άρχισε να εκπέμπει ένα μήνα αργότερα. Σε αντίθεση με τον "Big L", το Radio 1 είχε και ζωντανές εκτελέσεις από ορχήστρες που ήταν στο στούντιο, εκτός από δίσκους. Δεν εξέπεμπε όλη την ημέρα αλλά λειτουργούσε μόνο όσο το BBC Radio 2 έπαιζε ελαφριά μουσική ή είχε δημοσιογραφικές εκπομπές. Ένα μέρος της επιτυχίας των πειρατικών σταθμών ήταν το γεγονός ότι έπαιζαν συνεχώς μουσική. Αντίθετα, το BBC περιοριζόταν από την Βρετανικό Συνδικάτο Μουσικών (UK Musician’s Union) και ένα κανόνα των δισκογραφικών εταιρειών, που ονομαζόταν «χρόνος βελόνας» (needle time). Στο The Perfumed Garden, ο Peel ήταν ελεύθερος ξεκινήσει την εκπομπή και να έχει πλήρη έλεγχο στο περιεχόμενο της, αλλά στο BBC ήταν υποχρεωμένος να κάνει την εισαγωγή μιας εκπομπής του Bernie Andrews η οποία λεγόταν Top Gear. Σύμφωνα με τον Peel:

ήμουν από τους πρώτους που προσέλαβαν στο Radio 1, και πιστεύω ότι αυτό έγινε γιατί ... οι υπεύθυνοι του Radio 1 δεν ήξεραν και πολλά για το τι έπρεπε να κάνουν και έτσι αναγκάστηκαν να πάρουν ανθρώπους από τα πειρατικούς σταθμούς στα πλοία, δεν υπήρχε κανένας άλλος.

Αρχικά ήταν υποχρεωμένος να μοιραστεί την παρουσίαση των εκπομπών με άλλους DJ’s (ανάμεσα τους και οι Pete Drummond και Tommy Vance) αλλά το Φεβρουάριο του 1968 πήρε τον πλήρη έλεγχο της εκπομπής "Top Gear", τον οποίο και κράτησε μέχρι την κατάργηση της, το 1975. Από εκεί και πέρα, όλες οι επόμενες εκπομπές του ονομαζόντουσαν απλά "The John Peel Show" και είχαν την ίδια περίπου μορφή.

Από την αρχή, ο Peel έδειξε το εκλεκτικό του γούστο για νέα και ενδιαφέρουσα μουσική. Θεωρείται κυρίως υπεύθυνος για τη γνωριμία των ακροατών του BBC με το Πανκ, τη Ρέγκε και το Hip-Hop. To 1973, έπαιξε στον αέρα και τις δύο πλευρές του δίσκου Tubular Bells του Mike Oldfield, και βοήθησε να εγκαθιδρυθεί η δισκογραφική εταιρεία Virgin του Richard Branson. Ήταν ο πρώτος βρετανός DJ που έπαιξε το ίδιο τραγούδι δύο φορές στη σειρά (το "Teenage Kicks" από τους The Undertones το 1978), αν και είχε ήδη παίξει κάποια τραγούδια περισσότερα από μια φορά στην ίδια εκπομπή πριν και μετά από αυτό το γεγονός. Ήταν μεγάλος υποστηρικτής του συγκροτήματος από το Μάντσεστερ The Fall, οι οποίοι έπαιξαν συνολικά 24 φορές ζωντανά στην εκπομπή του, συμπεριλαμβανομένων και των 60ών γενεθλίων του. Κάποτε, του άρεσε τόσο πολύ ένα άλμπουμ του γκρουπ Cocteau Twins που άφησε να παίξει μια ολόκληρη πλευρά του δίσκου, χωρίς διακοπή. Τα προχωρημένα, για την εποχή, γούστα του στη μουσική τον έφεραν σε αντιπαράθεση με άλλους, πιο συντηρητικούς, παραγωγούς του BBC, όπως ο Tony Blackburn και ο Simon Bates. Παρέμεινε ένας από τους μεγαλύτερους παράγοντες στην ανεξάρτητη μουσική σκηνή, τόσο στη Βρετανία, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, μέχρι το θάνατο του.

Το 1969, κατά τη διάρκεια της εκπομπής του Night Ride, ο Peel έπαιξε μια ανακοίνωση για ένα αφιέρωμα του BBC για το VD και παραδέχτηκε στον αέρα ότι πάσχει από μια σεξουαλικά μεταδιδόμενη ασθένεια. Αυτή η παραδοχή χρησιμοποιήθηκε το 1971 σε μια δίκη του περιοδικού OZ, για προσβολή της δημοσίας αιδούς, όπου τον είχαν καλέσει σαν μάρτυρα υπεράσπισης. Η ενάγουσα αρχή, χρησιμοποίησε την ασθένεια του για να απορριφθεί η κατάθεση. Ο δικαστής μάλιστα διέταξε να πεταχτεί ένα ποτήρι από το οποίο είχε πιει νερό ο Peel. Αργότερα, το BBC δραματοποίησε τη δίκη σε μια εκπομπή και ο Nigel Planer έπαιξε το ρόλο του Peel.

Η εκπομπή Night Ride («βραδινή βόλτα») φαινόταν ότι ήταν η φυσική συνέχεια του Perfumed Garden. Παιζόταν από τα μεσάνυχτα έως στις 1πμ και το BBC τη διαφήμιζε ως μια εξερεύνηση στο λόγο και τη μουσική. Περιείχε πολύ εκλεκτική μουσική, κυρίως ροκ, folk (π.χ. the Incredible String Band, the Young Tradition, John Renbourn, Davy Graham), blues (Mississippi Fred McDowell, Jo-Ann Kelly), μέχρι κλασσική μουσική (Albeniz, Dvorak, Penderecki, Messaien, Pachelbel). Ένα από τα μοναδικά στοιχεία της ήταν ότι ο Peel έπαιζε τραγούδια και εξωτική μουσική από την Ανατολή, τα οποία έβρισκε στα αρχεία ήχου του BBC. Τα πιο δημοφιλή από αυτά κυκλοφόρησαν σε μια συλλογή με τίτλο "John Peel's Archive Things" (1970). Επίσης, καλούσε διάφορους ποιητές της "beat" και "pop" σκηνής όπως οι Brian Patten, Carlyle Reedy, Adrien Henri (και το συγκρότημα του The Liverpool Scene), Adrian Mitchell, Christopher Logue και άλλοι, οι οποίοι διάβαζαν τα έργα τους στον αέρα. Έπαιρνε συνεντεύξεις από πολλούς και διάφορους φιλοξενούμενους, όπως ο Marc Bolan από τους Tyrannosaurus Rex (με τον οποίο ήταν φίλοι), τον δημοσιογράφο και μουσικό Mick Farren, τον ποιητή Pete Roche, τον τραγουδοποιό Bridget St. John, μέχρι μεγάλους αστέρες όπως τους Byrds, τους Rolling Stones και το John Lennon με τη Yoko Ono. Είχε καλεσμένο ακόμα και τον Hans Keller, τον επικεφαλής του BBC Radio 3. Τη νύχτα που πέθανε ο Robert Kennedy, είχε καλεσμένο ένα μοναχό, τον Dom Robert Petit Pierre, ο οποίος έκανε λειτουργία στον αέρα.

Η εκπομπή ήταν μέσο έκφρασης της δημιουργικής δραστηριότητας της ανεξάρτητης σκηνής. Η ηγεσία όμως του BBC δεν εκτιμούσε τη στάση της (εναντίον του κατεστημένου) και το γεγονός ότι ο παραγωγός της ήταν απρόβλεπτος στη συμπεριφορά του, και την κατήργησε 18 μήνες μετά, το Σεπτέμβριο του 1969. Στις σημειώσεις του δίσκου "Archive Things", ο Peel παραδέχεται ότι θα προτιμούσε να εργάζεται με τον ελεύθερο τρόπο της εκπομπής Night Ride, αλλά δε τα κατάφερε ποτέ ξανά στο μέλλον (αν και άλλοι σταθμοί, όπως ο Radio Geronimo, προσπάθησαν να μιμηθούν το ραδιόφωνο των hippies της Αμερικής). Ο προγραμματισμός του BBC ήταν τόσο περιοριστικός που από τότε αναγκάστηκε να επιστρέψει στον τρόπο παραγωγής που θα τον χαρακτήριζε από τότε στο Radio 1, δηλαδή η εναλλαγή δίσκων και ζωντανών παραστάσεων.

Θα μπορούσε κανείς να περιμένει ότι ο Peel θα νοσταλγούσε τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αφού τότε δημιούργησε το μεγαλύτερο μέρος της φήμης του. Όμως ισχύει το αντίθετο, καθώς δήλωνε ότι ένιωθε άβολα με τον τρόπο που τον αντιλαμβάνονταν οι hippies (“ένας μικρός πρίγκιπας”) και δεν δεχόταν το χαρακτηρισμό του “guru” που του είχαν αποδώσει στο ζενίθ της δημοτικότητας του. Ήταν πολύ εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τους περισσότερους ακροατές του, ή ότι οι τελευταίοι δεν γνώριζαν πολλά για τις δυσκολίες του πρώτου του γάμου. Παρ’ όλα αυτά, είχε πραγματικά μεγάλη πίστη στα ιδανικά του ρεύματος των hippies, και απογοητεύτηκε βαθύτατα όταν κάποιοι από τους ηγέτες της ανεξάρτητης σκηνής αποδείχτηκαν καριερίστες, οπορτουνιστές και τσαρλατάνοι (τα πικρά σχόλια του για τα τέλη της δεκαετίας του 1960 πρέπει να κριθούν με αυτήν την οπτική γωνία).

Η προσωπική του ζωή σταθεροποιήθηκε, μετά το χωρισμό του από την πρώτη του σύζυγο, και βρήκε φιλία υποστήριξη στην Sheila Gilhooly, στην οποία αναφερόταν, στον αέρα, ως «το γουρούνι» (λόγω του γέλιου της). Τελικά την παντρεύτηκε στις 31 Αυγούστου 1974. Η δεξίωση έγινε στο Regent’s Park του Λονδίνου και κουμπάρος ήταν ο John Walters, παραγωγός του Radio 1. Ο Peel φορούσε την κόκκινη στολή της ποδοσφαιρικής ομάδας Liverpool και αντί για το παραδοσιακό τραγούδι γάμου, ακουγόταν ο ύμνος της, το τραγούδι "You'll Never Walk Alone". Αντί για παρανυφάκια χρησιμοποίησαν τον Woggle, το τσοπανόσκυλο τους. Η σχέση του με την Sheila ήταν ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα της ζωής του. Πολλές φορές η εκπομπή του αναμεταδιδόταν από το σπίτι του στο Suffolk, το οποίο είχε ονομάσει "Peel Acres". Αυτές οι εκπομπές είχαν ένα σπιτικό αέρα, και συχνά καλούσε τη συμμετοχή ή απλά αναφερόταν στη σύζυγό του και τα παιδιά του, τους William, Tom, Alexandra (Danda) και Florence (Flossie).

Ο Peel έπαιξε πρώτος στον αέρα το τραγούδι "God Save the Queen", των Sex Pistols, το Δεκέμβριο του 1976. Είχε ήδη παίξει το "Anarchy in the UK", το οποίο ήταν απαγορευμένο από την ημερήσια λίστα τραγουδιών του BBC, ένα μήνα πριν. Το 1976 έπαιξε, για πρώτη φορά στην Βρετανία, το άλμπουμ του Bob Dylan Desire, αν και ο σταθμός Capital Radio είχε εξασφαλίσει την έγκριση του CBS για να το κάνει. Αφού απέκτησε ένα αντίγραφο, για να ξεπεράσει τον άλλο σταθμό, έπαιξε πρώτα όλη την πρώτη πλευρά και, μέχρι να αλλάξει πλευρά, έπαιξε ένα τραγούδι reggae. Το 2003, αγνοώντας για μια ακόμα φορά τους κανόνες των δισκογραφικών εταιρειών, έπαιξε τρία κομμάτια από το δίσκο των The White Stripes Elephant, πριν την επίσημη ημέρα κυκλοφορίας του, με αποτέλεσμα οι δικηγόροι της εταιρίας V2 να τον απειλούν με μηνύσεις.

Χρόνος εκπομπής (needle time)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα από τα πιο φημισμένα συστατικά των εκπομπών του Peel, ήταν τα λεγόμενα “Peel Sessions” (ηχογραφήσεις του Peel), τα οποία ήταν ένας περιορισμός που ο Peel κατάφερε να μετατρέψει σε ευκαιρία. Το BCC δεν είχε την άδεια να παίξει περισσότερο από ένα συγκεκριμένο αριθμό δίσκων («χρόνος βελόνας»), οπότε ήταν υποχρεωμένο να πληρώνει συγκροτήματα και ορχήστρες για να παράγουν διασκευές τραγουδιών που ήδη περιέχονταν σε άλμπουμ. Αυτό οφειλόταν στους περιορισμούς που είχαν επιβάλει το Βρετανικό Συνδικάτο Μουσικών και η εταιρεία Phonographic Performances Limited, η οποία εκπροσωπούσε τις δισκογραφικές εταιρείες που άνηκαν στο καρτέλ της EMI. Το σκεπτικό πίσω από αυτές τις πρακτικές ήταν ότι οι μουσικοί θα έβρισκαν πιο εύκολα δουλειά και οι ακροατές θα είχαν ένα λόγο παραπάνω να αγοράσουν τους δίσκους, αντί να ακούν τη μουσική δωρεάν από το ραδιόφωνο. Οι δισκογραφικές εταιρείας αποκαλούσαν «πειρατικούς» τους ραδιοφωνικούς σταθμούς που είχαν έδρα πλοία στα διεθνή ύδατα, γιατί λειτουργούσαν εκτός Βρετανικής νομικής ισχύος, οπότε δεν χρειαζόταν να υπακούν σε αυτούς τους περιορισμούς. Παρ’ όλα αυτά, ο Don Pierson, δημιουργός του Wonderful Radio London, δήλωσε σε μια συνέντευξη του ότι η EMI έστελνε αντιπροσώπους να παραδώσουν τους τελευταίους δίσκους στα κεντρικά του σταθμού στο Λονδίνο, ενώ την ίδια στιγμή καταδίκαζε τους πειρατικούς σταθμούς στον Τύπο. Στην ίδια συνέντευξη αποκαλύπτει ότι τελικά προειδοποίησε την EMI να σταματήσει αυτή την υποκρισία, αλλιώς θα αποκάλυπτε τις δραστηριότητες τους.

Το BBC είχε δικά του γκρουπ και ορχήστρες, αλλά χρησιμοποιούσε και τρίτους για να ηχογραφήσει μουσική που θα χρησιμοποιούσε στις εκπομπές των σταθμών του. Έτσι, ο Peel είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί με session μουσικούς για τις δικές του εκπομπές. Συνήθως, με αυτή τη διαδικασία, ηχογραφούσαν περίπου τέσσερα τραγούδια και έκαναν τη μίξη τους, κάθε μέρα. Το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν κάτι ανάμεσα σε μια ζωντανή εκτέλεση και μια κανονική ηχογράφηση για άλμπουμ. Πολλές από αυτές τις ηχογραφήσεις έχουν κυκλοφορήσει σε κανονικά άλμπουμ, κυρίως από την εταιρεία Strange Fruit. Πολλές εκπομπές περιείχαν ζωντανές παραστάσεις, κυρίως στο Maida Vale του Λονδίνου αλλά και στο καθιστικό του σπιτιού του στο Suffolk.

Ο Peel έπαιζε και παλιότερους δίσκους στις εκπομπές του, κυρίως σε δύο ενότητες:

  • "The Pig's Big 78": Η σύζυγος του Sheila επέλεγε ένα δίσκο γραμμοφώνου των 78 στροφών, τον οποίο έπαιζε στον αέρα.
  • "The Peelennium": Το 1999, αφιέρωσε τις τελευταίες εκατό εκπομπές του για να κάνει μια αναδρομή στη μουσική του 20ού αιώνα. Κάθε εκπομπή κάλυπτε ένα διαφορετικό έτος και ο Peel έπαιζε τέσσερις δίσκους που είχαν κυκλοφορήσει εκείνο το έτος και σχολίαζε τα κυριότερα γεγονότα της εποχής.

Πέρα από τα αμέτρητα γκρουπ που προώθησε, ο Peel υποστήριζε άσημους και ασυνήθιστους καλλιτέχνες, συνήθως στο πεδίο του προφορικού λόγου. Αν δεν υπήρχε η συμβολή του John Walters και του John Peel, είναι πιθανό ότι το έργο της Vivian Stanshall Sir Henry at Rawlinson End, δε θα είχε ακουστεί.

Κάθε χρόνο, ο Peel συνήθιζε να παίζει το Festive Fifty, μια λίστα πενήντα τραγουδιών που είχαν ψηφίσει οι ακροατές. Σε αντίθεση με το συνήθως εκλεκτικό περιεχόμενο των εκπομπών του, η λίστα πολλές φορές περιείχε τραγούδια που δεν του άρεσαν («λευκά αγοράκια με κιθάρες», σύμφωνα με τον ίδιο). Αυτό, πολλές φορές τον ενοχλούσε, και το 1991 έφτασε στο σημείο να αποφασίσει να μην παίξει τη λίστα. Χρόνια αργότερα, έπαιξε τη λίστα αλλά με ρυθμό ενός τραγουδιού ανά εκπομπή, με πρώτο στη λίστα το "Smells Like Teen Spirit" των Nirvana. Το 1997 η λίστα περιείχε μόνο τριάντα ένα τραγούδια.

Η εκπομπή του Peel ήταν το μοναδικό μέρος στο Radio 1 που οι ακροατές μπορούσαν να ακούσουν happy hardcore, στο οποίο τον είχαν μυήσει τα παιδιά του. Υπάρχει μάλιστα και ένα τραγούδι του CLSM, που λέγεται "John Peel is Not Enough", όπου ο καλλιτέχνης δηλώνει την επιθυμία του για μεγαλύτερη αναγνώριση από το κοινό. Ο Peel εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που το έπαιξε αρκετές φορές, και αφιέρωσε μια ολόκληρη εκπομπή του στο είδος, ελπίζοντας να δημιουργηθεί μια ξεχωριστή εκπομπή ειδικά για αυτό. Επίσης, προώθησε πολλά διαφορετικά μουσικά είδη, από τη reggae έως το death metal.

Πολλά συγκροτήματα και καλλιτέχνες από πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη και δεκαετίες, χρωστούν στο Peel το ξεκίνημα ή τις εκάστοτε ωθήσεις που έδωσε στις καριέρες τους. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται οι T-Rex, David Bowie, The Faces, Bolt Thrower, Sex Pistols, The Slits, Siouxsie and the Banshees, Pink Floyd, The Clash, Napalm Death, The Undertones, Buzzcocks, The Cure, Joy Division, Six By Seven, Def Leppard, Pulp, Ash, Orbital, The Smiths, FSK και The White Stripes. Ήταν τόσο φημισμένος ότι μπορεί να βγάλει καλλιτέχνες από την αφάνεια και να τους εξασφαλίσει συμβόλαιο, που το 1983, ο Billy Bragg άκουσε στο ραδιόφωνο τον Peel να λέει ότι πεινάει και του έφερε ένα μανιτάρι biryani και ένα αντίτυπο του δίσκου του. Ο Peel έπαιξε το δίσκο του και στην ουσία ξεκίνησε την καριέρα του.

Ο Peel παρέμεινε στο Radio 1 για 37 χρόνια, μέχρι το θάνατο του το 2004. Σε αυτή τη περίοδο, περισσότεροι από 2000 μουσικοί έκαναν τουλάχιστον 4000 session ηχογραφήσεις για την εκπομπή του [1]. Το τελευταίο τραγούδι που ηχογραφήθηκε με αυτόν τον τρόπο, για την τελευταία του εκπομπή, ήταν το "Time 4 Change" από το άλμπουμ No One's Listening Anymore (από τον καλλιτέχνη Klute).

BBC World Service και εκπομπές στο εξωτερικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εκτός από την εκπομπή του στο Radio 1, είχε συνεργαστεί σαν DJ με το BBC World Service, 30 χρόνια στη Ραδιοφωνική Υπηρεσία των Βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων (British Forces Broadcasting Service, BFBS, σε μια εκπομπή με τίτλο John Peel´s Music on BFBS), στο VPRO Radio3 στην Ολλανδία, στο YLE Radio Mafia στη Φινλανδία, στον Ö3 στην Αυστρία (Nachtexpress), και στα Radio 4U, Radio Eins (Peel ...), Radio Bremen (Ritz) καθώς και σε κάποιους ανεξάρτητους ραδιοφωνικούς σταθμούς στα περίχωρα του Αμβούργου στη Γερμανία. Το κοινό του μεγάλωσε τα τελευταία χρόνια, καθώς συμπεριέλαβε ακροατές από όλο τον κόσμο που άκουγαν τις εκπομπές του μέσω internet. Λόγω των εκπομπών του στο BFBS, αναδείχτηκε καλύτερος DJ στην Ευρώπη, σε μια ψηφοφορία στη Γερμανία.

BBC Τηλεόραση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Περιστασιακά παρουσίαζε την τηλεοπτική εκπομπή Top of the Pops στο BBC1 από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1990. Σε αντίθεση με άλλους παρουσιαστές, συνήθιζε να κάνει καυστικά σχόλια για τους καλλιτέχνες και τα τραγούδια που φιλοξενούσε στην εκπομπή. Για παράδειγμα, είπε για τους George Michael και Aretha Franklin και το τραγούδι τους "I Knew You Were Waiting For Me":

"Aretha Franklin – αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να κάνει οποιαδήποτε σαχλαμάρα να ακούγεται μια χαρά. Και πιστεύω ότι μόλις το έκανε."

Το 1971, αντί για παρουσιαστής, εμφανίστηκε σαν μουσικός, μαζί με τον Rod Stewart και τους The Faces, υποδυόμενος ότι παίζει μαντολίνο στο τραγούδι "Maggie May."

Ο Peel, επειδή ήταν ο πιο ανώτερος στην ιεραρχία από την ομάδα των DJ που ασχολιόντουσαν με την ανεξάρτητη σκηνή, ήταν ο κυρίως παρουσιαστής του BBC για την κάλυψη του φεστιβάλ μουσικής του Γκλάστονμπέρυ.

Το 1996 ήταν το κυρίως θέμα του "This Is Your Life", μιας βιογραφικής εκπομπής του BBC.

Δισκογραφικές εταιρείες Dandelion Records και Strange Fruit[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1969, ο Peel ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Dandelion Records (πήρε το όνομα του κατοικίδιου του, ένα ινδικό χοιρίδιο) προκειμένου να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο άλμπουμ της Bridget St John, στο οποίο έκανε και την παραγωγή. Η συγκεκριμένη εταιρεία κυκλοφόρησε τελικά 27 άλμπουμ από 18 διαφορετικούς καλλιτέχνες και κήρυξε πτώχευση το 1972. Δεν έκανε ποτέ μεγάλη επιτυχία, με την εξαίρεση ενός δίσκου από τους Medicine Head, που κατάφερε να μπει στα charts. Σύμφωνα με τον Peel,

Ποτέ δε ήταν οικονομική επιτυχία. Στην ουσία, χάσαμε χρήματα, σε κάθε κυκλοφορία που κάναμε εκτός από μια. Μου άρεσε πολύ αλλά το έκανα για την ευχαρίστηση μου. Θα χάναμε πολύ περισσότερα λεφτά αν δεν είχα συνέταιρο, πρέπει να το παραδεχτώ... Μου άρεσε να έχω δισκογραφική εταιρεία. Μου έδινε την ευκαιρία να κυκλοφορήσω πράγματα που μου άρεσαν, εκείνη την εποχή, χωρίς να χρειάζεται να ανησυχώ αν θα γινόταν οικονομική επιτυχία. Ποτέ δεν ήμουν επιχειρηματίας.

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο Peel ίδρυσε την εταιρεία Strange Fruit, μαζί με τον Clive Selwood, προκειμένου να κυκλοφορήσει υλικό από τα Peel Sessions του BBC.

Οικογενειακή κατάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στη δεκαετία του 1970, ο Peel και η σύζυγός του Sheila μετακόμισαν σε ένα αγροτόσπιτο, σε ένα μικρό χωριό κοντά στο Stowmarket του Suffolk, για να ξεκινήσουν την οικογένεια τους. Το αγρόκτημα είχε έκταση περίπου 32.000m² και είχε πάρει το όνομα Peel Acres. Εκεί αποθήκευσε τη συλλογή με τους εκατοντάδες χιλιάδες δίσκους του, χρησιμοποιώντας στάβλους και αχυρώνες. Αργότερα δημιούργησε και στούντιο και έκανε πολλές εκπομπές από εκεί.

Ο Peel και η Sheila έκαναν 4 παιδιά: τον William, την Alexandra, τον Thomas και την Florence. Λόγω της αγάπης που είχε για την ποδοσφαιρική ομάδα του Λίβερπουλ, έδωσε σε καθένα από τα παιδιά του μεσαία ονόματα που είχαν σχέση με την ομάδα: Shankly, Anfield and Dalglish.

Τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Peel φάνηκε να ηρεμεί λίγο. Από το 1995 μέχρι το 1997, παρουσίαζε μια εκπομπή για παιδιά που λεγόταν Offspring, (Απόγονος) στο Radio 4. Το 1998, το Offspring μετατράπηκε σε εκπομπή-ντοκιμαντέρ grew με τίτλο Home Truths (Αλήθειες για το σπίτι), που είχε ως θέμα την καθημερινή ζωή βρετανικών οικογενειών. Όταν ξεκίνησε την εκπομπή, ζήτησε να μην έχει ποτέ διάσημους καλεσμένους, γιατί θεωρούσε ότι οι πραγματικές ιστορίες ήταν πολύ πιο ψυχαγωγικές. Ο John Walters, ο οποίος αντικατέστησε μερικές φορές τον Peel, για να περιγράψει την εκπομπή έλεγε ότι "ασχολείται με ανθρώπους που έχουν ψυγεία μάρκας Renfrewshire". Επίσης, συμμετείχε και στην κωμική εκπομπή του BBC Two Grumpy Old Men, η οποία είχε ως θέμα τον εκνευρισμό που προκαλεί η καθημερινότητα.

Ο Peel δούλεψε επίσης και σαν αφηγητής τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, για παράδειγμα στο A Life of Grime του BBC One, και χρησιμοποίησε τη φωνή του για διαφημίσεις, αν και αρνιόταν να διαφημίσει προϊόντα που δεν χρησιμοποιούσε ο ίδιος.

Βραβεια και διαπιστεύσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Peel ψηφίστηκε 11 φορές DJ της χρονιάς, από το περιοδικό Melody Maker. Πήρε το βραβείο του Καλύτερου Παρουσιαστή του 1993 από την εταιρεία Sony, το Godlike Genius Award από το περιοδικό NME το 1994, το Χρυσό Βραβείο της Sonyτο 2002 και είναι μέλος του Radio Academy Hall of Fame. Στα βραβεία του NME το 2005 (μετά το θάνατο του) πήρε το βραβείο του Ήρωα της Χρονιάς. Επίσης του έδωσαν και ένα ειδικό βραβείο για την προσφορά του στη μουσική ("Lifelong Service To Music"). Στην ίδια τελετή, θεσπίστηκε το βραβείο John Peel για πρωτοποριακούς καλλιτέχνες, το οποίο κέρδισε το συγκρότημα The Others.

Πήρε πολλούς τιμητικούς τίτλους, όπως πιστοποιητικό MA από το Πανεπιστήμιο Ανατολικής Αγγλίας, Διδακτορικά (Anglia Polytechnic University και Sheffield Hallam University), διάφορες εύφημες μνείες (University of Liverpool, Open University, University of Portsmouth, University of Bradford) και έδρα διδασκαλίας στο Liverpool John Moores University.

Το 1998 πήρε τον τίτλο OBE, για τις υπηρεσίες του για τη Βρετανική μουσική. Τον ίδιο χρόνο πήρε την 47η θέση σε μια ψηφοφορία του περιοδικού Cosmopolitan.

Το 2002, το BBC έκανε μια ψηφοφορία για την ανάδειξή των 100 σημαντικότερων Βρετανών όλων των εποχών (). Ο Peel πήρε την 43η θέση, το οποίο ήταν πολύ σημαντικό επίτευγμα για ένα ραδιοφωνικό παραγωγό.

Τον Απρίλιο του 2003 ο εκδοτικός οίκος Transworld κατάφερε να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της αυτοβιογραφίας του Peel, προς 1.6 εκατομμύρια λίρες. Για να τα καταφέρουν, έβαλαν μια αγγελία σε μια εφημερίδα, η οποία αναφερόταν μόνο στον Peel. Η αυτοβιογραφία δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι το θάνατο του, και την ανέλαβαν η σύζυγος του Sheila και ο Ryan Gilbey, ένας δημοσιογράφος. Είχε τίτλο Margrave Of The Marshes και εκδόθηκε στις 17 Οκτωβρίου του 2005.

Η κατάσταση της υγείας του τα τελευταία χρόνια και ο θάνατος του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To 2001, ο Peel διαγνώστηκε ότι πάσχει από διαβήτη. Δύο εβδομάδες πριν το θάνατο του, εκμυστηρεύτηκε στον φίλο και συνάδελφο του Andy Kershaw ότι η αλλαγή της ώρας έναρξης της εκπομπής από τις 10πμ στις 11πμ, το καλοκαίρι του 2004, τον στενοχώρησε γιατί ένιωθε ότι ήταν στο περιθώριο και ότι δεν εκτιμούσαν τη δουλειά του.

Ο Peel πέθανε στην ηλικία των 65 χρονών από καρδιακή προσβολή στις 25 Οκτωβρίου του 2004, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού στην πόλη Cuzco των Ίνκα, στο Περού. Λίγο μετά την ανακοίνωση του θανάτου του, άρχισαν να καταφθάνουν συλλυπητήρια μηνύματα από θαυμαστές του, διάσημους και μη. Ανάμεσα στους πρώτους που υπέβαλαν τα σέβη τους ήταν διάσημα βρετανικά συγκροτήματα όπως οι Blur, οι Oasis και οι New Order, καθώς και ο πρωθυπουργός Τόνι Μπλαιρ.

Στις 26 Οκτωβρίου του 2004, το Radio 1 άδειασε το πρόγραμμα του για να εκπέμψει μια μέρα φόρο τιμής στον Peel, ενώ το BBC Three πρόσθεσε τη φράση «αφιερωμένο στον John Peel», κάτω την επιγραφή του σταθμού, στην τηλεοπτική οθόνη. Στο φεστιβάλ του Glastonbury, η σκηνή που φιλοξενούσε τα νέα συγκροτήματα άλλαξε όνομα από 'The New Tent' σε 'The John Peel Stage'.

Ο ίδιος ο Peel μιλούσε στωικά για το θάνατο του. Κάποτε, στην τηλεοπτική του εκπομπή Room 101, είπε:

Πάντα φανταζόμουν ότι θα πεθάνω οδηγώντας το αυτοκίνητο μου στο πίσω μέρος ενός φορτηγού, προσπαθώντας να διαβάσω την επιγραφή μιας κασέτας, και οι άνθρωποι θα λέγανε «θα ήθελε και ο ίδιος να πεθάνει με αυτόν τον τρόπο». Λοιπόν, θα ήθελα να τους ξεκαθαρίσω ότι δε θέλω να πεθάνω έτσι.

Κάποτε είχε πει ότι αν πέθαινε πριν από τον παραγωγό της εκπομπής του John Walters, θα ήθελε από αυτόν να παίξει το τραγούδι του Roy Harper "When an Old Cricketer Leaves the Crease." Αν ο Walters πέθαινε πριν από τον Peel (όπως και έγινε, πέθανε 2001), τότε έπρεπε ο Andy Kershaw να ολοκληρώσει την εκπομπή για τη μνήμη του Peel με αυτό το τραγούδι. Μια άλλη φορά, ο Peel είχε δηλώσει ότι θέλει να τον θυμούνται με ένα τραγούδι γκόσπελ.

Η κηδεία του έγινε στις 12 Νοεμβρίου του 2004, στο Bury St Edmunds του Suffolk, και παρευρέθηκαν περισσότερα από χίλια άτομα, ανάμεσα τους πολλοί από τους καλλιτέχνες που είχε προωθήσει μέσα από τις εκπομπές του. Ο αδερφός του, Alan Ravenscroft, και ο DJ Paul Gambaccini είπαν λίγα λόγια και η κηδεία τελείωσε με τον ίδιο τον Peel να μιλάει για τη ζωή του μέσα από αποσπάσματα από εκπομπές του. Το φέρετρο του μεταφέρθηκε υπό τον ήχο του αγαπημένου του τραγουδιού, το "Teenage Kicks" από τους The Undertones. Το 2001, ο Peel είχε πει σε μια συνέντευξη στην εφημερίδα Guardian ότι εκτός από το όνομα του, το μόνο πράγμα που ήθελε να αναγράφει η ταφόπλακα του, ήταν ο στίχος "Teenage dreams, so hard to beat," από τους στίχους του συγκεκριμένου τραγουδιού. [2].) Μετά την δημόσια κηδεία έγινε μια ιδιωτική λειτουργία για την οικογένεια.

Ημέρα John Peel[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 13 Οκτωβρίου του 2005 έγινε η πρώτη “Ημέρα John Peel”, κυρίως στη Βρετανία, αλλά και σε άλλες χώρες του κόσμου, όπως στο Καναδά και τη Νέα Ζηλανδία. Το BBC παρότρυνε όσα περισσότερα συγκροτήματα και καλλιτέχνες να κάνουν ζωντανές εμφανίσεις. Εκείνη την ημέρα έγιναν περισσότερες από 500 παραστάσεις από αγαπημένα συγκροτήματα του Peel όπως οι New Order (ο Feargal Sharkey των The Undertones έκανε την παρουσίαση τους) και οι The Fall, καθώς και πολλά άγνωστα γκρουπ χωρίς συμβόλαια με εταιρεία διανομής.

Η ημέρα είχε ανακοινωθεί από τον Αύγουστο, και ο Andy Parfitt, επικεφαλής του BBC Radio 1 είχε πει: "Η ημέρα John Peel έχει σκοπό να γιορτάσουμε την προσφορά του John και το πάθος του για τη μουσική."

Το BBC σκοπεύει να κάνει την Ημέρα John Peel ένα ετήσιο γεγονός, αλλά έχει δεχτεί κριτική από ανθρώπους που πιστεύουν ότι η κάλυψη από τον Τύπο είναι δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με το πόσο δημοφιλής ήταν η εκπομπή του όσο ζούσε. Επίσης, έγιναν αρνητικά σχόλια για τον τρόπο οργάνωσης της ημέρας και για το φιλανθρωπικό δίσκο single που κυκλοφόρησε, γιατί έδινε μεγάλο βάρος σε ήδη γνωστούς καλλιτέχνες, αντί για νέους και άγνωστους μουσικούς, όπως συνήθιζε άλλωστε και ίδιος ο Peel.

Στις 17 Οκτωβρίου 2005 κυκλοφόρησε ένα διπλό CD φόρος τιμής στον Peel. Για τη λίστα με τα τραγούδια που περιέχονται σε αυτό, δείτε τη σελίδα συζήτησης.

Πηγές Πληροφοριών[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τα περισσότερα από τα παραπάνω σχόλια του Peel προέρχονται από ένα μεγάλο άρθρο για τη ζωή του μέχρι το 1984, που έγραψε ο ίδιος. Δημοσιεύτηκε το 1984 ως απόσπασμα μιας ιστορικής αναδρομής στο πειρατικό ραδιόφωνο, στο βιβλίο Pirate Radio: Then and Now από τους Stuart Henry και Mike von Joel. Blandford Press, Dorset, UK. ISBN 0-7137-1497-2
  • Οι πληροφορίες για τα Radio London, τις εκπομπές Perfumed Garden, Top Gear και Night Ride, καθώς και τις αρχές της καριέρας του στο Radio One είναι διαθέσιμες στο βιβλίο του Robert Chapman, "Selling the Sixties" (Routledge, 1991)
  • Η περιγραφή του Don Pierson για το ρόλο που έπαιξε η EMI στο "needle time" ενώ εφοδίαζε τους πειρατικούς σταθμούς όπως τον Wonderful Radio London με δωρεάν δίσκους, περιέχεται στο βιβλίο Mass Media Moments in the United Kingdom, the USSR and the USA, του Eric Gilder - "Lucian Blaga" University of Sibiu Press, Romania. 2003 - ISBN 973-651-596-6
  • Margrave of the Marshes, John Peel & Sheila Ravenscroft, Bantam Press, 2005. ISBN 0593052528

Ενδιαφέρουσες πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ο Peel ήταν μεγάλος υποστηρικτής της ποδοσφαιρικής ομάδας Liverpool Football Club. Μετά την τραγωδία του Hillsborough, ξεκίνησε την εκπομπή του με το "You'll Never Walk Alone" (ύμνος της ομάδας), σε γκόσπελ διασκευή από την Aretha Franklin.
  • Ο Peel κάποτε έβγαλε μια πέτρα από τα νεφρά του σε ένα φοιτητικό πάρτι και την έβαλε σε πλειστηριασμό λίγα λεπτά αργότερα.
  • Όταν πήγαινε ρούχα για πλύσιμο σε εταιρείες, χρησιμοποιούσε ψευδώνυμα, όπως "Eddie Lee Beppaux" και "Jack Frobisher".
  • Το τελευταίο γκρουπ που έκανε Peel session ήταν οι Hot Snakes, στα στούντιο Maida Vale στις 14 Οκτωβρίου του 2004. Η ηχογράφηση κυκλοφόρησε αργότερα σαν δίσκος 7 ιντσών.
  • Το 1990 εμφανίστηκε στην εκπομπή Desert Island Discs (δίσκοι σε έρημο νησί), και επέλεξε τα ακόλουθα:
  • Από όλα αυτά, μόνο το "Teenage Kicks" των Undertones βρισκόταν στο κουτί με τα 142 single [3] που είχε δηλώσει ότι θα διέσωζε από το σπίτι του, αν αυτό καιγόταν. [4]
  • Ήταν μεγάλος υποστηρικτής του διαγωνισμού Eurovision. Επίσης του άρεσε η Sheena Easton και έπαιζε συχνά το τραγούδι της "9 to 5" σε παραστάσεις του.
  • Ο Peel κυκλοφόρησε μόνο ένα άλμπουμ με επιλογές τραγουδιών, το Fabric Live 07.
  • Στο Spalding Flower Parade μια τουλίπα πήρε το όνομα του, για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Τα έσοδα διατέθηκαν για την ενίσχυση παιδικών οργανώσεων και συγκροτημάτων που έκαναν μουσικές παραστάσεις. [5]. Επίσης στην παρέλαση θα υπάρχει και ένα άρμα προς τιμή του, το οποίο θα δημιουργήσει ο τοπικός ραδιοφωνικός σταθμός Tulip Radio.
  • Στο The Wasp Factory, ένας κεντρικός χαρακτήρας, ο Iain Banks, είναι φανατικός θαυμαστής του John Peel.
  • Ο Michael Angelis διάβασε τη ραδιοφωνική έκδοση της βιογραφίας του, Margrave of the Marshes, γιατί η φωνή έμοιαζε πάρα πολύ με αυτή του Peel.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επίσημες ιστοσελίδες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Συνεντεύξεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βιογραφικά σημειώματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άρθρα-φόροι τιμής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λοιπές Πληροφορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

-->


Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά, Αγγλικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 27  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/John-Peel. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. (Αγγλικά) Find A Grave. 33160597. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. news.bbc.co.uk/1/hi/entertainment/3955289.stm.
  5. (Αγγλικά) Library of Congress Authorities. Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου. no2005075896. Ανακτήθηκε στις 22  Μαρτίου 2020.
  6. «Peel's child rape revelation praised by campaigners». Ανακτήθηκε στις 26 Αυγούστου 2006.