Τζαμιάτ-ε Ισλαμί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ισλαμική Κοινωνία
جمعیت اسلامی افغانستان
ΗγέτηςΣαλαχουντίν Ραμπανί
ΙδρυτήςΜπουρχανουντίν Ραμπανί
Ίδρυση1972
ΈδραΚαμπούλ, Αφγανιστάν
Ιδεολογία
Πολιτικό φάσμακεντροδεξιά
ΘρησκείαΙσλάμ
Έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων
23 / 249
Έδρες στη Γερουσία
0 / 102
Σημαία κόμματος
Πολιτικό σύστημα Αφγανιστάν
Πολιτικά κόμματα
Εκλογές

Το Τζαμιάτ-Ε-Ισλαμί (ή αλλιώς Τζαμιατί Ισλαμί, περσικά: جمعیت اسلامی افغانستان‎‎, «Ισλαμική Κοινωνία»), γνωστό και με τη συντομευμένη μορφή Τζαμιάτ, είναι μουσουλμανικό πολιτικό κόμμα στο Αφγανιστάν. Πρόκειται για το παλαιότερο μουσουλμανικό πολιτικό κόμμα στο Αφγανιστάν, το οποίο ιδρύθηκε αρχικά ως φοιτητικός πολιτικός σύλλογος στο πανεπιστήμιο της Καμπούλ. Η πλειοψηφία των μελών του κόμματος είναι Τατζίκοι του βόρειου και δυτικού Αφγανιστάν. Έχει κοινοτιστική ιδεολογία βασισμένη στον ισλαμικό νόμο. Κατά τη διάρκεια του Σοβιετοαφγανικού πολέμου και του μετέπειτα εμφύλιου πολέμου του Αφγανιστάν κατά της κομμουνιστικής κυβέρνησης, το Τζαμιάτ-ε Ισλαμί ήταν μία από τις ισχυρότερες ομάδες μουτζαχεντίν. Ο Μπουρχανουντίν Ραμπανί ηγήθηκε του κόμματος (συμπεριλαμβανομένων των προδρόμων του) από το 1968 έως το 2011 και διετέλεσε Πρόεδρος του Ισλαμικού Κράτους του Αφγανιστάν από το 1992 έως το 2001 (εξόριστος από το 1996).[1]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρώτα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Τζαμιάτ «εμφανίστηκε» το 1972 ανάμεσα «στις άτυπες ισλαμικές ομάδες που υπήρχαν από τη δεκαετία του 1960». Με επικεφαλής τον Μπουρχανουντίν Ραμπανί, καθηγητή ισλαμικής θεολογίας στο πανεπιστήμιο της Καμπούλ, είχε ως έμπνευση τον Αμπούλ Αλά Μαουντούντι και το Τζαμάατ-ε-Ισλάμι Πακιστάν.[2] Όταν διατάχθηκε η σύλληψη του Ραμπανί από τον Μοχάμεντ Νταούντ Χαν το 1973, ο Ραμπανί διέφυγε στο Πακιστάν όπου αρχικά φιλοξενήθηκε από το Τζαμάατ-ε-Ισλάμι.[2] (Αργότερα το Τζαμιάτ έχασε την υποστήριξη του Τζαμάατ-ε-Ισλάμι από το πιο ακραίο Χεζμπ-ι Ισλαμί.[3])

Στο Πακιστάν, ο καθηγητής Ραμπανί συγκέντρωσε σημαντικές προσωπικότητες και συνέχισε να σχεδιάζει το κόμμα. Ο Σαγιέντ Νουρουλάχ Εμάντ, ο οποίος ήταν τότε μουσουλμάνος φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Καμπούλ, έγινε γενικός γραμματέας του και αργότερα ο αναπληρωτής επικεφαλής. Μερικά από τα εξέχοντα μέλη του ήταν οι Ουστάντ Ζαμπιμπουλάχ, Αχμάντ Σαχ Μασούντ, Ισμαΐλ Χαν, Ατά Μουχαμάντ Νουρ, Μουλάχ Νακίμπ και Φαζλουλάχ Μοτζαντεντί. Ο Αχμάντ Σαχ Μασούντ διοικούσε την στρατιωτική πτέρυγα του κόμματος.[4]

Διάσπαση Μασούντ–Χεκματυάρ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Αχμάντ Σαχ Μασούντ και ο Γκουλμπουντίν Χεκματυάρ ήταν οι πρώτοι ακόλουθοι του Ραμπανί, φοιτητές του πανεπιστημίου της Καμπούλ εκείνη περίοδο. Ο Χεκματυάρ απομακρύνθηκε από το Τζαμιάτ το 1976 για να ιδρύσει το δικό του κόμμα: Χεζμπ-ε Ισλαμί.[5]

Οι δύο αυτές ομάδες σχημάτισαν τις δύο κύριες τάσεις του ισλαμικού κινήματος στο Αφγανιστάν και, μετά το πραξικόπημα του Απριλίου του 1978 και τη βιαιότητα του εισβάλλοντας Σοβιετικού Στρατού, τις δύο ισχυρότερες ομάδων μουντζαχεντίν στο Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1980.[6]

Τζαμιάτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ραμπανί και το Τζαμιάτ τάχθηκαν υπέρ της «οικοδόμησης ενός κινήματος με ευρεία βάση το οποίο θα δημιουργούσε λαϊκή υποστήριξη», μια σταδιακή στρατηγική διείσδυσης της κοινωνίας και της κρατικής μηχανής για την ανάληψη της εξουσίας.[7] Το Τζαμιάτ κυριαρχούνταν από Τατζίκους, αλλά είχε μεγαλύτερη «φυλετική και περιφερειακή διατομή» από τις άλλες ομάδες[6] και επιθυμούσε να αναζητήσει «κοινό έδαφος» με μη ισλαμιστές.[3] Κέρδισε την κυριαρχία λόγω της επιτυχίας που σημείωσε στο πεδίο της μάχης ο Αχμάντ Σαχ Μασούντ.[3]

Χεζμπ-ι Ισλαμί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Χεζμπ-ι Ισλαμί κυριαρχούνταν σε συντριπτικό βαθμό από Γκιλζάι Παστούν και υποστηριζόταν από τον Πακιστανό πρόεδρο Μουχάμαντ Ζία-Ουλ-Χακ.[6] Ο ηγέτης του, Χεκματυάρ, ήταν «αμείλικτα εχθρικός σε οποιαδήποτε μορφή συμβιβασμού»[3] ευνοώντας τις βίαιες ένοπλες συγκρούσεις.[8] Ως εκ τούτου, το Χεζμπ-ι Ισλαμί, αντί του Τζαμιάτ, ήταν αυτό που κέρδισε την υποστήριξη της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, του Τζαμάατ-ε-Ισλάμι Πακιστάν και των δικτύων της Σαουδικής Αραβίας.

Σοβιετική εισβολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν το 1979, ο Μασούντ οργάνωσε ομάδα μουτζαχεντίν στην επαρχία Παρβάν για να πολεμήσει εναντίον της κομμουνιστικής κυβέρνησης και των σοβιετικων συμμάχων της. Αυτή η ομάδα ενισχύθηκε για να αποκτήσει τον έλεγχο πολλών επαρχιών και περιελάμβανε χιλιάδες μαχητές. Ο Σοβιετικός Στρατός ξεκίνησε μια σειρά σημαντικών επιθέσεων για να προσπαθήσει να καταστρέψει τις δυνάμεις τους, αλλά δεν μπόρεσε να ανακάμψει την πληθώρα των ανδρών του Μασούντ.[9]

Μάχες μεταξύ Τζαμιάτ και Χεζμπ-ι Ισλαμί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την απόσυρση των σοβιετικών στρατευμάτων το 1989, οι ομάδες των μουτζαχεντίν συνέχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις. Ωστόσο, πολέμησαν επίσης και μεταξύ τους: τον Ιούνιο του 1990, οι μάχες μεταξύ του Τζαμιάτ και του Χεζμπ του Γκουλμπουντίν στο Λογκάρ και στο Παρβάν προκάλεσαν εκατοντάδες απώλειες για κάθε πλευρά.[6]

1992–2001[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1992 η κομμουνιστική κυβέρνηση κατέρρευσε εξ ολοκλήρου. Οι δυνάμεις του Τζαμιάτ ήταν μεταξύ των πρώτων που εισήλθαν στην Καμπούλ. Εν τω μεταξύ, μια συμφωνία ειρήνης και διαμοιρασμού της εξουσίας μεταξύ των ηγετών των πολιτικών κομμάτων του Αφγανιστάν οδήγησε σε μια δειλή συμφωνία για τον διορισμό του Μπουρχανουντίν Ραμπανί, ο οποίος είχε περάσει τον εμφύλιο πόλεμο εξόριστος, στη θέση του μεταβατικού προέδρου. Η ειρηνευτική συμφωνία ονομάστηκε Συμφωνία της Πεσαβάρ.

Ο Γκουλμπουντίν Χεκματυάρ, ωστόσο, δεν υποστήριξε την ειρηνευτική συμφωνία παρά το γεγονός ότι του προσφέρθηκε επανειλημμένα η θέση του πρωθυπουργού. Στη συνέχεια, το Χεζμπ-ι Ισλαμί επιτέθηκε στη νέα μεταβατική κυβέρνηση και στην πρωτεύουσα της Καμπούλ με δεκάδες χιλιάδες ρουκέτες. Καθώς οι ομάδες Χεζμπ-ι Βαχντάτ και Ιττιχάντ-ι Ισλαμί ξεκίνησαν έναν δεύτερο πόλεμο το 1992 και το Τζουνστ-ι Μιλί του Ντοστούμ συνεργάστηκε με τον Χεκματυάρ το 1994, η Καμπούλ έγινε πεδίο μάχης ενός οδυνηρού πολέμου με τεράστιες απώλειες αμάχων και καταστροφή μεγάλου μέρους της πόλης. Το 1995, το Ισλαμικό Κράτος του Αφγανιστάν μαζί με τις δυνάμεις του Τζαμιάτ διατήρησε τον έλεγχο της Καμπούλ, απωθώντας συνασπισμό του Χεζμπ-ι Ισλαμί του Χεκματυάρ, του Χιζμπ-ι-Βαχντάτ και του Τζουμπίσ-ι-Μιλί Ισλαμί του Αμπντούλ Ρασίντ Ντοστούμ.[10]

Μέχρι το 1995, οι Ταλιμπάν, οι οποίοι είχαν καταλάβει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους του νότιου Αφγανιστάν με σχετική ευκολία σε σχέση το προηγούμενο έτος, κινήθηκαν προς την Καμπούλ. Το Τζαμιάτ απέρριψε τις απαιτήσεις των Ταλιμπάν και τους ζήτησε να παραδοθούν ενώ οι Ταλιμπάν απέρριψαν την προσφορά του Τζαμιάτ για να συμμετάσχουν σε ειρηνευτική πολιτική διαδικασία η οποία θα οδηγούσε σε προεδρικές εκλογές. Τον Μάρτιο του 1995, ο Μασούντ προκάλεσε την πρώτη μεγάλη απώλεια στους Ταλιμπάν, ωστόσο, με τη βοήθεια της υποστήριξης της Σαουδικής Αραβίας και του Πακιστάν, ανασυντάχθηκαν και ξεκίνησαν αντεπίθεσή τους στα μέσα του 1996. Ο Μασούντ διέταξε την υποχώρηση των στρατευμάτων του ανάμεσα σε αυτά, και του Τζαμιάτ, για να αποφύγει επιπλέονν αιματοκύλισμα.[11]

Μετά την κατάληψη της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν, οι μεγάλες φατρίες των μουτζαχεντίν άφησαν τις έριδές τους και δημιούργησαν το Ηνωμένο Ισλαμικό Μέτωπο για τη Σωτηρία του Αφγανιστάν (Ηνωμένο Μέτωπο), γνωστό στους δυτικούς ως Βόρεια Συμμαχία, με τον Ραμπανί να γίνεται επίσημα πολιτικός αρχηγός. Άλλα μέλη του Τζαμιάτ ανέλαβαν ανώτερες θέσεις στην κυβέρνηση του Ενωμένου Μετώπου: για παράδειγμα, ο Γιανούς Κανουνί ορίστηκε υπουργός Εσωτερικών και ο Αμπντουλάχ Αμπντουλάχ έγινε Υπουργός Εξωτερικών.[12]

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2001, μόλις δύο ημέρες πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Μασούντ δολοφονήθηκε από δυο βομβιστές αυτοκτονίας, πιθανώς μετά από υπόδειξη της Αλ Κάιντα. Αμέσως μετά οι δυνάμεις των Ταλιμπάν ξεκίνησαν μια μεγάλη επίθεση κατά των θέσεων του Ενιαίου Μετώπου. Ο Μοχάμεντ Κασίμ Φαχίμ επιλέχθηκε ως διάδοχος του Μασούντ ως ηγέτη της στρατιωτικής πτέρυγας του Τζαμιάτ και απώθησε την επίθεση των Ταλιμπάν. Με αρκετή βοήθεια από έναν συνασπισμό υπό την ηγεσία των Αμερικανών τον Οκτώβριο και τον Νοέμβριο του 2001, οι δυνάμεις του Ενιαίου Μετώπου επανακατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του Αφγανιστάν.

Ο ιδρυτής και ηγέτης του Τζαμιάτ, Μπουρχανουντίν Ραμπανί, δολοφονήθηκε το 2011.[13] Ο γιος του, Σαλαχουντίν Ραμπανί, ηγείται του κόμματος έκτοτε.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Aikins, Matthieu (20 Σεπτεμβρίου 2011). «Profile: Burhanuddin Rabbani». www.theguardian.com. The Guardian. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2019. 
  2. 2,0 2,1 Haqqani, Husain (2005). Pakistan: Between Mosque and Military. Washington: Carnegie Endowment. σελ. 171–2. ISBN 9780870032851. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 Kepel, Gilles (2002). Jihad: on the trail of Political Islam. Belknap. σελ. 141. 
  4. Fida Younas, S. (1997). Afghanistan: Political parties, groups, associations and movements. 
  5. Haqqani, Husain (2005). Pakistan: Between Mosque and Military. Carnegie Endowment. σελ. 173. 
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 Saikal, Amin (2012). Modern Afghanistan: A History of Struggle and Survival. London: I.B.Tauris. σελ. 214. ISBN 9781780761220. 
  7. «Afghanistan: Pakistan's Support of Afghan Islamists, 1975–79». Library of Congress. 1997. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2019. 
  8. Roy, Olivier (1992). Islam and resistance in Afghanistan. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 76. ISBN 978-0-521-39700-1. 
  9. Li, Ruru (2005). Blood-stained Hands: Macbeth in Kunju Form. New York: Human Rights Watch. σελ. 131. 
  10. Christia, Fotini (2012). Alliance Formation in Civil Wars. Cambridge: Cambridge University Press. σελ. 69. ISBN 9781139851756. 
  11. Maley, William (2001). Fundamentalism Reborn?: Afghanistan and the Taliban. London: C. Hurst & Co. Publishers. σελ. 76. ISBN 9781850653608. 
  12. Reddy, L. R. (2002). Inside Afghanistan: End of the Taliban Era?. New Delhi: APH Publishing. σελ. 256. ISBN 9788176483193. 
  13. «Former Afghanistan president Burhanuddin Rabbani killed in Kabul blast». www.telegraph.co.uk. 20 Σεπτεμβρίου 2001. Ανακτήθηκε στις 5 Απριλίου 2019.